Τη ΣΤ΄ (6η) Οκτωβρίου, ο Άγιος νέος Οσιομάρτυς ΜΑΚΑΡΙΟΣ,

ο εκ Κίου μεν της Βιθυνίας καταγόμενος, εν Προύση δε μαρτυρήσας κατά το έτος 1590, λιθοβοληθείς πρότερον, ύστερον ξίφει τελειούται.                                                                

Μακάριος ο νέος Οσιομάρτυς του Χριστού ήτο από μίαν πόλιν των Βιθυνών καλουμένην Κίον, είχε δε ονομασθή κατά το θείον Βάπτισμα Μανουήλ. Ο πατήρ του ωνομάζετο Πέτρος και η μήτηρ του Ανθούσα, οι οποίοι έδωσαν τον Άγιον εις ένα ράπτην ευσεβή να μανθάνη την ραπτικήν τέχνην, όχι δε μόνον την τέχνην εμάνθανε παρ’ αυτού, αλλά εδιδάσκετο και την ευσέβειαν. Ότε δε ήτο ο Άγιος δεκαοκτώ ετών, ηρνήθη ο πατήρ του αυτοθελήτως (φεύ!) την του Χριστού πίστιν, και επίστευσεν εις την των Αγαρηνών, και δια να έχη περισσοτέραν τιμήν επήγε και εκάθησεν εις την Προύσαν, διότι εκεί ευρίσκοντο πολλοί Αγαρηνοί, ο δε Μανουήλ παρέμεινε με τον διδάσκαλόν του πιστός εις την ευσέβειαν.
Επειδή όμως ο ευλογημένος Μάρτυς ήτο καλοπροαίρετος, ωκονόμησεν ο τα πάντα προγνωρίζων Θεός και απεστάλη μίαν φοράν εις Προύσαν δια να αγοράση τα της τέχνης του αρμόδια, ευρών δε αυτόν ο ασεβέστατος πατήρ του εις την αγοράν τον έσυρε βιαίως εις το κριτήριον, λέγων, ότι τον καιρόν κατά τον οποίον επίστευσεν αυτός εις την θρησκείαν των Αγαρηνών, υπεσχέθη και αυτός ο υιός του να έλθη εις την των Αγαρηνών πίστιν. Ο δε Άγιος, μένων πιστός εις την ευσέβειαν, ηναντιούτο λέγων ότι ποτέ δεν έδωσε τοιαύτην υπόσχεσιν. Οι Αγαρηνοί όμως, βιάζοντες αυτόν και δέροντες, τον περιέτεμον παρά την θέλησίν του. Ο δε Μανουήλ, ολίγας ημέρας μετά την ακούσιον περιτομήν του, έφυγε κρυφίως από την Προύσαν και επήγεν εις το Άγιον Όρος, ερευνήσας δε όλα τα Μοναστήρια και τας Σκήτας, ευρήκεν εις την Σκήτην της Αγίας Άννης ενάρετόν τινα Μοναχόν, και έγινεν εις αυτόν υποτακτικός, ούτος δε τον ενέδυσε το Άγιον Σχήμα μετονομάσας αυτόν Μακάριον. Τις δε δύναται να απαριθμήση έκτοτε τους αγώνας, τας σκληραγωγίας και την άκραν υπακοήν, την οποίαν είχε προς τον Γέροντά του; Νομίζων δε τον εαυτόν του αρνητήν του Χριστού, εθρήνει και αυτός ως ο Πέτρος και άφθονα εξέχεε καθημερινώς δάκρυα. Αφ’ ου έκαμε δώδεκα χρόνους εις την Σκήτην, εζήτησεν άδειαν από τον Γέροντά του να υπάγη εις την Προύσαν, εκεί όπου έλαβε την ακούσιον περιτομήν, εκεί δε να φανή Χριστιανός και να ομολογήση τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και να χύση το αίμα του. Ο δε Γέρων τον ημπόδιζε, λάγων ότι η μετάνοια τα εξαλείφει όλα, έχουσα την δύναμιν του θείου Βαπτίσματος· και ο Άγιος απεκρίθη· «Πως να παρασταθώ εις το φοβερόν κριτήριον του Δεσπότου Χριστού, τίμιε Πάτερ, κατά την φρικτήν ημέραν της Κρίσεως, έχων εις τον εαυτόν μου το σημείον της αρνήσεως της πίστεως; Φοβούμαι μήπως ακούσω την φοβεράν και απευκταίαν εκείνην φωνήν του δικαίου Κριτού την λέγουσαν: «Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι, 33)· δεν είμαι αυθάδης, αλλά πως να συναριθμηθώ με τους εκλεκτούς δούλους του Χριστού με τοιαύτην σφραγίδα; Δεν είναι άλλος τρόπος, τίμιε Πάτερ, παρά να πηγαίνω, και να μου δώσης την άδειαν και την ευχήν σου». Βλέπων δε ο Γέροντάς του το αμετάθετον της γνώμης του, συνεβουλεύθη και άλλους Πατέρας, οι οποίοι έκριναν εύλογον να του επιτρέψωσι την μετάβασιν, γνωρίζοντες ότι πυρ θεϊκόν ήναψεν εντός αυτού, και εφοδιάζοντες αυτόν με ευχάς και ευλογίας τον απέλυσαν. Ελθών δε εις Κωνσταντινούπολιν, επήγεν εις τον νομοκράτορα των Τούρκων, και εζήτησε φετφάν, όστις να λέγη, όποιον βιάσουν να αρνηθή την πίστιν του χωρίς το θέλημά του, να έχη πάλιν την άδειαν να επιστρέψη εις την προτέραν του πίστιν, χωρίς να ημπορή τις να τον εμποδίση. Αφ’ ου δε έλαβε τον φετφάν, επήγεν εις την νήσον της Χάλκης, ήτις είναι πλησίον εις την πατρίδα του και εκάθησεν εις το Μοναστήριον της Αγίας Τριάδος· έστειλε δε είδησιν και εις την μητέρα του, ήτις ήλθεν από την Κίον, τον συνήντησε και τον ηυχήθη. Προσέφερε δε και ο Άγιος τον οφειλόμενον προς την μητέρα σεβασμόν, έδωσεν εις αυτήν μίαν εικόνα μικράν της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποίαν έφερεν από το Άγιον Όρος, κατόπιν δε την έστειλεν εις την πατρίδα του· δεν της εφανέρωσεν όμως τον σκοπόν του περί του Μαρτυρίου. Μετ’ ολίγας ημέρας ητιμάσθη ο Άγιος δια την Προύσαν, εκβαλών δε τα σημεία του μεγάλου Αγγελικού σχήματος, τα οποία εφόρει, ήτοι το Άγιον Σχήμα, το πολυσταύριον και το κουκούλιον, τα αφήκεν εις μίαν γωνίαν του Μοναστηρίου, δια να μη τα εύρουν οι ασεβείς επ’ αυτούκαι τα καταπατήσωσιν. Ελθών λοιπόν εις την Προύσαν παρουσιάσθη εις την αγοράν με τα μοναχικά ενδύματα και βλέποντες αυτόν οι ασεβείς είπον μεταξύ των· «Δεν είναι αυτός όστις ηρνήθη την πίστιν του και ήλθε και επίστευσεν εις την ιδικήν μας; Ιδού ότι εγύρισε πάλιν εις την πρώτην του πίστιν και έγινε Μοναχός». Πλησιάσαντες δε προς αυτόν τον ηρώτησαν· αυτός δε απεκρίθη χωρίς φόβον· «Ναι, εγώ είμαι, επειδή δε εγνώρισα ότι η ιδική σας πίστις είναι ψευδής και μεμολυσμένη, δια τούτο την αφήκα και ήλθον πάλιν εις την ιδικήν μου την αληθινήν, και συμβουλεύω και σας να αρνηθήτε τοιαύτην πίστιν ακάθαρτον και ψευδή, να αναθεματίσετε τον Μωάμεθ και να πιστεύσητε εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, να βαπτισθήτε, δια να λυτρωθήτε από την αιώνιον κόλασιν και να κληρονομήσητε ζωήν αιώνιον». Ακούσαντες ταύτα οι Αγαρηνοί ώρμησαν ομοθυμαδόν να τον καταξεσχίσουν, και δέροντες αυτόν τον ωδήγησαν εις το κριτήριον, βοώντες κατ’ αυτού και λέγοντες· «Ούτος ο άνθρωπος ύβρισε την πίστιν και ανεθεμάτισε τον προφήτην, είχε δε προσέλθει μόνος του και επίστευσεν εις την ιδικήν μας πίστιν ως καλλιτέραν από την ιδικήν του· τώρα δε εγύρισεν εις την προτέραν του πίστιν και την ιδικήν μας υβρίζει και καταφρονεί». Ακούσας ταύτα ο ηγεμών είπε προς τον Άγιον· «Συ εγνώρισες την πίστιν μας, ότι είναι καλλιτέρα από την ιδικήν σου και συ ήλθες μόνος σου και επίστευσας, έπειτα δε ηρνήθης αυτήν και επέστρεψας εις την προτέραν σου πίστιν και έγινες Μοναχός· λοιπόν να έλθης αμέσως εις την πίστιν μας και να πιστεύσης, δια να τιμηθής από ημάς και να λάβης και χαρίσματα· ει δε και απειθήσης, θέλω καταναλώσει τας σάρκας σου με διάφορα κολαστήρια». Ο δε Άγιος απεκρίθη προς τον ηγεμόνα· «Εγώ την πίστιν σας καμμίαν φοράν δεν την ηγάπησα, αλλά με βίαν και χωρίς το θέλημά μου με περιέτεμον, καθώς το ηξεύρουν οι ομόπιστοί σου, και ας μαρτυρήσουν την αλήθειαν· εγώ ποτέ δεν ηρνήθην τον Χριστόν, ούτε τον αρνούμαι κατ’ ουδένα τρόπον». Ταύτα είπεν ο Άγιος και έδωσεν ησύχως τον φετφάν του νομοκράτορος· ο δε καταπεισθείς εις τον φετφάν ή και ευσπλαγχνισθείς τον Άγιον, τον απέλυσε, βλέπων αυτόν αδύνατον από την άσκησιν. Οι δε Τούρκοι συνήχθησαν προς τον ηγεμόνα και ονειδίζοντες αυτόν έλεγον· «Συ δεν είσαι θερμός Μουσουλμάνος· αντί, ως έπρεπε, αντί να βιάζης τα έθνη να έλθουν εις την πίστιν μας, εκείνους οι οποίοι ήλθον μίαν φοράν και έπειτα επέστρεψαν εις την προτέραν των πίστιν τους αφήνεις απαιδεύτους, καθώς αφήκες προχθές εκείνον τον Μοναχόν· ημείς θέλομεν δώσει αναφοράν προς τον βασιλέα να σε τιμωρήση ως εχθρόν της πίστεως». Μεταμεληθείς όθεν ο ηγεμών, ή μάλλον φοβηθείς, στέλλει και φέρει τον Άγιον, βλέπων δε αυτόν με άγριον βλέμμα του λέγει· «Αμέσως να αρνηθής την πίστιν σου, και να πιστεύσης εις την ιδικήν μας, καθώς και πρότερον την εγνώρισες, ότι είναι καλυτέρα από την ιδικήν σου και ήλθες μόνος σου και επίστευσας εις αυτήν· ει δε και απειθήσης, έχω να καταναλώσω τας σάρκας σου· εγώ σε αφήκα να στοχασθής πρώτον το συμφέρον σου, να το κάμης χωρίς βίαν με το θέλημά σου μόνος σου, δια να τιμηθής εκ μέρους ημών, να λάβης και μεγάλα χαρίσματα» Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ σου είπα, ω ηγεμών, ότι καμμίαν φοράν δεν ηγάπησα την μιαράν σας πίστιν, αλλά με βίαν και χωρίς το θέλημά μου με περιέτεμον, εδώ είναι πολλοί ομόπιστοί σου, οι οποίοι το γνωρίζουν, και ας μαρτυρήσουν την αλήθειαν· το να αρνηθώ δε εγώ την πίστιν μου την αληθινήν και να πιστεύσω την ιδικήν σας την ψευδή δεν το κάμνω ποτέ, να αφήσω το φως και να έλθω εις το σκότος». Ο δε ηγεμών λέγει προς τον Άγιον· «Δεν βλέπεις την βασιλείαν την οποίαν έχομεν, την δόξαν, την εξουσίαν, και τα λοιπά πλούτη; Αν η πίστις μας δεν ήτο καλή, δεν θα μας έδιδεν αυτά ο Θεός». Ο δε Άγιος απήντησεν· «Ο Δεσπότης μας Χριστός δεν μας υπεσχέθη εδώ πρόσκαιρον βασιλείαν, ούτεδόξαν, ούτε εξουσίας, ούτε πλούτη, διότι όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και αφανίζονται ταχέως, μας υπεσχέθη όμως επουράνιον Βασιλείαν, να συμβασιλεύσωμεν μαζί με Αυτόν πάντοτε. Συ δε μη υπερηφανεύεσαι δια την πρόσκαιρον βασιλείαν την οποίαν έχετε, δια της αδικίας κεκτημένην, διότι αφανίζεται ταχέως, ομοίως και η δόξα, και η εξουσία, και ο πλούτος από αδικιας συνηγμένος, όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και διαφθείρονται ως ιστός αράχνης, σας δε τους ασεβείς αναμένει το αιώνιον πυρ της ατελευτήτου κολάσεως, δια να οδύρεσθε εις αυτό αιωνίως και ανωφελώς. Ποίον δε καλόν έχει η πίστις σας η οποία είναι όλη πλάνη, μύθοι, ψεύδος, φιλαργυρία, και πίστις ακαθαρσίας πλήρης; Ποίος γνωστικός πιστεύει τοιαύτην πίστιν»; Ταύτα ακούσας ο ηγεμών κατά πολλά εθυμώθη και προστάσσει να κρεμάσουν τον Άγιον από τας μασχάλας, κατά τοιούτον τρόπον, ώστε μόλις να φθάνουν τα άκρα των δακτύλων των ποδών του εις την γην, θέλων δε να πατήση και μη δυνάμενος να αφίσταται ανά πάσαν στιγμήν μεγάλην βάσανον, άπαξ δε της ημέρας να τον καταβιβάζουν και να τον δέρουν. Αφ’ ου δε υπέστη την σκληράν αυτήν βάσανον επί τεσσαράκοντα ημέρας προστάσσει ο ηγεμών να τον φέρουν έμπροσθέν του και του λάγει· «Άραγε εσωφρονίσθης από την παιδείαν αυτήν και εγνώρισας το συμφέρον σου, να έλθης εις την πίστιν μας, ή ακόμη διατηρείς το πείσμα σου»; Ο δε Άγιος είπεν· «Μάλιστα, εσωφρονίσθην, και εγνώρισα το συμφέρον μου, διότι από αυτήν την παιδείαν έμαθον να υποφέρω κάθε βάσαναν». Ο δε ηγεμών λέγει προς τον Άγιον· «Δεν γνωρίζεις ότι αυτή η παιδεία που εδοκίμασες είναι παραμικρά σκια ως προς εκείνας τας παιδείας, τας οποίας πρόκειται να δοκιμάσης»; Ο δε Άγιος είπεν· «Ας ετοιμασθούν ταχέως· που είναι τα ξίφη, τα τηγάνια, οι λέβητες, που είναι αι εσχάραι, αι χειράγραι, που είναι οι τροχοί, η κάμινος, και τα ατίθασα θηρία, και όλα εκείνα τα τιμωρητικά όργανα, τα οποία ημπορεί να σου υποδείξη ο πατήρ σου ο διάβολος»; Τότε ο ηγεμών προστάσσει να καταβιβάσουν τον Άγιον εις ένα ξηροπήγαδον πολύ βαθύ και ζοφερόν, το οποίον ήτο εκεί πλησίον, αφού πρώτον τον δέσουν από τους πόδας και ούτω να τον καταβιβάζουν κατακέφαλα, να τον αφήνουν δε εκεί επί ώρας πολλάς καθ’ όλην την νύκτα. Αφ’ ου δε υπέστη ο Άγιος και αυτήν την τιμωρίαν επί ενενήκοντα ημέρας, νύκτα τινά κατέβη θείον φως ουρανόθεν εις το ξηροπήγαδον, ηκούσθησαν δε ψαλμωδίαι Αγγέλων και διεχύθη εις τα πέριξ ευωδία θαυμάσιος. Ευρίσκετο δε εκεί και ο πατήρ του Αγίου, συνεργός εις όλας τας τιμωρίας, ο οποίος έσκυψε να ίδη μέσα εις το ξηροπήγαδον, και ευθύς εχύθησαν οι οφθαλμοί του και έμεινε τυφλός έως το τέλος της ζωής του. Εις το ξηροπήγαδον αυτό είχον και ένα Αγαρηνόν τιμωρημένον δια κάποιον σφάλμα, όστις βλέπων το θαύμα του θείου φωτός επίστευσεν εις τον Χριστόν, και μετά ταύτα εμαρτύρησεν εις την Κιουτάχειαν. Όταν έμαθεν ο ηγεμών περί του θαύματος, το οποίον συνέβη εις το ξηροπήγαδον, έστειλε και έφεραν τον Άγιον, ηρώτησε δε τότε αυτόν περί του θαύματος λέγων· «Τι φως ήτο εκείνο που κατέβη εις το ξηροπήγαδον και τι ψαλμωδίαι ήσαν εκείναι, αι οποίαι ηκούσθησαν, τι δε ήτο η θαυμάσιος ευωδία»; Και ο Άγιος λέγει· «Όποιος πιστεύει εις τον Χριστόν όχι μόνον τοιαύτα ημπορεί να ιδή, αλλά και άλλα μεγαλύτερα». Ήρχισε δε να λέγη ρητά από την Αγίαν Γραφήν, την οποίαν εδιδάχθη εις το Άγιον Όρος, ήκουον δε με προσοχήν οι ευρεθέντες εκεί Αγαρηνοί· φοβηθείς όθεν ο ηγεμών μήπως ούτοι πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν, αποφασίζει να οδηγήσουν τον Άγιον έξω της Προύσης, εις χείμαρρόν τινα, και εκεί να τον θανατώσωσιν. Όθεν κατά την προσταγήν του άρχοντος, λαβόντες οι δήμιοι τον Άγιον τον επήγαν εις τον χείμαρρον, και πρώτον μεν ελιθοβόλησαν αυτόν δια λίθων, κατόπιν δε απέτεμον την τιμίαν αυτού κεφαλήν την έκτην Οκτωβρίου· ευθύς δε ηκολούθησαν αστραπαί, βρονταί και ταραχή μεγάλη, η οποία ολίγον έλειψε να φονεύση τους δημίους· ευρόντες όμως ούτοι τόπον κατάλληλον εφυλάχθησαν αβλαβείς. Έμεινε δε το λείψανον του Αγίου άταφον εις τον χείμαρρον, έβλεπον δε οι πιστοί κάθε νύκτα ότι κατήρχετο ουρανόθεν θείον φως εις το λείψανον του Αγίου. Τινές δε Χριστιανοί επήραν αυτό κρυφίως και το ενεταφίασαν, μετά δε ταύτα το διεμοίρασαν· έστειλαν δε την αγίαν κάραν εις το Άγιον Όρος, εις την Σκήτην της Αγίας Άννης, εις την οποίαν ησκήτευεν· έλαβεν επίσης μέρος και η μήτηρ του Αγίου και καθιέρωσαν την Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Τριάδος εις την πατρίδα του· έμειναν δε και τινα άγια λείψανα εις την Προύσαν, άτινα βρύουσιν ευωδίαν και θαύματα, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου