Παρασκευή η Οσία και παναοίδιμος Μήτηρ ημών η Νέα, ήτο από την κωμόπολιν
της Θράκης Επιβάται κειμένην πλησίον της πόλεως Σηλυβρίας. Οι γονείς της ήσαν
ευγενείς, ένδοξοι και πολύ πλούσιοι, αλλά ευσεβέστατοι και χριστιανικώτατοι.
Γεννήσαντες δε την Οσίαν ταύτην Παρασκευήν την ανέτρεφον εν παιδεία και
νουθεσία Κυρίου και εις όλα τα καλά και θεάρεστα έργα την εγύμνασαν παρευθύς
από την μικράν της ηλικίαν.
Όταν δε έγινε δέκα ετών, επήγε μίαν φοράν ομού με την μητέρα της εις μίαν Εκκλησίαν της Παναγίας Θεοτόκου και όταν ήκουσε η μακαρία την περικοπήν του Ευαγγελίου, ήτις λέγει «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον Σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ: 24), ευθύς ετρώθη η καρδία της και εκυριεύθη όλη από την θείαν αγάπην και εξελθούσα από την Εκκλησίαν ήρχισεν ευθύς να αρνήται η θεόφρων τον εαυτόν της και να βάλλη εις έργον τα Ευαγγελικά λόγια, τα οποία ήκουσεν. Επειδή λοιπόν εις τον δρόμον όπου επήγαινε μετά της μητρός της συνήντησε μίαν πτωχήν, λυπηθείσα αυτήν, διέφυγε με τρόπον την προσοχήν της μητρός της και επήγε προς εκείνην, την οποίαν αφού συνήντησε, μετεχειρίσθη τρόπον πολύ επιτήδειον και την κατέπεισε να της δώση τα παλαιά και ξεσχισμένα ενδύματα τα οποία εφόρει εκείνη. Έπειτα εκδυθείσα τα ιδικά της λαμπρά φορέματα, τα έδωσεν εις την πτωχήν και εφόρεσεν εκείνην τα πτωχικά και ξεσχισμένα. Αφ’ ου δε ήλθεν εις την οικίαν και την είδον οι γονείς της με τοιαύτα φορέματα και έμαθον το γενόμενον θέλοντες να την διορθώσουν, ως ανήλικον τάχα, δια να μη το κάμη άλλην φοράν, την ύβρισαν και την εφοβέρισαν όχι ,όνον με λόγια, αλλά και με δαρμούς· πλην η Παρασκευή δεν ήλλαξε την φιλόπτωχον γνώμην της, αλλά και δευτέραν και τρίτην φοράν και πολλάκις έδωκε τα φορέματά της εις τους πτωχούς, και ούτε τας ύβρεις, που ήκουε δια τούτο από τους γονείς της συνελογίζετο ούτε τους δαρμούς που ελάμβανεν εφοβείτο. Και αυτά μεν έκαμνε τότε, όταν ήτο ακόμη εις την πατρικήν της οικίαν, τα οποία ήσαν ως σημεία και προοίμια και αρχαί της μετά ταύτα αρετής και τελειότητός της. Αλλ’ επειδή ο θείος πόθος ήναψε μέσα εις την καρδίαν της και δεν ηδύνατο πλέον να υπομένη, λανθάνει τους γονείς και τους δούλους της και όλους τους συγγενείς της, και αναχωρήσασα από την πατρίδα της επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Αφ’ ου δε απήλαυσεν όλα τα θεία καλά, τα οποία είχε τότε η Κωνσταντινούπολις, ήτοι αφ’ ου προσεκύνησε πολλούς αγίους Ναούς και πολλών Αγίων λείψανα και έλαβε τας ευχάς και ευλογίας των αγίων ανδρών, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί, έφυγε και εκείθεν και επήγεν αντικρύ εις την Χαλκηδόνα, εκείθεν δε πάλιν αναχωρήσασα ήλθεν εις την Ηράκλειαν εις το μέρος του Πόντου. Και ούτως ειπείν περιήρχετο τόπους πολλούς ως η ασματική νύμφη, δια να εύρη τον νοητόν αυτής Νυμφίον Χριστόν, τουτ’ έστι δια να εύρη αφ’ ενός μεν Αγίους να διδαχθή την αρετήν και τόπον αρμόδιον δια την λατρείαν και ευαρέστησιν του Χριστού, και αφ’ ετέρου δια μη την εύρουν οι γονείς της και την εμποδίσουν, οι οποίοι οδυνώμενοι την εζήτουν από τόπου εις τόπον. Και οι μεν γονείς της πολλάς πόλεις και χώρας περιελθόντες και μη ευρόντες αυτήν επέστρεψαν εις την οικίαν των και ησύχασαν. Η δε μακαρία Παρασκευή, φθάσασα εις την Ηράκλειαν, καθώς είπομεν, εύρεν Εκκλησίαν τινά της Θεοτόκου και μετά πνευματικής χαράς εισελθούσα εις αυτήν, έπεσε κάτω εις το έδαφος και το κατέβρεξε με τα δάκρυά της, προσευχομένη εις την Θεοτόκον, την οδηγόν της σωτηρίας των ανθρώπων, να την οδηγήση και να την φωτίση τι να κάμη. Έμεινε δε εκεί, εις τον Ναόν της Θεοτόκου, πέντε ολόκληρα έτη, κάθε είδος αρετής μεταχειριζομένη και αγωνιζομένη η αοίδιμος με προσευχάς ολονυκτίους, με νηστείας παντοτεινάς, με κτυπήματα του στήθους και με δάκρυα αέναα. Ύπνον δε ελάμβανεν ολίγον δια την ανάγκην της φύσεως επάνω εις την γην χωρίς στρώμα· επάνω δε εις όλα ήτο θαύμα να βλέπη τις το ταπεινόν της ήθος και την μετριοφροσύνην της, δια των οποίων εκαθάρισε την καρδίαν της από όλα τα κοσμικά και προς μόνον τον Θεόν είχεν εστραμμένους τους λογισμούς της και τα φρονήματά της και όλην την επιθυμίαν και αγάπην της. Είχε δε πόθον πολύν η Αγία να υπάγη και εις τα Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους και θερμώς παρεκάλει τον Χριστόν και την Παναγίαν αυτού Μητέρα να την αξιώσουν του ποθουμένου. Όθεν και εισηκούσθη η δέησίς της, επειδή, αφ’ ου αρκετά εγυμνάσθη εις τας αρετάς εκεί εις τον Ναόν της Θεοτόκου, ωκονόμησεν ο Θεός και ευρέθησάν τινες και την επήραν εις την συνοδίαν των και επήγε κατά τον πόθον της εις την Ιερουσαλήμ. Προσκυνήσασα δε τους Αγίους Τόπους ήλθεν εις την έρημον του Ιορδάνου και ευρούσα γυναικείον Μοναστήριον κατώκησεν εις αυτό. Πόσους δε πειρασμούς της έφερεν εκεί ο διάβολος και με πόσους αγώνας αυτή τον επολέμησε και τον ενίκησε δεν είναι εύκολον να τα γράψωμεν· πλην να είπωμεν ολίγα τινά, δια να φανερώσωμεν ποίου είδους άσκησιν επέρνα και πως ηγωνίζετο. Το ποτόν της ήτο ύδωρ μόνον και τούτο δεν το έπινε χορταστικά, αλλά με πολλήν εγκράτειαν· το στρώμα της ήτο μία ψάθα· το ένδυμά της ήτο εν και μόνον, και αυτό παλαιόν και εσχισμένον· ο ύμνος προς τον Θεόν και η προσευχή ήσαν ακατάπαυστα εις τα χείλη της· και επάνω εις όλα τα καλά, έλαμπε πάντοτε η προς πάντας αγάπη και η κορυφή των αρετών της ήτο η μετριοφροσύνη και η ταπείνωσις. Αφ’ ου δε επέρασεν εις αυτό το γυναικείον Μοναστήριον πολλούς χρόνους, αγωνιζομένη με πολλάς αρετάς, εξήλθεν από εκεί, ούσα τότε εικοσιπέντε ετών την ηλικίαν και επήγεν εις την Ιόππην της Παλαιστίνης. Εκείθεν επιβιβασθείσα πλοίου δια να έλθη εις την πατρίδα της, έπαθε πολλούς πειρασμούς και τρικυμίας μέσα εις το πέλαγος· αλλά τέλος πάντων ήλθεν εις την πατρίδα της· πλην δεν έμεινεν έως τέλους εκεί, αλλ’ επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Αφ’ ου δε προσεκύνησεν εκεί πολλούς αγίους Ναούς και με πολλούς αγίους άνδρας, ωφελείας χάριν, συνανεστράφη και συνωμίλησεν, έφυγε και από εκεί και επήγεν εις την πόλιν Καλλικράτειαν και κατώκησεν εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Αγωνιζομένη δε εκεί τους συνειθισμένους της αγώνας επέρασε δύο έτη. Και τότε φθάσασα εις την τελειότητα της αρετής και εις το μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, επλήρωσε και ετελείωσεν οσίως τον δρόμον της προσκαίρου ταύτης ζωής και απήλθεν εν ειρήνη εις την αιώνιον, κατασκηνώσασα εις τας ουρανίους σκηνάς, ένθα πάντων εστί ευφραινομένων η κατοικία, το δε πάντιμον αυτής και άγιον λείψανον ενεταφιάσθη εντίμως και έμεινε χρόνους πολλούς κεκρυμμένον μέσα εις την γην, έως ότου η Αγία ηθέλησε και εφανέρωσε τούτο δι’ οπτασίας, με τον ακόλουθον τρόπον. Άνθρωπός τις φαυλόβιος και αμαρτωλός απέθανε και τον ενεταφίασαν πλησίον εις το μνήμα της Οσίας. Λοιπόν δεν εδέχθη η Αγία να είναι πλησίον εις το άγιόν της λείψανον του αμαρτωλού ανθρώπου το μιαρόν σώμα· όθεν τι ακολουθεί; Φαίνεται εν οράματι η καθαρωτάτη και άμωμος νύμφη του Χριστού Παρασκευή εις ενάρετόν τινα Ασκητήν και άξιον δια να βλέπη οπτασίας και αποκαλύψεις και του λέγει τα ακόλουθα· «Τας οζούσαςσάρκας άρον και πόρρω αποσκοράκισον απ’ εμού· ήλιος γαρ ούσα και φως ου δύναμαι σκότους και δυσωδίας ανέχεσθαι», ήτοι σήκωσε τας βρωμισμένας σάρκας και ρίψε αυτάς μακράν απ’ εμού, διότι εγώ είμαι ήλιος και φως και δεν δύναμαι να υποφέρω να έχω πλησίον μου σκότος και δυσωδίαν. Επειδή δε ο άνθρωπος δεν είχε πληροφορίαν ότι είναι θεϊκόν το όραμα, αλλά είχεν αμφιβολίαν μήπως είναι απλώς όνειρον, δια τούτο ηργοπόρει να τελειώση το πρόσταγμα· δια τούτο φαίνεται η Αγία δια δευτέραν φοράν και του λέγει τα ίδια· αλλ’ επειδή ο Ασκητής δεν ηδύνατο να καταλάβη ποία ήτο η φαινομένη και τι ηννόει με εκείνα που του έλεγε, φαίνεται και τρίτην φοράν και με φοβερισμούς μεγάλους τον προστάσσει να βάλη εις έργον εκείνο που έλεγε, λέγουσα το όνομά της ποία είναι και δεικνύουσα με τον δάκτυλόν της τον τόπον του μνήματος. Ο δε ησυχαστής εκείνος εξύπνησε παρευθύς και σπουδαίως δραμών εφανέρωσε την αποκάλυψιν εις τον λαόν της πόλεως εκείνης και τούτο ακούσαντες εκείνοι συνέδραμον όλοι κοινώς εις τον τόπον του μνήματος, ωσάν να έμελλον να ανοίξουν κανένα μεγάλον θησαυρόν, και σκάπτοντες την γην, όταν επλησίασαν εις το άγιον λείψανον, εξήλθε πολλή και θαυμαστή ευωδία· ευρόντες δε αυτό, εθαύμασαν και εξεπλάγησαν, ότι ύστερον από τόσους χρόνους, που ήτο σκεπασμένον μέσα εις την γην, ευρέθη σώον και ακέραιον και παντελώς αδιάφθορον. Λοιπόν ανακομίσαντες αυτό μετ’ ευλαβείας, το έφεραν μετά ψαλμωδιών και θυμιαμάτων και το απέθηκαν εντίμως εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Πόσα δε θαύματα ετέλεσεν ο των θαυμασίων Θεός, τότε που εφανερώθη το άγιον λείψανον και τελεί ακόμη έως της σήμερον είναι αδύνατον να τα γράψωμεν δια το πλήθος· διότι και χωλούς και αναπήρους και παραλυτικούς και κάθε είδους ασθενείας και κάθε πάθος θανατηφόρον εθεράπευσε και θεραπεύει και μόνη η αφή της αγίας λάρνακος αποδιώκει κάθε νόσημα και αφθόνως ως πηγή ανεξάντλητος προχέει και πλημμυρεί τα ιάματα εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, Χάριτι του αυτήν μεγαλύναντος και αντιδοξάσαντος Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών, ω η δόξα εις τους αιωνας των αιώνων. Αμήν.
Όταν δε έγινε δέκα ετών, επήγε μίαν φοράν ομού με την μητέρα της εις μίαν Εκκλησίαν της Παναγίας Θεοτόκου και όταν ήκουσε η μακαρία την περικοπήν του Ευαγγελίου, ήτις λέγει «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον Σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ: 24), ευθύς ετρώθη η καρδία της και εκυριεύθη όλη από την θείαν αγάπην και εξελθούσα από την Εκκλησίαν ήρχισεν ευθύς να αρνήται η θεόφρων τον εαυτόν της και να βάλλη εις έργον τα Ευαγγελικά λόγια, τα οποία ήκουσεν. Επειδή λοιπόν εις τον δρόμον όπου επήγαινε μετά της μητρός της συνήντησε μίαν πτωχήν, λυπηθείσα αυτήν, διέφυγε με τρόπον την προσοχήν της μητρός της και επήγε προς εκείνην, την οποίαν αφού συνήντησε, μετεχειρίσθη τρόπον πολύ επιτήδειον και την κατέπεισε να της δώση τα παλαιά και ξεσχισμένα ενδύματα τα οποία εφόρει εκείνη. Έπειτα εκδυθείσα τα ιδικά της λαμπρά φορέματα, τα έδωσεν εις την πτωχήν και εφόρεσεν εκείνην τα πτωχικά και ξεσχισμένα. Αφ’ ου δε ήλθεν εις την οικίαν και την είδον οι γονείς της με τοιαύτα φορέματα και έμαθον το γενόμενον θέλοντες να την διορθώσουν, ως ανήλικον τάχα, δια να μη το κάμη άλλην φοράν, την ύβρισαν και την εφοβέρισαν όχι ,όνον με λόγια, αλλά και με δαρμούς· πλην η Παρασκευή δεν ήλλαξε την φιλόπτωχον γνώμην της, αλλά και δευτέραν και τρίτην φοράν και πολλάκις έδωκε τα φορέματά της εις τους πτωχούς, και ούτε τας ύβρεις, που ήκουε δια τούτο από τους γονείς της συνελογίζετο ούτε τους δαρμούς που ελάμβανεν εφοβείτο. Και αυτά μεν έκαμνε τότε, όταν ήτο ακόμη εις την πατρικήν της οικίαν, τα οποία ήσαν ως σημεία και προοίμια και αρχαί της μετά ταύτα αρετής και τελειότητός της. Αλλ’ επειδή ο θείος πόθος ήναψε μέσα εις την καρδίαν της και δεν ηδύνατο πλέον να υπομένη, λανθάνει τους γονείς και τους δούλους της και όλους τους συγγενείς της, και αναχωρήσασα από την πατρίδα της επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Αφ’ ου δε απήλαυσεν όλα τα θεία καλά, τα οποία είχε τότε η Κωνσταντινούπολις, ήτοι αφ’ ου προσεκύνησε πολλούς αγίους Ναούς και πολλών Αγίων λείψανα και έλαβε τας ευχάς και ευλογίας των αγίων ανδρών, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί, έφυγε και εκείθεν και επήγεν αντικρύ εις την Χαλκηδόνα, εκείθεν δε πάλιν αναχωρήσασα ήλθεν εις την Ηράκλειαν εις το μέρος του Πόντου. Και ούτως ειπείν περιήρχετο τόπους πολλούς ως η ασματική νύμφη, δια να εύρη τον νοητόν αυτής Νυμφίον Χριστόν, τουτ’ έστι δια να εύρη αφ’ ενός μεν Αγίους να διδαχθή την αρετήν και τόπον αρμόδιον δια την λατρείαν και ευαρέστησιν του Χριστού, και αφ’ ετέρου δια μη την εύρουν οι γονείς της και την εμποδίσουν, οι οποίοι οδυνώμενοι την εζήτουν από τόπου εις τόπον. Και οι μεν γονείς της πολλάς πόλεις και χώρας περιελθόντες και μη ευρόντες αυτήν επέστρεψαν εις την οικίαν των και ησύχασαν. Η δε μακαρία Παρασκευή, φθάσασα εις την Ηράκλειαν, καθώς είπομεν, εύρεν Εκκλησίαν τινά της Θεοτόκου και μετά πνευματικής χαράς εισελθούσα εις αυτήν, έπεσε κάτω εις το έδαφος και το κατέβρεξε με τα δάκρυά της, προσευχομένη εις την Θεοτόκον, την οδηγόν της σωτηρίας των ανθρώπων, να την οδηγήση και να την φωτίση τι να κάμη. Έμεινε δε εκεί, εις τον Ναόν της Θεοτόκου, πέντε ολόκληρα έτη, κάθε είδος αρετής μεταχειριζομένη και αγωνιζομένη η αοίδιμος με προσευχάς ολονυκτίους, με νηστείας παντοτεινάς, με κτυπήματα του στήθους και με δάκρυα αέναα. Ύπνον δε ελάμβανεν ολίγον δια την ανάγκην της φύσεως επάνω εις την γην χωρίς στρώμα· επάνω δε εις όλα ήτο θαύμα να βλέπη τις το ταπεινόν της ήθος και την μετριοφροσύνην της, δια των οποίων εκαθάρισε την καρδίαν της από όλα τα κοσμικά και προς μόνον τον Θεόν είχεν εστραμμένους τους λογισμούς της και τα φρονήματά της και όλην την επιθυμίαν και αγάπην της. Είχε δε πόθον πολύν η Αγία να υπάγη και εις τα Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους και θερμώς παρεκάλει τον Χριστόν και την Παναγίαν αυτού Μητέρα να την αξιώσουν του ποθουμένου. Όθεν και εισηκούσθη η δέησίς της, επειδή, αφ’ ου αρκετά εγυμνάσθη εις τας αρετάς εκεί εις τον Ναόν της Θεοτόκου, ωκονόμησεν ο Θεός και ευρέθησάν τινες και την επήραν εις την συνοδίαν των και επήγε κατά τον πόθον της εις την Ιερουσαλήμ. Προσκυνήσασα δε τους Αγίους Τόπους ήλθεν εις την έρημον του Ιορδάνου και ευρούσα γυναικείον Μοναστήριον κατώκησεν εις αυτό. Πόσους δε πειρασμούς της έφερεν εκεί ο διάβολος και με πόσους αγώνας αυτή τον επολέμησε και τον ενίκησε δεν είναι εύκολον να τα γράψωμεν· πλην να είπωμεν ολίγα τινά, δια να φανερώσωμεν ποίου είδους άσκησιν επέρνα και πως ηγωνίζετο. Το ποτόν της ήτο ύδωρ μόνον και τούτο δεν το έπινε χορταστικά, αλλά με πολλήν εγκράτειαν· το στρώμα της ήτο μία ψάθα· το ένδυμά της ήτο εν και μόνον, και αυτό παλαιόν και εσχισμένον· ο ύμνος προς τον Θεόν και η προσευχή ήσαν ακατάπαυστα εις τα χείλη της· και επάνω εις όλα τα καλά, έλαμπε πάντοτε η προς πάντας αγάπη και η κορυφή των αρετών της ήτο η μετριοφροσύνη και η ταπείνωσις. Αφ’ ου δε επέρασεν εις αυτό το γυναικείον Μοναστήριον πολλούς χρόνους, αγωνιζομένη με πολλάς αρετάς, εξήλθεν από εκεί, ούσα τότε εικοσιπέντε ετών την ηλικίαν και επήγεν εις την Ιόππην της Παλαιστίνης. Εκείθεν επιβιβασθείσα πλοίου δια να έλθη εις την πατρίδα της, έπαθε πολλούς πειρασμούς και τρικυμίας μέσα εις το πέλαγος· αλλά τέλος πάντων ήλθεν εις την πατρίδα της· πλην δεν έμεινεν έως τέλους εκεί, αλλ’ επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Αφ’ ου δε προσεκύνησεν εκεί πολλούς αγίους Ναούς και με πολλούς αγίους άνδρας, ωφελείας χάριν, συνανεστράφη και συνωμίλησεν, έφυγε και από εκεί και επήγεν εις την πόλιν Καλλικράτειαν και κατώκησεν εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Αγωνιζομένη δε εκεί τους συνειθισμένους της αγώνας επέρασε δύο έτη. Και τότε φθάσασα εις την τελειότητα της αρετής και εις το μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, επλήρωσε και ετελείωσεν οσίως τον δρόμον της προσκαίρου ταύτης ζωής και απήλθεν εν ειρήνη εις την αιώνιον, κατασκηνώσασα εις τας ουρανίους σκηνάς, ένθα πάντων εστί ευφραινομένων η κατοικία, το δε πάντιμον αυτής και άγιον λείψανον ενεταφιάσθη εντίμως και έμεινε χρόνους πολλούς κεκρυμμένον μέσα εις την γην, έως ότου η Αγία ηθέλησε και εφανέρωσε τούτο δι’ οπτασίας, με τον ακόλουθον τρόπον. Άνθρωπός τις φαυλόβιος και αμαρτωλός απέθανε και τον ενεταφίασαν πλησίον εις το μνήμα της Οσίας. Λοιπόν δεν εδέχθη η Αγία να είναι πλησίον εις το άγιόν της λείψανον του αμαρτωλού ανθρώπου το μιαρόν σώμα· όθεν τι ακολουθεί; Φαίνεται εν οράματι η καθαρωτάτη και άμωμος νύμφη του Χριστού Παρασκευή εις ενάρετόν τινα Ασκητήν και άξιον δια να βλέπη οπτασίας και αποκαλύψεις και του λέγει τα ακόλουθα· «Τας οζούσαςσάρκας άρον και πόρρω αποσκοράκισον απ’ εμού· ήλιος γαρ ούσα και φως ου δύναμαι σκότους και δυσωδίας ανέχεσθαι», ήτοι σήκωσε τας βρωμισμένας σάρκας και ρίψε αυτάς μακράν απ’ εμού, διότι εγώ είμαι ήλιος και φως και δεν δύναμαι να υποφέρω να έχω πλησίον μου σκότος και δυσωδίαν. Επειδή δε ο άνθρωπος δεν είχε πληροφορίαν ότι είναι θεϊκόν το όραμα, αλλά είχεν αμφιβολίαν μήπως είναι απλώς όνειρον, δια τούτο ηργοπόρει να τελειώση το πρόσταγμα· δια τούτο φαίνεται η Αγία δια δευτέραν φοράν και του λέγει τα ίδια· αλλ’ επειδή ο Ασκητής δεν ηδύνατο να καταλάβη ποία ήτο η φαινομένη και τι ηννόει με εκείνα που του έλεγε, φαίνεται και τρίτην φοράν και με φοβερισμούς μεγάλους τον προστάσσει να βάλη εις έργον εκείνο που έλεγε, λέγουσα το όνομά της ποία είναι και δεικνύουσα με τον δάκτυλόν της τον τόπον του μνήματος. Ο δε ησυχαστής εκείνος εξύπνησε παρευθύς και σπουδαίως δραμών εφανέρωσε την αποκάλυψιν εις τον λαόν της πόλεως εκείνης και τούτο ακούσαντες εκείνοι συνέδραμον όλοι κοινώς εις τον τόπον του μνήματος, ωσάν να έμελλον να ανοίξουν κανένα μεγάλον θησαυρόν, και σκάπτοντες την γην, όταν επλησίασαν εις το άγιον λείψανον, εξήλθε πολλή και θαυμαστή ευωδία· ευρόντες δε αυτό, εθαύμασαν και εξεπλάγησαν, ότι ύστερον από τόσους χρόνους, που ήτο σκεπασμένον μέσα εις την γην, ευρέθη σώον και ακέραιον και παντελώς αδιάφθορον. Λοιπόν ανακομίσαντες αυτό μετ’ ευλαβείας, το έφεραν μετά ψαλμωδιών και θυμιαμάτων και το απέθηκαν εντίμως εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Πόσα δε θαύματα ετέλεσεν ο των θαυμασίων Θεός, τότε που εφανερώθη το άγιον λείψανον και τελεί ακόμη έως της σήμερον είναι αδύνατον να τα γράψωμεν δια το πλήθος· διότι και χωλούς και αναπήρους και παραλυτικούς και κάθε είδους ασθενείας και κάθε πάθος θανατηφόρον εθεράπευσε και θεραπεύει και μόνη η αφή της αγίας λάρνακος αποδιώκει κάθε νόσημα και αφθόνως ως πηγή ανεξάντλητος προχέει και πλημμυρεί τα ιάματα εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, Χάριτι του αυτήν μεγαλύναντος και αντιδοξάσαντος Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών, ω η δόξα εις τους αιωνας των αιώνων. Αμήν.
Διήγησις ωφέλιμος της παραδόξου σωτηρίας, την οποίαν
ετέλεσεν εν τη νήσω της Χίου η Αγία και ένδοξος Οσιομάρτυς Παρασκευή,
χαλινώσασα την ορμήν της θαλάσσης και εις τα οπίσω αυτήν αποστρέψασα, ήτις, ως
εφάνη, ώρμησε από θεϊκής οργής δια να καταποντίση την χώραν όλην.
Συνήθεια εστάθη παλαιά, εκ προστάγματος Θεού λαβούσα την αρχήν, να
γράφωνται τα παράδοξα έργα του Θεού προς ωφέλειαν και διδασκαλίαν των
μεταγενεστέρων ανθρώπων· ούτως αναγινώσκομεν εις την Αγίαν Γραφήν, πως
προσέταξεν ο Θεός τον Μωϋσήν, τον Ιησούν του Ναυή και τους άλλους Προφήτας να
γράψουν τα φοβερά και μεγάλα θαυμάσια, τα οποία τότε έκαμνε, δια να μανθάνουν
οι άνθρωποι, ότι είναι Θεός εν τω ουρανώ, όστις ενεργεί με την παντοδυναμίαν
του τοιαύτα φρικτά και εξαίσια έργα και ούτω να έχουν φόβον εις αυτόν να μη παραβαίνουν
τας θείας του εντολάς. Ούτως έκαμναν οι παλαιοί εκείνοι Προφήται, ούτως έπειτα
και οι θείοι Απόστολοι, καθώς ο ιερός Λουκάς τας Πράξεις και τα θαύματα των
Συναποστόλων του, και ούτω μετά ταύτα άλλοι, τα θεία τεράστια όπου ετέλεσεν ο
Θεός δια των θείων Μαρτύρων και Οσίων Ασκητών, και ούτω μέχρι της σήμερον η
αυτή αγία και ψυχοσωτήριος συνήθεια φυλάττεται εις την Εκκλησίαν του Χριστού
και γράφονται τα κατά τόπον γινόμενα θαυμάσια του ψυχοσώστου και προνοητού των
όλων Θεού. Κατά μίμησιν λοιπόν εκείνων, εσημείωσαν και οι παλαιότεροί μας την
μεγάλην και παράδοξον θαυματουργίαν, την οποία ετέλεσεν εκ θείας δυνάμεως εις
την Χίον η Αγία και ένδοξος Οσιομάρτυς του Χριστού Παρασκευή, η οποία και έχει
ούτως: Κατά το αυμβ΄ (1442) έτος από Χριστού, όταν εβασίλευεν ο λατινόφρων
Ιωάννης ο Παλαιολόγος, όστις έκαμε βιαίως την ένωσιν εις την Φλωρεντίαν της
Ιταλίας και μετά ταύτα ηγωνίζετο να την στερεώση εις κάθε τόπον, τότε ο
φιλάνθρωπος Κύριος έδειξε μεγάλην αγανάκτησιν κατά της νήσου Χίου, ώστε εφάνη
ως να εβουλήθη να την καταποντίση με ένα μερικόν κατακλυσμόν δια να πλύνη τας
αμαρτίας και παρανομίας των ανθρώπων, όπου τόσον πολλά τον παρώργιζον. Εσπέρα ήτο
και εξημέρωνεν η δεκάτη Τετάρτη του Οκτωβρίου μηνός, εις την οποίαν ημέραν η
αγία μας Εκκλησία επιτελεί την μνήμην των Αγίων Μαρτύρων Ναζαρίου, Γερβασίου,
Προτασίου και Κελσίου, εις δε Ιερομόναχος, Αμβρόσιος το όνομα, επήγε να ψάλη
κατά την συνήθειαν εσπερινόν εις την εφημερίαν του, όπου ήτο ο Ναός της
Οσιομάρτυρος Παρασκευής, όστις ευρίσκεται εις το ανώτερον και ακρότατον μέρος
του Παλαιοκάστρου. Ενώ λοιπόν ο Ιερομόναχος έψαλλε τον εσπερινόν, ήρχισε να
πίπτη βροχή τόσον πολλή και τόσον ραγδαία και αδιάκοπος, ώστε δεν εφαίνετο ως
να έπιπτε βροχή, αλλ’ εφαίνοντο ωσάν να εχύνοντο ποταμοί, και εις τον αυτόν
καιρόν εγίνετο και κρότος μέγας και ταραχή ηκούετο φοβερά· όθεν ο Ιερομόναχος
δεν ηδυνήθη πλέον να υπάγη εις το κελλίον του, αλλ’ έμεινεν εις την Εκκλησίαν
του και του εφαίνετο, ότι βεβαίως οργή θεϊκή είναι και βούλεται ο Θεός να
καταποντίση την νήσον· όθεν και κυριευμένος από φόβον μέγαν ήρχισε να
προσεύχηται εκεί εις την Εκκλησίαν και να παρακαλή τον φιλάνθρωπον Δεσπότην να
παύση τον θυμόν του και να μεταβάλη την δικαίαν αγανάκτησιν εις οικτιρμούς και
έλεος προς τον λαόν του, μη γνωρίζων ακόμη, ότι και η θάλασσα εξήλθεν από τα
όριά της και ώρμησε μανιακή τον ανήφορον προς την ξηράν δια να καταποντίση την
χώραν. Φαίνεται δε, καθώς έδειξαν τα πράγματα, ότι ο Ιερεύς εκείνος, ο καλός
Αμβρόσιος, ήτο άνθρωπος ευλαβής και φοβούμενος τον Θεόν και τη αληθεία Θεού
άνθρωπος, άξιος δηλαδή δια να ίδη μυστήρια Θεού·
ότι εκεί προσευχόμενος και δεόμενος του Θεού καθ’ όλην την νύκτα, δια να κοπάση
την μεγάλην του οργήν, κάποιαν ώραν κατεβίβασε το στασίδιον και εκάθισε δια να
λάβη μικράν άνεσιν από τον πολύν κόπον, και καθίσας ύπνωσε μικρόν, και ιδού, ω
του θαύματος! του εφάνη η στέγη της Εκκλησίας ανεωγμένη, εκεί δε εις το ύψος εν
φωτεινότατον σύννεφον, εις το οποίον μέσα είδε μίαν σεμνοτάτην γυναίκα, η οποία
είχε τας χείρας της υψηλά εκτεταμένας προς τα ουράνια, εις σχήμα και θέσιν
προσευχομένης. Ταύτα ιδών ο Πρεσβύτερος εφοβήθη και έτρεμεν η καρδία του· και
ιδού φωνή ηκούσθη προς αυτόν λέγουσα: «Αμβρόσιε, μη φοβού· εγώ είμαι η
Οσιομάρτυς Παρασκευή, σέσωσταί σου η πατρίς». Ταύτα ιδών και ακούσας ο ιερός
Αμβρόσιος απετίναξεν από τους οφθαλμούς του και τον ολίγον εκείνον ύπνον, με
δύο εναντιώτατα πάθη, ήτοι με φόβον και χαράν εις την καρδίαν του. Και ούτως
ήρχισε να ψάλλη και τον όρθρον του με περισσοτέραν ευλάβειαν· εν τοσούτω δε
έγινεν ημέρα και ιδού άνθρωποι ελθόντες από τα κάτω μέρη, διότι ήδη και η βροχή
εκόπασεν ολίγον, ανήγγειλαν με φόβον και τρόμον, ότι η θάλασσα εξήλθεν από τα
φυσικά της όρια και έφθασεν έως την Παναγίαν, την καλουμένην Ελεημονήτριαν, και
φαίνεται ότι απειλεί να καταποντίση όλην την χώραν δια τας αμαρτίας των
κατοικούντων εν αυτή. (Διηγούνται δε οι παλαιότεροι εξ αρχαίας παραδόσεως, ότι
και έως επάνω εις τον Χριστόν έφθασεν η θάλασσα και με ορμήν μεγάλην ανέβαινε).
Τότε και ο ιερός Αμβρόσιος διηγήθη το όραμα της Αγίας Παρασκευής και ο λόγος
διεδόθη κάτω εις την χώραν, λαβόντες δε όλοι οι Χριστιανοί καλάς ελπίδας, από
την υπόσχεσιν της Αγίας, προσέπεσαν εις τον Θεόν και την Οσιομάρτυρα Παρασκευήν
και κάμνοντες κοινήν λιτανείαν με την εικόνα της Αγίας και χύνοντες θερμά
δάκρυα, εξιλέωσαν την θείαν αγανάκτησιν, δια των ευπροσδέκτων πρεσβειών της
αθληφόρου δούλης του και ούτως έπαυσεν η αγριαίνουσα θάλασσα και εστράφη πάλιν
εις τον πρώτον της τόπον και έμεινεν αβλαβής η πόλις, κατά την απόφασιν της
Οσιομάρτυρος. Τοιουτοτρόπως οι Χριστιανοί ελευθερωθέντες από τον έσχατον
κίνδυνον της αγριωτάτης θαλάσσης εδόξασαν τον Θεόν και την Παρθενομάρτυρα δούλη
του, η οποία έδειξεν εις αυτούς μέγα έλεος με τας ευπαρρησιάστους πρεσβείας
της. Επειδή λοιπόν η ευεργεσία εγνωρίσθη μεγαλωτάτη, οι τότε Χριστιανοί
διώρισαν πρεπόντως και συμφερόντως να γίνηται κατ’ έτος η ανάμνησις της
παραδόξου εκείνης σωτηρίας με κοινήν εορτήν και πανήγυριν όλης της νήσου. Και
ούτως επεκράτησεν έκτοτε και τελείται κατά την ρηθείσαν δεκάτην τετάρτην του
Οκτωβρίου μηνός η μνήμη της μεγάλης εκείνης θαυματουργίας ευλαβώς τε και μετά
πόθου, εις δόξαν του Αγίου Θεού και της Οσιομάρτυρος και ευεργέτιδος ημών Αγίας
Παρασκευής. Όχι δε μόνον την ετήσιον μνήμην του τοιούτου θαύματος οι τότε
Χριστιανοί παρέδωκαν εις ημάς τους μεταγενεστέρους να κάμνωμεν, αλλά δείχνοντες
την εγκάρδιον ευλάβειαν και αγάπην την οποίαν είχον εις την Αγίαν, έκτισαν και
Ναόν περικαλλή του τιμίου αυτής ονόματος, ήτοι της Αγίας Παρασκευής, κάτω εις
το χείλος της θαλάσσης, τρόπον τινά δια να κρατή εις το εξής χαλινωμένην την
αγριότητα της θαλάσσης, και να μη ορμήση άλλην φοράν να βλάψη την γείτονά της,
αλλά να μένη εις εκείνα τα όρια, τα οποία της έβαλεν εξ αρχής ο των απάντων
δημιουργός Θεός, λέγων: «Μέχρι τούτου ελεύση και ουχ υπερβήση» (Ιώβ λη: 11). Εσώζετο
δε εις πολλούς χρόνους ύστερον ο Ναός εκείνος και πολλά θαύματα και ιάματα
εγίνοντο εις αυτόν, καθώς διηγούντο οι παλαιοί. Αύτη, αγαπητοί, Χριστιανοί
είναι η διήγησις της παραδόξου και εξαισίου θαυματουργίας της Οσιομάρτυρος
Παρασκευής και αυτή είναι η ιερά υπόθεσις της σημερινής εορτής. Λοιπόν, εάν όσω
κάμνομεν ημείς του θαύματος εκείνου την ανάμνησιν, πρέπει να στοχαζώμεθα, ότι
και την σήμερον είναι ο ίδιος Θεός και ότι πάντοτε μισεί και αποστρέφεται την
παράνομον ζωήν και εκείνους οι οποίοι καταπατούσι τας εντολάς του αγίου του
Ευαγγελίου και πράττουσι τα έργα του αποστάτου διαβόλου, τους παιδεύει εξ
αποφάσεως και εδώ πολλάκις εις την παρούσαν ζωήν και εις την άλλην, απαραίτητα
και ατελεύτητα. Όταν τοιούτους στοχασμούς κάμνωμεν και τοιουτοτρόπως
πανηγυρίζωμεν ακολουθεί να αμαρτάνωμεν και ολιγώτερον, έχοντες εις τας ψυχάς
μος ένοικον τον φόβον του Θεού, και αι εορταί μας γίνονται δεκταί ειςτον Θεόν
και μας ανταμείβει την ευλάβειαν με τας θείας του ευλογίας. Λοιπόν, Χριστιανοί
αδελφοί, ας επιμελώμεθα να ζώμεν καθώς απαιτεί το χριστιανικόν μας επάγγελμα,
ας εορτάζωμεν με πόθον και ευλάβειαν την ετήσιον ταύτην ανάμνησιν της μεγάλης
ευεργεσίας, όπου έκαμεν εις την Χίον η Οσιομάρτυς και αθληφόρος του Χριστού
Παρασκευή, δια να πρεσβεύη πάντοτε υπέρ ημών των κατακρίτων εις τον φιλάνθρωπον
Κύριον· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου