Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον λατρείαν μας - «ΧΡΙΣΤΩ ΤΩ ΘΕΩ ΠΑΡΑΘΩΜΕΘΑ» - Τοῦ αειμνήστου Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου

Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Λατρεία εἶναι τό ἱερότερο καί ὡραιότερο καί εὐγενέστερο πνευματικό πανηγύρι, πού συγκροτεῖται στή γῆ. Προπάντων ἡ Θεία Λειτουργία μέ τήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, ἀποτελεῖ το ἀποκορύφωμα καί τήν ἔξαρση τῆς ἐν Χριστῷ χαρᾶς. Ἐκεῖ ὑμνοῦμε καί δοξάζουμε «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν. Τριάδα ὁμοούσιον και ἀχώριστον». Ἐκεῖ ἄγγελοι και ἄνθρωποι στέκονται μέ δέος ἐνώπιον Κυρίου Σαββαώθ. Ἐκεῖ ζηλεύουμε τίς μυστικές παναρμόνιες μελωδίες τῶν ἀγγέλων, ἀλλά καί οἱ ἄγγελοι «ἐπιθυμοῦν παρακύψαι». Ζηλεύουν —γιά να χρησιμοποιήσουμε ἀνθρώπινο χαρακτηρισμό— ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, πού ἔχουμε τή δυνατότητα —κατά τό παράγγελμα τοῦ Κυρίου— νά μεταλαμβάνουμε καί νά κοινωνοῦμε Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Ζοῦμε ἀπό τούτη τή ζωή τίς πνευματικές ἀπολαύσεις τοῦ παραδείσου. Πατᾶμε στή γῆ, μά οἱ ψυχές αἰσθάνονται ὑπερφυσικά καί ὑπεργήϊνα. Ὁ Θεός δίνει πνευματικές ἀπολαύσεις πού δέν τίς βρίσκει ὁ ἄνθρωπος πουθενά ἀλλοῦ.
Αὐτό τό διαπιστώνει κανείς καί ἐμπειρικά. Και αὐτή τήν ἐμπειρία διακηρύττει ὁ ἱερός ψαλμωδός ὅταν λέγει: «Γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι χρηστός ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33, 9). «Ἡ ὡραιότης τοῦ Θεοῦ, ἡ καλλονή Του, ἡ τελειότης Του, δεν ὑπόκεινται εἰς μέτρον. Εἶναι ἀμέτρητος καί ἀπεριόριστος. Εἶναι “τό ὄντως ἐφετόν”, δηλαδή αὐτός συγκεντρώνει εἰς τήν ἄπειρον τελειότητά Του ὅ,τι ὡραῖον, ὅ,τι ἀγαπητόν, ὅ,τι ἑλκυστικόν, ὅ,τι ἀπολαυστικόν, ὅ,τι καλόν, ὅ,τι θελκτικόν, ὅ,τι χορταστικόν, συγχρόνως καί ἐξευγενιστικόν και ἐξυψωτικόν» (Παν. Τρεμπέλας). Στή θεία Λειτουργία ἐπιτελεῖται μιά ἀλληλοπροσφορά. Προσφέρει ὁ Κύριος τόν ἑαυτό Του στούς πιστούς, καί οἱ πιστοί προσφέρουν τόν ἑαυτό τους στόν Κύριο. Προσφέρει, δηλαδή, ὁ Κύριος στούς πιστούς το Πανάχραντο Σῶμα Του καί το Πανάγιο Αἷμα Του, οἱ δέ πιστοί προσφέρουν «ἑαυτούς καί ἀλλήλους» —ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση— στόν Κύριο. Ὑπέροχη εἶναι αὐτή ἡ ἀλληλοπροσφορά. Πάντοτε, στό τέλος τῆς μεγάλης Συναπτῆς, γίνεται ἀναφορά στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί σ’ ὅλους τούς ἁγίους, και στό τέλος ἀκολουθεῖ ἡ αὐτοπροσφορά. Καί τί λέει; «Τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, μετά πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες, ἑαυτούς καί ἀλλήλους, καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἀφοῦ μνημονεύσουμε, δηλαδή, μέ εὐλάβεια καί ἱκετευτικά την ὑπερευλογημένη Θεοτόκο.... μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, ἄς ἐμπιστευθοῦμε τούς ἑαυτούς μας καί ὁ καθένας ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μας καί ὁλόκληρη τή ζωή μας, στό Χριστό, τον Κύριο καί Θεό μας. Αὐτή ἡ ἐμπιστοσύνη, εἶναι ταυτόχρονα καί παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στό Χριστό, χωρίς ὅρους. Ἀνεπιφύλακτα καί ὁλοκληρωτικά. Ὅπως τὸ παιδί παραδίδεται καί ἀναπαύεται στην ἀγκαλιά τῆς μητέρας, καί αἰσθάνεται ἀσφάλεια κρατώντας τό χέρι τοῦ πατέρα ἤ σάν τον αἰχμάλωτο πού παραδίδεται και ὑψώνει τά χέρια, σ’ ἔνδειξη τῆς καινούργιας ὑποταγῆς του. Ὁ μέγας ἀπόστολος, ὁ Παῦλος, το θεωρεῖ καύχημα καί χαρά καί τιμή του νά χαρακτηρίζει τόν ἑαυτό του «δοῦλον Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀπ’ τόν πρῶτο κιόλας στίχο τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς του. Εἶναι τόσο ἀπορροφημένος ἀπ’ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, ὅπως γράφει, τίποτε στόν κόσμο τοῦτο, οὔτε κι αὐτός ὁ μαρτυρικός θάνατος, δέ μπορεῖ νά τον χωρίσει ἀπό τόν Κύριο. Ἄλλωστε, εἶναι ἀπό τούτη την ἑκούσια καί ὁλοκληρωτική ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό, ὡραιότερη κίνηση καί εὐγενέστερη ἀφιέρωση; Ὑπάρχει πιο ἀξιαγάπητος καί πιστός ἐραστής ἀπό τόν Κύριο; Ὑπάρχει μελωδικότερη καί γλυκύτερη φωνή ἀπ’ τή φωνή τοῦ καλοῦ Πατέρα πρός τό παιδί Του; Τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, πρός τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἱκετευτικά τοῦ ζητάει τήν καρδιά του καί τοῦ λέει: «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν»; (Παροιμ. ΚΓ΄ 26). Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι, ἀνάμεσα στούς πολλούς τρόπους ἀγάπης καί ἀφοσίωσης τοῦ ἀνθρώπου —ἀλλά καί τῆς ἐμπιστοσύνης του στό Θεό—εἶναι καί ἡ ἐν πνεύματι, προσευχή καί λατρεία. Ἐκστατικός ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, γράφει: «Τί θαυμαστός πνευματικός πλοῦτος ὑπάρχει στήν ἐκκλησία! Πλοῦτος πίστεως, ἐλπίδος καί ἀγάπης. Πλοῦτος σοφίας, χάριτος καί θαυμάτων. Πλοῦτος εὐσπλαγχνίας, παρηγορίας καί εἰρήνης. Πλοῦτος καθάρσεως, ἁγιασμοῦ καί φωτισμοῦ. Ὦ, ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐγνώριζαν αὐτόν τόν πλοῦτο και προσέτρεχαν στήν Ἐκκλησία»! Καί θαυμάζοντας τήν Ὀρθόδοξη λατρεία μας, ὁ ἴδιος μεγάλος ἅγιος τῆς Ρωσίας, γράφει: «Ὦ θεόπνευστη λατρεία μας! Ἐσύ μᾶς ἀνοίγεις τά μάτια τῆς ψυχῆς, μᾶς χαρίζεις δάκρυα κατανύξεως, κατευνάζεις τά ψυχοκτόνα πάθη, πλημμυρίζεις τήν ψυχή μέ χαρά καί εἰρήνη, ἀποκαθιστᾶς το πνεῦμα τῆς ἑνότητος, ἑρμηνεύεις τήν ταπείνωση, τήν πραότητα, την καθαρότητα, τήν πίστι, τήν ἐλπίδα, τήν ἀγάπη. Μέσα στό Ναό, με τή θεία λατρεία, ἡ Ἐκκλησία σοφά μᾶς παιδαγωγεῖ καί μᾶς προετοιμάζει γιά τόν οὐρανό». Ὁλόκληρη ἡ θεία λατρεία — καί εἰδικότερα ἡ Εὐχαριστιακή Σύναξη— συνοψίζεται σ’αὐτές τίς τέσσερις λέξεις: «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ὁ ἐρωτικός διάλογος Θεοῦ καί ἀνθρώπου στό «ταμιεῖον», συνεχίζεται μέ τ’ ἀγγελοτράγουδα καί τούς τρισάγιους καί ἐπινίκιους ὕμνους τοῦ πιστοῦ λαοῦ στόν ἱερό χῶρο τοῦ Ναοῦ. Ἀρκεῖ ἡ καρδιά μας νά εἶναι «καιομένη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου