O Συναξαριστής της ημέρας.

Τετάρτη, 24 Οκτωβρίου 2018


Tη ΚΔ΄ (24η) Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΑΡΕΘΑ και των συν αυτώ.                                                                                                                                           

Αρέθας ο Άγιος Μάρτυς ήτο πρώτος της πόλεως Νεγράς εν Αιθιοπία, επί της βασιλείας του ευσεβεστάτου Ιουστίνου. Κατά δε τον πέμπτον χρόνον της βασιλείας τούτου, ήτοι εν έτει φκγ΄ (523), ότε εβασίλευεν εις την Αιθιοπίαν Ελεσβαάν ο περιβόητος και ονομαστός δια την δικαιοσύνην και ευσέβειαν, όστις είχε τα βασίλειά του κατεσκευασμένα εις πόλιν τινά καλουμένην Αύξουσαν, Εβραίος τις, ονόματι Δουνουάν, δυσσεβής λίαν και πολέμιος εχθρός των Χριστιανών, εξουσίαζε την Ευδαίμονα Αραβίαν (ήτις πάλαι ελέγετο Σαβά και κατόπιν Ομηρίτις).
Ο δε χριστιανικώτατος Ελεσβαάν εχθρεύετο πολλά τον δυσσεβή Δουνουάν, επειδή εις όλον σχεδόν τον κόσμον εκηρύττετο ο Χριστός Θεός αληθέστατος και αυτός ο παμμίαρος ηρνείτο την Σάρκωσιν αυτού και ωμοφρόνει και συνεκοινώνει με τους προγόνους του, οίτινες εσταύρωσαν τον Χριστόν, έχων και αυτός ομοίαν προς αυτούς γνώμην μισόχριστον. Πολλάκις λοιπόν ο ευσεβής βασιλεύς Ελεσβαάν επολέμησε τον Εβραίον και τον ενίκησε τοσούτον, ώστε, ίνα μη τον πολεμή, έστερξε και τον επλήρωνε κεφαλικόν φόρον, αλλά πάλιν ύστερον εψεύσθη εις τας ομολογίας του ο άνομος· όθεν ο βασιλεύς συνήθροισε πολύ στράτευμα και τελείως τον εξησθένισε και την φυγήν αυτού προυκάλεσεν. Έπειτα αφήκεν εις την πόλιν πολλήν φρουράν, να την φυλάττωσι από τας πανουργίας του Εβραίου, και έστρεψεν εις την βασιλείαν του, αλλά πάλιν ο τρισκατάρατος εκείνος δεν έπαυσεν, αλλά συνήγαγε λαόν από διαφόρους τόπους, και πολεμήσας την Ομηρίτιδα, εφόνευσε τους φύλακας και έλαβε τυραννικώς την αρχήν, και όσους δεν ήθελον να αρνηθώσι τον Χριστόν τους εθανάτωνε με τόσην απανθρωπίαν και σκληρότητα, ώστε όλοι του υπετάσσοντο, τρέμοντες την άμετρον αυτού αγριότητα. Η δε Νεγρά, ήτις ήτο πόλις πολυάνθρωπος και εις την οποίαν ήτο πρώτος ο Αρέθας, ως είπομεν, υπέκειτο εις την Ομηρίτιδα, την οποίαν εξουσίαζεν ο Εβραίος, οι πολίται όμως αυτής ήσαν Χριστιανοί από τον καιρόν του βασιλέως Κωνσταντίου υιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, όστις έστειλε τότε προς τους Ομηρίτας μεσίτας, με χαρίσματα προς τον βασιλέα των, και τους επέτρεψε να κτίσωσιν Εκκλησίαν εις την Νεγράν, εις την οποίαν έστειλεν από την Κωνσταντινούπολιν ιερόν και ενάρετον Αρχιερέα, την κλήσιν Θεόφιλον, δια να κυβερνά τους ευσεβείς και να τους ποιμαίνη θεαρέστως με την αρετήν και σοφίαν του. Οι δε Εβραίοι, φθονούντες τους Χριστιανούς, είπον προς τον βάρβαρον, όστις εξουσίαζε την χώραν, να μη επιτρέψη εις τους Χριστιανούς να κατοικήσωσιν εκεί, εάν δεν ποιήσωσι θαύμα τι. Ο θείος Θεόφιλος λοιπόν, έχων εις τον Θεόν την πίστιν ανόθευτον, ετέλεσεν όσα θαυμάσια του εζήτησαν. Όθεν από τον καιρόν εκείνον ελατρεύετο εις την πόλιν ταύτην ο αληθής Θεός, με Ορθοδοξίαν γνησίαν και πολλήν ευλάβειαν, φθονήσας δε ταύτα ο πονηρός διάβολος εισήλθεν εντός του Εβραίου και παρεκίνει αυτόν ίνα πολεμήση την πόλιν. Όθεν ως μισόχριστος εκ φύσεως, έτι δε και δια να λυπήση και τον ευσεβή βασιλέα Ελεσβαάν, έλαβε στρατόν πολύν και επολέμει την πόλιν Νεγράν, απειλών ότι θα θανατώση όλους τους κατοίκους αυτής, εάν δεν πατήσωσι τον Σταυρόν, τον οποίον είχον επάνω εις τα τείχη και να αρνηθώσι τον Χριστόν. Περιήρχοντο λοιπόν οι στρατιώται τούτου του μιαρού βασιλέως τα τείχη της πόλεως και εφώναζον προς τους έσω αυτής, ότι εάν υπακούσωσι και αρνηθώσι τον Χριστόν θα τους τιμήσωσι κατά πολλά και θα τους δώσωσι χαρίσματα πλούσια, ει δε και απειθήσωσι, θα τους κόψωσι με ξίφος και θα τους καύσωσιν εις το πυρ. Αυτός δε ο Δουνουάν έλεγε ταύτα με την μιαράν και πάντολμον γλώσσαν του: «Μη ελπίζετε εις τον Ιησούν, όστις δεν δύναται να σας λυτρώση από τας χείρας μου, διότι όλους θα σας διαπεράσω με το ξίφος, επειδή αφήκατε την μοναρχίαν και προσκυνείτε πολλούς θεούς, ανόητοι, δι αυτό μάλιστα θέλω να αρχίσω από τους Ιερείς, να σας κατακαύσω εξ αποφάσεως, καθότι δώδεκα μυριάδας στρατού έφερα εναντίον σας, και δεν σας παραιτώ πριν ή σας συμμορφώσω προς την θέλησίν μου, ειδεμή θα σας απολέσω άπαντας». Οι δε Χριστιανοί απεκρίθησαν: «Πολλά καυχάσαι, ω βασιλεύ, και καταλαλείς τον αληθή Θεόν ως αδύνατον, αλλά γνώριζε ότι θέλεις πάθει ως ο Ραψάκης του Σεναχειρείμ, όστις εφλυάρει κατά του Θεού ο ανόητος και έπειτα απώλεσε τόσας μυριάδας λαού και επέστρεψε κατησχυμμένος και άπρακτος· δια δε την πολυθεϊαν, δια την οποίαν κατηγόρησας, ημείς πιστεύομεν ευσεβέστατα καθώς από τους Αγίους Πατέρας ημών παρελάβομεν, ούτε περιορίζομεν με μοναρχίαν την θεότητα, ούτε πολυαρχίαν πιστεύομεν, αλλά την μίαν φύσιν διαιρούντες εις τρία πρόσωπα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα. Ομολογούμεν ότι ο Υιός έγινεν άνθρωπος, καθώς προεκήρυξαν οι Προφήται, τον οποίον οι πατέρες σας εσταύρωσαν, διότι δεν ηννόησαν οι ανόητοι το της οικονομίας Μυστήριον, αλλ’ αυτός πάλιν ανέστη τριήμερος και αναληφθείς εις τους ουρανούς δοξάζεται συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι». Ταύτα τα ιερά λόγια μη υποφέρων ο μιαρός Εβραίος εκίνησεν όσον ηδύνατο πόλεμον και όσους Χριστιανούς εύρεν έξω της πόλεως, άλλους μεν αγρίως εφόνευσεν, άλλους δε ηχμαλώτισεν. Η Νεγρά όμως ήτο πόλις οχυρά και οι άνθρωποι αυτής επολέμουν ανδρείως. Όθεν μη δυνάμενος ο Εβραίος να νικήση με πόλεμον, έβαλεν εις τον νουν του να την κατακτήση με πανουργίαν ο δόλιος, και ομνύει εις τον αληθή Θεόν των Πατέρων του, όστις έδωκε τον Νόμον, ότι δεν θα ποιήση εις αυτούς ουδέν κακόν, μόνον να τον αφήσωσι να εισέλθη εντός αυτής δια να την ίδη ως εξουσιαστής και έπειτα θα στρέψη εις τα οπίσω· οι δε Χριστιανοί, πιστεύσαντες εις τον όρκον του Δουνουάν, είπον τοιαύτα προς Κύριον: «Δέσποτα Χριστέ Υιέ του Θεού, όστις είσαι κατά των επιόρκων ταχύς εκδικητής, εάν ψευσθώσιν οι πολέμιοι εις ταύτα, άπερ ώμοσαν, η Χάρις σου ας ποιήση εις αυτούς εκδίκησιν, διότι ημείς είμεθα έτοιμοι να ζημιωθώμεν όλην την περιουσίαν μας και αυτήν την ζωήν μάλλον ή να αρνηθώμεν το Πανάγιόν σου όνομα». Ταύτα ειπόντες ηνέωξαν τας θύρας της πόλεως και εισήλθεν ο πονηρός βασιλεύς ως λύκος εις το ποίμνιον, όστις βλέπων την θέσιν, το σχήμα και το πολυάνθρωπον της πόλεως, επήνεσεν αυτήν και τους άρχοντας· έπειτα εξήλθε με ιλαρόν πρόσωπον ευχαριστών ότι υπήκουσαν εις αυτόν, έσωθεν δε εις την καρδίαν εμελέτα κακά ο ψεύστης και δόλιος. Τη επαύριον προσεκάλεσεν ο μιαρός τους άρχοντας όλους και τους πλουσίους της πόλεως να εξέλθωσι και αυτοί και να θεωρήσωσι το στράτευμα, όπερ ήτο έξω της πόλεως. Όθεν εξήλθον οι τα πρώτα φέροντες, μεταξύ των οποίων και ο ηγεμών της χώρας Αρέθας, όστις ήτο τότε ανήρ λευκογένειος, ενάρετος και πολύ συνετός. Ο δε Εβραίος, καταφρονήσας τους όρκους, διέταξε και τους εφυλάκισαν όλους, γυμνώσας αυτούς από όλα των τα υπάρχοντα. Έπειτα ηρώτησε που είναι ο Παύλος, ο τούτων Επίσκοπος· και ακούσας ότι προ δύο ετών απέθανεν, υπάγει εις τον τάφον του και εξάγει το άγιον του λείψανον, καύσας δε αυτό εσκόρπισεν εις τον αέρα την στάκτην ο αλιτήριος. Όχι δε μόνον ταύτα έπραξεν, αλλά και όσοι Ιερείς, Μοναχοί και Μοναχαί ευρίσκοντο εις εκείνα τα όρια, τους έκαυσεν όλους ο άθλιος. Κατόπιν απέστειλε διαλαλητάς εις την χώραν, οίτινες εφώναζον, ότι όσοι αγαπώσι την ζωήν των, να αρνηθώσι τον Χριστόν και να ποιήσωσιν όσα οι Ιουδαίοι ποιούσι, διότι όσοι δεν έπραττον τούτο, θα τους εφόνευον. Τον δε μακάριον Αρέθαν συνεβούλευεν ο ανόητος τύραννος να αρνηθή τον Χριστόν, πολλάς λέγων κατά του Κυρίου φλυαρίας. Παρεκίνει δε τον Άγιον και τους άλλους να ποιήσωσι τον λόγον του, ειδεμή θα τους θανατώση με διάφορα κολαστήρια. Οι δε απεκρίθησαν: «Ημείς όλοι μίαν γνώμην έχομεν, να πάθωμεν δια την αγάπην του Χριστού σκληρά και πάνδεινα κολαστήρια και μη ενοχλήσαι να μας δοκιμάζης, αλλά γίνωσκε ότι δια τας βλασφημίας, τας οποίας τολμάς και λέγεις κατά του Χριστού, έτι δε και δια τους όρκους, τους οποίους εποίησας και δεν τους εφύλαξας, ανοσιώτατε, έχεις να λάβης ταχέως την ανταπόδοσιν». Ταύτα μεν είπεν ο Αρέθας προς τον μισόχριστον, όστις ευλαβηθείς την πολιτείαν του και την αξίαν του υπέμεινε την ύβριν, ελπίζων να τον διαστρέψη δια κολακειών και χαρισμάτων· αλλ’ αφού τον εδοκίμασε και δεν ηδυνήθη να τον καταπείση, αφήκεν αυτούς εις την φυλακήν δεδεμένους και τρέχει προς τας γυναίκας, τας Μοναχάς και τους παίδας, όσους εσύναξεν από τα περίχωρα και πρώτον μεν εδοκιμασε δια κολακειών, έπειτα εφοβέρισε να τους δώση πικρά κολαστήρια και να τας στερήση τέκνων τε και πραγμάτων και πάσης άλλης απολαύσεως και αυτής της ζωής, ήτις είναι εις όλους παμπόθητος. Αι δε Μοναχαί πανσόφως απεκρίθησαν εις αυτόν: «Ημείς, βασιλεύ, ούτε από τας δωρεάς σου έχομεν ανάγκην, ούτε τας τιμωρίας σου φοβούμεθα, αλλά τον Σταυρόν, τον οποίον συ καταφρονείς, ημείς ευλαβώς προσκυνούμεν, εκείνον δε όστις εκρεμάσθη εις αυτόν δια την σωτηρίαν ημών ως Θεόν λατρεύομεν· διότι απρεπές και ανοίκειον είναι να παραδίδωνται οι άνδρες του λαού δια την Πίστιν εις θάνατον, ημείς δε, αίτινες είμεθα Μοναχαί και παρθένοι Χριστού, να προκρίνωμεν της σαρκός τα θελήματα». Ο δε βασιλεύς είπε: «Πολύ σας κατακρίνω και μέμφομαι, διότι αγαπάτε να ζημιωθήτε την απόλαυσιν της παρούσης ζωής δια την αγάπην ενός ανθρώπου πλάνου και γόητος, με την ελπίδα των ελπιζομένων αγαθών, άτινα δεν γινώσκετε εάν είναι αληθή ή ψευδή». Τινές δε γυναίκες δεν υπέφεραν την βλασφημίαν ταύτην, αλλά ύβρισαν τον βασιλέα, επικαλούμεναι τον Χριστόν εις εκδίκησιν· όθεν οργισθείς ο Εβραίος έδωκεν απόφασιν να αποκεφαλίσωσιν αυτάς, ομού με εκείνας τας οποίας έφερον από τα περίχωρα· ήτο λοιπόν θαύμα εξαίσιον, να τας βλέπωσιν οι παριστάμενοι να συναμιλλώνται ποία να προφθάση εις τον τόπον της καταδίκης και δεν εδειλίων ουδόλως τον θάνατον, τόσον ώστε και αυτός ο τύραννος εθαύμαζε. Διέβαλον δε τινες προς τον τύραννον και γυναίκα τινά χήραν ευγενή, πλουσίαν και πάγκαλον, νέαν εις τους χρόνους και εις την γνώσιν αμίμητον· ο δε δυσσεβής προστάσσει να του την φέρωσιν ουχί ως κατάδικον, αλλά εντίμως ως έπρεπεν, προς την οποίαν είπε ταύτα με νεύμα ήρεμον: «Η καλή σου φήμη σε μαρτυρεί γνωστικήν, ωραίαν και σώφρονα, καθώς το μαρτυρεί και η όψις σου, πως είσαι ευγενής, πλουσία και φρόνιμος. Λοιπόν μη γίνης ομοία των αγνώστων εκείνων γυναικών, τας οποίας δικαίως απέκτεινα, να προσκυνής δια Θεόν άνθρωπον φάγον και οινοπότην, τον οποίον δια τας πράξεις του εσταύρωσαν, αλλά συγκοινώνησον μεθ’ ημών, να διάγης με την βασίλισσάν μου μακαρίαν ζωήν και ευφρόσυνον». Αυτάς και ετέρας κολακείας έλεγεν ο παράφρων και δόλιος. Η δε φρόνιμος και άδολος απεκρίνατο, λέγουσα: «Αυτόν, όστις σου έδωκα την ζωήν και την βασιλείαν καταφρονείς, ταλαίπωρε; Ενώ δε θα έπρεπε να τον προσκυνής ως Θεόν αληθέστατον, συ τολμάς και τον υβρίζεις, αχάριστε; Δεν φοβείσαι μήπως έλθη πυρ από τον ουρανόν και σε κατακαύση, αναίσχυντε; Ποίαν τιμήν χρειάζομαι εγώ από σε; Μη γένοιτο να γίνω τοσούτον ανόητος να συναναστρέφωμαι με τους εχθρούς του Κυρίου μου». Θυμωθείς εις ταύτα ο τύραννος προσέταξε να εκδύσωσι την κεφαλήν αυτής και των θυγατέρων της, να τας πομπεύσωσιν ενώπιον όλου του λαού προς εντροπήν και καταφρόνησίν των· η δε γενναία γυνή εκείνη, ως είδε τας άλλας γυναίκας ότι έκλαιον δι’ αυτηήν, είπε προς αυτάς: «Βλέπω ότι μας λυπείσθε, διότι λαμβάνομεν καταφρόνησιν, αλλά μη πικραίνεσθε, διότι ημείς έχομεν δια τιμήν την ατιμίαν ταύτην και δεν αρνούμεθα τον ποιητήν και σωτήρα μας δια να προτιμήσωμεν τα πρόσκαιρα αγαθά υπέρ τα αληθινά και αιώνια. Εγώ δια τον Δεσπότην Χριστόν εφύλαξα σωφροσύνην και δεν υπανδρεύθην δεύτερον, διαμοίρασα εις πτωχούς τον άμετρον πλούτον μου και μου ήλθον πολλαί θλίψεις και συμφοραί, αλλά τας υπέμεινα ευχαρίστως και είμαι έτοιμος να πάθω επώδυνον θάνατον δια τον Δεσπότην μου, μεθ’ ου ενύμφευσα και ταύτας τας θυγατέρας μου· λοιπόν μη λυπήσθε δι’ εμέ, αλλά χαίρετε εις την χαράν μου και μιμηθήτε με, εάν ποθήτε την σωτηρίαν σας, φυλάττεσθε δε όσαι εις Χριστόν εβαπτίσθητε δια να μη σας πλανήση ο δείλαιος και σας κλέψη τον θησαυρόν της πίστεως. Όσαι δε είσθε Ιουδαίων ή Ελλήνων γυναίκες, αφήσατε την σκιάν του νόμου και τους μύθους των ειδώλων, γνωρίσατε την αλήθειαν και αναγεννήθητε με το Άγιον Βάπτισμα, ίνα εύρητε ζωήν την αιώνιον και μη απολέσητε τας ψυχάς σας εις την ασέβειαν». Αυτά και άλλα πολλά έλεγεν η Μάρτυς διδάσκουσα τας γυναίκας, τα οποία ανήγγειλαν οι περιεστώτες Ιουδαίοι προς τον βασιλέα, ούτος δε προσέταξε να την φέρωσιν εκεί και της λέγει: «Εγώ έδειξα εις σε φιλανθρωπίαν, δια να λυπηθής τας θυγατέρας σου και τας άλλας γυναίκας, αίτινες σε έκλαιον και να ποιήσης τον λόγον μου». Η δε απεκρίνατο· «Εάν σου ακούσω, ω βασιλεύ, τις θα με λυτρώση από το πυρ το αιώνιον»; Ούτως είπε και στραφείσα προς τον ουρανόν λέγει ταύτα: «Μη γένοιτο, Βασιλεύ αθάνατε, να απαρνηθώ Σε τον μονογενή Υιόν του Θεού και να υπακούσω εις αυτόν, όστις σε κατεφρόνησε». Ταύτην την παρρησίαν της Μάρτυρος δεν υπέμεινεν ο μιαρός τύραννος, αλλ’ απεκάλυψε το κάλυμμα της πραότητος και λέγει προς αυτήν με νεύμα άγριον: «Εγώ θα καταξεσχίσω τώρα τας σάρκας σου και θα χύσω τα μιαρά σπλάγχνα σου και ό,τι μείνη από το σώμα σου θα το δώσω εις τους κύνας να το φάγωσιν, αναίσχυντον γύναιον, να ίδω αν έλθη ο Ναζωραίος να σε λυτρώση από τας χείρας μου». Ταύτην την ύβριν του μιαρού δεν υπέμεινεν η πρώτη των θυγατέρων της Μάρτυρος, ήτις ήτο ετών δώδεκα· όθεν πληροί το στόμα της σιέλου και πτύει εις του τυράννου το πρόσωπον· οι δε παρεστώτες Ιουδαίοι, δια να χαρισθώσιν εις τον ασεβή, εθανάτωσαν αυτήν και την αδελφήν της δια της σπάθης και εμπλήσαντες τας χείρας από το αίμα των, το έφεραν εις την μητέρα αυτών, καθώς προσέταξεν ο τύραννος. Και αυτή (ω γενναίας και ανδρείας ψυχής!) εδοκίμασεν αυτό με ηδονήν και αγαλλίασιν πνεύματος και ύψωσε τους οφθαλμούς προς ουρανόν λέγουσα: «Ταύτην την θυσίαν μου, Δέσποτα Χριστέ, προσφέρω εις Σε και παριστώ ενώπιόν σου Μάρτυρας τας αμώμους αυτάς παρθένους και θυγατέρας μου, με τας οποίας συναρίθμησον και εμέ εις τον Νυμφώνα σου, να με δείξης μητέρα επί τέκνοις ευφραινομένην και χαίρουσαν». Τότε ο βασιλεύς, αφού εγνώρισε το στερρόν της καρδίας της, έδωκε και κατ’ αυτής την απόφασιν να την θανατώσωσιν. Την επομένην, καθίσας ο τύραννος εις τόπον υψηλόν, προσέταξε να φέρωσι τον Αρέθαν με τους συντρόφους του, οίτινες ήσαν τριακόσιοι τεσσαράκοντα, και λέγει προς αυτόν ο παμμίαρος: «Μιαρά κεφαλή, δια ποίαν αιτίαν ήλθες εις τόσην θρασύτητα, να γίνης αποστάτης μου και κατέπεισας την πόλιν ταύτην να σου υποτάσσωνται και να καταφρονήτε τους νόμους μου, προσκυνούντες ως Θεόν επικατάρατον τινα άνθρωπον; Ούτε τουλάχιστον τον πατέρα σου δεν εμιμήθης, όστις εξουσίαζε την Νεγράν πρότερόν σου και ήτο προς τους προ ημών βασιλείς υπήκοος; Γνώριζε ότι, εάν δεν βάλης γνώσιν, να αφήσης το πείσμα σου, ούτε το βαθύ γήρας, ούτε το διαπεπλασμένον σχήμα σου θέλουσι σε ωφελήσει τελείως, αλλά θα πάθης συ και όλη η συνοδεία σου όσα έπαθον εκείνοι, τους οποίους εφόνευσα πρότερον και δεν τους ωφέλησεν ουδόλως ο υιός της Μαρίας και του τέκτονος». Ο δε Γέρων επόνεσε εις τα υπερήφανα λόγια και βαθύ στενάξας απεκρίθη προς αυτόν και λέγει: «Δεν είσαι συ αιτία εις αυτά όσα λέγεις και έπραξας, αλλά οι συμπολίται μου, οίτινες εποίησαν παρακοήν εις το πρόσταγμά μου και σου ήνοιξαν τας θύρας της πόλεως, ύστερον δε κατεφρόνησας τας συνθήκας, ασεβή και παράνομε». Τότε εις των συγκαθέδρων του τυράννου, δια να δείξη τάχα προς εκείνον φιλίαν, λέγει προς τον Άγιον: «Διατί υβρίζεις τον βασιλέα; Δεν προστάσσει ο νόμος σας να τον τιμάτε, είτε καλός είναι, είτε φαύλος»; Λέγει προς αυτόν ο Άγιος: «Και συ δεν ήκουσας τι απεκρίθη προς τον Αχαάβ ο Ηλίας, ότε αυτός του είπε πως διέστρεφε τον Ισραήλ; Δεν τον διαστρέφω, είπεν, εγώ, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου. Γνώριζε ότι όστις είναι ευσεβής εις τον Θεόν και ελέγχει βασιλέα παράνομον, δεν αμαρτάνει. Σεις ανοίγετε το στόμα σας, πάντολμοι, και λαλείτε κατά του Θεού βλάσφημα, δεν αρκεί δε ότι σεις καταφρονείτε την μακροθυμίαν του, αλλά αναγκάζετε και ημάς εις τα όμοια. Συ δε, βασιλεύ, επειδή είσαι έτοιμος εις το κακόν και φύσει άδικος και μήτε εις τον Θεόν είσαι όσιος, μήτε εις τους ανθρώπους πράος και αληθής, αλλά ψεύδεσαι και επιορκείς, γνώριζε ότι ο Θεός σε εμίσησεν, ως ασεβή και άπιστον, και εις ολίγας ημέρας σου αφαιρεί την εξουσίαν αυτήν, την οποίαν έχεις αναξίως, ίνα την δώση εις καλόν και πιστόν άνθρωπον, να κρατύνη το γένος των Χριστιανών, να μεγαλύνη την βασιλείαν του και να υψώση την Εκκλησίαν αυτού, την οποίαν συ κατέκαυσας· ευτυχής δε εγώ, διότι όχι μόνον εις την παρούσαν ζωήν είχα ευδαιμονίαν και πάσαν αυτάρκειαν έως του νυν, ων ετών ενενηκονταπέντε, και είδον υιούς, θυγατέρας, εγγόνους και δισεγγόνους, αλλά και τώρα εις το βαθύ γήρας λαμβάνω δια τον Χριστόν μου μαρτυρικόν θάνατον και στέλλω προς τον Θεόν την πολυάνθρωπον ταύτην πόλιν και Έθνος ολόκληρον». Ταύτα ειπών ο Άγιος εστράφη προς τους Μάρτυρας και με το χαριέστατον εκείνο και γλυκύτατον πρόσωπον τους επροθυμοποίει προς το Μαρτύριον, με τοιαύτα σοφώτατα λόγια: «Άνδρες συμπολίται, συγγενείς τε και φίλοι μου, γνωρίζετε πόσα επάθομεν, δια να πιστεύσωμεν εις τούτον τον ψεύστην και επίορκον· τον ηκούσατε αυτήκοοι, πόσας βλασφημίας είπεν εις τον Θεόν ο υπερήφανος και πόσους εφόνευσεν αδίκως· πρέπον ήτο να μη τον είχομεν πιστεύσει εξ αρχής και θα τον ενικώμεν με την δύναμιν του Χριστού εις τον πόλεμον· αλλ’ επειδή εις τόσην ανάγκην ήλθομεν βιαζόμενοι ή να ποιήσωμεν του τυράννου το πρόσταγμα, πίπτοντες εις την ασέβειαν, ή να λάβωμεν θάνατον, ας προτιμήσωμεν το καλλίτερον· ας αγοράσωμεν με τον πρόσκαιρον θάνατον ζωήν την αιώνιον· και μη νομίση τις, ότι επειδή είμαι γέρων επιθυμώ τον θάνατον και δι’ αυτό παρακινώ και τους άλλους, διότι όλοι, νέοι και γέροντες, αποθνήσκομεν· λοιπόν άλλος θάνατος δεν είναι ενδοξότερος και ωφελιμώτερος από εκείνον του Μαρτυρίου, διότι δι’ αυτού μετέχομεν του πάθους του Χριστού και της δόξης αυτού κοινωνοί γινόμεθα· λοιπόν μη φανή τις εξ υμών ολιγόψυχος, μη δειλιάση ως δείλαιος, μη προτιμήση την παρούσαν ζωήν, την βραχυτάτην και πολυώδυνον, υπέρ την αιώνιον και ευφρόσυνον· ει δε και είναι τις τοιούτος, ας αναχωρήση από τον μαρτυρικόν αυτόν χορόν, ας μη ονομάζηται Χριστού δούλος, ας υπάγη εις την απώλειαν. Ναι, Χριστέ μου, Υιέ και Λόγε του Θεού αληθέστατε, όστις σε αρνηθή δια ζωήν πρόσκαιρον, ας στερηθή της αιωνίου και ας χάση και ταύτην ο δείλαιος και ας ανοίξη η γη να τον καταπίη ζώντα· όστις δε από τους συγγενείς και φίλους μου απαρνηθή τον ουράνιον Βασιλέα και ακολουθήση αυτόν τον φθαρτόν και δυσσεβή ως ανόητος, ας στερηθή και των προσκαίρων πραγμάτων και ας κατακριθή εις την αιώνιον κόλασιν». Το δε πλήθος του λαού ακούοντες ταύτα εφώναξαν όλοι με θερμότατα δάκρυα λέγοντες: «Έχε θάρρος, τίμιε Πάτερ, ουδείς είναι μεταξύ ημών, όστις θα χωρισθή της χορείας ημών, αλλά πάντες είμεθα πρόθυμοι να δεχθώμεν το μακάριον τέλος μετά σου». Τότε πάλιν λέγει εις αυτούς ο Άγιος: «Εγώ να σας προλάβω άπαντας, να γίνω οδηγός σας απλανής και σωτήριος, διότι καθώς εις όλα τα πρόσκαιρα μου δίδετε τα πρωτεία, ούτω και τώρα· μάλιστα δέομαι υμών να με συγχωρήσητε δια να υπάγω πρώτος προς τον Δεσπότην μου. Έτι δε και ταύτην την υστερινήν μου σας λέγω διάταξιν· όποιος από τους υιούς μου ή από τους άλλους μου συγγενείς απομείνη ζων, να κληρονομώσι τα πράγματά μου, μόνον εάν φυλάξωσι την Ορθόδοξον πίστιν του Χριστού· αφιερώ δε τρία πατρικά μου κτήματα αποτελούμενα από κήπους ωραιοτάτους εις την Καθολικήν Εκκλησίας (Μητρόπολιν), την οποίαν μέλλουσιν εντός ολίγου να οικοδομήσωσιν εις την πόλιν μας». Ταύτα ειπών ηυλόγησε τον λαόν και εδόξασε τον Κύριον· είτα λέγει προς τον τύραννον: «Επαινώ την μακροθυμίαν σου, ω βασιλεύ, διότι με υπέμεινας, καθώς οι νόμοι ορίζουσι, και δεν διέκοψες τον λόγον μου· επειδή δε εγνώρισας τον σκοπόν ημών, ότι είναι αδύνατον να αφήσωμεν την πίστιν μας, μη απολέσης τον καιρόν ματαίως, αλλά ποίησον εκείνο, όπερ μέλλει να γίνη ύστερον από όλα». Γνωρίσας λοιπόν ο βασιλεύς, ότι δεν ηδύνατο να τους απομακρύνη από την ευσέβειαν, διότι είχον γνώμην αμετάθετον, προσέταξε να τους υπάγωσιν εις ποταμόν τινα Ωδίαν καλούμενον και εκεί να τους αποκεφαλίσωσιν άπαντας, και φθάσαντες εις τον τόπον, εποίησαν χαίροντες και αγαλλιώμενοι την προσευχήν ταύτην: «Κύριε, Κύριε, η ελπίς της σωτηρίας ημών, ο σκεπάσας ημάς την ημέραν του πολέμου, οδήγησόν μας εις οδόν αιώνιον διότι δια την αγάπην σου αφήκαμεν όλα τα πρόσκαιρα: πλούτον, δόξαν, πατρίδα, συγγένειαν και τα επίλοιπα άπαντα, έτι δε και την ζωήν αυτήν δια Σε παραιτούμεθα, και ως πρόβατα σφαγής ελογίσθημεν· όθεν παρακαλούμεν Σε, ποίησον την εκδίκησιν του αίματος ημών και περιποιήθητι τα τέκνα ημών, ενδυνάμωσον την πόλιν σου ταύτην, ήτις καυχάται εις το τίμιον αίμα σου και εις τον Σταυρόν και το Πάθος σου· βλέπεις ότι οι εχθροί περιεκύκλωσαν αυτήν, αφήρεσαν τον στολισμόν της, το αγιαστήριόν σου εμόλυναν και τον άγιον Ναόν σου κατέκαυσαν. Σε παρακαλούμεν, Κύριε, ευδόκησον να υψωθή και πάλιν ούτος και δος τα σκήπτρα εις τους Χριστιανούς βασιλείς, τους οποίους εις το όνομά σου μεγάλυνον, εις όσους δε τιμήσωσι το Μαρτύριον ημών και εορτάσωσι πανηγυρικώς την μνήμην αυτού χάρισον εις αυτούς ζωήν απρόσκοπτον, αυτάρκειαν των αναγκαίων πραγμάτων και αμαρτημάτων συγχώρησιν· πρόσδεξαι δε ημάς τους Σε αγαπήσαντας εις την αιώνιον Βασιλείαν σου και μετά των δούλων σου συναρίθμησον». Ταύτα προσευχηθέντες οι Άγιοι εποίησαν τον τελευταίον ασπασμόν και εφίλησεν ο εις τον άλλον αγαλλιώμενοι έπειτα πρώτος από τους άλλους ο μακάριος Αρέθας, βασταζόμενος από άλλους, αποκεφαλίζεται, διότι δεν ηδύνατο από το γήρας να περιπατήση. Οι δε επίλοιποι έλαβον ευθύς ως μύρον πολύτιμον το άγιον αίμα του και χρισθέντες δι’ αυτού απεκεφαλίσθησαν και αυτοί άπαντες. Γυνή δε τις είχε παιδίον αρσενικόν, όπερ ήτο πέντε ετών, και ως ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος ίστατο εκεί πλησίον και τρέχει εις το λείψανον του Αγίου Αρέθα και αλείφεται αυτή και το τέκνον της από το αίμα του Μάρτυρος· είτα κατενύγη την ψυχήν από θείον έρωτα και κατηράτο μεγαλοφώνως τον τύραννον· οι δε στρατιώται, την ύβριν ακούσαντες, ήρπασαν αυτήν και την επήγαν εις τον βασιλέα, λέγοντες όσα κατ’ αυτού εκάλησεν, όστις χωρίς να εξετάση τελείως έδωκεν απόφασιν να την καύσωσιν· ανάψαντες λοιπόν την πυράν οι δήμιοι έδεσαν την Αγίαν χαίρουσαν. Το δε παιδίον εθλίβετο, ως το μικρόν πωλάριον, όπερ δεν υποφέρει να αποχωρισθή την μητέρα αυτού και στρέφον ένθεν κακείθεν τους οφθαλμούς, εφώναζε την μητέρα πολλάκις επικαλούμενον·έπειτα ιδόν τον τύραννον πίπτει εις τους πόδας αυτού, κλαίον και δεόμενον δια την μητέρα του ως ηδύνατο. Ο  δε βασιλεύς το ωρέχθη, επειδή ήτο εύμορφον εις την όψιν και χαριέστατον, διότι, καίτοι ακόμη δεν ηδύνατο να ομιλήση καθαρώς, εν τούτοις η λαλιά του ήτο γλυκυτάτη· όθεν λαβών αυτό το εκάθισεν εις τα γόνατά του και του λέγει: «Ποίον αγαπάς από όλα τα πράγματα καλλίτερα»; Το δε παιδίον είπε: «Την μητέρα μου, και δι’ αυτήν ήλθον να σε παρακαλέσω να την λύσωσιν, δια να με λάβη και εμέ εις το Μαρτύριον, διότι πολλάκις εις αυτό με παρεκίνησε». Λέγει προς αυτό ο Εβραίος: «Και τι είναι αυτό το Μαρτύριον»; Τότε το βρέφος (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα, όστις φωτιείς και συνετιείς τα νήπια) αποκρίνεται λέγον: «Να αποθάνω δια τον Χριστόν και πάλιν να ζήσω». Λέγει ο τύραννος: «Ποίος είναι αυτός ο Χριστός»; Το δε βρέφος απήντησεν· «Ας υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν, να σου τον δείξω». Ιδόν δε τότε το ευλογημένον εκείνο βρέφος, ότι οι δήμιοι ωδήγουν την μητέρα του εις το Μαρτύριον, έκλαυσε λέγον: «Άφες με να φθάσω την μητέρα μου». Ο δε απεκρίνατο· «Διατί την αφήκες και ήλθες προς εμέ; Μείνε μαζί μας και εγώ θα σου δώσω οπωρικά εύμορφα». Το δε κεχαριτωμένον και θεοφώτιστον βρέφος απεκρίθη και του λέγει: «Εγώ εθάρρουν ότι είσαι Χριστιανός και ήλθον να σε παρακαλέσω δια την μητέρα μου, αλλά μετά Ιουδαίου δεν θέλω να συνοικήσω τελείως, ούτε καταδέχομαι να λάβω από σε τίποτε, αλλ’ άφες με να υπάγω προς την μητέρα μου». Επειδή δε εθαύμαζεν ο βασιλεύς του παιδός την σύνεσιν, τον συνεβούλευσαν να το στείλη εις την βασίλισσαν, μήπως και το κολακεύση εκείνη και μείνη εις το παλάτιον· αλλά του παιδός η γνώσις ενίκησεν αυτών τας πανουργίας και τα μηχανήματα, διότι ούτε καν απόκρισιν έδωκεν, αλλά μόνον προς την μητέρα απέβλεπε· και όταν είδεν ότι την έρριψαν εις την φλόγα, επόνεσεν η ψυχή του, και καθώς ήτο εις τα γόνατα του βασιλέως έκυψε και τον εδάγκασεν όσον ηδύνατο δυνατώτερα εις τον μηρόν, ο δε τύραννος επόνεσε και το απέρριψε, προστάσσων άρχοντα τινά να το λάβη και να το βιάση να αρνηθή τον Χριστόν. Το δε παιδίον έφυγεν από εκείνον, όστις το έσυρε και τρέχον επήγεν εις την κάμινον και προθύμως, ω της θαυμαστής του παιδός γενναιότητος! Επήδησεν εις το μέσον και ενηγκαλίσθη την μητέρα χαίρον, κληρονομήσαν μετ’ αυτής τον στέφανον της αθλήσεως. Ιδόντες οι συγκλητικοί του βασιλέως τοιούτον θαυμάσιον, ευσπλαγχνίσθησαν τους Χριστιανούς και παρεκάλεσαν αυτόν να μη θανατώση άλλους, δια να μη αφανισθή τοιαύτη μεγάλη και πολυάνθρωπος πόλις ζημιωθή δε και αυτός τόσον κεφαλικόν φόρον, τον οποίον επλήρωνον· ενίκησε λοιπόν η φιλαργυρία την μισανθρωπίαν αυτού και ωμότητα, και λαβών αιχμαλώτους όλους τους νέους και τα κοράσια (οίτινες ήσαν πολλαί μυριάδες) απήλθεν εις τα βασίλεια αυτού, αφού εκυρίευσε τοιαύτην πόλιν περίφημον, την οποίαν ο Δεσπότης Χριστός με το τίμιον αίμα αυτού εξηγόρασε και ήτις απέστειλε προς αυτόν τοσούτον πλήθος Μαρτύρων, τας νίκας αυτών και τους αγώνας εις την οικουμένην ανακηρύξασα. Καθ’ ον δε χρόνον επέστρεφεν ούτος εις τον τόπον του, εφαίνετο πυρ εις τον αέρα ημέρας πολλάς, τόσον ώστε όχι μόνον αυτός, αλλά και όλον το στράτευμα έτρεμον· έπειτα έβρεξε και έως εις την γην πυρ ως φλόγα, δια να φοβηθώσι και να επιστρέψωσιν εις την ευσέβειαν, αλλά πάλιν δεν εσωφρονίσθη ο αλιτήριος, αλλά μάλλον εμίσει τους πιστούς. Όθεν στέλλει ανθρώπους προς τον βασιλέα των Περσών, συμβουλεύων αυτόν να πράξη και εκείνος τα όμοια. Να φονεύση δηλαδή όλους τους Χριστιανούς, εάν επόθει να έχη βοηθόν τον ήλιον και τον μέγαν Θεόν των Ιουδαίων, τα αυτά έγραψε και προς τον αρχηγόν των Σαρακηνών Αλαμούνδαρον, υποσχόμενος να δώση εις αυτόν και αργύρια, εάν κινήση και αυτός διωγμόν κατά των Χριστιανών, οίτινες ευρίσκονται εις τους τόπους του. Τοσούτον εμίσει τους ευσεβείς ο ασεβής και μισόχριστος· ο δε Χριστός, ο υπ’ αυτού αδίκως και παραλόγως μισούμενος, εποίησε κατά του αδίκου δικαίαν εκδίκησιν και ακούσατε. Ο ευσεβής βασιλεύς των Χριστιανών Ιουστίνος έμαθε τα δεινά τα οποία διέπραξεν εις Νεγράν ο Ιουδαίος και γράφει προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Αστέριον, να παρακινήση τον βασιλέα των Αιθιόπων να κινήση κατά των Ομηριτών, ήτοι των Εβραίων, πόλεμον, έγραψε δε και ο ίδιος ο Ιουστίνος προς τον αυτόν βασιλέα των Αιθιόπων Ελεσβαάν, να καταβάλη όλην του την δύναμιν δια να εξολοθρεύση τον Εβραίον πριν εκείνος υπάγη κατ’ αυτού και πράξη και εκεί όσα κακά εις την Νεγράν ετέλεσεν· τα όμοια έγραψε και προς τον Αλαμούνδαρον και τον ηπείλησεν ο Ιουστίνος, εάν δεν πολεμήση τον Εβραίον, θα κινήση αυτός κατ’ εκείνου πόλεμον· ο Πατριάρχης λοιπόν της Αλεξανδρείας, όταν είδε τα βασιλικά γράμματα, εσύναξεν όλους τους Μοναχούς της Νιτρίας και τους άλλους Ερημίτας, και ποιήσαντες αγρυπνίαν ολονύκτιον, εδέοντο εις τον φιλάνθρωπον Κύριον να εξολοθρεύση τον τύραννον. Την πρωϊαν αποστέλλουσιν εις τον Ελεσβαάν τα γράμματα του Ιουστίνου, εκείνος δε ήτο και πρότερον ητοιμασμένος, διότι έμαθε τα γενόμενα και είχε συνηγμένους στρατιώτας μυριάδας δώδεκα, είχε δε κατασκευάσει πλοία εβδομήκοντα και άλλα εξήκοντα των εμπόρων, οίτινες έτυχον εκεί από τους Πέρσας, τους Αιθίοπας και από τας νήσους, έχων δε έτοιμα όσα εχρειάζετο, όταν ήθελε να κινήση με το στράτευμα, εισήλθεν εις την Εκκλησίαν χωρίς αλουργίδα και στέφανον, αλλά ασκεπής με πολλήν ταπείνωσιν, και σταθείς έμπροσθεν του θυσιαστηρίου τοιαύτα προσηύχετο: «Ενθυμείσαι, Δέσποτα παντοδύναμε, πόσας θαυματουργίας ετέλεσας εις τους Ισραηλίτας και πόσας ευεργεσίας τους εποίησας, αυτοί όμως έγιναν εις όλα αχάριστοι· τούτων απόγονοι είναι και ούτοι οι ασεβείς, οίτινες εποίησαν εις τον λαόν σου τόσα κακά, και πάλιν απειλούσι να μας βλάψωσι χειρότερα. Όθεν παρακαλούμεν την Βασιλείαν σου, μη μνησθής των αμαρτιών μας και μας παραδώσης εις χείρας αυτών, αλλά βοήθησόν μας δια να μη καυχώνται αυτοί λέγοντες που είναι ο Εσταυρωμένος Θεός των Χριστιανών και δεν τους ελύτρωσε»; Ταύτα μετά δακρύων ευξάμενος ο Ελεσβαάν εξήλθεν από την χώραν και επήγεν ούτω ενδεδυμένος πενιχρά ιμάτια εις Ασκητήν τινα ενάρετον, όστις κατώκει εις κελλίον τι στενόχωρον έτη τεσσαράκοντα πέντε, και εγίνωσκε τα μέλλοντα, επήγε δε πεζοπορών δια να ερωτήση τον Όσιον, εάν θα νικήση εις τον πόλεμον· εισελθών λοιπόν εις το κελλίον του Αγίου έδωκεν εις αυτόν θυμιάματα αναμεμιγμένα με χρυσόν κεκρυμμένον, τα οποία έφερε μεθ’ εαυτού και προσκυνήσας αυτόν ηρώτησε την έκβασιν του πολέμου· ο δε Άγιος τον εγνώρισεν από θείαν Χάριν και ευλογήσας αυτόν, ηυχήθη λέγων: «Ύπαγε και ας είναι με την βασιλείαν σου ο Θεός, όστις επήκουσε τας ευχάς του Αρχιερέως Αλεξανδρείας, του Ιουστίνου τα δάκρυα και την δέησίν μου, και θα λάβης την νίκην υπ’ αυτού ενδυναμούμενος». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς απήλθεν αγαλλιώμενος και προστάσσων το στράτευμα να μη λάβωσιν ει μη μόνον είκοσιν ημερών τροφάς, εισήλθεν εις τα πλοία και επήγεν αυτός μεν δια θαλάσσης, δια δε ξηράς έστειλε χιλιάδας δεκαπέντε. Ο δε Εβραίος, ταύτα ακούσας, ητοιμάζετο και αυτός προς πόλεμον, διεμοίρασε δε και αυτός εις δύο μέρη το στράτευμα αυτού, δια να αποκρούση τους επερχομένους Χριστιανούς. Αφού λοιπόν ήλθεν ο Ελεσβαάν, επολέμησαν ανδρείως αμφότερα τα στρατεύματα· αλλά του Θεού βοηθούντος ενίκησαν οι Χριστιανοί και πρώτον μεν κατέλαβον την πόλιν των Ομηριτών, διότι ο Εβραίος ήτο εις τα στρατεύματα. Όθεν ο Ελεσβαάν έλαβε με το ήμισυ στράτευμα την χώραν και με το άλλο ήμισυ επολέμει με τον Εβραίον, τον οποίον ενίκησαν φονεύοντες όλους τους στρατιώτας του, τον δε Δουναάν δεν εφόνευσαν, αλλά τον απέκλεισαν εις την σκηνήν αυτού, έως ου έστειλαν μήνυμα εις τον Ελεσβαάν, όστις είχε φονεύσει όλους τους συγγενείς του Εβραίου άνδρας τε και γυναίκας και ακούσας δι’ εκείνον τον τρισκατάρατον, αφήκεν εις την πόλιν φύλακας και δραμών εις την σκηνήν εφόνευσεν αυτόν και όλους τους συγγενείς του, δοξάζων αγαλλιώμενος τον Θεόν, όστις τον ενεδυνάμωσε και εξεδικήθη τους αδίκως φονευθέντας Χριστιανούς. Είτα επιστρέψας εις την πόλιν Φαρή, εις την οποίαν είχεν ο Ιουδαίος τα βασίλεια, εφόνευσεν όλους όσοι έμειναν ακόμη ζώντες. Έκτισε δε εις την χώραν εκείνην Εκκλησίαν και υπηρέτει και αυτός κομίζων λίθους και άλλα βάρη. Έπειτα έστειλε γράμματα προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας, όστις χειροτονήσας Επίσκοπον, τον έπεμψεν εις τους Ομηρίτας· ούτος καθηγίασε την Εκκλησίαν την οποίαν έκτισαν και εβάπτισεν άπαντας, χειροτονήσας από τούτους Διακόνους και Πρεσβυτέρους. Τελέσας λοιπόν ο Επίσκοπος ό,τι ήτο χρήσιμον εις την πόλιν αυτήν επήγεν έπειτα εις την Νεγράν ομού με τον βασιλέα Ελεσβαάν και έκτισαν και εκεί κατά την προφητείαν του μακαρίου Αρέθα Εκκλησίαν, εις την οποίαν αφιέρωσαν πέντε υποστατικά βασιλικά και τα τρία, άτινα αφήκεν ο Άγιος, ως προείρηται· τότε συνήθροισεν ο βασιλεύς όλους τους διεσκορπισμένους και αιχμαλώτους Χριστιανούς και εψήφισε τον υιόν του Μάρτυρος Αρέθα αρχηγόν και ηγεμόνα της πόλεως, επεμελήθη δε των Αγίων Μαρτύρων τα λείψανα και τα έβαλεν εις τόπον τινά ασφαλή, να μη τα κλέψωσι. Κατόπιν επέστρεψεν εις τα βασίλεια και εχειροτόνησεν εις τους Ομηρίτας βασιλέα, θεοφιλή και ενάρετον άνθρωπον, την κλήσιν Αβράμιον, αφήσας δε εις τον Αρχιερέα μυρίους Χριστιανούς Αιθίοπας, απέρχεται εις τα ιδικά του βασίλεια με πλούτον αναρίθμητον χαίρων, από τον οποίον διεμοίρασεν εις τους στρατιώτας όσον τους έπρεπεν. Αφού εποίησεν ταύτα ο Ελεσβαάν, ως ευγνώμων δούλος προς τον Δεσπότην Χριστόν απέδωκεν εις Αυτόν την πρέπουσαν ευχαριστίαν και αποθέσας το βασιλικόν διάδημα, ήτοι το στέμμα, έστειλε τούτο με όλους τους λίθους και τους πολυτίμους μαργαρίτας εις τον Άγιον Τάφον του Χριστού ως δώρον, αυτός δε ενδυθείς τρίχινα έφυγε νύκτα τινά εις το όρος, εις το οποίον ήτο Μοναστήριον και εκλείσθη εις κελλίον τι μικρότατον, χωρίς να εξέλθη απ’ εκεί ουδέποτε, διελθών ασκητικήν ζωήν ο τρισόλβιος με τόσην ακτημοσύνην, ώστε δεν είχε παρά ψάθαν τινά και εν κοφίνιον, με άρτον μόνον και ύδωρ τρεφόμενος και με χλωρά χόρτα, τα οποία ήθελε φέρει τις. Δεν ηθέλησε δε να ίδη πλέον κοσμικόν τινά, όσον καιρόν έζησεν, ούτε αφήκε τον νουν του να πλανάται εις πρόσκαιρα πράγματα, αλλά μόνον τον Θεόν εστοχάζετο. Ούτω λοιπόν ασκητεύσας και τοσούτον θεαρέστως πολιτευσάμενος, απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου