Οἱ ὑποστηρίζοντες τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸ Μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν ἰσχυρίζονται, ὅτι, ὅπως διδάσκεται σήμερα, δὲν προσφέρει γνώσεις, ἀλλὰ
«θρησκευτικὴ κατήχηση βιωματικοῦ
χαρακτήρα» καὶ εἶναι συνεπῶς, «καθαρὰ
ὁμολογιακό» καὶ μάλιστα «μονοφωνικό». Ὑποστηρίζουν δέ, συγκεκριμένα1,
ὅτι ἱκανοποιεῖ ἐν πρώτοις τὴν στοχοθεσία τῆς Ἐκκλησίας, «ἡ ὁποία μέσῳ ἑνὸς κρατικοῦ μηχανισμοῦ μεταδίδει τὶς θρησκευτικές της πεποιθήσεις, ἀναζητώντας
ἀκροατήριο» καὶ «κατὰ δεύτερον ἱκανοποιεῖ τὸ κράτος, τὸ ὁποῖο
χρησιμοποιεῖ τὴν θρησκεία... γιὰ τὸν κοινωνικὸ ἔλεγχο μέσω τῆς ἠθικοποίησης τῶν
πολιτῶν του καὶ —τέλος— ἢ μήπως πρωτίστως; ἱκανοποιεῖ ἐπαγγελματικὰ μιὰ
κοινωνικὴ ὁμάδα, ἡ ὁποία προασπίζεται τὰ συλλογικὰ της συμφέροντα ἔναντι τοῦ
συλλογικοῦ ἀγαθοῦ. Ποιὰ εἶναι ἡ λύση;» ἐρωτᾶ. Καὶ ἀπαντᾶ: «Κατάργηση τώρα». Ἐπὶ πλέον, ὁ ὁμολογιακὸς χαρακτήρας τοῦ μαθήματος θεωρεῖται ἐπικίνδυνος,
«δεδομένης τῆς μόνιμης ροπῆς τῶν
θρησκειῶν καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν φονταμενταλισμὸ καὶ τὴν παραδοσιοκρατία». Πρόκειται
γιὰ συνθηματολογία, φυσικά, προσδιοριζόμενη ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὶς στοχοθεσίες τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἡ ἀπάντηση ὅμως εἶναι, ὅτι ἡ θρησκεία δὲν ὁδηγεῖ στὴν τρομοκρατία, ἀλλὰ ἡ πολιτικοποίηση καὶ χρήση της ἀπὸ τὶς πολιτικὲς δυνάμεις. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο στὸ Ἰσλάμ, μὲ τὴν «ρέμπελη» τρομοκρατία
του, ἀλλὰ καὶ στὶς ΗΠΑ, μὲ τὴν ἀναφορὰ
σὲ «Ἱερὸ πόλεμο», ποὺ συνιστᾶ τὴν
«νόμιμη» τρομοκρατία τῆς Νέας Τάξης.
Τὸ
Σύνταγμα
Ἄλλοι, φαινομενικὰ μετριοπαθέστεροι (καθηγ. Γ.
Σωτηρέλλης) προτείνουν «θεολογικὰ οὐδέτερη
ἐνημέρωση τῶν μαθητῶν γιὰ τὶς διάφορες πλευρὲς τοῦ θρησκευτικοῦ
φαινομένου, μὲ ἰδιαίτερη ἐξειδίκευση πάντως στὴν διδασκαλία τῶν ἀρχῶν τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ὀρθοδοξίας»2. Εἶναι ἡ βασικὴ εἰσήγηση
γιὰ τὴν θρησκειολογικὴ
μετατροπὴ τοῦ Μ.τ.Θ. Ἐν τούτοις: Τὸ περιεχόμενο τοῦ
μαθήματός μας καὶ ἡ στοχοθεσία του προσδιορίζονται σαφῶς ἀπὸ τὴν κειμένη
νομοθεσία (Ν. 1566/1985) ποὺ εἶναι ἀπόρροια τοῦ 16ου ἄρθρου τοῦ ἰσχύοντος
Συντάγματός μας (ἄρθρο 3 καὶ 16,2). Εἶναι, βέβαια, γεγονός, ὅτι τὸ Μ.τ.Θ. ἀνήκει
στὸν ἐκπαιδευτικὸ προγραμματισμὸ τοῦ Κράτους καὶ τῶν ἐπιδιώξεών του καὶ ὄχι στὸ
ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς Πολιτείας; Ὁ σκοπὸς
τοῦ μαθήματος ὁρίζεται τὸ 1985, (Ν. 1566. Ἀπόφ. 3338/95 καὶ 2176/1998 τοῦ
Σ.τ.Ε.), ὅτι εἶναι: «Ἡ φανέρωση τῶν ἀληθειῶν
τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν
κόσμο καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ μ ύ η σ η (αὐτὸ σημαίνει βιωματικὴ συμμετοχή) τῶν μαθητῶν στὶς σωτήριες ἀλήθειες
τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωή... Ἡ βίωση τῶν ἀληθειῶν τῆς ὀρθόδοξης
χριστιανικῆς πίστεως στὶς συγκεκριμένες περιστάσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς τοῦ
μαθητῆ, γιὰ νὰ βελτιώνεται συνεχῶς “ἐν σοφίᾳ, ἡλικία καὶ χάριτι” (Λουκ. 2,52), γιὰ νὰ καταντήσει “εἰς ἄνθρωπον
τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ” (πρβλ. Ἐφεσ. 4,13)».
Αὐτά, τὸ ὑπογραμμίζω, ἰσχύουν φυσικὰ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους μαθητές, γιὰ τοὺς ὁποίους
—καὶ κατὰ τὸ Ὑπουργεῖο— τὸ μάθημα
εἶναι «ὑποχρεωτικό». Ὡστόσο, ἡ ἀναφορὰ στὸ παύλειο χωρίο
τῆς Πρὸς Ἐφεσίους βεβαιώνει ὅτι τὸ μάθημα ἐντάχθηκε, ἔμμεσα μέν, ἀλλὰ δραστικά, καὶ ἀπὸ τὴν Πολιτεία, στὸ κλῖμα τῆς ποιμαντικῆς
προοπτικῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κατήχησης, καὶ τὸ ἀναγνωρίζει tacite ὡς προέκταση τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας στὸν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης,
μὲ τὶς προϋποθέσεις καὶ δυνατότητες τοῦ σχολείου.
Τὶ
ἀποδέχεται ἡ Πολιτεία
Ἀλλὰ καὶ τὸ 2003 ἔγινε, ἡ ἰσχύουσα μέχρι σήμερα, ἀναδιατύπωση
τοῦ «σκοποῦ» τοῦ Μ.τ.Θ., καθοριζόμενη —καὶ πάλι— ἀπὸ τὴν Πολιτεία (ΦΕΚ
303/13.3.2003). Διαβάζουμε λοιπόν: «Ἡ
διδασκαλία τοῦ “Μ.τ.Θ.”
συμβάλλει: “Στὴν ἀπόκτηση γνώσεων γύρω ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν Ὀρθόδοξη
Χριστιανικὴ παράδοση. Στὴν ἀνάπτυξη
θρησκευτικῆς συνείδησης. Στὴν
προβολὴ τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας
ὡς ἀτομικοῦ καὶ συλλογικοῦ
βιώματος. Στὴν κατανόηση τῆς χριστιανικῆς πίστης, ὡς μέσου νοηματοδότησης τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς.
Στὴν παροχὴ εὐκαιριῶν στοὺς
μαθητὲς γιὰ θρησκευτικὸ προβληματισμὸ καὶ στοχασμό. Στὴν κριτικὴ ἐπεξεργασία
τῶν θρησκευτικῶν παραδοχῶν,
ἀξιῶν, στάσεων. Στὴν
διερεύνηση τοῦ ρόλου ποὺ ἔπαιξε καὶ παίζει ὁ Χριστιανισμὸς στὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν
ἱστορία τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Εὐρώπης. Στὴν κατανόηση τῆς Θρησκείας ὡς παράγοντα
ποὺ συντελεῖ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Στὴν ἐπίγνωση τῆς ὕπαρξης
διαφορετικῶν ἐκφράσεων τῆς θρησκευτικότητας. Στὴν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν
προβλημάτων καὶ τῶν μεγάλων συγχρόνων διλημμάτων. Στὴν ἀνάπτυξη ἀνεξάρτητης
σκέψης καὶ ἐλεύθερης ἔκφρασης. Στὴν ἀξιολόγηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς παράγοντα
βελτίωσης τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων». Αὐτά, συνεπῶς, προσδοκᾶ ἡ
Πολιτεία μας ἀπὸ τὸ «Μ.τ.Θ.», ποὺ τὸ θεωρεῖ
ἔτσι, προέκταση τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης, ποὺ παρέχεται στὴν οἰκογένεια καὶ
τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὸ νὰ δέχεται,
ὅτι «ἡ παροχή της στὸ σχολικὸ
περιβάλλον λειτουργεῖ συμπληρωματικὰ καὶ συντελεῖ στὴν ὁλοκληρωμένη μόρφωσή
τους»3. Σημασία, λοιπόν,
ἔχει ὅτι ἡ Πολιτεία ἀποδέχεται tacite καὶ συνιστᾶ τὸν «ὁμολογιακό» χαρακτήρα τοῦ μαθήματός μας, ἀκόμη δὲ καὶ ὁ
Συνήγορος τοῦ Πολίτη, (Διαμεσολάβηση ἄρ. 2141/2005 περὶ τῆς Ἐξομολογήσεως στὰ
Σχολεῖα), ποὺ παραδέχεται ὅτι βάσει τοῦ Συντάγματος «δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ εἶναι
θρησκειολογικό, ἀλλὰ μπορεῖ
κάλλιστα νὰ εἶναι ὁμολογιακό, ἀρκεῖ νὰ ἀφήνει περιθώριο γιὰ τὴν ἐλεύθερη ἀνάπτυξη
τῆς προσωπικότητας τῶν μαθητῶν». Αὐτὸ ὅμως σχετίζεται ἄμεσα
μὲ τὸν τρόπο τῆς προσφορᾶς του.
Καὶ αὐτὸς ὀφείλει νὰ εἶναι: ἡ ἀντικειμενικὴ
καὶ μὲ τὰ μέσα τῆς ἐπιστημονικῆς
μεθόδου ἱστορικὴ καὶ ἑρ
μηνευτικὴ προσέγγιση τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ παράδοσης, ποὺ ἀφορᾶ στὴν
πλειονοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ,
κατὰ τρόπο θετικὸ καὶ πληροφοριακὸ καὶ ὄχι ἀντιρρητικὸ καὶ
πολεμικὸ μὲ σεβασμὸ στὴν ἑτερότητα καὶ πατερική, δηλ. ἀγαπητική, ἀντιμετώπισή
της.
Ἡ
προοπτικὴ Οἰκουμενικὴ
Ἡ ἐκκλησιαστική, λοιπόν, «κατήχηση» ὡς προσφορὰ τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ παράδοσης γιὰ τὴν ἐμπέδωση τῶν Ὀρθοδόξων μαθητῶν σʼ αὐτήν, προϋποτίθεται καὶ στὴν Ἐκπαίδευση. Αὐτὸ ὅμως ὀφείλει νὰ γίνεται μὲ τὴν ἀντικειμενικότητα
καὶ κριτικὴ μέθοδο τῆς ἐπιστήμης,
ὡς προέκταση ὄχι τῆς ἐνοριακῆς
κατήχησης, ἀλλὰ τῆς καλλιεργούμενης
στὰ Πανεπιστήμια θεολογικῆς ἐπιστήμης. Αὐτὸ ἰσχύει σʼ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο καὶ τὸν εὐρύτερα χριστιανικὸ κόσμο. Τὰ πορίσματα τῆς ἀδέσμευτης ἀκαδημαϊκῆς ἔρευνας μεταφέρονται καὶ προσφέρονται, ἔτσι, στὸν χῶρο τῆς
πρωτοβάθμιας καὶ δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ νηφαλιότητα τοῦ
ἐπιστημονικοῦ λόγου. Τὸ Μάθημά μας, συνεπῶς, προσφέρει τὴν
ἱστορικὴ πορεία καὶ πα-
ρουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ εἰδικὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν λατρεία,
τὴν τέχνη καὶ τὴν ζωή της, μέσα σὲ μίαν οἰκουμενικὴ προοπτική, στὸ πνεῦμα δηλαδὴ
τῆς ἀρχαίας Ἑνωμένης Εὐρώπης ὡς τὸν 11° αἰώνα. Ἡ προοπτικὴ εἶναι οἰκουμενική, ἐπαναλαμβάνω,
ἀλλ᾽ ὄχι οἰκουμενιστική, στὸ πνεῦμα δηλαδὴ τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς Πανθρησκείας
της. Τί σημαίνει οἰκουμενική; Ἀναγκαστικὰ τὸ Μάθημα θὰ παρουσιάσει, μὲ τὴν
μεγαλύτερη
δυνατὴ ἀμεροληψία, τὸ ὀδυνηρὸ σχίσμα καὶ τὴν
διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὴν μία καὶ ἀδιαίρετη χριστιανικὴ ἀρχαιότητα,
τὸν Παπισμό, καὶ ὅ,τι αὐτὸ σημαίνει, ὡς καὶ τὴν προτεσταντικὴ πολυδιάσπαση, χωρὶς
νὰ λείπει, φυσικὰ καὶ ἡ αὐτοκριτικὴ γιὰ ὑπερβάσεις ἢ παραλείψεις ἐκπροσώπων τῆς
Ἀνατολῆς4. Ἡ ὑποστηριζόμενη καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους ἐμμονὴ στὰ ἑνοῦντα (αὐτὸ
συμβαίνει καὶ στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο) εἶναι παραπλανητική, διότι παραθεωρεῖ τὴν
θλιβερὴ τραγικότητα τοῦ σχίσματος, ἡ ἄρση καὶ θεραπεία τοῦ ὁποίου εἶναι δυνατή,
ὅταν συνειδητοποιηθοῦν τὰ χωρίζοντα πού, ἐξελικτικά, ἐπέφεραν τὴν ἀλλοτρίωση
μεγάλου μέρους τῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ μέθοδος αὐτὴ εἶναι ἡ κρατοῦσα καὶ στὴν ὑπόλοιπη
Εὐρώπη. Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς μεθόδου τῆς ἀποσιώπησης τῆς διαφορᾶς, ὅπως ἐνσαρκώθηκε στὸ
διαβόητο βιβλίο τῆς Ἱστορίας τῆς ΣΤ/ Δημοτικοῦ, ὄχι μόνο εἶναι ἀντιεπιστημονική,
ἀλλὰ καὶ παραπειστική, εἰσάγοντας κλῖμα ἐξωπραγματικῆς μυθοπλασίας καὶ οἰκοδομώντας
γνώση ἀναληθῆ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπικίνδυνη.
Ὁ
κ. Γ. Μπαμπινιώτης
Ἐξ ἄλλου ἀναφερόμενο τὸ Μάθημα στὰ θρησκεύματα (θρησκεῖες,
ὅπως ἄστοχα λέμε), δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ διαφοροποιήσει τὴν χριστιανικὴ αὐθεντικότητα
(πατερικὴ Ὀρθοδοξία) ἀπὸ τὴν θρησκεία. Βέβαια, πάντα κρίσιμος παραμένει ὁ
τρόπος τῆς διδασκαλίας, ποὺ εἶναι ἀνεπίτρεπτο νὰ ἐκτρέπεται σὲ «θρησκευτικὸ ρητορισμό» θριαμβολογίας καὶ αὐτοδικαίωσης.
Προσφέρουμε, ἄλλωστε, τὴν πίστη καὶ παράδοση τῶν
Ἁγίων καὶ ὄχι τὶς δικές μας ἀλλοτριωμένες
συχνὰ πεποιθήσεις καὶ ἀπόψεις ὡς «ὀρθόδοξη» ἰδεολογία. Στὸ
σημεῖο αὐτὸ εἶναι δίκαιο τὸ ἐρώτημα
τῶν συναδέλφων τῆς
Πάτρας: «Ἂν τὸ
μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δὲν εἶναι μάθημα κατήχησης, ἀλλὰ μάθημα μὲ σαφῆ καὶ διακριτὸ
ἐπιστημονικὰ ἀντικείμενα, γιατί ἀπομειώνεται ἡ σημασία καὶ ἡ ἀναγκαιότητά του νὰ
λειτουργήσει μέσα στὸ πλαίσιο τῆς γενικῆς ὑποχρεωτικῆς παιδείας;»5. Ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅμως τὴν εὔστοχη ἐπισήμανση
τοῦ σοφοῦ Λάϊμπνιτς, ὅτι «ἂν ἡ
Γεωμετρία ἀπαιτοῦσε τρόπο ζωῆς, θὰ τὴν εἴχαμε ἀποβάλει ἀπὸ τὴν σχολικὴ ἐκπαίδευση»!
Συμφωνοῦμε, συνεπῶς, μὲ τὴν ἄποψη τοῦ συναδέλφου κ. Δ. Βογιατζῆ: «Τίποτε δὲν ἐμποδίζει, ἡ ὁμολογιακὴ καὶ πολλὲς
φορὲς κατηχητικὴ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν νὰ διέπεται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ
σεβασμοῦ, τῆς ἀνεκτικότητας καὶ τῆς εἰρηνικῆς συμβίωσης, ποὺ ἄλλωστε εἶναι καὶ βασικὲς
ἀξίες τοῦ Χριστιανισμοῦ».
Ἐξ ἄλλου, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ μαθήματα, ἔτσι καὶ τὸ
Μ.τ.Θ., προετοιμάζει, ὡς ἕνα σημεῖο, τὸν μαθητὴ γιὰ τὴν συνέχεια τῆς θεολογικῆς
κατάρτισης στὴν Ἀνώτατη Ἐκπαίδευση (Τριτοβάθμια). Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Καθηγητὴς
καὶ πρ. Πρύτανης κ. Γ. Μπαμπινιώτης ἐκφράζει τὴν ὑπεύθυνη γνώμη, ὅτι «ἂν δὲν κινηθεῖς... μὲ ἀναφορὰ σὲ
συγκεκριμένη θρησκεία, δὲν
μπορεῖς νὰ ἐπιτύχεις ἀνάπτυξη θρησκευτικῆς συνειδήσεως», ὅπως τὸ ἀπαιτεῖ καὶ ἡ νομοθεσία μας. Καὶ προσθέτει: Ὅσο τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν θὰ ὑποβαθμίζεται, «παρὰ τὸ πλῆθος τῶν γνώσεών μας θὰ μᾶς
κατέχει πνευματικὴ καὶ
ψυχικὴ ἀπαιδευσία». Σ᾽ αὐτὸ συνηγορεῖ καὶ ἡ
εὐρωπαϊκὴ ἐκπαιδευτικὴ πραγματικότητα.
Στὴν ἄλλη Εὐρώπη ἡ θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση εἶναι ἐνταγμένη
στὴν κρατική6. Στὰ 25 ἀπὸ τὰ 46 κράτη τῆς Εὐρώπης (μαζὶ καὶ ἡ Τουρκία) τὰ
«θρησκευτικά» εἶναι μάθημα ὑποχρεωτικό, καὶ στὴν πλειοψηφία ὁμολογιακό. Ἡ
Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἀσκεῖ ἐποπτεία στὸ μάθημα, διορίζει δὲ τοὺς πάστορες-καθηγητές,
ἔχοντας γνώμη καὶ γιὰ τὰ ἀναλυτικὰ προγράμματα. Στὴν Γερμανία, μάλιστα, ὑπάρχουν
καὶ καθαρὰ ὁμολογιακὰ σχολεῖα μὲ πολλοὺς μαθητές.
Ποῦ
ἀποσκοπεῖ ἡ πολεμικὴ
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν δική μας ἐκπαιδευτικὴ πραγματικότητα τὸ Μ.τ.Θ.
ἐκπληρώνει παιδαγωγικοὺς καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικούς, κατηχητικοὺς καλύτερα,
σκοπούς. Αὐτὸ
ἐπιβεβαιώνεται ἐν πολλοῖς καὶ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα διδακτικὰ ἐγχειρίδια.
Ἡ πολεμικὴ —συνεπῶς— κατὰ τοῦ ὁμολογιακοῦ, κατὰ τὰ παραπάνω, χαρακτήρα τοῦ
Μαθήματος ἀντιμάχεται τὴν ἴδια τὴν πατερικὴ Ὀρθοδοξία, διότι ἀνατρέπει αὐτόχρημα
κάθε ἀλλοτριωμένη χριστιανικότητα καὶ τὴν στοχοθεσία τῆς Νέας Ἐποχῆς, τὴν ὁποία
διακονοῦν ἀκόμη καὶ Κληρικοὶ καὶ Θεολόγοι μας, ἐν γνώσει ἢ
ἐν ἀγνοίᾳ. Ἡ καθαρὰ Ὀρθοδοξία, ὅμως, προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες εἰλικρινοῦς
συνάντησης καὶ διαλόγου μὲ τὰ θρησκεύματα, π.χ. τὸ Ἰσλάμ, ἀπʼ ὅσο ἡ δυτικὴ
χριστιανοσύνη7.
Σʼ αὐτὸ τὸ σημεῖο προσκρούει ἀκριβῶς ἡ προτεινόμενη, ἔντονα
μάλιστα, θρησκειολογικὴ μετασκευὴ τοῦ μαθήματός μας, δῆθεν γιὰ τὴν πλουραλιστικὴ
κοινωνία μας. Ἄλλωστε, σὲ ὀρθοδόξους μαθητὲς ἀπευθύνεται τὸ μάθημα. Λησμονεῖται,
ἔτσι, ἡ ἐπιστημονικὴ ἀρχή, ὅτι ἡ κατανόηση τῆς ἑτερότητας προϋποθέτει καλὴ
γνώση τοῦ ἴδιου καὶ οἰκείου, μὲ βάση τὴν
ἀριστοτελικὴ θεμελίωση τῆς γνωσιολογίας στὶς ἀρχὲς τῆς ὁμοιότητας
καὶ τῆς ἀντίθεσης/ διαφορᾶς. Ὁ συνεχὴς ὅμως τονισμός, εὐκαίρως ἀκαίρως, ἀπὸ «εἰδικούς»,
ἀλλὰ ἀδέξιους ἐρασιτέχνες τοῦ παιδευτικοῦ χώρου, τῆς ἀναγκαίας θρησκειολογικῆς
μεταρρύθμισης τοῦ μαθήματός μας, ἀποβλέπει βασικὰ στὴν μεταρρύθμιση τῶν
Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ τελικὰ στὴν ἔξωσή τους ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Κρατικῆς Ἐκπαίδευσης.
Πρῶτο βῆμα σ' αὐτὴ τὴν κατεύθυνση εἶναι ἡ ἀνωτατοποίηση καὶ ἀνάδειξη σὲ
πανεπιστημιακὲς Σχολὲς τῶν τεσσάρων «Ἐκκλησιαστικῶν Ἀκαδημιῶν», ποὺ ἀνοίγουν τὸν
δρόμο στὴν ἰδιωτικοποίηση
τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς καὶ ἐκπαίδευσης. Τὸ εἰσηγήθη ἤδη ὁ
κ. Γ. Σωτηρέλλης (σ. 342/3): Προϋπόθεση τῆς θρησκειολογικῆς μεταρρύθμισης τοῦ
Μ.τ.Θ. εἶναι , κατ᾽ αὐτόν, «ἡ ριζικὴ ἀλλαγὴ
τοῦ χαρακτήρα τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν» καὶ (ζητεῖται) «εἴτε ἡ ὑπαγωγή τους στὶς εὐρύτερες παιδαγωγικές, εἴτε ἡ
μετεξέλιξή τους σὲ σχολὲς ἀνθρωπιστικῶν
σπουδῶν». Αὐτὸ βέβαια ἐπὶ δεκαετίες τώρα τὸ ὑποστηρίζουν καὶ Καθηγητὲς τῶν
Σχολῶν μας. Πόσο δίκιο, λοιπόν, ἔχει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν λέγει, ὅτι: «τὸν ἑαυτὸν μὴ
ἀδικοῦντα οὐδεὶς παραβλάψαι δύναται»
(ΡG 52, 459 ἑπ.).
Ἡ
παθολογία τῆς Ἐκπαιδεύσεως
Ἡ φύση καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ Μ.τ.Θ. καὶ ἡ θέση του στὸ ἐκπαιδευτικό
μας σύστημα σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸν τύπο ἀνθρώπου, ποὺ ἐπιδιώκει ἡ Παιδεία/Ἐκπαίδευσή
μας καὶ τὸ δρᾶμα γενικά, ποὺ τὴν διέπει. Ἐδῶ ἐντοπίζεται καὶ ἡ γενικότερη
παθολογία τῆς Ἐκπαίδευσής μας, ποὺ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια καὶ
συνοχὴ τῆς κοινωνίας μας, στοχεύει, κατὰ τὰ φαινόμενα σὲ μία «κοινωνία οὐδέτερη» χωρὶς ταυτότητα, χωρὶς παραδόσεις, χωρὶς ἱστορία, χωρὶς
συλλογικὰ βιώματα, χωρὶς
μεταφυσικὴ ἐλπίδα, χωρὶς γιορτές» (Χρ. Γιανναρᾶς)8. Μετὰ
τὸν ὁμολογιακό, ὑπὸ τὶς
παραπάνω προϋποθέσεις, σημασία ἔχει καὶ ὁ ἐθνικὸς
χαρακτήρας τοῦ Μαθήματος, ἀναγνωριζόμενος καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ Σύνταγμά μας, ποὺ ὁρίζει,
ὡς βούληση τοῦ Ἔθνους,
τὴν ἠθική, πνευματικὴ καὶ φυσικὴ ἀγωγὴ τῶν Ἑλλήνων, τὴν ἀνάπτυξη
τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης καὶ τὴν διάπλασή τους σὲ ἐλεύθερους
πολίτες (16,2). Τὴν
πρακτικὴ διεύρυνση αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος προσφέρει τὸ ἄρθρο
1, παρ. 1α, τοῦ Ν. 1566/1985, μιλώντας γιὰ τὴν δημιουργία πολιτῶν, ποὺ νὰ «διακατέχονται ἀπὸ πίστη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὰ γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς
παράδοσης». Ὁ ἐθνικὸς (δηλαδὴ πατριωτικός) χαρακτήρας σύνολης τῆς σχολικῆς
μας παιδείας προσκρούει βέβαια στὸ ρεῦμα τοῦ φυλετικοῦ ἐθνικισμοῦ (19ος
αἰ.) καὶ τοῦ διεθνισμοῦ (20ος αἰ.), ποὺ νοθεύουν τὸν ἀταξικὸ καὶ ἀντιπαραταξιακὸ
πατριωτισμό, στὰ ὅρια τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἑτερότητας καὶ τῆς ἐλευθερίας της. Αὐτὸ εἶναι
ἄλλωστε, τὸ αὐθεντικὸ πνεῦμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴν διαιώνιά του πορεία. Σήμερα ἡ ἀπειλὴ
προέρχεται ἀπὸ τὴν καλλιεργούμενη ἀνεθνικότητα καὶ τὶς σαφῶς ἀντεθνικὲς
θεωρίες, ποὺ εἰσάγονται
μεθοδευμένα στὸν χῶρο τῆς ἱστορίας καὶ γενικότερα τῆς
παιδείας. Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως συνδέει ἁρμονικὰ τὴν ἐθνικότητα μὲ τὴν ὑπερεθνικότητα,
ἰδιαίτερα στὸν χῶρο τῆς λατρείας. Αὐτὰ πρέπει ἰδιαίτερα νὰ λαμβάνονται ὑπόψη,
γιὰ τὴν κατανόηση τῶν ὁποιωνδήποτε ἀρνητικῶν συμπεριφορῶν ἔναντι τοῦ μαθήματός
μας. Ἡ ἰδιαίτερη σημασία τοῦ Μ.τ.Θ. στὴν καλλιέργεια ἐθνικοῦ φρονήματος, ποὺ εἶναι
συγχρόνως ὑπερφυλετικὸ καὶ ἑλληνορθόδοξα οἰκουμενικό, φαίνεται σὲ βάθος καὶ πλάτος
στὴν προβολὴ καὶ ἑρμηνεία ἀπὸ αὐτὸ τοῦ πολιτισμοῦ μας σὲ ὅλες τὶς ὄψεις του.
Γιʼ αὐτὸ ἀποκρούεται καὶ τὸ Μάθημά μας, μαζὶ μὲ τὴν ἱστορία, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀκολουθοῦν
τὴν ἔξωθεν χαρασσόμενη γραμμὴ τοῦ ἀντεθνισμοῦ καὶ κατεργάζεται τὴν ἐκθεμελίωση τοῦ
Ἔθνους, ὡς ὅρου καὶ ὡς φορέα συγκεκριμένου νοήματος. Στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς πολεμικῆς
σχετικοποιοῦνται καὶ βαθμηδὸν ἀπονοηματοδοτοῦνται ἡ πίστη, ἡ ἱστορία, ὁ
πολιτισμός, ἡ παράδοση καὶ κάθε στοιχεῖο τῆς ἐ θνότητας καὶ ἐθνικότητας. Ἡ
τεχνητὴ καὶ ἔξωθεν προωθούμενη πολυπολιτισμικότητα ἔχει ὡς στόχους τὰ μαθήματα
τῶν Θρησκευτικῶν, τῆς Ἱστορίας καὶ τῶν Ἑλληνικῶν (γλώσσα), διότι προβάλλουν καὶ
ἐνισχύουν τὰ κύρια συστατικά τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς ἐθνικότητάς μας, κατὰ τὸν περὶ Ἔθνους
ὁρισμὸ τοῦ Ἡροδότου (ὁμόφυλο – ὁμόδοξο καὶ ὁμότροπο, δηλ. κοινὰ ἤθη). Ἡ στάση, συνεπῶς,
ἀπέναντι στὰ μαθήματα αὐτά, ἰδιαίτερα στὸ Μ.τ.Θ. ἐλέγχει τὴν ποιότητα τῆς
πολιτισμικῆς μας συνείδησης. Ἐ λέγχει ὅμως, συνάμα, τὴν διοίκηση τῆς Πολιτείας,
καὶ λιγότερο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀφορᾶ σʼ ὅλους τοὺς Ἕλληνες πολίτες, ὡς πολίτες
τοῦ Κράτους καὶ ὄχι μόνο ὡς θρησκεύουσες προσωπικότητες9. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία,
ποὺ προσφέρεται στὴν ἐκπαίδευση, εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν παγκόσμια ἱστορία
καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἑλληνική. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἄλλωστε, εἶναι μέρος τῆς ἱστορίας
τοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ χωρισμὸς τῆς Θεολογίας ἀπὸ τὴν Ἱστορία εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἑλληνικότητα.
Ἐξ ἄλλου, εἶναι ἀδιανόητος κάθε διαχωρισμὸς τῆς Ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἀπὸ
τὴν Θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ τρόπου ζωῆς, ποὺ αὐτὴ παράγει .Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ
Ἔθνους εἶναι διαποτισμένη ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνικότητα,
ἑνωμένα σὲ μία θεανθρώπινη ἕνωση, εἶναι μεγέθη πιὰ ἀσύγχυτα μέν, ἀλλὰ καὶ ἀδιαίρετα.
Γι᾽ αὐτὸ τὸ μάθημά μας, πράγματι «δὲν
πρέπει νὰ ἔχη, στενὰ ὁμολογιακό, οὔτε (ὅμως) καὶ γενικὰ θρησκειολογικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ κυρίως ἱστορικό».Τὸ μάθημα ἐνσαρκώνει
καὶ ἐκφράζει σύνολο τὸν πολιτισμό μας καὶ «βοηθᾶ στὴν κατανόηση» τῆς
ἐθνικῆς μας παράδοσης. Προσφέρει τὰ ἀναγκαῖα ἑρμηνευτικὰ κλειδιὰ γιὰ τὴν προσέγγιση
καὶ βίωση τοῦ πολιτισμοῦ μας (τοπωνύμια, ἑορτές, πανηγύρεις, ἔθιμα καὶ ὅλο τὸ
περιεχόμενο τοῦ λαϊκοῦ βίου καὶ τῆς θρησκείας, ποὺ θεματικὰ ἄλλωστε ἀναπτύσσει ἡ
Λαογραφία).
Ὁ
πολιτισμὸς τῆς ψυχῆς
Παράλληλα ὅμως τὸ Μ.τ.Θ. συμβάλλει καὶ στὴν παραγωγὴ
πολιτισμοῦ, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ πολιτισμὸς προϋποθέτει «τὸν
πολιτισμὸ τῆς ψυχῆς» κατὰ τὸν Τόϋμπη. Τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς προβαλλόμενο πρὸς
τὸ ἔξω πραγματώνεται ὡς πολιτισμός. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡὈρθοδοξία δημιουργεῖ, μὲ τὴν
συνέργεια ἀνθρώπου καὶ θείας Χάρης, φρόνημα, καὶ αὐτὸ κινεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν
νοοτροπία καὶ τὶς συμπεριφορές του, ἀλλὰ καὶ σʼ ὅλα τὰ ἔργα του. Λειτουργώντας
σʼ αὐτὴ τὴν κατάσταση τὸ Μάθημά μας, προβάλλει τὶς σταθερὲς τοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ
διακρατοῦν τὴν ἐθνικὴ ταυτότητά μας καὶ τὴν ἰδιοπροσωπία μας, ὡς προϋπόθεση τῆς
ἐθνικῆς συνέχειάς μας στὸν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς ἰσοπεδωτικῆς
Παγκοσμιοποίησης. Βοηθεῖ, ἔτσι, στὴν ἀποφυγὴ τῆς ὁλιστικῆς συγχώνευσης καὶ
διάλυσης στὴν νεοεποχίτικη πλανητικὴ κοινωνία καὶ τῆς μεταβολῆς τῶν νέων μας σὲ
πλανητικοὺς ἀνθρώπους, οἰκονομικὲς δηλ. μονάδες τῆς παγκόσμιας ἀγορᾶς. Δὲν
πρέπει δὲ νὰ λησμονεῖται ὅτι τὸ κύριο διαφοροποιητικὸ στοιχεῖο μας ἀπέναντι στὴν
κατασκευαζόμενη νέα παγκόσμια κοινωνία, εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη παράδοσή μας, ὅπως καὶ
ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων φυσικά. Ἡ αὐθεντικὴ δέ, δηλ. ἀποστολικὴ καὶ ἁγιοπατερική, Ὀρθοδοξία,
ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει πνεῦμα μισαλλοδοξίας καὶ φανατισμοῦ, διότι ἡ
μαρτυρικὴ συνείδηση, ποὺ
δημιουργεῖ, ἐκφράζεται ὡς θυσία τοῦ Ὀρθοδόξου γιὰ τοὺς ἄλλους
καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο, τὸ ὁποῖο συνιστᾶ μόνιμη πράξη τοῦ κόσμου.
Ζωὴ
καὶ πρᾶξις
Ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας, ἐξ ἄλλου, δὲν εἶναι μία ἁπλὴ θεωρητική,
ἄσαρκη καὶ διανοητικὴ πίστη ἢ ἁπλὴ θρησκευτικὴ διδασκαλία. Εἶναι ζωὴ καὶ πράξη.
Τὸ προσφερόμενο ἀπὸ αὐτήν, στὸ ὁποῖο σταθερὰ παραπέμπει τὸ Μάθημά μας, εἶναι ἡ ἐμπειρία
τῶν Ἁγίων μας καὶ ἡ δυναμική τους στὸ ἱστορικό μας γίγνεσθαι. Οἱ Ἅγιοι
σφραγίζουν ἀνεξίτηλα τὸν πολιτισμὸ μας10. Ὁ ἑλληνορθόδοξος δέ, πολιτισμὸς εἶναι
στὴ βάση καὶ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, συνδέοντας καί μᾶς, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν Εὐρώπη,
μὲ
τὴν ταυτότητά της στὴν προσχισματικὴ περίοδό της. Τὸ
Μ.τ.Θ., συνεπῶς, εἶναι μία δυνατότητα συνάντησης ὅλης τῆς εὐρωπαϊκῆς νεολαίας
στὴν ἀρχαία πολιτιστικὴ ἑνότητά της. Συμβάλλει, ἔτσι στὴν πορεία πρὸς τὴν εὐρωπαϊκὴ
ἑνότητα, σὲ μιὰ κοινὴ βάση. Ἡ μετὰ τὸ σχίσμα Εὐρώπη (μεσαιωνικὴ καὶ νεώτερη)
πάσχει ἀπὸ ἕνα διασπαστικὸ σύνδρομο, ποὺ δημιουργεῖ συνεχῶς ρήγματα στὴν ἱστορικὴ
σάρκα καὶ τὴν συλλογικὴ συνείδησή της. Ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων, προσφερόμενη ἐπιστημονικὰ
καὶ νηφάλια, μπορεῖ νὰ συμβάλει στὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀναζήτηση τῶν κοινῶν θεμελίων, ἐνισχύοντας
ἔτσι καὶ τὴν οἰκουμενικὴ ἑνωτικὴ προσπάθεια, καὶ μάλιστα σὲ αὐθεντικὴ βάση. Οἱ ὀρθόδοξοι
μαθητές, ἐξ ἄλλου, θὰ σέβονται πολὺ περισσότερο τοὺς πολιτισμοὺς τῶν εἰσερχομένων
στὴν χώρα μας μεταναστῶν, ὅσο περισσότερο σέβονται τὸν δικό τους πολιτισμό, ὁδηγούμενοι
σὲ φιλικὲς καὶ φιλάνθρωπες
σχέσεις μαζί τους.
Ἡ ἐθνικὴ
ταυτότης
Βέβαια, γνωρίζω ὅτι οἱ ἄγευστοι τῆς πατερικότητας καὶ ἀμύητοι
στὸν πολιτισμό μας, πλανῆτες καὶ ἀνέστιοι στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου, θὰ αἰσθάνονται
ἀηδία ἀκούοντας τὶς ἐπισημάνσεις αὐτές. Δὲν μὲ ἀπασχολεῖ. Αὐτὸ ποὺ μὲ τρομάζει εἶναι,
ἂν ὑπάρχουν Θεολόγοι, ποὺ αἰσθάνονται τὸ ἴδιο. Θέτω, λοιπόν, ἕνα κριτικὸ ἐρώτημα
στὸν καθένα μας: ἀξίζει ἢ ὄχι ὁ σεβασμὸς τοῦ πολιτισμοῦ μας, ποὺ δὲν εἶναι μόνο
ἐθνικός, ἀλλ' ὅπως ἀποδεικνύει ἡ ὀρθόδοξη οἰκουμένη, καὶ οἰκουμενικὸς καὶ παγκόσμιος,
καὶ ἡ μέχρι θυσίας ἐμμονὴ στὴν συνέχειά του; Πῶς θὰ ἐπιτευχθεῖ ὅμως αὐτὸ χωρὶς
τὴν διαπότιση τῆς ἐκπαίδευσής μας μὲ τὸ ὀρθόδοξο ἄρωμα αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ
μπορεῖ νὰ τῆς παράσχει τὸ Μάθημά μας; Θὰ κατακλείσω αὐτὴ τὴν εἰσήγηση μὲ τὶς
βαρύνουσες γνῶμες
δυὸ διανοητῶν μας γιὰ τὸ Μ.τ.Θ. καὶ τὴν ἐθνικὴ προσφορά
του. Ὁ κ. Χρῆστος Γιανναρᾶς (Ἰχνηλασία νοήματος, Πολιτική, Κοινωνία καὶ Παιδεία
στὴν Ἑλλάδα σήμερα, 1998) ὑποστηρίζει, ὅτι «τὸ θρησκευτικὸ μάθημα δὲν ἀντιβαίνει στὸ σεβασμὸ τῆς θρησκευτικῆς
ἐλευθερίας τῶν πολιτῶν ἀπὸ τὸ κράτος.
Ὅπως ἀκριβῶς πρέπει νὰ διδάσκεται στὸ σχολεῖο ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ μεταφυσικὴ
μήτρα ποὺ γέννησε τὸν Παρθενώνα καὶ τὴν ἀρχαία ἀθηναϊκὴ δημοκρατία, παρόμοια, δὲν
μπορεῖ τὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα νὰ ἀγνοεῖ ποιὰ θεολογία γέννησε τὴν Ἁγία Σοφία,
τὴν εἰκόνα, τὴν ποίηση καὶ τὴ λατρευτικὴ δραματουργία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ
προκαλεῖ παγκόσμιο ἐνδιαφέρον καὶ στὶς μέρες μας. Ἡ Πολιτεία δὲν ἀπαιτεῖ σαφῶς ἀπὸ
τὸν μαθητὴ νὰ ἀποδεχθεῖ βιωματικὰ τὸν μεταφυσικὸ ἄξονα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἢ τὴν
ὀρθόδοξη Θεολογία. Θὰ τοῦ ἀπαιτήσει ὅμως, λέγει, τὶς ἐπαρκεῖς γνώσεις γιὰ τὴν
κατανόηση τῶν ἐπιτευγμάτων καὶ προτάσεων τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων». Ἐξ ἄλλου ὁ κ. Νίκος Μουζέλης («ΒΗΜΑ»,16.10.1995) προσθέτει: «Ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ Ἐκκλησία ἀποτελοῦν μία βασικὴ διάσταση τῆς ἐθνικῆς
μας ταυτότητας. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο, ἀνεξάρτητα μὲ τὸ ἂν κανεὶς πιστεύει ἢ ὄχι, ἡ
γνώση τῶν συστατικῶν στοιχείων τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τοῦ ρόλου ποὺ αὐτὴ ἔπαιξε στὴ διαμόρφωση τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας καὶ πολιτισμοῦ
ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση, γιὰ νὰ καταλάβουμε πὼς λειτουργοῦμε στὸ χῶρο καὶ στὸν
χρόνο».
Βιβλιογραφικὴ
Σημείωση
Βασικὸ ὑλικὸ γιὰ τὸ θέμα μας προσφέρεται στὰ περιοδικά:
Α) Ἐκκλησία, ἔτος ΠΕ/ , τεῦχος 9, Ὀκτώβριος 2008
Β) Κοινωνία, ἔτος ΝΑ/ , τεῦχος 3, Ἰούλιος – Σεπτέμβριος
2008.
Σημειώσεις
1. Π.χ. Ἀλ.
Σακελλάριος, πανεπιστημιακός, «Ἐλευθεροτυπία», 8.1.09.
2. Γ. Σωτηρέλλης,
Θρησκεία καὶ Ἐκπαίδευση, 19983, σ. 331.
3. Ἐπικροτοῦμε δὲ τὰ ὑπογραμμιζόμενα «βασικὰ κριτήρια» γιὰ
τὴν ἔκθεση τῆς διδακτικῆς ὕλης: «Ἀπαιτούμενη στάση ἀπέναντι στοὺς ἀλλόπιστους,
τοὺς ἑτερόδοξους, τὶς προβληματικὲς ἰδεολογίες καὶ τὰ ἀντίστοιχα κινήματα: Ἔγκυρη
ἐνημέρωση, ἀνάλυση, ἑρμηνεία. Συμπαράθεση ἀπόψεων (ἀμερόληπτη καὶ ἀντικειμενική).
Σεβασμὸς τῶν ἐκπροσώπων τους. Ἀγωγὴ γιὰ μαρτυρία καὶ ὁμολογία ἢ διάλογο
(ὅπου αὐτὸς εἶναι δυνατός), καθὼς καὶ γιὰ ἄμυνα (ὅπου εἶναι ἀναπόφευκτο).
Ἀποφυγὴ προσβλητικῶν χαρακτηρισμῶν, ὑποτίμησης, περιφρόνησης,
γελοιοποίησης, πολεμικῆς καὶ φανατικῆς ἀντίθεσης».
4. Στὰ μαθήματά μου ἔλεγα συχνὰ στοὺς φοιτητές μου, ὅτι
στὴ Σχολὴ δὲν εἶμαι οὔτε πιστός, οὔτε ἄπιστος, ἀλλὰ αὐτὸ πού μοῦ ἀποκαλύπτουν οἱ
πηγές μου.
5. Πρβλ. γνώμη τοῦ Π.Ι., ΦΕΚ 303, τεῦχ. Β/ , 13.3.2003.
6. Βλ. Γ. ᾽ Η. Κρίππα,
Ἡ συνταγματικὴ κατοχύρωση τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν παρ’ ἡμῖν καὶ ἐν τῇ
ἀλλοδαπῇ, Ἀθήνα 2001 καὶ τοῦ Ἰδίου, Συνταγματικὴ θεώρηση τοῦ
μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Εὐρώπη, Πύργος 2008.
Πρβλ. καὶ τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Κων.
Χολέβα, στὴν «Κοινωνία»,
ἔτος ΝΑ/ (2008), σ. 319 ἑπ.
7. Ἡ προσωπική μου ἐμπειρία εἶναι ὅτι τὸ Ἰσλὰμ συμπαθεῖ
τοὺς Ἕλληνες ὡς Ὀρθοδόξους, λόγω τῶν κοινῶν περιπετειῶν μας ἀπὸ τὶς δυτικὲς
σταυροφορίες καὶ μετά, μᾶς συγκατατάσσουν δὲ μὲ τὴν Δύση καὶ μᾶς ἀντιμετωπίζουν,
ὅπως αὐτήν, ὅταν συμμα-
χοῦμε μὲ αὐτὴν στὴ στάση της ἀπέναντί τους.
8. Ὅπως γράφει: «Τὸ παιδὶ ἀποκόβεται μεθοδικὰ ἀπὸ κάθε
βιωματικὴ ρίζα ἑλληνικῆς ἰδιαιτερότητας, πολιτιστικῆς καύχησης, πίστης, λαϊκῆς εὐσέβειας.
Ἡ λέξη «προσευχή» ἔχει ἀπαλειφθεῖ ὁλοκληρωτικά, ὑπάρχει μόνο ἕνα λαϊκὸ
στιχούργημα ἐπίκλησης στὸ Θεὸ γιὰ βροχή, ποὺ τιτλοφορεῖται «Παρακάλεση». Στὰ
τρία χρόνια ἐμφανίζεται δυὸ φορὲς ἡ λέξη Παναγιά– Παναγίτσα καὶ ἄλλες δυὸ ἡ
λέξη Χριστός, τὴ μία σὲ κείμενο τοῦ Ἀνατὸλ Φράνς(!) καὶ τὴν ἄλλη σὲ ἀ φελὲς καὶ
πάλι στιχούργημα. Τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα μνημονεύονται μὲ φολκλορικὴ ἀποκλειστικὰ
σημασιοδότηση καὶ ἐπεξηγήσεις τοῦ τύπου
«τότε τρῶμε ἀρνὶ σουβλιστὸ καὶ κοκορέτσι» ἢ «μαμά, τὰ
Χριστούγεννα θέλω νὰ μοῦ φτιάξεις χριστόψωμο». Ἀκόμα καὶ ὁ «Ἀϊ-Λιᾶς»
παρουσιάζεται στὰ παιδιὰ σὰν γέρος θαλασσινός, ποὺ βαρέθηκε τὴ θάλασσα κι ἔστησε
τὴν καλύβα του σὲ μιὰ κορφή: «Ἀπὸ
τότε οἱ κορφοῦλες τῶν βουνῶν γέμισαν ἐκκλησάκια τοῦ Ἀϊ-Λιᾶ».
9. Βλ. τὸ πολὺ καλὸ ἄρθρο τοῦ συναδέλφου π. Θωμᾶ Βαμβίνη,
στὸ περιοδ. «Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση» τῆς Ι.Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου
Βλασίου, Τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ οἱ ἀντιδράσεις, Σεπτέμβριος 2008, σ.8 ἑπ.
Πολὺ εὔστοχα ὁ συγγραφέας σημειώνει: «Γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ ὅτι
μαθαίνει τὴν Ἱστορία τοῦ τόπου του, ἂν ἔχουν ἀφαιρεθῆ ἀπὸ αὐτὴν οἱ διεργασίες
ποὺ ἔγιναν, π.χ. γιὰ τὴν διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, διεργασίες ποὺ
δείχνουν ἀφενὸς μὲν τὶς
φιλοσοφικὲς ρίζες καὶ τάσεις τοῦ ἑλληνισμοῦ στὴν
διαχρονική του πορεία, ἀφετέρου δὲ τὴν σοφία τῶν θεοπτῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας,
οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν διατύπωση τῶν δογμάτων διέσωσαν τὴν δυνατότητα τῶν πιστῶν νὰ
περνοῦν ἀπὸ τὰ λόγια καὶ νοήματα τῶν δογμάτων στὴ βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ,
τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε λόγο
καὶ νόημα. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ζωή της, ὁ
τρόπος ζωῆς τῶν μελῶν της καὶ ἡ θεολογία της, ὡς τμῆμα τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας,
ἀλλὰ καὶ ὡς παρόν, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει νὰ ὑπάρχη καὶ νὰ νοηματοδοτῆ τὴν
ζωὴ τῶν περισσοτέρων πολιτῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, Ἑλλήνων καὶ ἀλλοδαπῶν, εἶναι
ἕνα μάθημα, ποὺ ὀφείλει νὰ διδάσκεται κάθε πολίτης αὐτῆς τῆς χώρας, πιστὸς καὶ ἄπιστος,
χριστιανός, ἀλλόθρησκος ἢ ἀλλόδοξος, ποὺ θέλει νὰ εἶναι ἐνημερωμένος καὶ ἐνσυνείδητα
πνευματικὰ τοποθετημένος».
10. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἐκκλησία καὶ σύγχρονος Ἑλλαδικὸς
Πολιτισμός, Ἀθῆναι 2006.
* Εἰσήγησις εἰς τὴν Δ΄ Ἐπιμορφωτικὴν Ἡμερίδα τῶν Θεολόγων
Ἠπείρου, Κερκύρας καὶ Λευκάδος – Λευκάδα, 7/2/2009
Νομίζω ότι δεν πρέπει να υπάρχει η δημοσιουπαλληλία στα πνευματικά θέματα. Δεν το έχουμε καταλάβει, δεν το έχουμε κατανοήσει ότι είναι άλλο πράγμα η πίστη και τα πνευματικά θέματα κι άλλο πράγμα ό,τι διέπεται από το κράτος και τι πολιτική. Δε το κατανοούμε ότι ο χριστιανισμός δε χωράει επί των κοσμικών θεμάτων. αντίκεινται, μας το υπενθυμίζει σε κάθε λόγο του ο Χριστός, στο κόσμο θα έχετε θλίψεις. Πώς είναι δυνατόν να συμπορεύεται ένα κοσμικό κράτος-γιατί περί αυτού πρόκειται- με την ορθή πίστη, όταν όλα μα όλα που γίνονται και συμβαίνουν εναντιώνονται στην ορθοδοξία, τη πίστη, το πνευματικό κόσμο? Τώρα το καταλάβαμε, δεν γινόταν πάντοτε? Ακόμη και επί Βυζαντίου επιφανειακά συμπορευόταν με τη πίστη, για αυτό και χάθηκε... Τώρα που σαφώς είναι εντελώς κοσμικό το φρόνημα τι αλήθεια περιμένουμε? Βελτίωση ή συμπόρευση? Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, η Εκκλησία ακολουθεί το δικό της, δρόμο, το δικός της μοναχικό δρόμο, κι όποιος θέλει μπαίνει στη Κιβωτό, όποιος επιθυμεί βγαίνει έξω από αυτήν. Άριστο θα ήταν να συμπορευόταν, αλλά τέτοιο δε συμβαίνει, επιδερμικά, δημοσιουπαλληλικά συμπορευόταν, ή μάλλον με κρατίνουσες κοσμικές αντιλήψεις. Αυτό πρέπει να πάψει, ή ένα κράτος σύσσωμο συμπορεύεται με τον πνευματικό κόσμο πηγαίνοντας κόντρα στο κοσμικό φρόνημα ακολουθώντας το δύσκολο δρόμο του Γολγοθά με ένα ομόφρονο συμπαγές εκκλησίασμα ή παίρνει ο καθένας το ξεχωριστό δρόμο του, επειδή είναι ανέφικτο να συμβεί με όλους.
ΑπάντησηΔιαγραφή