O Συναξαριστής της ημέρας.

Σάββατο, 3 Νοεμβρίου 2018
Τη Γ΄  (3η)  Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΑΚΕΨΙΜΑ, ΙΩΣΗΦ και ΑΕΙΘΑΛΑ.                                                                                                                                     
Ακεψιμάς, Ιωσήφ και Αειθαλάς οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν εις τας ημέρας του ασεβεστάτου Σαβωρίου, του βασιλέως των Περσών εν έτει τλ΄ (330). Τότε είχον εις όλην την Περσίδα μεγάλην λύσσαν κατά των φιλοχρίστων οι ειδωλολάτραι και μάλιστα οι μάντεις και γόητες, εις τους οποίους εδώκεν εξουσίαν ο παράνομος βασιλεύς να παιδεύουν οδυνηρώς οι δύστυνοι τους πιστούς και τους εβίαζαν να σέβωνται το πυρ και τον ήλιον. Κατά την εποχήν εκείνην συνέλαβον και εφυλάκισαν και τον γηραιόν Επίσκοπον Ακεψιμάν, όστις ήτο από πόλιν τινά Ανίθα καλουμένην, κατά πολλά ενάρετος άνθρωπος, πράος, εγκρατής, ελεήμων, χαρίεις, το είδος και την ψυχήν χαριέστατος, δεικνύων με το έξωθεν ήθος την έσω κατάστασιν.
Ούτος εδίδασκεν εις τους Χριστιανούς την ευσέβειαν, ουχί μόνον με τους λόγους, αλλά και δια των έργων και των ορθών δογμάτων. Λέγεται δε περί αυτού τοιούτον θαυμάσιον, ότι προτού να τον φυλακίσουν εν μια των ημερών εθώπευε την κεφαλήν του παιδίον τι και ασπαζόμενον ταύτην είπε· «Μακαρία η φαλακρά αυτή κεφαλή, ότι μέλλει να μαρτυρήση δια τον Κύριον». Ταύτα ακούσας ο Άγιος Γέρων εχάρη, ευχόμενος εις τον Θεόν να τελειώση η του παιδός πρόρρησις. Τότε έτυχεν εκεί άλλος τις Επίσκοπος άλλης πόλεως, φίλος του Ακεψιμά και λέγει εις το ρηθέν παιδίον· «Και εγώ τι μέλλω να πάθω, τέκνον μου;» Ο δε θεοφορούμενος παις απεκρίνατο· «Όταν επιστρέφης εις την πόλιν σου, δεν θα σε αφήσουν να φθάσης, αλλά εις το χωρίον Ατσαδαράν καταλύσεις τον βίον»· αμφότερα δε ταύτα όντως ούτως έγιναν. Όταν λοιπόν έφεραν τον Ακεψιμάν εις τον άρχοντα των μάγων Αδραχοσχάρ καλούμενον, ηρώτησεν αυτόν, εάν ήτο Χριστιανός και ωμολόγησε μετά παρρησίας πολλής την αλήθειαν λέγων· «Ένα Θεόν γνωρίζομεν κατά τας Γραφάς και αυτόν μόνον ως αγαθόν και ποιητήν των απάντων λατρεύομεν». Ο δε μάγος είπεν· «Εγώ ήκουσα, ότι είσαι φρόνιμος άνθρωπος, καθώς και από την πολιάν σου φαίνεται, αλλά οι λόγοι σου σε φανερώνουν παιδίου μωρού αγνωστότερον, επειδή καταφρονείς τα βασιλικά προστάγματα και δεν θέλεις να προσκυνήσης τον λαμπρότατον ήλιον». Ο δε Αρχιερεύς απεκρίνατο· «Ανόητοι είσθε σεις οι των Περσών άρχοντες, διότι αφήνοντες τον κτίστην λατρεύετε αναίσθητα κτίσματα· τις έχων γνώσιν θέλει έλθει εις τόσην αναισθησίαν  και άνοιαν, καθώς σεις και ο βασιλεύς σας, ανόσιοι, να προσκυνήση ποιήματα;» Λέγει ο άρχων· «Ανόσιε κατά αλήθειαν και φλύαρε, ματαίου θρησκεύματος προστάτα, επειδή τολμάς να υβρίζης ημάς, οίτινες προσκυνούμεν τοιούτον στοιχείον λαμπρότατον, θέλεις λάβει τόσα δεινά κολαστήρια, εάν και συ δεν προσκυνήσης αυτό το συντομώτερον, ώστε να μη δυνηθή να σε λυτρώση ο Εσταυρωμένος τον οποίον σέβεσαι». Τότε ο θείος πρεσβύτης, ουδόλως δειλιάσας την τούτου ωμότητα, απεκρίνατο· «Να φραγή το μιαρόν στόμα σου, τρισκατάρατε· εμέ νομίζεις ότι θα εκφοβίσης με τας απειλάς και τους φοβερισμούς σου, ανόητε, να απαρνηθώ την πατρώαν ευσέβειαν; Εάν δε και δεν με λυτρώση ο Κύριός μου, καθώς είπες, από τας χείρας σου, ποίαν ζημίαν λαμβάνω παραδίδων σώμα γηραιόν και αδύνατον εις θάνατον δια να λάβω άλλο άφθαρτον και αθάνατον εις αντάλλαξιν; Μάλιστα όλοι θέλουσι με επαινέσει ως φρόνιμον, διότι δια ολίγην και βραχυτάτην ζωήν απολαμβάνω ευδαιμονίαν αιώνιον και ηδονήν ατελεύτητον». Τότε εθυμώθη λίαν ο άνομος και έδειρε τοσούτον σκληρώς τον ιερώτατον Γέροντα, ώστε δεν έμεινε μέρος μικρόν εις όλον το σώμα του απλήγωτον, όλη δε η γη εκοκκίνισεν από τα αίματα. Τότε του λέγει ο αλιτήριος· «Που είναι τώρα, Ακεψιμά, ο Θεός τον οποίον σέβεσαι και δεν ήλθε να σε λυτρώση από τας χείρας μου;» Ο δε Άγιος είπεν· «Ο Θεός μου κατοικεί εις τους ουρανούς, μιαρώτατε, και δύναται να με λυτρώση, εάν θελήση, ως παντοδύναμος, συ δε, όστις είσαι γη και σποδός, κατά τινος τολμάς και υπερηφανεύεσαι ανόητε; Αύριον ωσεί χόρτος μαραίνεσαι, ίνα παραδοθής εις πυρ άσβεστον, και τότε θέλεις γνωρίσει Θεόν αθάνατον αυτόν τον οποίον βλασφημείς τώρα και θα οδύρεσαι ανωφελώς». Τότε θυμωθείς ο μάγος προστάσσει να τον δέσωσι με αλύσεις και να τον φυλακίσωσι μέχρι δευτέρας εξετάσεως. Τη επαύριον έφερον άλλους δύο Χριστιανούς εις το δικαστήριον, και ο μεν εις ήτο ο Ιωσήφ, όστις ήτο Πρεσβύτερος από το χωρίον Βηθλαβουκά, το οποίον ερμηνεύεται του γράφοντος, γηραιός και αυτός εβδομηκονταετής, ζηλωτής του Χριστού, με σωφροσύνην και φόβον θείον κοσμούμενος· ο δε έτερος ήτο ο Αειθαλάς από το χωρίον Βηθνοαδαράς, την αξίαν Διάκονος, την όψιν αιδέσιμος και εις τον ένθεον ζήλον, ως ο μέγας Ηλίας, θερμότατος. Τούτους παρετήρησεν ο δικαστής με άγριον βλέμμα και λέγει προς αυτούς· «Διατί πλανάτε τους απλουστέρους ανθρώπους με τας μαντείας σας και τους υπάγετε εις την πίστιν των Χριστιανών, κακοθάνατοι;» Ο δε Ιωσήφ απεκρίνατο· «Ημείς ούτε μαντείας γινώσκομεν ουδέ τινα επλανήσαμεν, αλλά μάλλον τους πλανωμένους οδηγούμεν προς την αλήθειαν, διδάσκοντες όλους να προσκυνώσιν ένα Θεόν ποιητήν του ηλίου και των άλλων κτισμάτων δεσπόζοντα». Τοιαύτα και έτερα πλείονα φιλονικήσαντες ικανήν ώραν διαλεγόμενοι, είπεν ο τύραννος· «Άφες τα μακρά φλυαρήματα και προσκύνησον ως πρέπει τον ήλιον». Ο δε του Χριστού προσκυνητής απεκρίνατο· «Μη πλανάσαι, ότι δεν θέλεις με ίδει να προσκυνήσω τον ήλιον ή άλλα ποιήματα ουδέποτε». Τότε υπερζέσας από τον θυμόν του ο μάγος, είπε και εμαστίγωσαν το μάρτυρα οι παμμίαροι, καταξεσχίζοντες τας σάρκας του άπονα με ραβδία ακανθωτά· ο δε πρώτον εδόξαζεν εκφώνως τον Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, ότι με ηξίωσες να εκπλύνω τον ρύπον της αμαρτίας μου με την ροήν του αίματός μου». Μετά δε ώραν ικανήν απέκαμεν από τους δαρμούς και έμεινεν άφωνος· όθεν έδεσαν αυτόν με δύο αλύσεις και τον εφυλάκισαν με τον Ακεψιμάν οι παμμίαροι και τότε λέγει προς τον Διάκονον· «Τέλεσον καν συ του βασιλέως το πρόσταγμα, προσκύνησον τον πάμφωτον ήλιον, να λυτρωθής από τα δεινά κολαστήρια». Ο δε Αειθαλάς το όντως αειθαλές της ευσεβείας φυτόν, απεκρίνατο· «Μη γένοιτο να γίνω τυφλός και ανόητος ως συ, να προσκυνήσω αντί του Κτίστου τα κτίσματα· μη με φοβερίζης με παιδευτήρια, διότι δεν με νικάς, να με διαστρέψης ποτέ από την ευσέβειαν, καν θάνατον μου δώσης πικρότατον». Του λέγει ο μάγος· «Τις έχει γνώσιν και προτιμά αντί της ζωής τον θάνατον, μάλιστα δια ματαίαν ελπίδα μελλούσης μακαριότητος;» Λέγει ο Άγιος· «Σεις, οίτινες δεν έχετε ελπίδα ατελευτήτου ζωής, αγαπάτε ταύτην την πρόσκαιρον ως φιλόσαρκοι, ημείς δε, επειδή είμεθα βέβαιοι, ότι θα λάβωμεν μετά θάνατον αθάνατον ζωήν και απόλαυσιν αιώνιον, δεν φοβούμεθα πρόσκαιρα κολαστήρια, αλλά διψώμεν να υπομείνωμεν πληγάς τε και μάστιγας, ίνα και μεγάλην την αμοιβήν απολαύσωμεν». Τότε προστάσσει ο θηριώδης εκείνος να τον δέσουν από τας χείρας εις ξύλον και να τον δέρωσιν εξ δυνατοί άνδρες τοσούτον, έως ου συνθλασθώσιν όλα του τα οστέ. Οι μεν λοιπόν στρατιώται ετέλεσαν ευθύς το πρόσταγμα του άφρονος, ο δε αδαμάντινος Αθλητής υπέμεινε γενναίως, υβρίζων τον άρχοντα και επονομάζων αυτόν κύνα και κόρακα, οίτινες χαίρονται να τρώγουν σάρκας και αίματα, εκείνος δε προσέταξε τους δημίους να τον δέρωσιν έτι περισσότερον ανηλεώς· οι δε εμαστίγωσαν αυτόν χαλεπώτερα τόσον, ώστε εξεσχίσθησαν όλαι αι σάρκες του και συνετρίβησαν όλα του τα οστά από την ωμότητα των μαστιγούντων και την του ξύλου βαρύτητα. Αφού δε ταύτα έπραξαν, τον ήγειραν, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να περιπατήση, και τον έρριψαν εις την φυλακήν, εις την οποίαν ήσαν οι άλλοι δύο Άγιοι. Μετά πέντε ημέρας ωδήγησαν τους τρείς Αγίους δεδεμένους εις τόπον τινά καλούμενον Παράδεισον, ένθα ήτο ναός του πυρός, τον οποίον εσέβοντο, και εκεί καθήσας ο μιαρός τους ηρώτησεν εάν επιμένουν εις την προτέραν απείθειαν ή έστεργον να πράξωσι κατά την γνώμην του. Οι δε Άγιοι παρευθύς ως εξ ενός στόματος απεκρίθησαν· «Γίνωσκε, ότι ημείς μίαν και την αυτήν αμετάθετον γνώμην έχομεν, ένα Θεόν προσκυνούμεν και αυτόν μόνον Κύριον των απάντων και Κτίστην γινώσκομεν». Τότε οργισθείς προστάσσει πάλιν να τους ζώσωσιν από την μέσην, από τας μασχάλας και από τους μηρούς, να τους σφίγξωσιν όσον ηδύναντο, έπειτα να στρέψωσι με ξύλον το σχοινίον έως να τους κατασπάσωσι. Τούτου δε γενομένου έλαβον οδύνην ανείκαστον και δακρύων αξίαν οι τρισμακάριοι, διότι όλα των τα οστά συνετρίβησαν και ο γδούπος της συντριβής ηκούετο από μακρόθεν. Εκαρτέρησαν λοιπόν από τρίτης ώρας έως της έκτης εις ταύτην την πανώλεθρον βάσανον, και τότε κατεβίβασαν αυτούς ως τεθνηκότας και τους επανέρριψαν εις την φυλακήν· προσέταξε δε ο ανηλεής δικαστής να μη τολμήση τις να τους δώση τροφήν ή ποτόν ή άλλην τινά βοήθειαν, διότι άλλως θα τιμωρήται με θάνατον. Διέμειναν λοιπόν πεφυλακισμένοι οι Άγιοι επί τρία ολόκληρα έτη με μεγάλην στενοχωρίαν και κάκωσιν, μη έχοντες ουδεμίαν παραμυθίαν έξωθεν της φρουράς δια τον φόβον του τυράννου, διότι οι φύλακες ελυπούντο μεν αυτούς δια την γηραιάν ηλικίαν των, αλλά εφοβούντο τον τύραννον, δεν έδιδαν δε εις αυτούς τίποτε, αλλά μόνον οι άλλοι φυλακισμένοι τους ευσπλαγχνίζοντο ενίοτε, καίπερ ειδωλολάτραι, και τους έδιδον ολίγον τι βρώσιμον ευτελέστατον και αυτό απόκρυφα. Μετά δε ταύτα τους εξέβαλαν και παρέστησαν εις άλλον δικάζοντα Αρδασαβώριον επονομαζόμενον, όστις ήτο πρώτος από όλους τους άρχοντας· και ιδών αυτούς ότι ήσαν αδύνατοι και μαραμένη η όψις των από την πολυχρόνιον κακοπάθειαν, είπεν εις αυτούς διαφόρους λόγους δήθεν προς συμβουλήν, να κάμωσι το συμφέρον των, προτού να τους δώση πικρότατα κολαστήρια. Οι δε απεκρίθησαν· «Μη νομίσης ότι θα δυνηθής ποτέ να μας μεταβάλης εις την ασέβειαν με κολακείας και δωρήματα ή έστω και αν θελήσης να μας δώσης με πάνδεινα κολαστήρια άδικον θάνατον». Ο δε τύραννος είπε· «Το γινώσκω ότι σεις οι Χριστιανοί επιποθείτε τον θάνατον, δια την των ελπιζομένων αγαθών απόλαυσιν, εγώ όμως δεν θα σας θανατώσω, εάν δεν καταναλώσω τας σάρκας σας πρότερον». Λέγει εις αυτόν ο Ακεψιμάς· «Ήκουσες από ημάς, ότι ουδόλως φοβούμεθα τα δεινά σου κολαστήρια, και όταν θέλης δοκίμασον ημάς να γνωρίσης την αλήθειαν». Τότε ο δικαστής θυμωθείς επρόσταξε να φέρωσι μάστιγας ωμάς εκ δέρματος, να τους δείρωσιν εις την ράχιν και τα στέρνα ωμότατα, έως να πίπτωσιν αι σάρκες των· ο δε Αρχιερεύς του Θεού υπέμεινε και ταύτην την βάσανον όσον ηδύνατο, ευχαριστών τον Κύριον· αφού δε απέκαμεν η δύναμίς του, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν αυτού εις χείρας Θεού την δωδεκάτην Οκτωβρίου μηνός· το δε άγιον αυτού λείψανον εφύλαττον οι ανήμεροι, να μη το κλέψωσιν οι Χριστώνυμοι. Μετά την του Αγίου Ακεψιμά τελείωσιν έφερον εις το κριτήριον τον Μάρτυρα Ιωσήφ, προς τον οποίον είπεν ο τύραννος· «Είδες τι έπαθεν ο φίλος σου; Εάν δεν κάμης υπακοήν, θα σου δώσω ομοίαν κόλασιν». Ο Άγιος όμως, μηδόλως πτοούμενος τας του τυράννου απειλάς, είπε: «Καθώς σου είπον και πρότερον, ενόσω έχω τον νουν μου, δεν θέλω προσκυνήσει άψυχα κτίσματα». Ο δε άρχων προσέταξε να τον δέρωσιν ως και τον άλλον με νεύρα βοός. Ούτος δε, καίπερ τοσούτον ελεεινώς μαστιγούμενος, εβόα μεγαλοφώνως λέγων· «Εις είναι ο αληθής Θεός, τον οποίον ευλόγως ημείς λατρεύομεν, καταφρονούντες τα του βασιλέως σας προστάγματα». Δερόμενος λοιπόν επί ώρας πολλάς, έμεινεν ως νεκρός ακίνητος· όθεν θαρρούντες ότι απέθανε, τον έσυραν και τον έρριψαν εις την αγοράν· μαθόντες όμως κατόπιν ότι είχεν εισέτι ολίγην πνοήν, τον εφυλάκισαν. Μετά ταύτα παρέστησαν εις το βήμα και τον Αειθαλάν, ο δε τύραννος υπέσχετο και εις αυτόν καθώς και εις τους άλλους διαφόρους δωρεάς, απειλών συγχρόνως ότι θα τον βασανίση σκληρώς, εάν δεν πεισθή να προσκυνήση τους θεούς των, ο δε πάνσοφος Μάρτυς είπεν· «Αισχύνομαι τον ουρανόν και την γην, εάν δειλιάσω τας βασάνους και φανώ δειλότερος των γηραιών, εγώ όστις είμαι ισχυρότερος αυτών και νεώτερος· όθεν σε βεβαιώ με του Χριστού μου την δύναμιν, ότι δεν προδίδω την ευσέβειαν». Ταύτα ο άρχων ακούσας προσέταξε και τον εμαστίγωσαν δυνατά και αλύπητα, ο δε Άγιος ελέγχων αυτού την παρανομίαν τον ωνόμαζε κύνα σαθρόν και αδύνατον και ότι ελογίζετο τας τιμωρίας του ως παίγνια. Καταπλαγείς εις ταύτα ο άφρων εκείνος τύραννος ηρώτα τους συγκαθέδρους αυτού λέγων· «Ειπέτε μου, διατί οι Χριστιανοί, καταφρονούντες την ζωήν ταύτην, διψώσι τον θάνατον;» τινές δε εξ αυτών του απεκρίθησαν, ότι τα βιβλία των λέγουσιν ότι είναι άλλος κόσμος από τούτον καλλίτερος, δια τούτο μισούσι τον πρόσκαιρον. Αφού λοιπόν έδειραν επί ώραν πολλήν τον αήττητον και κατεξέσχισαν τας σάρκας του, οι αρμοί διελύοντο και έτρεχον κατά γης ως ποταμός τα αίματα· έπειτα προστάσσει ο δικαστής να τον αφήσωσιν ολίγον, και του λέγει· «Εάν υπακούσης εις τα βασιλικά προστάγματα, έχομεν ιατρούς να σου θεραπεύσουν τας πληγάς». Ο δε Άγιος είπεν· «Εγώ δεν χρειάζομαι ιατρείαν τινά από σε, πεπληγωμένε την ψυχήν και την διάνοιαν». Λέγει τότε ο τύραννος· «Εγώ θα σου δείξω να γίνης εις τους Χριστιανούς όλους υπόδειγμα, δια να μη υβρίζωσι τους άρχοντας». Λέγει εις αυτόν ο Άγιος· «Αν και εις όλους σου τους λόγους είσαι ψεύστης και φλύαρος, τώρα όμως είπες και χωρίς να θέλης την αλήθειαν, διότ με τα κολαστήρια, τα οποία θα μου δώσης, θέλεις με βιάσει να γίνω θαυμαστόν υπόδειγμα γενναιότητος και αρχέτυπον καρτερίας εις όλους τους αδελφούς μου δια να υπομένουν και αυτοί με μεγάλην ευκολίαν τα των τυράννων βασανιστήρια». Έφριξεν ο ασεβής τύραννος τοιαύτα ακούων· όθεν προσκαλέσας τον άρχοντα της πόλεως των Αρβήλων, Αδαρχόσχαρ, παρέδωκεν εις αυτόν τους Αγίους λέγων· «Λάβε αυτούς εις την πόλιν σου, δια να τους λιθοβολήσουν εκεί και βίασέ τους να υπακούσωσι, διότι μέχρι τώρα δεν ηθέλησα να τους δώσω θάνατον, δια να βασανισθώσι περισσότερον». Επεβίβασαν λοιπόν αυτούς εις τα κτήνη ως άψυχα πράγματα, διότι δεν είχον τινά δύναμιν να περιπατήσωσι, καθότι ήσαν συντετριμμένοι από τους πολλούς ραβδισμούς και καταξεσχισμένα όλα τα μέλη των, εκείτοντο δε παραλελυμένοι ως ξύλα άψυχα. Αφού λοιπόν τους επήγαν εις την πόλιν Άρβηλα, τους έρριψαν εις την φυλακήν ως τεθνηκότας, άνευ ουδεμιάς επιμελείας. Όθεν εσάπησαν τοσούτον αι σάρκες των από τας πληγάς, ώστε εβρωμούσαν και είχον μεγάλην κακοπάθειαν, διότι συν τοις άλλοις δεν άφηνον κανένα Χριστιανόν να πλησιάση και να τους δώση μικράν βοήθειαν. Γυνή δε τις, φοβουμένη τον Κύριον, κατώκει εις το μέρος εκείνο της πόλεως, πορευθείσα δε εις την φυλακήν το μεσονύκτιον έδωκεν αργύρια πολλά εις τους φύλακας, δια να την αφήσωσι να λάβη τους Αγίους εις τον οίκον της, όστις ήτο εκεί πλησίον, να τους επιμεληθή, και πάλιν να τους φέρη μίαν νύκτα απόκρυφα. Επιτυχούσα λοιπόν του ποθουμένου ήγειραν τους Αγίους οι δούλοι της και τους επήγαν εις την οικίαν της, εκεί δε με διάφορα βότανα και αρώματα τους επεμελήθη όπως έπρεπε με μεγάλην ευλάβειαν. Τοσαύτην δε κατάνυξιν είχεν η αοίδιμος, ώστε έρρεον συνεχώς τα δάκρυά της και κατεφίλει τας πληγάς των μαρτύρων, ήλειφε δε το πρόσωπόν της με τα άγια αίματά των. Ο δε μακάριος Ιωσήφ μετά βίας ηδυνήθη να ομιλήση από τους πόνους και λέγει προς αυτήν· «Ω ιερά και φιλόχριστος γυνή, με το να μας συμπονής και να μας επιμελήσαι με τόσον πόθον, δεικνύεις ότι έχεις ψυχήν συμπαθή και φιλάνθρωπον. Το να κλαίης όμως αμέτρως είναι αμαρτία, διότι φαίνεσαι ολιγόπιστος προς τον Θεόν, και ότι δεν έχεις εις αυτόν την ελπίδα σου». Η δε απεκρίνατο· «Η μεν ψυχή μου αγάλλεται συλλογιζομένη την άμετρον ανδρείαν, την οποίαν ο Κύριος σας εχάρισε, να υπομείνετε την δριμύτητα τοσούτων βασάνων· μάλιστα δε επιποθώ πλέον να σας ιδώ τετελειωμένους εις το Μαρτύριον, αλλά το δάκρυον είναι ίδιον της ανθρωπίνης φύσεως, να λυπήται και να συμπονή τον όμοιον». Λέγει ο Άγιος· «Δεν πρέπει, τέκνον μου, να δακρύης ουδόλως δι’ ημάς, γινώσκουσα ότι αι θλίψεις, τας οποίας λαμβάνομεν δια τον Χριστόν, προξενούσιν εις ημάς ευφροσύνην αιώνιον και Βασιλείαν ουράνιον». Αφού λοιπόν τους επεμελήθη, ως έπρεπεν, η φιλομάρτυς εκείνη γυνή, τους επήγεν είτα κρυφίως, ως είχεν υποσχεθή εις το δεσμωτήριον, ένθα διέμειναν εξ μήνας, και τότε εψήφισαν άλλον άρχοντα και δικαστήν δεινότερον, Ναζερώθ καλούμενον, προς τον οποίον ήλθε βασιλικόν πρόσταγμα, να δένωσι τους Χριστιανούς και να τους φονεύουν άλλοι πάλιν Χριστιανοί εις αισχύνην των. Ελθόντος λοιπόν του νέου τυράννου είπον εις αυτόν οι ιερείς των ειδώλων· «Είναι πολύς καιρός που ευρίσκονται φυλακισμένοι τινές Χριστιανοί, οίτινες υπέστησαν πολλούς δαρμούς, αλλά δεν θέλουσι να αρνηθώσι την πίστιν των». Ταύτα ακούσας ο τύραννος προσέταξε να τους φέρωσι πάραυτα, και τους λέγει· «Ο βασιλεύς Σαβώριος ενίκησε τοσαύτα έθνη και τοσαύτα φρούρια κατέστρεψε, ουδείς δε ανδρείος ηδυνήθη να τον νικήση, σεις όμως, οίτινες καρπούσθε τους τόπους του, γίνεσθε αποστάται και τον υβρίζετε, νομίζοντες ότι ούτω θα σας δώσωμεν τάχιστον θάνατον· αλλά εγώ θα σας παραδώσω εις τοσαύτας βασάνους, ώστε να διαλυθώσιν αι σάρκες σας». Λέγουσιν εις αυτούς οι Άγιοι· «Ημείς εδώσαμεν τα σώματά μας εκουσίως να μας σφάξετε δια την αγάπην του Χριστού μας ως πρόβατα και ει τι βούλεσαι πράξον». Προστάσσει τότε ο απάνθρωπος τύραννος να τους δέσωσιν από τους πόδας και να τους κρεμάσωσι με την κεφαλήν προς τα κάτω, να καταξεσχίσωσι δε τας πλευράς των και να τους δέρωσι με ξηρά βούνευρα. Ούτω λοιπόν απανθρώπως μαστιγουμένων των Αγίων κατεκόπησαν αι φλέβες αυτών και έτρεχαν ως ποταμός τα αίματα. Οι δε παρεστώτες συμπονούντες τους Αγίους εδάκρυζαν, μεμφόμενοι του τυράννου την αγριότητα. Τινές δε μάγοι, θαυμάζοντες του ιερού πρεσβύτου την υπομονήν και γενναιότητα και συμπονούντες αυτόν, επλησίασαν και είπον εις αυτόν· «Ελθέ με ημάς κρυφίως εις τον ναόν του θεού μας, εάν εντρέπεσαι εις το φανερόν τους ανθρώπους και θυσίασον να λυτρωθής από τοιαύτα πάνδεινα κολαστήρια». Ο δε με φωνήν λαμπράν απεκρίνατο· «Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. στ:9). Αφού λοιπόν τους έδερον επί τρεις ώρας, τους ηρώτησεν ο τύραννος λέγων· «Πείθεσθε εις το πρόσταγμα του βασιλέως να λυτρωθήτε από τον θάνατον;» Ο δε Άγιος Ιωσήφ είπε· «Μη γένοιτο ποτέ να επιθυμήσω τοιαύτην ζωήν και να προσκυνήσω τον ήλιον». Λέγει ο τύραννος· «Λοιπόν κάλλιον θέλεις τον θάνατον;» Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ναι, επ’ αληθείας, ότι ούτος ο πρόσκαιρος θάνατος μου γίνεται ζωής αιωνίου πρόξενος και αίτιος τόσων αγαθών, όσα οφθαλμός δεν δύναται να τα ίδη ούτε να τα μελετήση διάνοια». Λέγει ο άρχων ειρωνευόμενος και περιγελών αυτόν· «Λοιπόν πρέπει να με ευχαριστής, επειδή τόσα καλά σου επροξένησα, και να μας αξιώσης και ημάς να συγκοινωνήσωμεν μετά σου εις τοιαύτην μακαριότητα». Λέγει ο Άγιος· «Μη χλευάζης ημάς, ω δικαστά, ότι ο Θεός μάς επρόσταξε να αγαπώμεν και τους εχθρούς μας και να παρακαλούμεν δια να γνωρίσωσι την ευσέβειαν και ούτω ποιούμεν δι’ αυτούς έως ου ευρίσκονται εις τούτον τον κόσμον· όταν όμως αποθάνωσιν, δεν δυνάμεθα να ποιήσωμεν εις αυτούς καλόν ή κακόν, μόνον ο Θεός έχει εξουσίαν να κρίνη άπαντας». Του λέγει ο τύραννος· «Άφες τας φλυαρίας αυτάς και τα όνειρα και ποίησον το βασιλικόν πρόσταγμα ή σου δίδω τόσα κολαστήρια, ώστε να παραδειγματισθούν και οι επίλοιποι Χριστιανοί από σε, να μη προτιμώσι τα ψευδή μέλλοντα, αλλά αυτά τα αληθινά και βλεπόμενα». Λέγει ο Άγιος· «Αυτό επιποθώ και εγώ καθώς και συ το εγνώρισες, να με στείλης εις την ουράνιον απόλαυσιν· λοιπόν εάν και τιμωρίας μυρίας μου δώσης ή άλλος άρχων διάδοχός σου με παιδεύση χειρότερα, δεν θέλετε δυνηθή να με διαστρέψετε, επειδή έχω τον αληθή Θεόν, όστις μου δίδει, ως παντοδύναμος, δύναμιν να υπομείνω ταύτα και πλείονα, και τότε οι επίλοιποι Χριστιανοί δεν θέλουσιν αρνηθή την ευσέβειαν, καθώς είπας, αλλά μάλιστα βλέποντες εμέ τον γηραιόν και αδύνατον, να μη συλλογίζωμαι τοιαύτα δεινά κολαστήρια, θα γίνωσι και αυτοί προθυμότεροι, να στερεωθούν εις την θεοσέβειαν». Ταύτα ακούσας εθαύμασεν ο τύραννος· όθεν προσέταξε να φυλακίσωσι τον Άγιον Ιωσήφ, τον οποίον και έλαβον βαστακτόν οι στρατιώται, διότι δεν ηδύνατο να περιπατήση τελείως, στραφείς δε προς τον μακάριον Αειθαλάν λέγει προς αυτόν· «Την αυτήν αγνωσίαν έχεις και συ, να μη θέλης να προσκυνήσης τον πάμφωτον ήλιον;» Ο δε απεκρίνατο· «Ζη Κύριος Ιησούς Χριστός, εις τον οποίον πιστεύω, δεν θέλει δυνηθή τις να με διαστρέψη από την τούτου προσκύνησιν». Τότε προστάσσει ο τύραννος να τον δέσωσιν από τους αστραγάλους, να τον κρεμάσουν αντιστρόφως και να τον μαστιγώσουν ως τον Άγιον Ιωσήφ ανηλεώς. Υπέμεινε δε ο μακάριος ούτος ανδρείως τας φοβεράς πληγάς μεγαλοφώνως τον Χριστόν δοξολογών· όταν λοιπόν είδεν ο τύραννος την καρτερίαν αυτού, εθαύμασε και καταβιβάσαντες εκείνον, έφεραν Μανιχαίον τινά, όστις είχε διαπράξει αμαρτίας τινάς και προστάσσων να δέρωσι τον Μανιχαίον, είπε προς τον Μάρτυρα· «Βλέπε τούτον τον άνθρωπον, πως αρνείται τώρα την πίστιν του». Ταύτα αυτού ειπόντος έδερναν αυτόν ώραν πολλήν οι δήμιοι· ο δε πρώτον μεν υπέμεινε τας μάστιγας, αλλ’ ύστερα, όταν τον έδερναν άσπλαγχνα, ενικήθη από τους πόνους και απηρνήθη την θρησκείαν του, αναθεματίσας τον Μάνεντα. Τότε του έφεραν μύρμηκά τινα και τον εφόνευσεν, ο δε Άγιος εμειδίασε λέγων· «Ο ταλαίπωρος λατρευτής του Μάνεντος εφόνευσε τον θεόν του! εγώ δε μακάριος, διότι έχω Θεόν παντοδύναμον, όστις ενίκησε τον κόσμον και μου φυλάττει το φρόνημα αταπείνωτον». Θυμωθείς εις τους λόγους τούτους ο τύραννος προσέταξε να δείρωσι τον Άγιον ασπλάγχνως με ράβδους ροδιάς ακανθωτάς και τόσον τον εμαστίγωσαν, ώστε έμεινεν άφωνος και δεν ησθάνετο τους ραβδισμούς τελείως· όθεν έσυραν αυτόν ως τεθνεώτα και τον έρριψαν παράμερα· εκ των μάγων δε τις τον ελυπήθη ως άνθρωπος, βλέπων το σώμα του ολόγυμνον και τον εσκέπασε με ένα ράσον, δια το οποίον τον κατήγγειλαν εις τον άρχοντα και τον εδειρεν ανηλεώς, τον δε Άγιον εφυλάκισαν πάλιν ιδόντες ότι ακόμη ανέπνεε. Μετά ταύτα ήλθε τις άρχων από άλλην χώραν, τον οποίον ωνόμαζον Σαβώριον, όστις παραστήσας τους Αγίους ενώπιόν του, είπε προς αυτούς με αγρίαν φωνήν· «Λυπούμαι την ταλαιπωρίαν σας και ευλαβούμαι τα λευκά σας γένεια, δι’ αυτό σας συμβουλεύω να προσκυνήσετε τον παντέφορον ήλιον και να δοκιμάσετε το αίμα των θυσιών, ίνα λυτρωθήτε από τον πικρότατον θάνατον». Οι δε ως εξ ενός στόματος απεκρίθησαν· «Των σαρκοφάγων κυνών είναι ίδιον και όχι ανθρώπων να πίνουν αίματα, καθώς ποιείς συ, ανόητε, όστις είσαι ως ο λυσσών κύων, όστις υλακτεί τους αυθέντας αυτού με πολλήν αγριότητα». Τότε προσέταξεν ο άρχων και έδειραν αυτούς τόσον ανηλεώς, ώστε ελυπήθησαν οι παρεστώτες και τους συνεβούλευσαν να δοκιμάσωσι ζωμόν αντί αίματος, δια να λυτρωθώσι τοσούτων κολάσεων. Οι δε απεκρίθησαν· «Μη γένοιτο, να θολώσωμεν το καθαρόν της πίστεώς μας και το πολυχρόνιον γήρας μας να καταισχύνωμεν». Λέγει ο πονηρός τύραννος· «Φάγετε μόνον ολίγον κρέας καθαρόν και αμόλυντον, να σας αφήσω». Οι δε απεκρίθησαν· «Πως είναι δυνατόν να ευρεθή πράγμα καθαρόν εις χείρας μεμολυσμένας; Άφες όλας σου τας μηχανάς, ταλαίπωρε, αποφάσισόν μας εις θάνατον, μη βασανίζεσαι άκαιρα δέρων τον αέρα και σφυροκοπών ανωφελώς τον αδάμαντα». Αφού λοιπόν συνεβουλεύθη με τους συγκαθέδρους ο τύραννος, αποφασίζουν να συνάξωσιν όσους Χριστιανούς εύρωσι να τους βάλωσι βιαίως να λιθοβολήσωσι τους Αγίους. Έφερον λοιπόν όσους ηδυνήθησαν, τους οποίους προσέταξαν να ρίπτωσι πέτρας κατά των Αγίων, έως να τους θανατώση· προσέταξε δε τότε ο ηγεμών να φέρουν τον Άγιον Ιωσήφ εις το κριτήριον , ίσως επειδή είχεν εις τον νουν του να ξαναδοκιμάση δια τελευταίαν φοράν, μήπως και τον διαστρέψη ο στρεβλός και ανόητος. Αφ’ ου λοιπόν τον έφεραν βαστακτόν, επειδή καθώς είπομεν δεν ηδύνατο ούτε να σαλεύση, εποίησε νεύμα προς τον ηγεμόνα με την κεφαλήν του ο Άγιος, να έλθη πλησίον του δήθεν ότι ήθελε να του είπη λόγον απόκρυφον, ο δε άρχων επήγεν αμέσως. Τότε πληρώσας ο Άγιος το στόμα του φλέγματος και σιέλου, έπτυσεν εις το πρόσωπον αυτού λέγων· «Δεν εντρέπεσαι, αναιδέστατε, να πολεμής ακόμη ένα νεκρόν και ακίνητον γέροντα, και με έφερες πάλιν εις εξέτασιν;» Τότε έμεινε καταγέλαστος ο τύραννος, του δε Αγίου έδεσαν οπίσω τας χείρας και σκάπτοντες λάκκον, έχωσαν αυτόν έως την ζώνην, έπειτα έδεσαν μακρόν τινα οβελόν εις καλάμην και προσέταξαν μίαν Χριστιανήν, την οποίαν έφερον εκεί με τους λοιπούς Χριστιανούς, περί των οποίων προείπομεν, να σουβλίζη τον Άγιον, ήτις εκαλείτο Ισδανδούλ. Λέγει όμως αύτη προς τον τύραννον· «Δεν ηκούσθη ποτέ να δυναστεύουν γυναίκα, να θανατώση δικαίους ανθρώπους, καθώς ποιείτε σεις και πληρούτε την πατρίδα σας με άγια αίματα, αλλά μη γένοιτο, να μιάνω τας χείρας μου· εγώ προτιμώ να σουβλίσω την καρδίαν μου πρότερον, πάρεξ να εγγίσω ουδαμώς εις το σώμα του Μάρτυρος». Ιδόντες λοιπόν οι ασεβείς ότι οι Χριστιανοί δεν τους ήκουσαν, έρριψαν αυτοί τόσους λίθους, ώστε έχωσαν έως τον λαιμόν τον Άγιον· και βλέπων άρχων τις, ότι ακόμη η αγία του κεφαλή εσάλευεν, επρόσταξε δήμιόν τινα, και την εκτύπησε με λίθον μέγαν, ούτω δε συνέτριψε τελείως αυτήν και παρέδωκεν εις χείρας Θεού την μακαρίαν ψυχήν ο αείμνηστος· έβαλαν δε φύλακας εις το άγιον λείψανον, δια να μη το κλέψωσιν οι φιλόχριστοι, και μετά τρεις ημέρας γίνεται σεισμός μέγας και φοβερώτατος, με μεγάλας αστραπάς και βροντάς και κατελθόν πυρ ουρανόθεν κατέκαυσε τους φύλακας, τον σωρόν των λίθων ως λεπτότατον χώμα εσκόρπισε, το δε άγιον σώμα του Μάρτυρος μετέθηκεν όπου ο Θεός ωκονόμισε. Μετά την τελευτήν του Αγίου Μάρτυρος Ιωσήφ παραλαβόντες οι μισόχριστοι τον τίμιον Αειθαλάν τον έφερον εις χωρίον τι, Πατριάν καλούμενον, εκεί δε ομοίως και αυτόν ελιθοβόλησαν. Μοναχοί δε τινές,  οίτινες ησκήτευον εις εκείνα τα όρια, επορεύθησαν την νύκτα και επήραν κρυφίως το άγιον λείψανον και το ενεταφίασαν ευλαβώς εις τόπον επίσημον· εκεί δε όπου τον εφόνευσαν ο Θεός εποίησε θαύμα τι, δια να δοξάση τον δούλον του· ανεφύη δηλονότι φυτόν τι, όπερ ονομάζουσι μυρσίνην, το οποίον εθεράπευε πάσαν ασθένειαν· έβλεπον δε και οι ευσεβείς πολύν καιρόν εις εκείνον τον τόπον φώτα πάμπολλα και Αγίους Αγγέλους, οίτινες ανέβαινον εις τους ουρανούς, δοξάζοντες τον τους Αγίους αυτού δοξάζοντα Κύριον. Αφού δε παρήλθον πέντε έτη εφθόνησαν οι ασεβείς εις τα θαύματα, τα οποία εγίνοντο υπό του προμνημονευθέντος φυτού, το εξερρίζωσαν τελείως και το έκαυσαν· ετελειώθη δε ο Άγιος Αειθαλάς τον Ιούνιον μήνα, ημέραν Παρασκευήν της τελευταίας εβδομάδος της Πεντηκοστής, αλλά επειδή ήσαν και οι τρεις ούτοι Άγιοι ομόσκηνοι και ομόγνωμοι και έδειξαν ίσην ανδρείαν και αντίστασιν, τους έταξαν να εορτάζωνται και οι τρεις συγχρόνως σήμερον, εν Χριστώ Ιησού τω αληθινώ Θεώ, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου