Νικόλαος ο νέος Μάρτυς του Χριστού ήτο από την περίφημον νήσον Χίον, από
χωρίον Καρυάς λεγόμενον, Χριστιανός παλαιόθεν εκ γονέων και προγόνων· και ο μεν
πατήρ αυτού ωνομάζετο Πέτρος, η δε μήτηρ του Σταματού, όχι δε μόνον αυτός ήτο
Χριστιανός, κατά την ακολουθίαν του γένους, αλλ’ ήτο μάλιστα Χριστιανός και
κατά τα χριστιανικά ήθη εκ νεαράς του ηλικίας, ευλαβής δηλονότι εις τα θεία,
ταπεινός εις όλους, σεμνός εις την συναναστροφήν του, εγκρατής εις την γλώσσαν
τόσον, ώστε ούτε βλασφημία, ούτε ουδεμία άλλη κακολογία ηκούετο ποτέ από το
στόμα του·
και επί πάσιν η απλότης και η ακακία, την οποίαν είχε, προσέτι και η υπομονή, από όλους εθαυμάζετο και επαινείτο και σχεδόν ήτο εστολισμένος ο μακάριος εκ νεότητός του με όλα εκείνα τα καλά και τας χάριτας, τα οποία αναγινώσκομεν εις τους Βίους των παλαιών Αγίων, και δια των οποίων προεγνωρίζοντο τι είδους άνθρωποι έμελλον να κατασταθώσιν εις το ύστερον. Επειδή και η απλότης εκείνη και η ακακία την οποίαν είχε, δεν ήτο μωρία και ανοησία, καθώς συμβαίνει πολλάκις εις πολλούς, αλλ’ ήτο αγαθότης αληθινή και καλωσύνη, απλότης δηλαδή εναντία της πονηρίας, και ακολούθως ήτο αρετή θεάρεστος· τοιούτος ήτο, Χριστιανοί, ο θείος Νικόλαος ακόμη από τας αρχάς του, καίτοι ανετράφη ο ευλογημένος ορφανός χωρίς προστασίαν και παίδευσιν πατρός. Τι δε μετά ταύτα; Αφ’ ου πλέον έφθασεν έως την ηλικίαν των είκοσιν ετών, συνεφώνησε με άνθρωπόν τινα του αυτού χωρίου, Φραγκούλην ονομαζόμενον, και απελθόντες εις Μαγνησίαν, ειργάζοντο την οικοδομικήν τέχνην. Ο δε Νικόλαος όσον ηύξανε κατά την ηλικίαν, τόσον προέκοπτε και κατά τα προειρημένα καλά. Αλλά δια να παραδράμω τα άλλα, εν μόνον αναφέρω και εξ αυτού δύναται να συμπεράνη έκαστος και τα έτερα. Εις τον τόπον, εις τον οποίον διέτριβον, έπεσε ποτέ ακρίς και επνίγη, εις δε εκ της συνοδείας των, Ιωάννης ονομαζόμενος, Χίος και αυτός, γνωρίζων την διάθεσίν του, έλαβεν εξ αυτών των πεπνιγμένων ακρίδων και έτριβεν εις το πρόσωπόν του, δια να τον δοκιμάση εάν θυμώση και είπη προς αυτόν σκληρόν ή απρεπή λόγον. Αυτός όμως τόσην υπομονήν έδειξεν, ώστε δεν ήνοιξε καν το στόμα του να ειπή ουδέ την ελαχίστην λέξιν. Αλλ’ ο τοιούτος αγαθός και χαριτωμένος νέος, κρίμασιν οις οίδε Κύριος, εξύπνησεν ημέραν υινά έξω φρενών, χωρίς καμμίαν φαινομένην αιτίαν, αλλά καίτοι παρεφρόνησε και εξήλθεν από τον νουν του, πάλιν δεν έκαμεν έργα αφροσύνης και τρέλλας· τόσον μόνον εφαίνετο, ως παραλογιασμένος και άφωνος. Βλέποντες δε οι Αγαρηνοί αυτόν νέον, ωραίον και εις τοιαύτην κατάστασιν, τον παρεκίνουν να τουρκεύση, αυτός δε μη έχων λογισμόν υγιά, ηκολούθησεν εις αυτούς χωρίς μεγάλην βίαν· όθεν φέροντες αυτόν αυτοί με προθυμίαν μεγάλην και ζήλον πολύν, τον παρέστησαν εις τους αρχηγούς των, λέγοντες προς αυτούς, ότι ούτος ο νέος ζητεί να τουρκεύση· και εκεί πάλιν ερωτώμενος εάν θέλη να τουρκεύση, εσιώπα, ως να μη ησθάνετο και να μη ήκουε τι του έλεγον. Όθεν αγανακτήσαντες οι άρχοντες αυτών εκ της αιτίας ταύτης, αυτόν μεν ως τρελλόν δέροντες τον εδίωξαν εκείθεν, εκείνους δε, οίτινες τον προσέφερον, τους ήλεγξαν και ωνείδισαν, διότι τους έφερον εκεί τοιούτον άνθρωπον. Μετά το γεγονός τούτο φοβηθέντες οι συμπατριώται του μήπως υποστή ψυχικόν τινα όλεθρον, τον έφερον εις την εν Χίω αδελφήν του, Δεσποινού καλουμένην, διηγούμενοι προς αυτήν τα εν Μαγνησία γενόμενα· αυτή όμως, ω και τι να είπω δια την αφροσύνην της! Δεν τα εφύλαξε μυστικά, και δια τούτο μετ’ ολίγον έφθασεν εις τους αγάδες της Χίου η κακή φήμη, ότι δηλαδή ετούρκευσεν εις την Ανατολήν· και τότε βέβαια εκινδύνευε να πάθη το ναυάγιον μέσα εις τον λιμένα ο ευλογημένος Νικόλαος, όστις προ ολίγου είχε λυτρωθή από το πέλαγος της μαγνησιακής ασεβείας. Μαθόντες οι αγάδες τα περί του Νικολάου, συνέλαβον αυτόν και ήλλαξαν το σχήμα και το όνομά του, εις το εξής δε εφαίνετο με ενδύματα τουρκικά και με το όνομα Μεϊμέτης, άλλο δε τι δεν του έλειπε πλην της περιτομής, την οποίαν ποτέ δεν έλαβεν· επειδή όμως εστερείυο των προς το ζην αναγκαίων, προσεκολλήθη ειςτους κρεοπώλας, και έβοσκε τα ζώα, τα οποία είχον δια σφαγήν, ελάμβανε δε από αυτούς την ζωοτροφίαν του. Εν μια λοιπόν των ημερών συνέβη, κατά θείαν οικονομίαν, να τον ίδη εις τα βουνά της Αγίας Υπακοής Αρχιμανδρίτης τις, Κύριλλος ονόματι, ερωτήσας δε σχετικώς τους εκεί ευρεθέντας τι άνθρωπος ήτο, έμαθε τα περί αυτού· όθεν συνέλαβεν αγαθήν βουλήν να πλησιάση αυτόν και να προσπαθήση να τον επαναφέρη εις την οδόν του Χριστού, γινώσκων ότι ο λόγος του Κυρίου δύναται να επαναφέρη αυτόν κατά το γεγραμμένον· «η δήλωσις των λόγων σου φωτιεί και συνετιεί νηπίους» (Ψαλμ. ριη:130). Προσήλθε λοιπόν εις αυτόν και αφ’ ου τον ηρώτησε και εγνώρισε την μεγάλην του απλότητα, τον εδοκίμαζε πλέον με τρόπους επιτηδείους να καταλάβη την γνώμην του που κλίνει, έπειτα του έδωκε και τινας συμβουλάς τι να κάμη και πως να διάγη· και αυτά φαίνεται ότι ήσαν η αρχή και η αφορμή της μεταβολής και της διορθώσεώς του, διότι αναχωρήσας εκείθεν ήλθεν εις τόπον τινά Υδραγώγιον λεγόμενον, και εκοιμήθη εντός μιας κρημνισμένης Εκκλησίας της Αγίας Άννης· και έκλεισε μεν τους σωματικούς οφθαλμούς εις ύπνον, ήνοιξε όμως τους ψυχικούς, ως άλλος Ιακώβ, εις οπτασίαν παράδοξον· και ιδού βλέπει μίαν ωραιοτάτην κόρην με ξενικήν στολήν ενδεδυμένην, και του λέγει· «Σήκω Νικόλαε, πήγαινε εις τον Ιερέα του Ναού του Υιού μου να σε λούση, να υγιαίνης, δια να σε πάρω γαμβρόν». Αναστάς εκ του ύπνου ο καλός Νικόλαος έτρεξε μετά χαράς μεγάλης εις το χωρίον, διηγούμενος αυτολεξεί προς την αδελφήν του το όραμα εκείνο· αυτά δε τα ίδια ανήγγειλαν και εις τον εφημέριόν των, Γεννάδιον ονομαζόμενον, ζητούντες την λύσιν και την ερμηνείαν του ονείρου· ο δε Ιερεύς εκείνος, νομίζων αυτό όνειρον απλώς ή αποτέλεσμα της αφροσύνης του, εδίωξεν αυτούς λέγων· «Το όνειρον θέλομεν εξετάσει τι είναι και τι δηλοί»; Αναχωρήσαντες εκείθεν μετέβησαν εις τον προρρηθέντα Αρχιμανδρίτην, όστις είχε τότε καλήν υπόληψιν, προσέτι δε ήτο και προεστώς εις τον Ναόν του Σωτήρος Χριστού, εις το Παλαιόκαστρον, δια τούτο προσήλθον εις αυτόν, να ψάλη αγιασμούς και να του αναγνώση εξορκισμούς, μήπως αυτά εννοούσε λούσιν η φανείσα κόρη, και αυτόν τον Αρχιμανδρίτην έλεγεν Ιερέα του Ναού του Υιού της. Πράγματι δε και η έκβασις των πραγμάτων αυτό απέδειξε, διότι προσκαλεσάμενος ο Νικόλαος την θείαν βοήθειαν, δια των ευχών του Ιερού Αρχιμανδρίτου εκείνου, έλαβε το ποθούμενον, ήλθε δηλαδή εις τον εαυτόν του και υγιάνθη, γενόμενος καθώς ήτο πρότερον εις διάστημα δύο ημερονυκτίων· ο δε Αρχιμανδρίτης, αφ’ ου θεία Χάριτι τον κατέστησεν υγιά και φρόνιμον, εφρόντισε πλέον και δια την ψυχικήν του υγείαν· όθεν τον κατήχησε καλώς και τον εδίδαξεν ικανώς και ούτως, αφ’ ου τον έβαλεν ειςοδόν μετανοίας και χριστιανικής ζωής, τον απέλυσεν εν ειρήνη. Τα επίλοιπα όμως της διηγήσεως, αδελφοί, είναι θαυμαστά και παράδοξα, και ως τοιαύτα και περισσοτέραν απαιτούσι την προσοχήν. Διο ελθών εις τον εαυτόν του ο νέος και σωφρονισθείς χωρίς να του μείνη κανέν ελάττωμα, ήρχισε να κάμνη μίαν θαυμασίαν μετάνοιαν, και απορρίψας από μιάς πάσαν σωματικήν φροντίδα ο αοίδιμος, με νηστείαν και προσευχήν και αγρυπνίαν διήρχετο όλον τον προ του Μαρτυρίου καιρόν, και με γονυκλισίας σχεδόν υπέρ αριθμόν· πολλάκις δε και παρακινούμενος από την αδελφήν του να δώση ολίγην άνεσιν εις τον εαυτόν του από την πολλήν νηστείαν και ταλαιπωρίαν, δεν ηθέλησεν, αλλ’ έμεινε νηστεύων συναπτώς και δύο και τρεις ημέρας· βλέπων δε την Εικόνα της αποτομής του Τιμίου Προδρόμου, ήρπαζεν αυτήν και την κατεφίλει αχόρταστα και με θερμά δάκρυα εις τουςοφθαλμούς και με καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ή μάλλον ειπείν αναμμένην από φλόγα της του Χριστού αγάπης έλεγε· «Άγιε του Θεού, καθώς συ δια αγάπην του Χριστού απεκεφαλίσθης, ούτω αξίωσον και εμέ να αποκεφαλισθώ δια αγάπην του». Ω έρως! Ω αγάπη θερμοτάτη προς τον Χριστόν· όντως «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει» (Ιωάν. ιε:13). Όθεν με όλον ότι δεν είχε δια λόγου και εν επιγνώσει εξομόσει και με όλον ότι ηδύνατο να υπάγη εις άλλο τι μέρος και εκεί και τον Χριστόν να λατρεύη και την ζωήν του να φυλάττη, παρ’ όλα αυτά, μη φοβηθείς «από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι: 28), ενεφανίζετο ως Χριστιανός, τόσον ώστε και εις την Εκκλησίαν μετά των άλλων μετέβαινεν. Αλλ’ επειδή προ ολίγου εφαίνετο και εγνωρίζετο ως Τούρκος, δια τούτο φοβούμενοι οι άλλοι Χριστιανοί τον κίνδυνον να τον δέχωνται εις την Εκκλησίαν, την τρίτην φοράν, καθ’ ην μετέβη πάλιν, τον εδίωξαν με φωνάς και θόρυβον· αυτός δε ο μακάριος εστάθη εις το μέσον του Ναού με πρόσωπον σκυθρωπόν και βεβρεγμένον από τα δάκρυα και με θρηνώδη φωνήν λέγει· «Διατί με διώκετε, αδελφοί, από τον Ναόν του Θεού, αφού είμαι και εγώ Χριστιανός, ως υμείς; Πλην Χριστιανός είμαι, και Χριστιανός μέλλω να αποθάνω». Έπειτα σφραγίσας τον εαυτόν του τρις με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εξήλθεν έξω μετά δακρύων και αναστεναγμών και πηγαίνων εις την οικίαν του εδόθη όλος εις θερμήν δέησιν προς τον Θεόν, έως ότου και οι άλλοι εξήλθον από την Εκκλησίαν. Επειδή δε είχεν ακουσθή πρότερον, ότι ο Νικόλαος επέστρεψε και πάλιν εις την προτέραν του πίστιν και άφησε την τουεκικήν, δια τούτο και φθάνουν ως επί ληστήν μετά μαχαιρών και όπλων οι απεσταλμένοι από το κριτήριον, δια να τον φέρουν εις εξέτασιντου τολμήματος· και πρώτον μεν έδεσαν αυτού τας χείρας εις τα οπίσω, έπειτα δε συνέλαβον και τον εφημέριον του χωρίου, και άλλους δύο, τους προύχοντας, και όλους ομού τους έφερον εις το κριτήριον· και τους μεν άλλους τρεις τους εφυλάκισαν, μόνον δε τον Νικόλαον παρέστησαν εις εξέτασιν. Εξεταζόμενος λοιπόν ο μακάριος Νικόλαος εις το κριτήριον και ερωτώμενος διατί ήλλαξε το σχήμα και το όνομά του και έγινε πάλιν Χριστιανός απεκρίθη· «Επειδή εγώ από Χριστιανούς εγεννήθην, Χριστιανός ανετράφην, Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν μου ποτέ δεν ηρνήθην δια να τουρκεύσω, ούτε θέλω τον αρνηθή ποτέ, αλλά Χριστιανός μέλλω να αποθάνω». Και ταύτα μεν είπεν ο Νικόλαος, ο δε κριτής και οι μετ’ αυτού τότε κατ’ αρχάς μεν εδοκίμαζον με πολλάς κολακείας και διαφόρους υποσχέσεις να τον καταπείσωσι να μένη εις την θρησκείαν των· πλην άλλο δεν κατώρθωσαν με αυτά, παρά τούτο μόνον· ήναψαν δηλονότι τον ζήλον του Μάρτυρος και ούτε τους κριτάς ηυλαβήθη, ούτε τα άλλα παριστάμενα πλήθητων Αγαρηνών εφοβήθη, ούτε άλλο τι υπελόγησεν, αλλά με φρόνημα γενναίον και λαμπράν φωνήν ήλεγξε την θρησκείαν των, εχλεύασε και κατεγέλασε την αγνωσίαν των και την πλάνην των και ουδείς εξ αυτών ηδυνήθη να αντείπη και να εναντιωθή, κατά την του Κυρίου υπόσχεσιν την λέγουσαν· «Εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντιπείν, ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ. κα: 15). Επειδή λοιπόν από την θείαν παρρησίαν και την πνευματοκίνητον γλώσσαν του Μάρτυρος ενικήθησαν και κατησχύνθησαν οι Αγαρηνοί, μετέβαλον την ημερότητα εις θηριώδη αγριότητα, τας κολακείας και τας υποσχέσεις εις απειλάς και φοβερισμούς· όθεν χωρίς να χάσωσι καιρόν τον έδειραν αγρίως και με άκραν σκληρότητα του έδωκαν εις τους πόδας περισσοτέρους από πεντακοσίους ραβδισμούς και μετά την βάσανον ταύτην τον έρριψαν ούτως αθεράπευτον εντός της φυλακής, όχι δε μόνον τούτο, αλλά και με απανθρωπίας υπερβολήν έσφιγξαν τους καταπληγωμένους πόδας του εντός βασανιστηρίου ξύλου το κοινώς λεγόμενον τουμπρούκι, οι δε προαναφερθέντες τρεις ομοχώριοί του ήσαν και αυτοί φυλακισμένοι, αλλά χωρίς βασάνους· πλην όμως δεν υπέφερον ουδέ αυτήν την στενοχωρίαν της φυλακής, ετόλμησε δε να είπη προς αυτόν ο Ιερεύς μάλιστα, ο διδάσκαλος της ευσεβείας, φευ! Ετόλμησε, λέγω, να εκφέρη λόγον όντως σατανικόν και διαβολικόν ειπών· «Έως πότε θα μας βασανίζης; Τούρκευσε να γλυτώσης και συ και ημείς και δι’ ένα άνθρωπον η χριστιανωσύνη δεν ολιγοστεύει». Τούτον τον λόγον ακούσας ο θείος Νικόλαος τόσον εταράχθη, τόσον ήναψεν ο ένθεος ζήλος του, ώστε δεν τον ηυλαβήθη πλέον ως Ιερέα του Θεού, αλλ’ ως εχθρόν, επίβουλον και προδότην της ευσεβείας τον έπτυσε τρις εις το πρόσωπον λέγων· «Συ ο Ιερεύς του Θεού με παρακινείς να προδώσω την πίστιν μου, αντί να με διδάσκης να την φυλάξω έως θανάτου»; Μετά δε ημέρας τινάς, νομίζοντες οι Τούρκοι, ότι θέλει δειλιάσει από τας προτέρας τιμωρίας και ούτω θα αρνηθή τον Χριστόν, τον προσήγαγον εις δευτέραν εξέτασιν· και πάλιν υποσχέσεις μεγάλαι, πάλιν κολακείαι πολλαί. «Λυπήθητι, έλεγον, την νεότητά σου, ω τέκνον, την ωραιότητά σου, την ζωήν σου, μη θελήσης να ζημιωθής και χάσης τόσα καλά, αλλά κάμε υπακοήν εις ημάς, δια να σε τιμήσωμεν και να σε δοξάσωμεν μεγάλως». Και ταύτα λέγοντες του εδείκνυον κιβώτιον περιέχον πολλά φλωρία και άλλα αργύρια και μίαν ενδυμασίαν λαμπράν και βαρύτιμον· προσέθεσαν δε και τα εξής· «Αυτά όλα ας είναι ιδικά σου, επί πλέον να σε κάμωμεν υιόν μας, μόνον υπάκουσον· εάν όμως παραμείνης εις το πείσμα σου, θέλομεν σε θανατώσει απαραιτήτως με σκληρότατον θάνατον». Ταύτα μεν έλεγον οι τύραννοι, ο δε Μάρτυς, χωρίς να πτοηθή ουδόλως, ανταπεκρίθη· «Ούτε τας κολακείας σας δέχομαι, ούτε τας υποσχέσεις σας βάλλω παντελώς εις τον νουν μου, αλλ’ ουδέ τας τιμωρίας και τον απειλούμενον θάνατον φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπην του Χριστού ουδέν πράγμα θέλει δυνηθή να με χωρίση· πλην εάν μου υπακούσητε σεις πρότερον (τους λέγει με την σύντροφόν του απλότητα), εις ζήτημα τι όπερ έχω να σας ζητήσω, υπακούω και εγώ εις σας ύστερον». Αυτοί δε, μη ηξεύροντες τι ήτο το ζήτημά του, υπεσχέθησαν μετά χαράς· τι δε ήτο εκείνο το ζήτημα; «Δεχθήτε πρώτον σεις, τους λέγει, να σας βαπτίσω, να σας κάμω Χριστιανούς και έπειτα κάμετέ με και σεις ό,τι θέλετα». Τόσον δε τους ετάραξεν αυτός ο λόγος του Μάρτυρος, τόσον τους ήναψε τον θυμόν, ώστε τους έκαμε να επινοήσωσι και να αποφασίσωσιν, ακόμη και να μεταχειρισθώσιν εις αυτόν τα πλέον δεινά και ασυνήθιστα κολαστήρια, προσέταξαν, λέγω, και έχυσαν νερά κάτω εις το έδαφος της φυλακής, έπειτα έχοντες διαπερασμένα εις τι σανίδιον πολλά και οξέα καρφία, τα έθεσαν επί των υδάτων εκείνων, μετά δε εξήπλωσαν τον Μάρτυρα επάνω εις αυτά τα καρφία τα διαπερασμένα εις το σανίδιον· επί δε του στήθους και της κοιλίας του επέθηκαν πλάκα βαρυτάτην, εις δε τον λαιμόν επέρασαν αλυσίδα. Ταυτοχρόνως του είχον τους πόδας του εις την ποδοκάκην. Ταύτα μεν προσέταξαν οι τύραννοι, οι δε υπηρέται ετελείωσαν τα προσταχθέντα το ταχύτερον, ο δε Μάρτυς του Χριστού τα υπέμενε χαίρων και δοξάζων τον Θεόν. Ο Χριστός όμως, όστις είναι των Μαρτύρων το κραταίωμα και η δύναμις, δεν έφησε τον δούλον του αβοήθητον και απαρηγόρητον εις τοσαύτην ανάγκην, αλλά το μεσονύκτιον γίνεται σεισμός φοβερός εντός της φυλακής και με τον σεισμόν απεκυλίσθη η πλάξ και έπεσεν από το στήθος και την κοιλίαν του Αγίου. Και ω του θαύματος! ούτε η πλαξ του συνέτριψε τα οστά του στήθους, ούτε τα καρφία τού ετρύπησαν την ράχιν, αλλ’ έμεινεν όλος αβλαβής, θεία δυνάμει· η δε φυλακή ενεπλήσθη από ευωδίαν άρρητον την ώραν εκείνην· τότε και ο προρρηθείς ολιγόπιστος Ιερεύς, βλέπον το παράδοξον θαύμα, μετενόησε και εζήτει θερμώς το έλεος του Θεού δι’ εκείνα τα οποία εβλασφήμησε και πίπτων εις τους πόδας του Αγίου εζήτει συγχώρησιν, επειδή του είπε να τουρκεύση· και όχι μόνον αυτός, αλλά και όλοι οι εν τη φυλακή ευρεθέντες εξεπλάγησαν και εφώναζον· «Όντως Άγιος άνθρωπος είναι, αληθώς Μάρτυς είναι, ως και εκείνοι οι παλαιοί και δια τούτο ο Θεός εφάνη θαυμαστός εις αυτόν». Και ήτο μεγάλη χαρά εις όλους εκείνους, οίτινες τα τοιαύτα θαυμάσια ήκουον, μόνον δε οι Τούρκοι κατησχύνοντο και ως άλλοι Φαραώ εσκληρύνοντο από την ακοήν των θαυμάτων. Δια ταύτα λοιπόν τους μεν άλλους τρεις ομοχωρίους του Αγίου, ως μάρτυρας υπάρχοντας των γενομένων και κήρυκας προς τον λαόν, αισχυνόμενοι τους απέλυσαν, αφού έλαβον μεγάλην ποσότητα χρημάτων, απέλυσαν δε και τον Αρχιμανδρίτην εκείνον, όστις συνεβούλευσε και διώρθωσε τον Μάρτυρα, καθώς είπομεν, τον οποίον όχι μόνον είχον και αυτόν φυλακισμένον, αλλά και εφοβέριζον μάλιστα να κόψωσι την γλώσσαν του, τον δε Μάρτυρα εκβάλλοντες από την κοινήν φυλακήν, δια να μη τον βλέπωσιν οι άλλοι Χριστιανοί, οίτινες έμειναν φυλακισμένοι, αφ’ ου του έδεσαν τας χείρας και τους πόδας, τον έρριψαν μέσα εις τον σταύλον των αλόγων, εγκαταλελειμμένον από πάσαν ανθρωπίνην βοήθειαν, δια να λάβη θάνατον βίαιον και άτιμον από τα καταπατήματα των αλόγων ο τρισμακάριστος. Και τα μεν πονηρά βουλεύματα των Οθωμανών ήσαν τοιαύτα, ο δε Θεός, όστις εφύλαξεν αβλαβή τον Προφήτην Δανιήλ εντός του λάκκου από την ορμήν και την αγριότητα των λεόντων, Αυτός βέβαια εφύλαξε και τον Νικόλαον από την ορμήν και τα πατήματα των αλόγων και δεν άφησε να πάθη ουδέν κακόν. Αφ’ ου δε παρήλθον τρεις ημέραι, βλέπων τις από τους Αγαρηνούς, Σουρούλης το επίθετον, ότι ακόμη ζη, του έδιδεν άρτον να φάγη και αυτός απεκρίθη ότι ήτο χορτασμένος από τα φαγητά τα οποία έφερεν εις αυτόν η αδελφή του (παρ’ όλον ότι η αδελφή του είχε κρυφθή μακράν δια τον φόβον των Αγαρηνών), έμεινε δε και πάλιν ο μακάριος Μάρτυς νηστεύων, καθώς και όλον τον καιρόν του μαρτυρίου του με νηστείαν μεγάλην τον διήλθε. Τέλος πάντων, επειδή ούτε η γνώμη του μετεβλήθη δια των βασάνων να αρνηθή τον Χριστόν, ούτε απέθανεν, αγανακτήσαντες πλέον οι Τούρκοι εζήτησαν φετφάν από τον μουφτήν δια να φονεύσωσι τάχα νομίμως τον δίκαιον οι αδικώτατοι και παρανομώτατοι· πλην δεν έδωκε φετφάν, κρίνων αυτό εναντίον εις την νομοθεσίαν των, επειδή ήτο απερίτμητος, διότι έγινε γνωστόν εις όλους ότι ήτο απερίτμητος· αυτοί όμως αδίκως και εναντίον εις τους νόμους των απεφάσισαν τον κατ’ αυτού θάνατον, αφ’ ου διαφόρως τον εβασάνισαν, καθώς έως εδώ ο λόγος εφανέρωσεν, εις διάστημα τριάκοντα ημερών. Τότε λοιπόν εκβάλλοντες αυτόν εκ της φυλακής, τον έφεραν εις πεδιάδα τινά της πόλεως, καλουμένην Βουνάκι, κειμένην εις τα έξω τείχη της Σούδας του Κάστρου, ολίγον κατωτέρω από το ζύγιον του νερού και επιστρέφοντες από το τέμενος όλοι οι αγάδες έφιπποι εστάθησαν κύκλω και τον ηρώτησαν τρις εάν ήλθεν εις τον νουν του να τουρκεύση, αυτός δε ο ευλογημένος, ταλαιπωρούμενος από τόσων ημερών νηστείαν, ατονισμένος από τόσας πολλάς βασάνους και το περισσότερον δια να δείξη ότι δεν τους ψηφά τελείως, δεν απεκρίθη με λόγον το όχι, αλλά μόνον με την ανάνευσιν της κεφαλής. Τελευταίον τον εγονάτισαν τρις και την μεν πρώτην του έδωκεν ο δήμιος μίαν ισχυράν λογχευτικήν μαχαιριάν εις την ράχιν, έπειτα τον ήγειραν επάνω και πάλιν τον ηρώτησαν· την δε δευτέραν φοράν του έκοψε τον λαιμόν ολίγον τι και πάλιν τον ήγειραν και τον ηρώτησαν, εάν θέλη να τουρκεύση δια να σώση την ζωήν του, λέγοντες εις αυτόν, ότι και αι πληγαί του ιατρεύονται. Την τρίτην φοράν λέγοντες εις αυτόν να γονατίση, έτρεξεν με μεγάλην δύναμιν και ορμήν, από την πολλήν έφεσιν και επιθυμίαν την οποίαν είχε να τελειώση τον δρόμον του Μαρτυρίου και κλίνας τα γόνατα, εξεφώνησε το γλυκύτατον όνομα της Κυρίας Θεοτόκου, λέγων τρις· «Παναγία, βοήθει μοι». Και τότε πλέον ο δήμιος τον εκτύπησε με όλην του την δύναμιν, αλλά πάλιν δεν απεκόπη η πάντιμος αυτού κεφαλή, ούτε με μίαν, ούτε με δύο, έως ου με απανθρωπίαν και σκληρότητος υπερβολήν τον έλαβεν από τας τρίχας της κεφαλής και τον έσφαξεν ως πρόβατον. Και ούτω ο ένδοξος Νικόλαος τον αγώνα τον καλόν ηγώνισται, κατά τον θείον Απόστολον (Β΄ Τιμ. δ: 7), την προς Χριστόν τον Θεόν πίστιν τετήρηκε, τον σωτήριον δρόμον του Μαρτυρίου τετέλεκε και το στέφος της αφθαρσίας έλαβε παρά Θεού, κατά το εικοστόν τρίτον έτος της ηλικίας του, κατά τα χίλια επτακόσια πεντήκοντα τέσσαρα (1754) έτη από Χριστού, την τριακοστήν πρώτην του Οκτωβρίου μηνός, εν ώρα έκτη, καθ’ ην και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εσταυρώθη. Και τότε, θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! Σκότος πυκνότατον επέπεσεν εις όλην την Χίον, τόσον ώστε τα πλήθη τα οποία ανέμενον να ίδωσι το τέλος, Τούρκοι, Χριστιανοί, Φράγκοι, Εβραίοι, δεν διέκριναν αλλήλους από το σκότος, ουδέ τον δρόμον, τον οποίον έκαστος εξ αυτών έμελλε να περιπατήση δεν εύρισκεν, ως να ήτο σκοτεινοτάτη τις νυξ του χειμώνος· οι δε χωρικοί, βλέποντες αίφνης τοιούτον παράδοξον σημείον και μη γινώσκοντες την αιτίαν, έλεγον· «Τούτο βέβαια δεν είναι άλλο παρά οργή θεϊκή καθ’ ημών». Και έμεινε περιαδόμενον αυτό το σκότος έως την σήμερον. Μόνον δε το πρόσωπον του Μάρτυρος νεκρόν, μέγα θαύμα! Έλαμπεν ως άστρον λαμπρότατον, εντός του σκότους εκείνου. Αλλά και θείον φως επεσκίαζεν το μαρτυρικόν λείψανον επί τρεις συνεχείς νύκτας, κατά τας οποίας εφύλαττον αυτό οι Αγαρηνοί εις τον τόπον της καταδίκης. Αυτοί δε οι πεπλανημένοι, βλέποντες το ουράνιον εκείνο φως και την εντροπήν μη υποφέροντες, έλεγον ότι πυρ κατέβη εκ του ουρανού ίνα κατακαύση το σώμα του· όθεν λαβόντες αφορμήν εκ τούτου έκαυσαν και εμαύρισαν το πρόσωπόν του με δάσας δια να μη φαίνηται εις έλεγχον και κατηγορίαν των το κάλλος και η λαμπρότης, την οποίαν είχεν εκ θείας Χάριτος· και ουχί μόνον με το ουράνιον φως εδόξασεν ο Χριστός τον Μάρτυρά του, αλλά και με ευωδίαν θαυμαστήν και άρρητον, η οποία επλήρου τον αέρα εν όσω έμενεν εκεί το άγιον λείψανον· τινές δε των φυλάκων έκοψαν δάκτυλα και άλλα ευκολόκοπα μέλη και τα έδωκαν εις τινας γνωρίμους των Χριστιανούς, δια να λάβωσι χρήματα, άλλοι δε πάλιν Χριστιανοί έλαβον χώμα βεβρεγμένον από τα μαρτυρικά αίματα. Τέλος πάντων, μετά τρεις ημέρας έρριψαν το άγιον λείψανον εις την θάλασσαν, δια να μη το λάβωσιν οι Χριστιανοί, εις ποίον δε τόπον εφέρθη και που κατήντησε δεν ηξεύρει τις· ούτως εδόξασε τον Θεόν, αδελφοί, ο θείος Νικόλαος, με τους υπέρ φύσιν αγώνες τού Μαρτυρίου του και ο Θεός αντεδόξασεν αυτόν, με τα παράδοξα θαύματα της θείας αυτού παντοδυναμίας. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν, του θαυμαστού τούτου Μάρτυρος, γυνή τις σεμνή και κοσμία, Σμαράγδα ονόματι, εκινδύνευεν εις θάνατον από δεινότατον και ανίατον τι πάθος· το δε πάθος αυτό της συνέβη από την ακόλουθον περίστασιν· αύτη είχεν υιόν διατρίβοντα εις ξενιτείαν, όστις επάνω εις το άνθος της ηλικίας του απέθανε· μαθούσα λοιπόν την τοιαύτην λυπηράν είδησιν του υιού της τόσον αμέτρως ελυπήθη, ώστε έπαθεν ασυνήθιστόν τι πάθος· έπαυσε δηλαδή εις το εξής η κατά μήνα φυσική ρύσις του αίματός της και το εμποδισθέν αίμα από τους φυσικούς πόρους έστρεψε και εξήρχετο εκ του στόματός της και τόσον πολύ, ώστε λεκάνην επλήρου, καθώς η ιδία έλεγε· καλεί λοιπόν τους ιατρούς, δοκιμάζουν εκείνοι με όλην την δύναμιν της τέχνης των να την θεραπεύσωσιν, αλλά δεν δύνανται· προσπίπτει εις την χάριν των θαυματουργών και ιαματικών Αναργύρων, προσκαλεί τα ιερά των λείψανα, ψάλλουν εις αυτήν αγιασμόν με αυτά, αλλ’ όχι μόνον θεραπείαν δεν ευρίσκει, αλλ’ ούτε καν παραμικράν παρηγορίαν· προσκαλεί έπειτα και την χαριτόβρυτον κάραν της Οσίας Ματρώνης, αλλ’ ο Θεός, ο αντιδοξάζων τους αυτόν δοξάζοντας, βουλόμενος να δοξάση τον νέον αυτού Μάρτυρα Νικόλαον (καθώς έδειξαν τα πράγματα ύστερον), δεν ηυδόκησε να την θεραπεύση ούτε η Αγία Ματρώνα· το δε πάθος ηύξανε και ο θάνατος ηπείλει την δυστυχή γυναίκα. Επειδή λοιπόν απηλπίσθη αύτη από πάσαν βοήθειαν, και επειδή κατ’ εκείνας τας ημέρας ετελείωσε τον αγώνα του Μαρτυρίου ο θείος Νικόλαος, έφερον τεμάχιόν τι από το λείψανον του Αγίου, το οποίον μετά μεγάλης πίστεως προσκυνήσασα και ασπασθείσα η ασθενής, έλαβεν ευθύς την υγείαν της, δοξάζουσα τον Θεόν και τον Άγιον· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσαι ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.
και επί πάσιν η απλότης και η ακακία, την οποίαν είχε, προσέτι και η υπομονή, από όλους εθαυμάζετο και επαινείτο και σχεδόν ήτο εστολισμένος ο μακάριος εκ νεότητός του με όλα εκείνα τα καλά και τας χάριτας, τα οποία αναγινώσκομεν εις τους Βίους των παλαιών Αγίων, και δια των οποίων προεγνωρίζοντο τι είδους άνθρωποι έμελλον να κατασταθώσιν εις το ύστερον. Επειδή και η απλότης εκείνη και η ακακία την οποίαν είχε, δεν ήτο μωρία και ανοησία, καθώς συμβαίνει πολλάκις εις πολλούς, αλλ’ ήτο αγαθότης αληθινή και καλωσύνη, απλότης δηλαδή εναντία της πονηρίας, και ακολούθως ήτο αρετή θεάρεστος· τοιούτος ήτο, Χριστιανοί, ο θείος Νικόλαος ακόμη από τας αρχάς του, καίτοι ανετράφη ο ευλογημένος ορφανός χωρίς προστασίαν και παίδευσιν πατρός. Τι δε μετά ταύτα; Αφ’ ου πλέον έφθασεν έως την ηλικίαν των είκοσιν ετών, συνεφώνησε με άνθρωπόν τινα του αυτού χωρίου, Φραγκούλην ονομαζόμενον, και απελθόντες εις Μαγνησίαν, ειργάζοντο την οικοδομικήν τέχνην. Ο δε Νικόλαος όσον ηύξανε κατά την ηλικίαν, τόσον προέκοπτε και κατά τα προειρημένα καλά. Αλλά δια να παραδράμω τα άλλα, εν μόνον αναφέρω και εξ αυτού δύναται να συμπεράνη έκαστος και τα έτερα. Εις τον τόπον, εις τον οποίον διέτριβον, έπεσε ποτέ ακρίς και επνίγη, εις δε εκ της συνοδείας των, Ιωάννης ονομαζόμενος, Χίος και αυτός, γνωρίζων την διάθεσίν του, έλαβεν εξ αυτών των πεπνιγμένων ακρίδων και έτριβεν εις το πρόσωπόν του, δια να τον δοκιμάση εάν θυμώση και είπη προς αυτόν σκληρόν ή απρεπή λόγον. Αυτός όμως τόσην υπομονήν έδειξεν, ώστε δεν ήνοιξε καν το στόμα του να ειπή ουδέ την ελαχίστην λέξιν. Αλλ’ ο τοιούτος αγαθός και χαριτωμένος νέος, κρίμασιν οις οίδε Κύριος, εξύπνησεν ημέραν υινά έξω φρενών, χωρίς καμμίαν φαινομένην αιτίαν, αλλά καίτοι παρεφρόνησε και εξήλθεν από τον νουν του, πάλιν δεν έκαμεν έργα αφροσύνης και τρέλλας· τόσον μόνον εφαίνετο, ως παραλογιασμένος και άφωνος. Βλέποντες δε οι Αγαρηνοί αυτόν νέον, ωραίον και εις τοιαύτην κατάστασιν, τον παρεκίνουν να τουρκεύση, αυτός δε μη έχων λογισμόν υγιά, ηκολούθησεν εις αυτούς χωρίς μεγάλην βίαν· όθεν φέροντες αυτόν αυτοί με προθυμίαν μεγάλην και ζήλον πολύν, τον παρέστησαν εις τους αρχηγούς των, λέγοντες προς αυτούς, ότι ούτος ο νέος ζητεί να τουρκεύση· και εκεί πάλιν ερωτώμενος εάν θέλη να τουρκεύση, εσιώπα, ως να μη ησθάνετο και να μη ήκουε τι του έλεγον. Όθεν αγανακτήσαντες οι άρχοντες αυτών εκ της αιτίας ταύτης, αυτόν μεν ως τρελλόν δέροντες τον εδίωξαν εκείθεν, εκείνους δε, οίτινες τον προσέφερον, τους ήλεγξαν και ωνείδισαν, διότι τους έφερον εκεί τοιούτον άνθρωπον. Μετά το γεγονός τούτο φοβηθέντες οι συμπατριώται του μήπως υποστή ψυχικόν τινα όλεθρον, τον έφερον εις την εν Χίω αδελφήν του, Δεσποινού καλουμένην, διηγούμενοι προς αυτήν τα εν Μαγνησία γενόμενα· αυτή όμως, ω και τι να είπω δια την αφροσύνην της! Δεν τα εφύλαξε μυστικά, και δια τούτο μετ’ ολίγον έφθασεν εις τους αγάδες της Χίου η κακή φήμη, ότι δηλαδή ετούρκευσεν εις την Ανατολήν· και τότε βέβαια εκινδύνευε να πάθη το ναυάγιον μέσα εις τον λιμένα ο ευλογημένος Νικόλαος, όστις προ ολίγου είχε λυτρωθή από το πέλαγος της μαγνησιακής ασεβείας. Μαθόντες οι αγάδες τα περί του Νικολάου, συνέλαβον αυτόν και ήλλαξαν το σχήμα και το όνομά του, εις το εξής δε εφαίνετο με ενδύματα τουρκικά και με το όνομα Μεϊμέτης, άλλο δε τι δεν του έλειπε πλην της περιτομής, την οποίαν ποτέ δεν έλαβεν· επειδή όμως εστερείυο των προς το ζην αναγκαίων, προσεκολλήθη ειςτους κρεοπώλας, και έβοσκε τα ζώα, τα οποία είχον δια σφαγήν, ελάμβανε δε από αυτούς την ζωοτροφίαν του. Εν μια λοιπόν των ημερών συνέβη, κατά θείαν οικονομίαν, να τον ίδη εις τα βουνά της Αγίας Υπακοής Αρχιμανδρίτης τις, Κύριλλος ονόματι, ερωτήσας δε σχετικώς τους εκεί ευρεθέντας τι άνθρωπος ήτο, έμαθε τα περί αυτού· όθεν συνέλαβεν αγαθήν βουλήν να πλησιάση αυτόν και να προσπαθήση να τον επαναφέρη εις την οδόν του Χριστού, γινώσκων ότι ο λόγος του Κυρίου δύναται να επαναφέρη αυτόν κατά το γεγραμμένον· «η δήλωσις των λόγων σου φωτιεί και συνετιεί νηπίους» (Ψαλμ. ριη:130). Προσήλθε λοιπόν εις αυτόν και αφ’ ου τον ηρώτησε και εγνώρισε την μεγάλην του απλότητα, τον εδοκίμαζε πλέον με τρόπους επιτηδείους να καταλάβη την γνώμην του που κλίνει, έπειτα του έδωκε και τινας συμβουλάς τι να κάμη και πως να διάγη· και αυτά φαίνεται ότι ήσαν η αρχή και η αφορμή της μεταβολής και της διορθώσεώς του, διότι αναχωρήσας εκείθεν ήλθεν εις τόπον τινά Υδραγώγιον λεγόμενον, και εκοιμήθη εντός μιας κρημνισμένης Εκκλησίας της Αγίας Άννης· και έκλεισε μεν τους σωματικούς οφθαλμούς εις ύπνον, ήνοιξε όμως τους ψυχικούς, ως άλλος Ιακώβ, εις οπτασίαν παράδοξον· και ιδού βλέπει μίαν ωραιοτάτην κόρην με ξενικήν στολήν ενδεδυμένην, και του λέγει· «Σήκω Νικόλαε, πήγαινε εις τον Ιερέα του Ναού του Υιού μου να σε λούση, να υγιαίνης, δια να σε πάρω γαμβρόν». Αναστάς εκ του ύπνου ο καλός Νικόλαος έτρεξε μετά χαράς μεγάλης εις το χωρίον, διηγούμενος αυτολεξεί προς την αδελφήν του το όραμα εκείνο· αυτά δε τα ίδια ανήγγειλαν και εις τον εφημέριόν των, Γεννάδιον ονομαζόμενον, ζητούντες την λύσιν και την ερμηνείαν του ονείρου· ο δε Ιερεύς εκείνος, νομίζων αυτό όνειρον απλώς ή αποτέλεσμα της αφροσύνης του, εδίωξεν αυτούς λέγων· «Το όνειρον θέλομεν εξετάσει τι είναι και τι δηλοί»; Αναχωρήσαντες εκείθεν μετέβησαν εις τον προρρηθέντα Αρχιμανδρίτην, όστις είχε τότε καλήν υπόληψιν, προσέτι δε ήτο και προεστώς εις τον Ναόν του Σωτήρος Χριστού, εις το Παλαιόκαστρον, δια τούτο προσήλθον εις αυτόν, να ψάλη αγιασμούς και να του αναγνώση εξορκισμούς, μήπως αυτά εννοούσε λούσιν η φανείσα κόρη, και αυτόν τον Αρχιμανδρίτην έλεγεν Ιερέα του Ναού του Υιού της. Πράγματι δε και η έκβασις των πραγμάτων αυτό απέδειξε, διότι προσκαλεσάμενος ο Νικόλαος την θείαν βοήθειαν, δια των ευχών του Ιερού Αρχιμανδρίτου εκείνου, έλαβε το ποθούμενον, ήλθε δηλαδή εις τον εαυτόν του και υγιάνθη, γενόμενος καθώς ήτο πρότερον εις διάστημα δύο ημερονυκτίων· ο δε Αρχιμανδρίτης, αφ’ ου θεία Χάριτι τον κατέστησεν υγιά και φρόνιμον, εφρόντισε πλέον και δια την ψυχικήν του υγείαν· όθεν τον κατήχησε καλώς και τον εδίδαξεν ικανώς και ούτως, αφ’ ου τον έβαλεν ειςοδόν μετανοίας και χριστιανικής ζωής, τον απέλυσεν εν ειρήνη. Τα επίλοιπα όμως της διηγήσεως, αδελφοί, είναι θαυμαστά και παράδοξα, και ως τοιαύτα και περισσοτέραν απαιτούσι την προσοχήν. Διο ελθών εις τον εαυτόν του ο νέος και σωφρονισθείς χωρίς να του μείνη κανέν ελάττωμα, ήρχισε να κάμνη μίαν θαυμασίαν μετάνοιαν, και απορρίψας από μιάς πάσαν σωματικήν φροντίδα ο αοίδιμος, με νηστείαν και προσευχήν και αγρυπνίαν διήρχετο όλον τον προ του Μαρτυρίου καιρόν, και με γονυκλισίας σχεδόν υπέρ αριθμόν· πολλάκις δε και παρακινούμενος από την αδελφήν του να δώση ολίγην άνεσιν εις τον εαυτόν του από την πολλήν νηστείαν και ταλαιπωρίαν, δεν ηθέλησεν, αλλ’ έμεινε νηστεύων συναπτώς και δύο και τρεις ημέρας· βλέπων δε την Εικόνα της αποτομής του Τιμίου Προδρόμου, ήρπαζεν αυτήν και την κατεφίλει αχόρταστα και με θερμά δάκρυα εις τουςοφθαλμούς και με καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ή μάλλον ειπείν αναμμένην από φλόγα της του Χριστού αγάπης έλεγε· «Άγιε του Θεού, καθώς συ δια αγάπην του Χριστού απεκεφαλίσθης, ούτω αξίωσον και εμέ να αποκεφαλισθώ δια αγάπην του». Ω έρως! Ω αγάπη θερμοτάτη προς τον Χριστόν· όντως «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει» (Ιωάν. ιε:13). Όθεν με όλον ότι δεν είχε δια λόγου και εν επιγνώσει εξομόσει και με όλον ότι ηδύνατο να υπάγη εις άλλο τι μέρος και εκεί και τον Χριστόν να λατρεύη και την ζωήν του να φυλάττη, παρ’ όλα αυτά, μη φοβηθείς «από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι: 28), ενεφανίζετο ως Χριστιανός, τόσον ώστε και εις την Εκκλησίαν μετά των άλλων μετέβαινεν. Αλλ’ επειδή προ ολίγου εφαίνετο και εγνωρίζετο ως Τούρκος, δια τούτο φοβούμενοι οι άλλοι Χριστιανοί τον κίνδυνον να τον δέχωνται εις την Εκκλησίαν, την τρίτην φοράν, καθ’ ην μετέβη πάλιν, τον εδίωξαν με φωνάς και θόρυβον· αυτός δε ο μακάριος εστάθη εις το μέσον του Ναού με πρόσωπον σκυθρωπόν και βεβρεγμένον από τα δάκρυα και με θρηνώδη φωνήν λέγει· «Διατί με διώκετε, αδελφοί, από τον Ναόν του Θεού, αφού είμαι και εγώ Χριστιανός, ως υμείς; Πλην Χριστιανός είμαι, και Χριστιανός μέλλω να αποθάνω». Έπειτα σφραγίσας τον εαυτόν του τρις με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εξήλθεν έξω μετά δακρύων και αναστεναγμών και πηγαίνων εις την οικίαν του εδόθη όλος εις θερμήν δέησιν προς τον Θεόν, έως ότου και οι άλλοι εξήλθον από την Εκκλησίαν. Επειδή δε είχεν ακουσθή πρότερον, ότι ο Νικόλαος επέστρεψε και πάλιν εις την προτέραν του πίστιν και άφησε την τουεκικήν, δια τούτο και φθάνουν ως επί ληστήν μετά μαχαιρών και όπλων οι απεσταλμένοι από το κριτήριον, δια να τον φέρουν εις εξέτασιντου τολμήματος· και πρώτον μεν έδεσαν αυτού τας χείρας εις τα οπίσω, έπειτα δε συνέλαβον και τον εφημέριον του χωρίου, και άλλους δύο, τους προύχοντας, και όλους ομού τους έφερον εις το κριτήριον· και τους μεν άλλους τρεις τους εφυλάκισαν, μόνον δε τον Νικόλαον παρέστησαν εις εξέτασιν. Εξεταζόμενος λοιπόν ο μακάριος Νικόλαος εις το κριτήριον και ερωτώμενος διατί ήλλαξε το σχήμα και το όνομά του και έγινε πάλιν Χριστιανός απεκρίθη· «Επειδή εγώ από Χριστιανούς εγεννήθην, Χριστιανός ανετράφην, Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν μου ποτέ δεν ηρνήθην δια να τουρκεύσω, ούτε θέλω τον αρνηθή ποτέ, αλλά Χριστιανός μέλλω να αποθάνω». Και ταύτα μεν είπεν ο Νικόλαος, ο δε κριτής και οι μετ’ αυτού τότε κατ’ αρχάς μεν εδοκίμαζον με πολλάς κολακείας και διαφόρους υποσχέσεις να τον καταπείσωσι να μένη εις την θρησκείαν των· πλην άλλο δεν κατώρθωσαν με αυτά, παρά τούτο μόνον· ήναψαν δηλονότι τον ζήλον του Μάρτυρος και ούτε τους κριτάς ηυλαβήθη, ούτε τα άλλα παριστάμενα πλήθητων Αγαρηνών εφοβήθη, ούτε άλλο τι υπελόγησεν, αλλά με φρόνημα γενναίον και λαμπράν φωνήν ήλεγξε την θρησκείαν των, εχλεύασε και κατεγέλασε την αγνωσίαν των και την πλάνην των και ουδείς εξ αυτών ηδυνήθη να αντείπη και να εναντιωθή, κατά την του Κυρίου υπόσχεσιν την λέγουσαν· «Εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντιπείν, ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ. κα: 15). Επειδή λοιπόν από την θείαν παρρησίαν και την πνευματοκίνητον γλώσσαν του Μάρτυρος ενικήθησαν και κατησχύνθησαν οι Αγαρηνοί, μετέβαλον την ημερότητα εις θηριώδη αγριότητα, τας κολακείας και τας υποσχέσεις εις απειλάς και φοβερισμούς· όθεν χωρίς να χάσωσι καιρόν τον έδειραν αγρίως και με άκραν σκληρότητα του έδωκαν εις τους πόδας περισσοτέρους από πεντακοσίους ραβδισμούς και μετά την βάσανον ταύτην τον έρριψαν ούτως αθεράπευτον εντός της φυλακής, όχι δε μόνον τούτο, αλλά και με απανθρωπίας υπερβολήν έσφιγξαν τους καταπληγωμένους πόδας του εντός βασανιστηρίου ξύλου το κοινώς λεγόμενον τουμπρούκι, οι δε προαναφερθέντες τρεις ομοχώριοί του ήσαν και αυτοί φυλακισμένοι, αλλά χωρίς βασάνους· πλην όμως δεν υπέφερον ουδέ αυτήν την στενοχωρίαν της φυλακής, ετόλμησε δε να είπη προς αυτόν ο Ιερεύς μάλιστα, ο διδάσκαλος της ευσεβείας, φευ! Ετόλμησε, λέγω, να εκφέρη λόγον όντως σατανικόν και διαβολικόν ειπών· «Έως πότε θα μας βασανίζης; Τούρκευσε να γλυτώσης και συ και ημείς και δι’ ένα άνθρωπον η χριστιανωσύνη δεν ολιγοστεύει». Τούτον τον λόγον ακούσας ο θείος Νικόλαος τόσον εταράχθη, τόσον ήναψεν ο ένθεος ζήλος του, ώστε δεν τον ηυλαβήθη πλέον ως Ιερέα του Θεού, αλλ’ ως εχθρόν, επίβουλον και προδότην της ευσεβείας τον έπτυσε τρις εις το πρόσωπον λέγων· «Συ ο Ιερεύς του Θεού με παρακινείς να προδώσω την πίστιν μου, αντί να με διδάσκης να την φυλάξω έως θανάτου»; Μετά δε ημέρας τινάς, νομίζοντες οι Τούρκοι, ότι θέλει δειλιάσει από τας προτέρας τιμωρίας και ούτω θα αρνηθή τον Χριστόν, τον προσήγαγον εις δευτέραν εξέτασιν· και πάλιν υποσχέσεις μεγάλαι, πάλιν κολακείαι πολλαί. «Λυπήθητι, έλεγον, την νεότητά σου, ω τέκνον, την ωραιότητά σου, την ζωήν σου, μη θελήσης να ζημιωθής και χάσης τόσα καλά, αλλά κάμε υπακοήν εις ημάς, δια να σε τιμήσωμεν και να σε δοξάσωμεν μεγάλως». Και ταύτα λέγοντες του εδείκνυον κιβώτιον περιέχον πολλά φλωρία και άλλα αργύρια και μίαν ενδυμασίαν λαμπράν και βαρύτιμον· προσέθεσαν δε και τα εξής· «Αυτά όλα ας είναι ιδικά σου, επί πλέον να σε κάμωμεν υιόν μας, μόνον υπάκουσον· εάν όμως παραμείνης εις το πείσμα σου, θέλομεν σε θανατώσει απαραιτήτως με σκληρότατον θάνατον». Ταύτα μεν έλεγον οι τύραννοι, ο δε Μάρτυς, χωρίς να πτοηθή ουδόλως, ανταπεκρίθη· «Ούτε τας κολακείας σας δέχομαι, ούτε τας υποσχέσεις σας βάλλω παντελώς εις τον νουν μου, αλλ’ ουδέ τας τιμωρίας και τον απειλούμενον θάνατον φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπην του Χριστού ουδέν πράγμα θέλει δυνηθή να με χωρίση· πλην εάν μου υπακούσητε σεις πρότερον (τους λέγει με την σύντροφόν του απλότητα), εις ζήτημα τι όπερ έχω να σας ζητήσω, υπακούω και εγώ εις σας ύστερον». Αυτοί δε, μη ηξεύροντες τι ήτο το ζήτημά του, υπεσχέθησαν μετά χαράς· τι δε ήτο εκείνο το ζήτημα; «Δεχθήτε πρώτον σεις, τους λέγει, να σας βαπτίσω, να σας κάμω Χριστιανούς και έπειτα κάμετέ με και σεις ό,τι θέλετα». Τόσον δε τους ετάραξεν αυτός ο λόγος του Μάρτυρος, τόσον τους ήναψε τον θυμόν, ώστε τους έκαμε να επινοήσωσι και να αποφασίσωσιν, ακόμη και να μεταχειρισθώσιν εις αυτόν τα πλέον δεινά και ασυνήθιστα κολαστήρια, προσέταξαν, λέγω, και έχυσαν νερά κάτω εις το έδαφος της φυλακής, έπειτα έχοντες διαπερασμένα εις τι σανίδιον πολλά και οξέα καρφία, τα έθεσαν επί των υδάτων εκείνων, μετά δε εξήπλωσαν τον Μάρτυρα επάνω εις αυτά τα καρφία τα διαπερασμένα εις το σανίδιον· επί δε του στήθους και της κοιλίας του επέθηκαν πλάκα βαρυτάτην, εις δε τον λαιμόν επέρασαν αλυσίδα. Ταυτοχρόνως του είχον τους πόδας του εις την ποδοκάκην. Ταύτα μεν προσέταξαν οι τύραννοι, οι δε υπηρέται ετελείωσαν τα προσταχθέντα το ταχύτερον, ο δε Μάρτυς του Χριστού τα υπέμενε χαίρων και δοξάζων τον Θεόν. Ο Χριστός όμως, όστις είναι των Μαρτύρων το κραταίωμα και η δύναμις, δεν έφησε τον δούλον του αβοήθητον και απαρηγόρητον εις τοσαύτην ανάγκην, αλλά το μεσονύκτιον γίνεται σεισμός φοβερός εντός της φυλακής και με τον σεισμόν απεκυλίσθη η πλάξ και έπεσεν από το στήθος και την κοιλίαν του Αγίου. Και ω του θαύματος! ούτε η πλαξ του συνέτριψε τα οστά του στήθους, ούτε τα καρφία τού ετρύπησαν την ράχιν, αλλ’ έμεινεν όλος αβλαβής, θεία δυνάμει· η δε φυλακή ενεπλήσθη από ευωδίαν άρρητον την ώραν εκείνην· τότε και ο προρρηθείς ολιγόπιστος Ιερεύς, βλέπον το παράδοξον θαύμα, μετενόησε και εζήτει θερμώς το έλεος του Θεού δι’ εκείνα τα οποία εβλασφήμησε και πίπτων εις τους πόδας του Αγίου εζήτει συγχώρησιν, επειδή του είπε να τουρκεύση· και όχι μόνον αυτός, αλλά και όλοι οι εν τη φυλακή ευρεθέντες εξεπλάγησαν και εφώναζον· «Όντως Άγιος άνθρωπος είναι, αληθώς Μάρτυς είναι, ως και εκείνοι οι παλαιοί και δια τούτο ο Θεός εφάνη θαυμαστός εις αυτόν». Και ήτο μεγάλη χαρά εις όλους εκείνους, οίτινες τα τοιαύτα θαυμάσια ήκουον, μόνον δε οι Τούρκοι κατησχύνοντο και ως άλλοι Φαραώ εσκληρύνοντο από την ακοήν των θαυμάτων. Δια ταύτα λοιπόν τους μεν άλλους τρεις ομοχωρίους του Αγίου, ως μάρτυρας υπάρχοντας των γενομένων και κήρυκας προς τον λαόν, αισχυνόμενοι τους απέλυσαν, αφού έλαβον μεγάλην ποσότητα χρημάτων, απέλυσαν δε και τον Αρχιμανδρίτην εκείνον, όστις συνεβούλευσε και διώρθωσε τον Μάρτυρα, καθώς είπομεν, τον οποίον όχι μόνον είχον και αυτόν φυλακισμένον, αλλά και εφοβέριζον μάλιστα να κόψωσι την γλώσσαν του, τον δε Μάρτυρα εκβάλλοντες από την κοινήν φυλακήν, δια να μη τον βλέπωσιν οι άλλοι Χριστιανοί, οίτινες έμειναν φυλακισμένοι, αφ’ ου του έδεσαν τας χείρας και τους πόδας, τον έρριψαν μέσα εις τον σταύλον των αλόγων, εγκαταλελειμμένον από πάσαν ανθρωπίνην βοήθειαν, δια να λάβη θάνατον βίαιον και άτιμον από τα καταπατήματα των αλόγων ο τρισμακάριστος. Και τα μεν πονηρά βουλεύματα των Οθωμανών ήσαν τοιαύτα, ο δε Θεός, όστις εφύλαξεν αβλαβή τον Προφήτην Δανιήλ εντός του λάκκου από την ορμήν και την αγριότητα των λεόντων, Αυτός βέβαια εφύλαξε και τον Νικόλαον από την ορμήν και τα πατήματα των αλόγων και δεν άφησε να πάθη ουδέν κακόν. Αφ’ ου δε παρήλθον τρεις ημέραι, βλέπων τις από τους Αγαρηνούς, Σουρούλης το επίθετον, ότι ακόμη ζη, του έδιδεν άρτον να φάγη και αυτός απεκρίθη ότι ήτο χορτασμένος από τα φαγητά τα οποία έφερεν εις αυτόν η αδελφή του (παρ’ όλον ότι η αδελφή του είχε κρυφθή μακράν δια τον φόβον των Αγαρηνών), έμεινε δε και πάλιν ο μακάριος Μάρτυς νηστεύων, καθώς και όλον τον καιρόν του μαρτυρίου του με νηστείαν μεγάλην τον διήλθε. Τέλος πάντων, επειδή ούτε η γνώμη του μετεβλήθη δια των βασάνων να αρνηθή τον Χριστόν, ούτε απέθανεν, αγανακτήσαντες πλέον οι Τούρκοι εζήτησαν φετφάν από τον μουφτήν δια να φονεύσωσι τάχα νομίμως τον δίκαιον οι αδικώτατοι και παρανομώτατοι· πλην δεν έδωκε φετφάν, κρίνων αυτό εναντίον εις την νομοθεσίαν των, επειδή ήτο απερίτμητος, διότι έγινε γνωστόν εις όλους ότι ήτο απερίτμητος· αυτοί όμως αδίκως και εναντίον εις τους νόμους των απεφάσισαν τον κατ’ αυτού θάνατον, αφ’ ου διαφόρως τον εβασάνισαν, καθώς έως εδώ ο λόγος εφανέρωσεν, εις διάστημα τριάκοντα ημερών. Τότε λοιπόν εκβάλλοντες αυτόν εκ της φυλακής, τον έφεραν εις πεδιάδα τινά της πόλεως, καλουμένην Βουνάκι, κειμένην εις τα έξω τείχη της Σούδας του Κάστρου, ολίγον κατωτέρω από το ζύγιον του νερού και επιστρέφοντες από το τέμενος όλοι οι αγάδες έφιπποι εστάθησαν κύκλω και τον ηρώτησαν τρις εάν ήλθεν εις τον νουν του να τουρκεύση, αυτός δε ο ευλογημένος, ταλαιπωρούμενος από τόσων ημερών νηστείαν, ατονισμένος από τόσας πολλάς βασάνους και το περισσότερον δια να δείξη ότι δεν τους ψηφά τελείως, δεν απεκρίθη με λόγον το όχι, αλλά μόνον με την ανάνευσιν της κεφαλής. Τελευταίον τον εγονάτισαν τρις και την μεν πρώτην του έδωκεν ο δήμιος μίαν ισχυράν λογχευτικήν μαχαιριάν εις την ράχιν, έπειτα τον ήγειραν επάνω και πάλιν τον ηρώτησαν· την δε δευτέραν φοράν του έκοψε τον λαιμόν ολίγον τι και πάλιν τον ήγειραν και τον ηρώτησαν, εάν θέλη να τουρκεύση δια να σώση την ζωήν του, λέγοντες εις αυτόν, ότι και αι πληγαί του ιατρεύονται. Την τρίτην φοράν λέγοντες εις αυτόν να γονατίση, έτρεξεν με μεγάλην δύναμιν και ορμήν, από την πολλήν έφεσιν και επιθυμίαν την οποίαν είχε να τελειώση τον δρόμον του Μαρτυρίου και κλίνας τα γόνατα, εξεφώνησε το γλυκύτατον όνομα της Κυρίας Θεοτόκου, λέγων τρις· «Παναγία, βοήθει μοι». Και τότε πλέον ο δήμιος τον εκτύπησε με όλην του την δύναμιν, αλλά πάλιν δεν απεκόπη η πάντιμος αυτού κεφαλή, ούτε με μίαν, ούτε με δύο, έως ου με απανθρωπίαν και σκληρότητος υπερβολήν τον έλαβεν από τας τρίχας της κεφαλής και τον έσφαξεν ως πρόβατον. Και ούτω ο ένδοξος Νικόλαος τον αγώνα τον καλόν ηγώνισται, κατά τον θείον Απόστολον (Β΄ Τιμ. δ: 7), την προς Χριστόν τον Θεόν πίστιν τετήρηκε, τον σωτήριον δρόμον του Μαρτυρίου τετέλεκε και το στέφος της αφθαρσίας έλαβε παρά Θεού, κατά το εικοστόν τρίτον έτος της ηλικίας του, κατά τα χίλια επτακόσια πεντήκοντα τέσσαρα (1754) έτη από Χριστού, την τριακοστήν πρώτην του Οκτωβρίου μηνός, εν ώρα έκτη, καθ’ ην και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εσταυρώθη. Και τότε, θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! Σκότος πυκνότατον επέπεσεν εις όλην την Χίον, τόσον ώστε τα πλήθη τα οποία ανέμενον να ίδωσι το τέλος, Τούρκοι, Χριστιανοί, Φράγκοι, Εβραίοι, δεν διέκριναν αλλήλους από το σκότος, ουδέ τον δρόμον, τον οποίον έκαστος εξ αυτών έμελλε να περιπατήση δεν εύρισκεν, ως να ήτο σκοτεινοτάτη τις νυξ του χειμώνος· οι δε χωρικοί, βλέποντες αίφνης τοιούτον παράδοξον σημείον και μη γινώσκοντες την αιτίαν, έλεγον· «Τούτο βέβαια δεν είναι άλλο παρά οργή θεϊκή καθ’ ημών». Και έμεινε περιαδόμενον αυτό το σκότος έως την σήμερον. Μόνον δε το πρόσωπον του Μάρτυρος νεκρόν, μέγα θαύμα! Έλαμπεν ως άστρον λαμπρότατον, εντός του σκότους εκείνου. Αλλά και θείον φως επεσκίαζεν το μαρτυρικόν λείψανον επί τρεις συνεχείς νύκτας, κατά τας οποίας εφύλαττον αυτό οι Αγαρηνοί εις τον τόπον της καταδίκης. Αυτοί δε οι πεπλανημένοι, βλέποντες το ουράνιον εκείνο φως και την εντροπήν μη υποφέροντες, έλεγον ότι πυρ κατέβη εκ του ουρανού ίνα κατακαύση το σώμα του· όθεν λαβόντες αφορμήν εκ τούτου έκαυσαν και εμαύρισαν το πρόσωπόν του με δάσας δια να μη φαίνηται εις έλεγχον και κατηγορίαν των το κάλλος και η λαμπρότης, την οποίαν είχεν εκ θείας Χάριτος· και ουχί μόνον με το ουράνιον φως εδόξασεν ο Χριστός τον Μάρτυρά του, αλλά και με ευωδίαν θαυμαστήν και άρρητον, η οποία επλήρου τον αέρα εν όσω έμενεν εκεί το άγιον λείψανον· τινές δε των φυλάκων έκοψαν δάκτυλα και άλλα ευκολόκοπα μέλη και τα έδωκαν εις τινας γνωρίμους των Χριστιανούς, δια να λάβωσι χρήματα, άλλοι δε πάλιν Χριστιανοί έλαβον χώμα βεβρεγμένον από τα μαρτυρικά αίματα. Τέλος πάντων, μετά τρεις ημέρας έρριψαν το άγιον λείψανον εις την θάλασσαν, δια να μη το λάβωσιν οι Χριστιανοί, εις ποίον δε τόπον εφέρθη και που κατήντησε δεν ηξεύρει τις· ούτως εδόξασε τον Θεόν, αδελφοί, ο θείος Νικόλαος, με τους υπέρ φύσιν αγώνες τού Μαρτυρίου του και ο Θεός αντεδόξασεν αυτόν, με τα παράδοξα θαύματα της θείας αυτού παντοδυναμίας. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν, του θαυμαστού τούτου Μάρτυρος, γυνή τις σεμνή και κοσμία, Σμαράγδα ονόματι, εκινδύνευεν εις θάνατον από δεινότατον και ανίατον τι πάθος· το δε πάθος αυτό της συνέβη από την ακόλουθον περίστασιν· αύτη είχεν υιόν διατρίβοντα εις ξενιτείαν, όστις επάνω εις το άνθος της ηλικίας του απέθανε· μαθούσα λοιπόν την τοιαύτην λυπηράν είδησιν του υιού της τόσον αμέτρως ελυπήθη, ώστε έπαθεν ασυνήθιστόν τι πάθος· έπαυσε δηλαδή εις το εξής η κατά μήνα φυσική ρύσις του αίματός της και το εμποδισθέν αίμα από τους φυσικούς πόρους έστρεψε και εξήρχετο εκ του στόματός της και τόσον πολύ, ώστε λεκάνην επλήρου, καθώς η ιδία έλεγε· καλεί λοιπόν τους ιατρούς, δοκιμάζουν εκείνοι με όλην την δύναμιν της τέχνης των να την θεραπεύσωσιν, αλλά δεν δύνανται· προσπίπτει εις την χάριν των θαυματουργών και ιαματικών Αναργύρων, προσκαλεί τα ιερά των λείψανα, ψάλλουν εις αυτήν αγιασμόν με αυτά, αλλ’ όχι μόνον θεραπείαν δεν ευρίσκει, αλλ’ ούτε καν παραμικράν παρηγορίαν· προσκαλεί έπειτα και την χαριτόβρυτον κάραν της Οσίας Ματρώνης, αλλ’ ο Θεός, ο αντιδοξάζων τους αυτόν δοξάζοντας, βουλόμενος να δοξάση τον νέον αυτού Μάρτυρα Νικόλαον (καθώς έδειξαν τα πράγματα ύστερον), δεν ηυδόκησε να την θεραπεύση ούτε η Αγία Ματρώνα· το δε πάθος ηύξανε και ο θάνατος ηπείλει την δυστυχή γυναίκα. Επειδή λοιπόν απηλπίσθη αύτη από πάσαν βοήθειαν, και επειδή κατ’ εκείνας τας ημέρας ετελείωσε τον αγώνα του Μαρτυρίου ο θείος Νικόλαος, έφερον τεμάχιόν τι από το λείψανον του Αγίου, το οποίον μετά μεγάλης πίστεως προσκυνήσασα και ασπασθείσα η ασθενής, έλαβεν ευθύς την υγείαν της, δοξάζουσα τον Θεόν και τον Άγιον· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσαι ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου