Θα αναφέρωμεν εδώ,
την ιστορίαν την οποίαν διηγούνται οι πατέρες του Λειμωναρίου Σωφρόνιος και
Ιωάννης, οι οποίοι γράφουν ούτως: Επήγαμεν εις τον αββάν Κυριακόν τον
πρεσβύτερον της Λαύρας του Καλαμώνος, ήτις κείται πλησίον του Ιορδάνου, ο
οποίος μας είπε ταύτα. Εν μια των ημερών είδον καθ’ ύπνους την Κυρίαν Θεοτόκον
με λαμπρόν και φωτεινόν πρόσωπον, ενδεδυμένην με πορφυρούν ιμάτιον και
ακολουθουμένην από δύο ιεροπρεπείς άνδρας, η οποία εστέκετο έξω από το κελλίον
μου· εγώ δε εγνώρισα ότι είναι η Δέσποινα Θεοτόκος, και ότι οι δύο άνδρες οι
συν Αυτή ήταν οι Άγιοι Ιωάννης ο Βαπτιστής και Ιωάννης ο Θεολόγος. Όθεν εξήλθον
από το κελλίον μου και προσκυνήσας την Κυρίαν Θεοτόκον, παρεκάλουν Αυτήν να
εισέλθη δια να ευλογήση το κελλίον μου· η δε Θεοτόκος δεν έστεργε παντελώς·
επειδή δε εγώ πολλήν ώραν παρεκάλουν Αυτήν λέγων, «μη αποστραφήτω, ω Δέσποινα,
ο δούλος Σου εντροπιασμένος από Σου και ωνειδισμένος» και άλλα παρόμοια, Εκείνη
βλέπουσα προς εμέ απεκρίθη μοι λέγουσα· «έχεις τον εχθρόν μου μέσα εις το
κελλίον σου και πως ζητείς να εισέλθω εις συτό»; Και τούτο ειπούσα έγινε
άφαντος.
Εξυπνήσας εγώ ήρχισα να κλαίω και να λυπούμαι δια τον λόγον τούτον της Θεοτόκου· και επειδή άλλος τις δεν ήτο μέσα εις το κελλίον μου, ειμή μόνος εγώ, εσυλλογιζόμην μήπως έσφαλα εις κανέν πράγμα με τον λογισμόν μου εις την Θεοτόκον, και δια τούτο με απεστράφη· αλλά δεν εύρισκα τον εαυτόν μου να έπταισεν εις Αυτήν. Εν απορία λοιπόν και λύπη ευρισκόμενος, έλαβον βιβλίον να αναγνώσω, δια να παρηγορηθώ· ήτο δε το βιβλίον Ησυχίου πρεσβυτέρου Ιεροσολύμων, το οποίον είχα ζητήσει προσωρινώς από αυτόν· αναγινώσκων δε αυτό, ευρίσκω κατά το τέλος του βιβλίου δύο βλάσφημους λόγους του δυσσεβούς Νεστορίου. Αμέσως ηννόησα ότι αυτός είναι ο εχθρός της Θεοτόκου, τον οποίον είχον εις το κελλίον μου, και παρευθύς το επέστρεψα εις εκείνον, όστις μου το έδωκεν, ειπών αυτώ: λάβε το βιβλίον σου, αδελφέ, διότι από αυτό περισσότερον εζημιώθην παρά ωφελήθην. Εκείνος δε ερωτήσας και μαθών την αιτίαν της ζημίας ταύτης παρ’ εμού, διηγηθέντος την οπτασίαν, ενεπλήσθη από θείον ζήλον, και παρευθύς έκοψεν από το βιβλίον τους δύο εκείνους βλασφήμους λόγους και τους έκαυσεν εις το πυρ, δια να μη ευρίσκεται εις το κελλίον του ο εχθρός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.
Εξυπνήσας εγώ ήρχισα να κλαίω και να λυπούμαι δια τον λόγον τούτον της Θεοτόκου· και επειδή άλλος τις δεν ήτο μέσα εις το κελλίον μου, ειμή μόνος εγώ, εσυλλογιζόμην μήπως έσφαλα εις κανέν πράγμα με τον λογισμόν μου εις την Θεοτόκον, και δια τούτο με απεστράφη· αλλά δεν εύρισκα τον εαυτόν μου να έπταισεν εις Αυτήν. Εν απορία λοιπόν και λύπη ευρισκόμενος, έλαβον βιβλίον να αναγνώσω, δια να παρηγορηθώ· ήτο δε το βιβλίον Ησυχίου πρεσβυτέρου Ιεροσολύμων, το οποίον είχα ζητήσει προσωρινώς από αυτόν· αναγινώσκων δε αυτό, ευρίσκω κατά το τέλος του βιβλίου δύο βλάσφημους λόγους του δυσσεβούς Νεστορίου. Αμέσως ηννόησα ότι αυτός είναι ο εχθρός της Θεοτόκου, τον οποίον είχον εις το κελλίον μου, και παρευθύς το επέστρεψα εις εκείνον, όστις μου το έδωκεν, ειπών αυτώ: λάβε το βιβλίον σου, αδελφέ, διότι από αυτό περισσότερον εζημιώθην παρά ωφελήθην. Εκείνος δε ερωτήσας και μαθών την αιτίαν της ζημίας ταύτης παρ’ εμού, διηγηθέντος την οπτασίαν, ενεπλήσθη από θείον ζήλον, και παρευθύς έκοψεν από το βιβλίον τους δύο εκείνους βλασφήμους λόγους και τους έκαυσεν εις το πυρ, δια να μη ευρίσκεται εις το κελλίον του ο εχθρός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου