Τη Δ΄ (4η) του αυτού μηνός Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου και Θεόπτου ΜΩΫΣΕΩΣ.

Μωϋσής ο Προφήτης και θεόπτης, ο υπέρτατος των φιλοσόφων και ο σοφώτατος των νομοθετών και των ιστοριογράφων απάντων ο αρχαιότατος, κατήγετο εκ φυλής Λευϊ· ο πατήρ του ωνομάζετο Αμράμ και η μήτηρ του Ιωχαβέδ, εγεννήθη δε εις την Αίγυπτον το αφοα΄ (1571) π. Χ. Εις την Αίγυπτον οι Ισραηλίται είχον εγκατασταθή από της εποχής του Ιωσήφ, όστις είχεν αναγορευθή υπό του Φαραώ αντιβασιλεύς. Ο Ιωσήφ εκάλεσεν εις την Αίγυπτον τον πατέρα του Ιακώβ και τους αδελφούς του. Έκτοτε αυτοί και οι απόγονοί των παρέμενον εις την Αίγυπτον. Μετά τον θάνατον του Ιακώβ οι Ισραηλίται επληθύνθησαν τόσον, ώστε απετέλεσαν έθνος μέγα.
Ο αγαθός εκείνος Φαραώ της Αιγύπτου, όστις είχεν ανυψώσει τον Ιωσήφ εις το αξίωμα της αντιβασιλείας, απέθανεν, ανέβησαν δε εις τον θρόνον άλλοι Φαραώ, οι οποίοι ουδέν εγνώριζον περί του Ιωσήφ. Φοβούμενος λοιπόν ένας νέος Φαραώ την αύξησιν των Ισραηλιτών εσκέφθη να καταστρέψη αυτούς δα παντός τρόπου. Όθεν κατέθλιβεν αυτούς και επέβαλλε διαφόρους σκληράς και απανθρώπους εργασίας. Αλλ’ όσω περισσότερον κατεθλίβοντο οι Ισραηλίται, τόσω περισσότερον επληθύνοντο. Τότε ο Φαραώ διέταξε τας μαίας των Εβραίων να αφήνωσι μόνον τα θηλυκά παιδία των Ισραηλιτών, όσα μαιεύουσι, τα δε αρσενικά να φονεύωσιν. Αλλ’ αι μαίαι, φοβούμεναι τον Θεόν, δεν εξετέλεσαν την σκληράν ταύτην διαταγήν. Δια τούτο ο Φαραώ οργισθείς διέταξε να ρίπτωνται εις τον ποταμόν της Αιγύπτου Νείλον όλα τα άρρενα βρέφη των Ισραηλιτών. Τότε λοιπόν η Ιωχαβέδ εγέννησε τον Μωϋσήν, όστις ήτο παιδίον ωραιότατον, η δε μήτηρ του μετά φόβου και αγωνίας έκρυπτεν αυτό τρεις όλους μήνας. Αλλ’ επειδή δεν ηδύνατο να το κρύπτη περισσότερον, το έβαλε μέσα εις εν κιβώτιον σπάρτινον το οποίον επίσσωσε, λαβούσα δε τούτο η αδελφή του παιδίου Μαριάμ, έθεσεν εις την όχθην του ποταμού και περιέμενεν εκεί πλησίον δια να ίδη τι θα απογίνη. Μετ’ ολίγον η θυγάτηρ του Φαραώ Θέρμουθιν κατέβη μετά των δούλων της εις τον ποταμόν δια να λουσθή. Είδε το κιβώτιον, και έστειλε μίαν δούλην της και το έφερεν. Ανοίξασα το κιβώτιον, είδεν εντός αυτού παιδίον, το οποίον έκλαιε. Το ελυπήθη και είπε· «Θα είναι από τα παιδιά των Εβραίων». Τότε η αδελφή του παιδίου Μαριάμ επλησίασε και είπεν εις την θυγατέρα του Φαραώ· «Θέλεις να φέρω Εβραίαν τροφόν να θηλάζη το παιδίον»; Εκείνη δε είπε· «Ναι». Αμέσως έσπευσεν η καλή αδελφή και έφερε την μητέρα της, η οποία μετά χαράς ενεκφράστου έλαβε πάλιν το παιδίον εις τας αγκάλας της και το ανέθρεψεν. Όταν δε εμεγάλωσεν, έφερεν η μήτηρ το παιδίον εις την θυγατέρα του Φαραώ, η οποία το υιοθέτησε και το ωνόμασε Μωϋσήν (υδατόσωστον), διότι εσώθη εκ του ύδατος. Ο Μωϋσής λοιπόν ανετράφη εις τα ανάκτορα του Φαραώ, όπου και εδιδάχθη όλην την σοφίαν των Αιγυπτίων επί τεσσαράκοντα έτη. Ο Μωϋσής ανδρωθείς έμεινε πιστός εις τους ομοεθνείς του, ησθάνετο δε λύπην βαθείαν βλέπων πόσον σκληρώς επιέζοντο και ετυραννούντο. Μίαν ημέραν είδεν Αιγύπτιον, ο οποίος έδερεν αδίκως Ισραηλίτην. Στρέψας δε τους οφθαλμούς του πέριξ και ιδών ότι κανείς δεν τον έβλεπεν, εφόνευσε τον Αιγύπτιον και έχωσεν αυτόν εις την άμμον. Αλλ’ η πράξις αύτη δεν έμεινε κεκρυμμένη· έγινε δε γνωστή και εις αυτόν τον βασιλέα, ο οποίος εζήτει να θανατώση τον Μωϋσήν. Δια τούτο ο Μωϋσής έφυγε και ήλθεν εις την γην Μαδιάμ. Εκεί δε πλησίον φρέατος, όπου εκάθισε δια να αναπαυθή, υπερήσπισεν ο Μωϋσής επτά παρθένους εναντίον άλλων ποιμένων, οι οποίοι ήθελον δια της βίας να εκδιώξωσιν αυτάς και να ποτίσωσιν αυτοί τα πρόβατά των. Τούτο έγινεν αφορμή να γνωρισθή ο Μωϋσής με τον πατέρα των παρθένων, τον ιερέα Ιοθόρ, ο οποίος αγαπήσας τον Μωϋσήν έδωκεν εις αυτόν την θυγατέρα του Σεπφώραν εις γυναίκα. Κατά το διάστημ τούτο οι Ισραηλίται, στενάζοντες εν τη δουλεία, επεκαλούντο εις βοήθειαν τον Θεόν, και ο Θεός δεν ελησμόνησε τον λαόν αυτού. Ενεθυμήθη την υπόσχεσιν, την οποίαν έδωκεν εις τον Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, και απεφάσισε να τους ελευθερώση. Ο δε Μωϋσής εσχόλαζε και προσηύχετο πάντοτε εις τον Θεόν και δια της μελέτης και προσευχής εκαθάριζε τον νουν και την καρδίαν του· όθεν είδε τον Θεόν εις το όρος Σινά, καθώς ήτο δυνατόν να ίδη άνθρωπος τον Θεόν και γίνεται θεατής του εν τη βάτω θαύματος, ήτις φλεγομένη και μη κατακαιομένη προεικόνιζε την εν τη Παρθένω πραγματικήν και ουσιώδη κατοίκησιν της Θεότητος. Ο Μωϋσής έβοσκε τότε τα πρόβατα του πενθερού του εις την έρημον· αναβάς δε εις το όρος Χωρήβ, πλησίον του Σινά, είδε την βάτον, η οποία εξέπεμπε φλόγας χωρίς όμως να καίηται και να χωνεύηται. Επλησίασε λοιπόν και ήκουσε φωνήν εκ της βάτου λέγουσαν· «Μωϋσή, Μωϋσή· μη πλησιάσης, διότι ο τόπος, εις τον οποίον ίστασαι, είναι άγιος. Εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ». Ο Μωϋσής εκάλυψε το πρόσωπον φοβηθείς, ο δε Κύριος είπε πάλιν προς αυτόν· «Είδον τα δεινά του λαού μου εις την Αίγυπτον και θέλω να ελευθερώσω αυτόν και να τον οδηγήσω εις γην αγαθήν, ρέουσαν γάλα και μέλι, εις την γην Χαναάν. Ύπαγε λοιπόν εις τον Φαραώ και ζήτησον την άδειαν να εξαγάγης εκ της Αιγύπτου τους Ισραηλίτας». Ο Μωϋσής εν τη ταπεινοφροσύνη του εφοβήθη ν΄ αναλάβη έργον τόσον μέγα. Αλλ’ ο Κύριος τον ενίσχυσε, βεβαιώσας αυτόν ότι θα είναι μετ’ αυτού. Ο Μωϋσής εδίσταζεν ακόμη, διότι ήτο βραδύγλωσσος και ισχνόφωνος· αλλ’ ο Κύριος τον ενεθάρρυνε και πάλιν, ειπών ότι θα δώση εις αυτόν βοηθόν τον αδελφόν του Ααρών. Ο Μωϋσής υπήκουσε· παραλαβών δε τον Ααρών ήλθεν εις την Αίγυπτον και ανήγγειλεν εις τους Ισραηλίτας τον σκοπόν της ελεύσεώς των. Παρουσιάσθησαν λοιπόν ο Μωϋσής και ο Ααρών προς τον Φαραώ και εν ονόματι του Θεού εζήτησαν να επιτρέψη εις τους Ισραηλίτας ν’ αναχωρήσωσιν εις την έρημον δια να τελέσωσιν εορτήν εις τον Θεόν. Αλλ’ ο Φαραώ απέπεμψεν αυτούς, ειπών ότι και τον Θεόν δεν γνωρίζει και τους Ισραηλίτας δεν εξαποστέλλει, διέταξε μάλιστα να τους καταπιέζωσι βαρύτερα και σκληρότερα. Ο Μωϋσής παρηγόρει τους ομοεθνείς του και τους υπέσχετο ότι ταχέως θα ελευθερωθώσι. Παρουσιάσθη δε και πάλιν εις τον Φαραώ και έκαμεν ενώπιον αυτού διάφορα έκτακτα σημεία δια να πείση αυτόν ότι από τον Θεόν εστάλη. Αλλ’ η καρδία τού Φαραώ εσκληρύνθη και δεν επείθετο. Τότε ο Θεός έστειλε δέκα μεγάλας τιμωρίας ή πληγάς κατά του Φαραώ και της χώρας του. Και εφ’ όσον μεν διήρκει η τιμωρία, ο Φαραώ ήτο έτοιμος ν’ αφήση τους Ισραηλίτας ν’ αναχωρήσωσιν· όταν δε παρήρχετο η τιμωρία, η καρδία του εσκληρύνετο έτι περισσότερον. Την τελευταίαν όμως φοβερωτέραν και σκληροτέραν τιμωρίαν εφοβήθη τόσον πολύ, ώστε επείσθη να δώση την άδειαν να αναχωρήσωσι. Και ούτως οι Ισραηλίται τετρακόσια τριάκοντα έτη μετά την υπόσχεσιν του Θεού προς τον Αβραάμ, ανεχώρησαν εξ Αιγύπτου συμποσούμενοι εις εξακοσίας χιλιάδας ανδρών χωρίς των γυναικών και των παιδίων. Ο Θεός ωδήγει τους Ισραηλίτας εις τον δρόμον των, την μεν ημέραν ως στύλος νεφέλης, την δε νύκτα ως στύλος πυρός. Αλλ’ ο Φαραώ μετανοήσας εδίωξεν αυτούς δι’ εξήκοντα εκλεκτών αρμάτων και ίππων και στρατού πολυαρίθμου. Οι Ισραηλίται είχον φθάσει εις την Ερυθράν θάλασσαν, ότε οι Αιγύπτιοι επλησίασαν. Φόβος μέγας και απελπισία κατέλαβε τους Ισραηλίτας, διότι ευρίσκοντο μεταξύ των εχθρών και της θαλάσσης. Αλλά δια της θείας βοηθείας, του Μωϋσέως πατάξαντος δια της ράβδου του την θάλασσαν, τα ύδατα της Ερυθράς θαλάσσης εσχίσθησαν εις δύο και οι Ισραηλίται διέβησαν αυτήν αβλαβώς ως δια ξηράς. Οι δε Αιγύπτιοι καταδιώκοντες αυτούς κατεποντίσθησαν, διότι, όταν διέβησαν οι Εβραίοι, εκλείσθη και πάλιν η θάλασσα. Τότε ο Μωϋσής και οι Ισραηλίται εδόξασαν από καρδίας τον Θεόν και έψαλλον την επινίκιον ωδήν του Μωϋσέως· «Άσωμεν τω Κυρίω…» (Άσωμεν τω Κυρίω, ενδόξως γαρ δεδόξασται· ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν. Βοηθός και σκεπαστής εγένετό μοι εις σωτηρίαν· ούτος μου Θεός, και δοξάσω αυτόν. Θεός του πατρός μου, και υψώσω αυτόν… Άρματα Φαραώ και την δύναμιν αυτού έρριψεν εις θάλασσαν… Η δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύϊ, η δεξιά σου χειρ, Κύριε, έθραυσεν εχθρούς… Τις όμοιός σοι εν θεοίς, Κύριε, τις όμοιός σοι…» ‘Εξοδ. ιε: 1-11), την οποίαν και μέχρι σήμερον η Εκκλησία ημών ψάλλει. Από της Αιγύπτου εις την γην Χαναάν φέρει μακρά και κατάξηρος έρημος. Επί τρεις ημέρας οι Ισραηλίται ωδοιπόρουν χωρίς να εύρωσι πουθενά ύδωρ. Όταν δε έφθασαν εις Μερράν, εύρον μεν εκεί ύδωρ, αλλ’ ήτο πικρόν και δεν ηδύναντο να πίωσι. Τότε ο λαός αχαριστών εγόγγυζε κατά του Μωϋσέως· ο Θεός όμως έδειξεν εις τον Μωϋσήν ξύλον (προεικόνισμα του Σταυρού), το οποίον έβαλεν εις το πικρόν ύδωρ και μετεβλήθη τούτο εις γλυκύ. Έπειτα ήρχισαν και πάλιν οι Ισραηλίται να γογγύζωσι κατά του Μωϋσέως και του Ααρών, διότι δεν είχον άρτον και κρέας, και έλεγον· «Είθε να απεθνήσκομεν εις την Αίγυπτον, όπου είχομεν τα πάντα εν αφθονία, μάλιστα δε τα κρέατα και τα σκόροδα και τα κρόμμυα· μας εφέρατε εις την έρημον ταύτην  δια να αποθάνωμεν της πείνης». Αλλά και πάλιν ήκουσεν ο Θεός τας δεήσεις του Μωϋσέως και έπεμπεν εις τους Ισραηλίτας όρτυγας και μάννα, το οποίον ήτο λευκόν τι φαγητόν μικρόν και στρογγύλον κι είχε γεύσιν πίττας σεμιγδαλίνου ζυμωμένης μετά μέλιτος. Επειδή δε όταν επροχώρησαν βαθύτερον έλειψε πάλιν το ύδωρ και οι Ισραηλίται εγόγγυζον πάλιν, ο Μωϋσής επεκαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, ο δε Θεός τού είπε να κτυπήση με την ράβδον του μίαν πέτραν· αφού δε έκαμε τούτο ο Μωϋσής, εξήλθεν ύδωρ άφθονον. Οι Ισραηλίται είχον και να πολεμήσωσιν εναντίον των μαχίμων και αλλοφύλων Αμαληκιτών, οι οποίοι προσέβαλον αυτούς· αλλ’ ο Μωϋσής έπεμψε κατ’ αυτών τον Ιησούν, τον υιόν του Ναυή, με εκλεκτούς άνδρας, αυτός δε προσηύχετο με εκτεταμένας τας χείρας, εις σχήμα σταυρού, τας οποίας εστήριζον ο Ααρών και ο Ωρ και ούτω κατετρόπωσαν αυτούς. Τον τρίτον μήνα, μετά την αναχώρησιν αυτών από την Αίγυπτον, οι Ισραηλίται εστρατοπέδευσαν αντικρύ του όρους Σινά. Ο Μωϋσής ανέβη εις το όρος· καλέσας δε έπειτα τους Ισραηλίτας ανήγγειλεν εις αυτούς εν ονόματι του Θεού, ότι εάν υπακούωσιν εις την φωνήν του Θεού και φυλάττωσι την Διαθήκην του, θα είναι λαός αυτού περιούσιος και εκλεκτός, ιερόν βασίλειον και έθνος άγιον. Ο λαός εδέχθη· και ο Μωϋσής παρήγγειλεν εις αυτόν να καθαρισθή και να προετοιμασθή. Την τρίτην ημέραν ηκούσθησαν από πρωϊας βρονταί, αστραπαί και νεφέλη σκοτεινή εφαίνοντο επί του όρους Σινά, φωνή σάλπιγγος ήχησε και ο λαός όλος έγινε περιδεής και έντρομος. Τότε ο Μωϋσής ωδήγησε τον λαόν κάτωθι του όρους, αυτός δε ανελθών επ’ αυτού έλαβε παρά του Θεού τας δέκα εντολάς, αι οποίαι ήσαν γεγραμμέναι επί δύο πλακών και περιείχον συντόμως τα καθήκοντα του ανθρώπου προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Επειδή όμως ο Μωϋσής έμεινεν επί του όρους Σινά τεσσαράκοντα ημέρας, ο λαός, νομίσας ότι δεν επιστρέφει πλέον, εζήτησε παρά του Ααρών θεούς, οι οποίοι να τον οδηγώσιν. Ο δε Ααρών αναγκασθείς συνέλεξε τα χρυσά ενώτια του λαού και κατεσκεύασε χρυσούν μόσχον, εις τον οποίον ο λαός εθυσίαζε και πέριξ του οποίου έτρωγε και έπινε και εχόρευεν. Όταν δε ο Μωϋσής κατέβη από το όρος κρατών εις τας χείρας του τας δύο πλάκας του Νόμου, και είδε τον χρυσούν μόσχον, ωργίσθη και έρριψε κατά γης τας πλάκας του Νόμου και τας συνέτριψε, κατέκαυσε δε και τον χρυσούν μόσχον. Έπειτα ετιμώρησε βαρύτατα τους πρωταιτίους και επέπληξεν αυστηρώς τον λαόν, ο οποίος μετενόησε δια την ασέβειάν του και ελάτρευσε πάλιν τον αληθινόν Θεόν. Ο δε Πανάγαθος Θεός εδέχθη την μετάνοιαν του λαού και συνεχώρησεν αυτόν. Τότε ο Μωϋσής ανέβη και πάλιν εις το όρος και έγραψεν επί δύο άλλων πλακών τας δέκα εντολάς καθ’ υπαγόρευσιν του Θεού και τας έδωκεν εις τον λαόν δια να τας φυλάττη. Αφού ο Μωϋσής έδωκε τας δέκα εντολάς, διέταξε τον λαόν και έφερε προς αυτόν παν ό,τι είχε χρυσούν και πολύτιμον, εξ αυτών δε κατεσκεύασε την Κιβωτόν της Διαθήκης εκ ξύλου περιχρυσωμένου έσωθεν και έξωθεν και καλυπτομένου δια χρυσών Χερουβίμ. Κατεσκεύασε δε και πολύτιμον σκηνήν, την λεγομένην Σκηνήν του Μαρτυρίου, η οποία εχρησίμευεν ως κινητός ναός. Διηρείτο δε η σκηνή εις δύο μέρη, και το μεν ενδότατον εκαλείτο Άγια Αγίων ή άδυτον, το δε έμπροσθεν ιερόν. Εντός της σκηνής εφυλάττετο η Κιβωτός της Διαθήκης, η οποία περιείχε τας δύο λιθίνας πλάκας και επί της οποίας εκρέματο χρυσή λυχνία επτάφωτος. Ίστατο επίσης εντός της σκηνής και τράπεζα χρυσή, επί της οποίας ήσαν οι άρτοι της προθέσεως και χρυσούν θυμιατήριον. Ενώπιον δε της Κιβωτού της Διαθήκης εστήθη το θυσιαστήριον, επί του οποίου προσεφέροντο αι θυσίαι, ήσαν δε αύται ή εκ ζώων έναιμοι, δι’ εκχύσεως δηλαδή του αίματος τών επί του θυσιαστηρίου σφαζομένων ζώων, ή αναίμακτοι εκ διαφόρων προϊόντων της γης. Τα της λατρείας ανέθεσεν ο Μωϋσής εις την φυλήν του Λευί. Ο Ααρών και οι απόγονοι αυτού ήσαν ιερείς, εις δε εξ αυτών αρχιερεύς. Οι ιερείς προσέφερον τας θυσίας, οι δε Λευίται διηκόνουν αυτούς. Ο Μωϋσής ώρισε και διαφόρους εορτάς, δια των οποίων ο ισραηλιτικός λαός έμελλε να φυλάττη ζωηράν την λατρείαν του αληθινού Θεού. Πλην του Σαββάτου, ήτοι της εβδόμης ημέρας της εβδομάδος, η οποία εωρτάζετο εις ανάμνησιν της καταπαύσεως του Θεού από των έργων της δημιουργίας, ο Μωϋσής ώρισε και τας εξής εορτάς: Το Πάσχα, ή εορτήν των αζύμων, εις ανάμνησιν της εξόδου των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου και την διάβασιν της Ερυθράς θαλάσσης. Την Πεντηκοστήν, εορταζομένην πεντήκοντα ημέρας μετά το Πάσχα, εις ανάμνησιν της παραδόσεως του Νόμου. Την Σκηνοπηγίαν εορταζομένην οκτώ ημέρας εις ανάμνησιν της εν τη ερήμω διαμονής των Ιουδαίων υπό σκηνάς. Την εορτήν του Εξιλασμού, κατά την οποίαν εισήρχετο ο Αρχιερεύς εις τα Άγια των Αγίων και προσέφερε θυσίαν υπέρ του λαού. Την εορτήν του Ιωβιλαίου εορταζομένην καθ’ έκαστον τεσσαρακοστόν δεύτερον έτος, το οποίον ωνομάζετο έτος αφέσεως. Ώρισεν επίσης ο Μωϋσής να αναγινώσκηται εις τον λαόν ο Νόμος ανά παν έβδομον έτος. Ώρισε τα καθήκοντα των γονέων και των τέκνων, τα καθήκοντα προς τας χήρας και τα ορφανά, προς τους πτωχούς και δυστυχείς· και πολλά άλλα καλά και ωφέλιμα διέταξε. Δι’ όλων τούτων ο Μωϋσής εζήτει προ πάντων να οδηγήση τους Ισραηλίτας εις την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον και να καταστήση αυτούς ικανούς να γίνωσιν άγιοι, καθώς Άγιος είναι ο Θεός. Οι Ισραηλίται διαμείναντες εν έτος εις την έρημον Σινά ανεχώρησαν εκείθεν και έφθασαν εις τα μεθόρια της γης Χαναάν εις την αρχήν του δευτέρου έτους. Τότε ο Μωϋσής εκλέξας δώδεκα άνδρας, ανά ένα εξ εκάστης φυλής, τους έστειλε να κατασκοπεύσωσι την γην Χαναάν. Οι άνδρες ούτοι επέστρεψαν μετά τεσσαράκοντα ημέρας και ως δείγμα της ευφορίας του τόπου έφερον μεταξύ άλλων κλήμα μετά σταφυλών, το οποίον εβάσταζον δύο άνδρες επάνω εις ξύλον. Είπον ότι είναι γη ρέουσα μέλι και γάλα, αλλ’ ότι έχει κατοίκους ρωμαλέους και πόλεις μεγάλας και ισχυράς· ότι δε κατοικούσιν εκεί και γίγαντες, προς τους οποίους αυτοί συγκρινόμενοι φαίνονται ως ακρίδες. Ταύτα ακούσαντες οι Ισραηλίται ήρχισαν να κλαίωσι και να γογγύζωσι πάλιν κατά του Μωϋσέως και να ζητώσι να εκλέξωσιν αρχηγόν δια να επιστρέψωσιν εις την Αίγυπτον. Ο Ιησούς και ο Χάλεβ, οι οποίοι εζήτουν να τους ησυχάσωσιν, εκινδύνευσαν να λιθοβοληθώσι. Ο Θεός εισακούσας τας δεήσεις του Μωϋσέως δεν ηθέλησε να καταστρέψη τον αχάριστον και ασεβή λαόν. Κατεδικάσθησαν όμως όλοι εκτός του Ιησού και του Χάλεβ ν’ αποθάνωσιν εις την έρημον πριν ίδωσι την γην Χαναάν. Ο Ααρών κατεδικάσθη να μη εισέλθη εις την γην Χαναάν, διότι εν τη αγανακτήσει του κατά του αχαρίστου λαού έδειξε ποτε ολιγοπιστίαν και ο Μωϋσής παρώξυνεν ως άνθρωπος τον Θεόν, διότι αποκρινόμενος προς τον λαόν, όστις τον εστενοχώρει, είπε με δισταγμόν· «Ακούσατέ μου, οι απειθείς· μη εκ της πέτρας ταύτης εξάξομεν υμίν ύδωρ»; (Αριθμ. κ: 10) δια τούτο δεν εισήλθε και αυτός εις την Γην της Επαγγελίας. Τεσσαράκοντα όλα έτη έμειναν οι Ισραηλίται εις την έρημον. Καθ’ όλον δε το μακρόν τούτο διάστημα εγόγγυζον διαρκώς εναντίον του Μωϋσέως και ηνώχλουν αυτόν και ελύπουν. Ο Κορέ, εκ της φυλής Λευϊ, ο Δαθάν και Αβειρών, εκ της φυλής Ρουβήν και 250 εκλεκτοί άνδρες εστασίασάν ποτε εναντίον του Μωϋσέως, αλλ’ ετιμωρήθησαν πάντες παρά του Θεού δια θανάτου. Και όλος δε ο λαός, υπομένων διαφόρους κακουχίας και στερήσεις, εξηγείρετο εναντίον του Μωϋσέως και Ααρών, αλλ’ ετιμωρείτο δια την απιστίαν αυτού και αχαριστίαν. Εν τούτοις έφθασαν οι Ισραηλίται εις τα σύνορα της Παλαιστίνης. Εκεί δε ο Ααρών, αναβάς μετά του Μωϋσέως εις το όρος Ωρ, απέθανε και ο λαός τον επένθησε τριάκοντα ημέρας. Ενώ οι Ισραηλίται εξηκολούθουν την πορείαν των, οι βασιλείς των Αμορραίων και της Βασάν εξεστράτευσαν εναντίον αυτών, αλλ’ οι Ισραηλίται τους ενίκησαν και εκυρίευσαν και τας χώρας των. Και οι Μαδιανίται αντεστάθησαν, αλλά και τούτους ενίκησαν οι Ισραηλίται. Είχον ήδη καταλάβει οι Ισραηλίται την αριστεράν όχθην του Ιορδάνου και τίποτε πλέον δεν ημπόδιζεν αυτούς να εισέλθωσιν εις την Γην της Επαγγελίας. Όταν δε ο Μωϋσής έφθασεν εις την Γην της Μωάβ συνεκάλεσε τον λαόν και απηρίθμησε τας ευεργεσίας του Θεού προς αυτόν και τον προέτρεψε να μένη πιστός εις τον αληθινόν Θεόν και να φυλάττη τας εντολάς αυτού. Αφού δε, κατά διαταγήν του Θεού, διώρισε διάδοχόν του τον Ιησούν τον υιόν του Ναυή και παρουσίασεν αυτόν εις τον λαόν, ηυλόγησε δια τελευταίαν φοράν μίαν εκάστην φυλήν ιδιαιτέρως, αναβάς δε έπειτα εις την κορυφήν Φασγά του όρους Ναβαύ της Μωάβ· είδε μακρόθεν την γην Χαναάν, την οποίαν του έδειξεν Άγγελος Κυρίου και εκεί απέθανε. Και έθαψαν αυτόν οι Ισραηλίται εις την πεδιάδα Μωάβ, και τον έκλαυσαν τριάκοντα ημέρας. Ο Μωϋσής απέθανεν εις ηλικίαν 120 ετών περί το 1451 π. Χ. Ούτε οι οφθαλμοί του είχον αμαυρωθή, ούτε η δύναμίς του είχεν ελαττωθή. Υπέμεινε πολλάς θλίψεις και δοκιμασίας, αλλ’ εις τα δεινά ευρισκόμενος ήλπιζεν εις τον Θεόν, του οποίου την βοήθειαν μετά πίστεως επεκαλείτο και ελάμβανεν. Ο Μωϋσής συνέγραψε και τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία και Πεντάτευχος καλούνται. Τούτου είναι επίσης αι εκ της Παλαιάς Διαθήκης δύο πρώται της Στιχολογίας Ωδαί: «Άσωμεν τω Κυρίω κτλ» περί της οποίας εγράψαμεν ανωτέρω και το «Πρόσεχε, Ουρανέ, και λαλήσω κτλ.», εκ των οποίων την μεν πρώτην έψαλε παρά τον αιγιαλόν της Ερυθράς θαλάσσης ευθύς μετά την διάβασιν αυτής, ως ανωτέρω είπομεν, την δε δευτέραν επί την γην Μωάβ, προ της τελευτής αυτού ολίγας ημέρας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου