Τη ΙΕ΄ (15ην) του μηνός Σεπτεμβρίου, ο Όσιος ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ο κτίτωρ της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος της επονομαζομένης Σουρβίας, εν ειρήνη τελειούται.

Γεράσιμος ο μέγας πατήρ ημών ο κτίτωρ της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος Σουρβίας, πατρίδα είχε την Πελοπόννησον καταγόμενος από χωρίον Λεοντάρι καλούμενον. Ούτος, αφού απεγαλακτίσθη και έγινεν οκτώ ετών, τον έβαλον οι γονείς του εις διδάσκαλον, δια να μάθη τα ιερά γράμματα, τα οποία με δεξιότητα φύσεως και με επιμέλειαν, εις ολίγου καιρού διάστημα, τα έμαθε και τα μετεχειρίσθη ως ένα διδάσκαλον άριστον, εις το να απολαύση εκείνα τα οποία διδάσκουν τα ιερά αυτά γράμματα, ήτοι την ουράνιον βασιλείαν.
Επειδή και έδωκεν όλον τον εαυτόν του εις την ανάγνωσιν των Βίων των Αγίων, και μάλιστα των Οσίων Πατέρων, τους οποίους ζηλώσας και θέλων να τους μιμηθή, απέρριψε την ματαίαν φροντίδα του κόσμου και εμίσησε σάρκα, κόσμον και κοσμοκράτορα, υποκλίνας τον αυχένα εις τον ελαφρόν ζυγόν της ευαγγελικής ζωής, σταυρώσας την σάρκα συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις· διο και ηδύνατο κατά αλήθειαν να λέγη το του Αποστόλου Παύλου· «Εμοί δε κόσμος εσταύρωται, καγώ τω κόσμω». Όταν έφθασεν εις άνδρα τέλειον και μέτρον ηλικίας, κατά το δη λεγόμενον, επειδή και ως έξω κόσμου ζων και όλως του Πνεύματος γεγονώς, κατά την εντολήν του θείου Αποστόλου την λέγουσαν· «Ει ζώμεν πνεύματι, πνεύματι και στοιχώμεν», έλαβε την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, χειροτονηθείς βαθμηδόν Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος, έπειτα ως άλλος Πατριάρχης Αβραάμ ήκουσε με τα νοητά ώτα της ψυχής: «Έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου, και δεύρο εις την γην ην αν σοι δείξω», το οποίον όχι μόνον ήκουσε καθώς και άλλοι τινές το ήκουσαν μόνον, αλλ΄και το ετελείωσε· και φεύγων δεν εστράφη να ιδή όπισθεν, φοβούμενος το υπόδειγμα της του Λωτ γυναικός, αλλ’ ως διψώσα έλαφος έτρεχε την οδόν την ευθείαν, την φέρουσαν εις την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ· και φθάσας εις αυτήν με πολλήν ευλάβειαν επροσκύνησε τους Αγίους Τόπους και λαβών την παρ’ αυτών αγιότητα και δύναμιν, εξήλθεν εκ της Ιερουσαλήμ, καθώς τον παλαιόν καιρόν οι θείοι Απόστολοι, καθωπλισμένος την πύρινον γλώσσαν, την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Διερχόμενος δε πόλεις και χώρας, εκήρυττε λέγων: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών». Από τότε δε έδωκεν όλον τον εαυτόν του εις νηστείας, εις αγρυπνίας και εις προσευχάς, ώστε ηδυνήθη να λέγη· «Ζω δε ουκ έτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Περιερχόμενος δε τας ρηθείσας πόλεις, ως νέος Απόστολος, έφθασε και έως τα μέρη της Δημητριάδος. Η Δημητριάς ήτο πόλις πλησίον του σημερινού Βόλου· επειδή δε εκτίσθη από τον βασιλέα Δημήτριον, ωνομάσθη Δημητριάς. Έχει δε νυν χωρία πολυάνθρωπα και χριστιανικώτατα. Άνωθεν αυτής της Δημητριάδος κείται χωρίον ή, καλλίτερον να είπω, πόλις επ’ όρους κειμένη ευαγγελικώς ονομαζομένη Μακρυνίτσα. Έλαβε δε την ονομασίαν αυτήν από την εξής αιτίαν: Προ του να κτισθή η πόλις αύτη εις το ρηθέν όρος, ήτο εκεί Μοναστήριον, και ωνομάζετο της Παναγίας της Μακαριωτίσσης. Όταν δ’ εκυριεύθη ο τόπος αυτός από την αντίχριστον βασιλείαν των Τούρκων, από τας πολλάς καταδρομάς κατεστράφη το Μοναστήριον, και έμεινε μόνος ο Ναός, ο οποίος και μέχρι του νυν διαμένει, επ’ ονόματι της Κυρίας Θεοτόκου τιμώμενος, στερεός κατά πολλά. Συνήχθησαν όθεν και έκτισαν οικίας οι άνθρωποι πέριξ της Εκκλησίας και κατ’ ολίγον συνεκροτήθη αρκετή πόλις πολυάνθρωπός τε και φιλόχριστος. Η νέα αύτη πόλις ωνομάσθη Μακαριώτισσα, λαβούσα την ονομασίαν εκ της Εκκλησίας της Κυρίας Θεοτόκου. Παραφθαρείσα δε η λέξις, αντί Μακαριώτισσα, εκλήθη Μακρυνίτσα, ως αληθώς αφιερωμένη εις την Κυρίαν Θεοτόκον, την οποίαν διαφυλάττει η Κυρία Θεοτόκος και συντηρεί ως ιδικήν της κληρονομίαν, με τον προπάτορά της Δαβίδ λέγουσα· «Αύτη η κατάπαυσίς μου εις αιώνα αιώνος, ώδε κατοικήσει η χάρις μου, ότι ηρετισάμην αυτήν· την θύραν αυτής ευλογήσω, τους πτωχούς αυτής χορτάσω άρτον, και οι κατοικούντες εν αυτή αγαλλιάσει αγαλλιάσονται». Εις τα όρια της πόλεως αυτής, έως δύο ωρών διάστημα, ήτο τότε και είναι μέχρι του νυν εν Μοναστήριον κατά πολλά ήσυχον και ειρηνικόν, τιμώμενον εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, το οποίον έκτισεν εκ βάθρων ο Όσιος Διονύσιος, ο κτίτωρ της εν Ολύμπω Μονής ονομάζεται δε το Μοναστήριον Σουρβία. Εις το οποίον Μοναστήριον ελθών ο Όσιος Πατήρ ημών Γεράσιμος απεφάσισε να μείνη εκεί, επειδή του ήρεσε κατά πολλά το ήσυχον του τόπου και το ευκραές, και έμεινεν αγωνιζόμενος τον καλόν αγώνα της εναρέτου ζωής. Όσας δε προσευχάς, νηστείας και χαμευνίας έκαμνεν, μόνος ο καρδιογνώστης Θεός γνωρίζει. Δια τας πολλάς τού Οσίου Γερασίμου αρετάς, τον ηξίωσεν ο Θεός να κάμνη και θαύματα έτι ζων, και τον έκαμεν ονομαστόν εις όλα εκείνα τα χωρία. ΚΚαι καθώς δεν είναι δυνατόν να κρυφθή πόλις επάνω όρους κειμένη, κατά τον ευαγγελικόν λόγον, ούτω και ο Πατήρ ημών Γεράσιμος εφάνη εις όλους, ότι ήτο ενάρετος και άνθρωπος φοβούμενος τον Θεόν. Του οποίου την φήμην ακούσασα και μία γυνή στείρα, από χωρίον ονομαζόμενον Κερασέα, ήλθε προς αυτόν τον Άγιον χαίρουσα και παρακαλούσα να εισακούση την δέησίν της, και πεσούσα εις τους πόδας του Αγίου έλεγε· «Βοήθει μοι, Άγιε του Θεού, και ευλόγησόν με να κάμω παιδίον»· ο δε Άγιος πρώτον μεν, ως ταπεινός όπου ήτο, δεν ηθέλησε να εισακούση την δέησίν της, αλλά με σχήμα ταπεινόν και ευλαβητικήν φωνήν της είπεν· «Ύπαγε, τέκνον μου, εις τον οίκον σου και ο Θεός ας σε ευλογήση· διότι εγώ δεν είμαι άξιος να σε ευλογήσω, ως άνθρωπος αμαρτωλός». Πλην εκείνη δεν ηθέλησε να εισακούση και να φύγη, αλλά περισσότερον παρεκάλει. Ευσπλαγχνισθείς τέλος ο Άγιος της γυναικός τα δάκρυα, της είπεν· «Ύπαγε, ο Θεός σε ηυλόγησε και θα κάμης τρία παιδιά». Τότε η γυνή επήρε συγχώρησιν και ανεχώρησεν από τον Άγιον με πίστιν και ευλάβειαν. Όταν δε ανεχώρησεν η γυνή, έπεσεν ο Άγιος εις προσευχήν προς τον Θεόν περί της γυναικός. Εισήκουσε δε ο Θεός την δέησιν του δικαίου και εχάρισε της γυναικός εκείνο όπου εζητούσεν, αποκτήσασα εν καιρώ τρία παιδία, και τα τρία αρσενικά. Και το μεν πρώτον το ωνόμασαν Διαμαντήν, το δε άλλον Ιωάννην και το τρίτον Τριαντάφυλλον. Μοι φαίνεται ότι και αυτή η ονομασία των παίδων δεν έγινε χωρίς πρόνοιαν Θεού, αλλά φαίνεται να έχη κάτι τι απόκρυφον μυστήριον της του Θεού προνοίας. Το Ιωάννης ερμηνεύεται χάρις, η αίτησις του Οσίου όπου ήτο περί παίδων, εδόθη προς τον Άγιον ως μία χάρις εστεφανωμένη, ως μία χάρις αδαμαντοκόλλητος και ροδοστεφής, ως αληθώς στέφανος θείος και άξιος να δίδηται εις όσους έλαβον την Χάριν του Θεού, καθώς ο θείος Γεράσιμος. Άλλην φοράν ηθέλησεν ο Άγιος να υπάγη εις πόλιν καλουμένην Αγυιάν, και διαβαίνων την εκείθεν του Μοναστηρίου λίμνην, την ονομαζομένην Κάρλαν, η οποία εξάγει πολλούς ιχθύς, έτυχε και ήτο ημέρα Παρασκευή, εύρε δε τους αλιείς αλιεύοντας δια να φάγωσι. Τούτους ενουθέτησε λέγων εις αυτούς, ότι δεν είναι πρέπον και νόμιμον οι Χριστιανοί να τρώγουν ιχθύς την Τετάρτην και την Παρασκευήν, επειδή είναι εμποδισμένον από τους Αγίους Αποστόλους και από τους Αγίους Πατέρας μας. Προσέτι τους είπε και τον Κανόνα του μεγάλου Αθανασίου· «Συσταυροί τον Κύριον τοις Ιουδαίοις ο εσθίων ιχθύας Τετάρτην και Παρασκευήν». Οι δε, ως βάρβαροι και απαίδευτοι, δεν ήκουσαν την συμβουλήν του Αγίου, αλλά με μεγάλην αναισχυντίαν είπον προς αυτόν τον ίδιον λόγον, τον οποίον και έως την σήμερον πολλοί κοσμικοί προς τους Πατέρας λέγουσιν, όταν τους νουθετώσιν· «Αυτά εγράφησαν δια τους Μοναχούς και όχι δια ημάς τους κοσμικούς». Όθεν ζήλω θείω κινηθείς και ο ζηλωτής Γεράσιμος, είπε προς αυτούς· «Επειδή και την δωρεάν του Θεού, τους ιχθύς τους οποίους έδωκε δια κυβέρνησίν σας, μεταχειρίζεσθε σεις εις καταφρόνησιν του θείου νόμου, παρακαλώ τον Θεόν να τους αφανίση και πλέον να μη εξάγητε, να ξηρανθή δε και η λίμνη». Το οποίον και έγινε, ξηρανθείσης της λίμνης επί τινα καιρόν. Άλλοτε πάλιν διέβαινεν ο Άγιος από χωρίον Λιβάδιον καλούμενον· επειδή δε επλησίαζε προς το εσπέρας, κατέλυσεν εις φίλον του Ιερέα, Γεώργιον ονόματι· αφού δε εδείπνησεν, ηγέρθη ν’ αναγνώση με μεγάλην προσοχήν και ευλάβειαν το Απόδειπνόν του. Επειδή όμως το χωρίον είναι πλησίον του βάλτου, είχε και πολλούς βατράχους, οι οποίοι κατά την εποχήν εκείνην με μεγάλας φωνάς εφώναζον κατά την συνήθειάν των. Όθεν ο Άγιος, μη υποφέρων την σύγχυσιν όπου επροξενούσεν η θορυβώδης των βατράχων βοή, τους κατηράσθη και έμειναν σιωπώντες, έως ότου πάλιν άλλοτε έτυχε και διέβαινεν ο Άγιος από εκεί, και έμεινε πάλιν εις του αυτού Ιερέως Γεωργίου του ρηθέντος φίλου του, και αστεϊζόμενος του είπε· «Πάτερ Γεώργιε, διατί δεν λαλούσι τα αηδόνια του τόπου σας πλέον»; Ο δε είπε προς αυτόν· «Άγιε του Θεού, είναι τώρα τρία έτη, από τότε όπου τα κατηράσθης, και πλέον δεν ελάλησαν». Είπε δε ο Άγιος· «Ας λαλήσουν τώρα να τα ακούσωμεν», και ευθύς ελάλησαν ως το πρότερον. Συνήθειαν είχεν ο Άγιος και εσύχναζεν εις χώραν καλουμένην Βελεστίνον, είχε δε εν κελλίον μικρόν πλησίον εις την Εκκλησίαν, ένθα ήτο και η συνοικία των Χριστιανών, υπάρχον και έως την σήμερον και ονομαζόμενον του Αγίου Γερασίμου. Όθεν ησύχαζεν εκεί μερικάς ημέρας και εξωμολόγει τους εκείσε Χριστιανούς, και τους ενουθέτει τα προς σωτηρίαν. Μίαν δε των ημερών κατηγόρησε πολύ τους Κληρικούς δια τα εκκλησιαστικά, επειδή ήσαν άτακτοι εις αυτά. Οι δε αυθάδεις τον ασχημολόγησαν και πολύ τον κατηγόρησαν. Ο δε νέος Ελισσαίος κατά την χάριν, τους κατηράσθη λέγων· «Να έλθη μέγας λυσσών λύκος εις την οικίαν σας να σας δαγκάση, να αποθάνητε», το οποίον και έγινε, καθώς το γνωρίζουν και μέχρι σήμερον πολλοί. Θαύμα παρόμοιον προς το του Προφήτου Ελισσαίου, ο οποίος μη υποφέρων την κατηγορίαν των παιδίων, τα οποία τον περιέπαιζον, κατηράσθη αυτά, και εξήλθον δύο άρκτοι και κατεξέσχισαν εξ αυτών τεσσαράκοντα δύο, δια σωφρονισμόν των λοιπών πατέρων, οίτινες δεν διδάσκουν τα τέκνα των, να μη κατηγορούν τους Προφήτας και τους λοιπούς Αγίους. Τον όμοιον τρόπον μετεχειρίσθη και ο θαυμαστός Γεράσιμος δια σωφρονισμόν των λοιπών ατάκτων Κληρικών. Ευρισκόμενος εκεί εις το Βελεστίνον ο Όσιος και αγωνιζόμενος εις το κελλίον του κατά την συνήθειάν του, εγνώρισε τον θάνατόν του, και θέλων να υπάγη εις το Μοναστήριόν του δια να δώση το κοινόν χρέος και να ταφή το σώμα του εις την Ιεράν Μονήν της Ομοουσίου και ζωοποιού Τριάδος, έστειλεν εν γράμμα εις τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου. Ο δε Ηγούμενος ευθύς ως έλαβε το γράμμα του έστειλε τον ημίονον, ανέβη δε ο Άγιος και ανεχώρησε κρυφίως· διότι οι Βελεστινιώται δεν τον άφηναν να φύγη, θέλοντες να τον έχουν εις την χώραν των, δια να συγχωρηθή το σφάλμα όπερ έκαμον εις αυτόν οι άτακτοι Κληρικοί και τον εκακολόγησαν· όμως έφυγε κρυφίως ο Άγιος. Όταν δε έφθασεν εις το χωρίον ονομαζόμενον Ριζόμυλον, αντελήφθησαν την αναχώρησίν του και έσπευσαν προς αυτόν, ο δε Όσιος Πατήρ ημών Γεράσιμος με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος εγνώρισε τον ερχομόν των, και κατέβη του ημιόνου ευθύς, και έπεσεν εις προσευχήν. Έγινεν όθεν μεγάλη τρικυμία, αστραπαί και βρονταί πολλαί, βροχή και χάλαζα τόσον πολλή, ώστε εγύρισαν οπίσω άπρακτοι· ο δε Άγιος έφθασεν εις το Μοναστήριον και μετ’ ολίγας ημέρας ήλθον από το Βελεστίνον και εζήτησαν συγχώρησιν, δια την ατιμίαν όπου έκαμον εις αυτόν οι Κληρικοί των. Ο δε Άγιος χριστομιμήτως τους έδωσε την συγχώρησιν, και τους είπε, ότι δεν πρέπει να αυθαδιάζουν εις τους εκκλησιαστικούς ανθρώπους, διότι επαγγέλλονται ότι είναι του Κλήρου, αλλά πρέπει να δέχωνται τον έλεγχον των πνευματικών και να μη κάμνουν αταξίαν εις τα εκκλησιαστικά· επειδή αυτή η ατιμία αναφέρεται εις την κεφαλήν της Εκκλησίας, ήτις εστίν ο Χριστός, και αυτός ο Χριστός κάμνει και την εκδίκησιν, καθώς το είδετε προ ολίγου, και δια σωφρονισμόν σας επαίδευσε με θάνατον εκείνους οίτινες όχι προς εμέ, αλλ’ εις αυτόν τον Θεόν έπταισαν. Λοιπόν προσέχετε και έχετε μεγάλην ευλάβειαν εις τους ιερωμένους και μεταξύ σας την αδελφικήν αγάπην, διότι χωρίς την αγάπην δεν δύναταί τις να αξιωθή της Βασιλείας του Θεού. Αυτά και άλλα περισσότερα τους είπεν ο Όσιος, οι οποίοι πληροφορηθέντες ότι έλαβον την ευχήν του Αγίου και ασπασάμενοι την αγίαν του δεξιάν, ανεχώρησαν εις την χώραν των. Προσκαλεσάμενος τότε ο Άγιος πάσαν την αδελφότητα ήρξατο λέγων προς αυτούς ταύτα· «Αδελφοί και Πατέρες, ευλογητός ο Θεός, όστις δια την άφατον αυτού ευσπλαγχνίαν έχει να ελευθερώση σήμερον την αμαρτωλήν μου ψυχήν από την φυλακήν (από τούτον, λέγω, τον κόσμον)· και δια τούτο παρακαλώ υμάς να ενθυμηθήτε την εντολήν του Δεσπότου μας Χριστού, όστις λέγει· «Άφετε και αφεθήσεται υμίν», και να δώσετε εις εμέ την συγχώρησιν, εάν ποτε σας έπταισα. Και είμαι βέβαιος ότι έπταισα ως άνθρωπος, όχι άπαξ, αλλά πολλάκις και λέγω και εγώ εις την αγιωσύνην σας το «Ο Θεός συγχωρήσαι υμίν τα όσα εις εμέ ως άνθρωποι επταίσατε». Προσέχεται, αδελφοί, να μη παραβαίνετε τας εντολάς του Θεού, να αγαπάτε την προσευχήν, διότι είναι ομιλία ανθρώπου με τον Θεόν, να μη αμελήτε του κανόνος σας, να έχετε την αγάπην μεταξύ σας, να συντρέχητε εις την εξομολόγησιν, διότι είναι το κλειδί του Παραδείσου, και καθώς χωρίς του κλειδίου είναι αδύνατον να ανοιχθή η θύρα, ούτω και ο άνθρωπος, χωρίς εξομολόγησιν είναι αδύνατον να εισέλθη εις την Βασιλείαν των ουρανών. Προσέχετε και τούτο καλώς, όσοι έχετε ιερωσύνην, διότι ο λαμβάνων χρήματα και συγχωρών αμαρτίας είναι διάβολος. Ομοίως και όσοι δίδουν χρήματα δια να αγοράσωσι την συγχώρησιν των αμαρτιών των, διότι η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος δεν αγοράζεται με χρήματα, αλλά δίδεται δωρεάν εις τους ευλαβείς και φοβουμένους τον Κύριον, και εις εκείνους όπου έρχονται μετά πίστεως και φόβου Θεού εις το λουτρόν της εξομολογήσεως. Όσοι δε νομίζουσιν ότι η άφεσις των αμαρτιών αγοράζεται με χρήματα, άλλην χάριν δεν θα λάβωσι, παρά εκείνην την οποίαν έλαβεν ο Σίμων ο μάγος, προς τον οποίον ο μέγας Απόστολος Πέτρος με θυμόν είπε· «Το αργύριόν σιυ είη συν σοι εις απώλειαν, ότι ενόμισας την δωρεάν του Θεού δια χρημάτων κτάσθαι». Ακόμη σας παρακαλώ να μη ανακατώνεσθε εις κοσμικάς φροντίδας, αλλά να είσθε όλως διόλου προσηλωμένοι εις τον φόβον του Θεού, και να ενθυμήσθε την μνήμην του θανάτου· διότι είπεν εις των παλαιών Αγίων Πατέρων μας· «Όστις συχνάκις διαλογίζεται τον θάνατον ουδέποτε αποθνήσκει, και όστις ουκ ενθυμείται τον θάνατον, και ζων έτι απέθανε». Πιστεύσατέ μοι, αδελφοί Άγιοι, ότι νυχθημερόν μελετών τον θάνατον, πολλήν ωφέλειαν έλαβον εν εμοί». Ταύτα και έτερα ειπών προς τους Πατέρας ο Όσιος και νουθετήσας αυτούς πατρικώς, παρέδωκεν εις χείρας του Θεού την αγίαν του ψυχήν τη 14η Σεπτεμβρίου. Όπερ δεν έγινεν άνευ λόγου, αλλά κατά θείαν οικονομίαν. Επειδή αυτός εσταύρωσε την σάρκα συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις, και όλος ο Βίος του ήτο μία εκούσιος σταύρωσις, νέκρωσις δηλαδή των παθών, πρέπον και δίκαιον ήτο, και κατ’ αυτήν την σεβασμίαν ημέραν της παγκοσμίου εορτής της Υψώσεως του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού να υψωθή προς τας αιωνίους Μονάς, ο υψηλός την αρετήν και μετάρσιος και ουρανόφρων Γεράσιμος, να προστεθή εις τον χορόν των Αποστόλων ο νέος Απόστολος και κήρυξ της εναρέτου ζωής και διδάσκαλος. Εις τον χορόν των Προφητών και ηξιωμένος του προορατικού. Εις τον χορόν των Οσίων, ως Όσιος κεκοσκημένος και πράξει και θεωρία. Εις τον χορόν των Μαρτύρων, διότι όλος ο Βίος του υπήρξεν εκούσιον Μαρτύριον, έχων την πάλην ουχί προς «αίμα και σάρκα, κατά τον θείον Απόστολον, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας»· εις τον χορόν των Δικαίων, διότι ως φοίνιξ ήνθησεν εις τον παρόντα αιώνα, και απλώς ειπείν ισοστάσιος εγένετο των Αγίων Αγγέλων ο συνυμνών και συνδοξάζων μετ’ αυτών την ομοούσιον Τριάδα. Οι δε Πατέρες της Μονής τα νενομοθετημένα άπαντα ποιήσαντες εις το άγιον λείψανον, ενεταφίασαν αυτό εντίμως. Μετά δε καιρόν ποιήσαντες ανακομιδήν, εύρον τα τίμια λείψανα του Όσίου πάσης ευωδίας και θείας Χάριτος ανάπλεα, τα οποία ήσαν και είναι ποταμός ιαμάτων, εξ ων να διηγηθώμεν μερικά εν συντομία. Πολλοί δαιμονιζόμενοι δια πρεσβειών του Αγίου έλαβον την υγείαν των. Εις τα πέριξ χωρία του Μοναστηρίου μίαν φοράν έπεσεν ακρίς, και κατέφθειρε τα γεννήματα όλα· μη λεχοντες δε τι να κάμωσιν οι άνθρωποι των χωρίων, και που να εύρουν την θεραπείαν, έτρεξαν εις τον Άγιον, και λαβόντες την αγίαν αυτού κάραν έψαλαν αγιασμόν, και ευθύς εχάθησαν αι ακρίδες και έγιναν άφαντοι. Άλλοτε δε πάλιν εις την Σκόπελον συνέβη θανατικόν εις τους ανθρώπους, εις δε τας αμπέλους επέπεσον βλαβερά έντομα, και ακούοντες τα θαύματα του Αγίου οι Σκοπελίται, έστειλαν και έφεραν την αγίαν κάραν του Αγίου· και ευθύς ως ήλθεν η αγία κάρα εις το νησί επάνω, έπαυσε το θανατικόν, και ουδείς απέθανε πλέον, και τα έντομα εχάθησαν, ως τε πάντες έλεγον μετ’ εκπλήξεως· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού»· Με μεγάλην δε τιμήν και ευλάβειαν δεξιωθέντες οι Σκοπελίται τον Άγιον, και με αργυράν θήκην κοσμήσαντες την αγίαν του κάραν, την εξαπέστειλαν εις την σεβασμίαν αυτού Μονήν. Μετά δε ικανόν καιρόν εις εν χωρίον πλησίον του Αγίου Γεωργίου, υπαγόμενον εις την Κοινότητα Αγίου Γεωργίου, ονομαζόμενον Πινακάταις, συνέβη ασθένεια θανατηφόρος, την οποίαν κάκιστα η δεισιδαιμονία των ανθρώπων απέδιδεν εις βρυκόλακας· τούτο όχι μόνον να το λέγη τις, αλλά και να το φαντάζηται είναι κακόν. Διότι ο διάβολος δεν έχη εξουσίαν να έμβη μέσα εις το σώμα το ανθρώπινον και να πλανά το πλάσμα του Θεού, τον άνθρωπον· γίνεται δε φανερόν τούτο και από το ιερόν Ευαγγέλιον, όπερ λέγει, ότι οι δαίμονες δεν έχουν εξουσίαν να έμβουν μέσα εις τους χοίρους. Λοιπόν εάν και εις τον χοίρον, όστις είναι εικών της αμαρτίας, δεν έχη άδειαν να έμβη ο διάβολος, πόσω μ΄λλον δεν έχει εξουσίαν να έμβη μέσα εις τον νεκρόν άνθρωπον, όστις είναι κατ’ εικόνα Θεού. Πλην η απιστία των ανθρώπων απομακρύνει τον Θεόν από τους ανθρώπους, και η απομάκρυνσις από του Θεού προξενεί τα τοιαύτα· ο δε διάβολος παρατηρεί τον καιρόν κατά τον οποίον επιπίπτει τοιαύτη ασθένεια προερχομένη από την πίεσιν του αίματος, και εις αυτόν τον καιρόν της τοιαύτης ασθενείας παρουσιάζει φλόγας εις τον αέρα και άλλα παρόμοια σημεία δια να πλανά τον κόσμον, από τα οποία επλανήθησαν και οι άνθρωποι εκείνοι, οίτινες ήσαν εις τους Πινακάταις, και έλεγον ότι βρυκόλακες πνίγουν τους ανθρώπους. Πλην απέθανον από την φοβεράν εκείνην ασθένειαν του αίματος, άνθρωποι είκοσι πέντε, των οποίων η ασθένεια ήτο τοιαύτη· αίμα έτρεχεν από την ρίνα και από το στόμα των και απέθανον. Μη έχοντες δε τι ν κάμουν οι Πινακατιώται, έστειλαν με ευλάβειαν μεγάλην και έφεραν την κάραν του γίου και με μεγάλην ευλάβειαν ψάλλοντες μεγάλην αγρυπνίαν, ύστερα έκαμαν εκτενή λιτανείαν και έπαυσεν ευθύς η ασθένεια, από δε τους ασθενείς κανείς δεν εβλάβη πλέον, και ουδέ έως την σήμερον η τοιαύτη ασθένεια ηκούσθη πλέον εις Πινακάταις. Δοξάζεται δε παρ’ αυτών ο θαυματουργός Γεράσιμος, και προ τούτου ο ενδοξαζόμενος εν τοις Αγίοις αυτού και φοβουμένοις αυτόν Κύριος. Έπρεπε δε κατά το γεγραμμένον και αι γλώσσαι και τα στόματα όλων να γίνωσιν όργανα δια να διηγηθούν τα εν τη Μακρυνίτση τελεσθέντα παρά του Οσίου πατρός ημών Γερασίμου θαύματα. Αλλ’ επειδή είναι αδύνατον, τα αφήνω και διηγούμαι εκ των πολλών ολίγα, φανερώνων, κατά την παροιμίαν, εξ όνυχος τον λέοντα και το ύφασμα εκ του κρασπέδου. Ήτο μία γυνή εις την Μακρυνίτσαν, ήτις εκεί όπου εκάθητο μίαν ημέραν εργαζομένη εις το εργόχειρόν της, της εφάνη αίφνης, ότι ήλθον έμπροσθέν της τινές μαύροι άνδρες, και ως τους είδεν από τον φόβον της έπεσε χαμαί, έμεινεν άφωνος, ήφριζε και έτριζε τους οδόντας· οι δε γονείς της στοχαζόμενοι ότι είναι εκ δαίμονος, έτρεξαν μετ’ ευλαβείας και έφεραν την κάραν του Αγίου, και ευθύς ως έψαλαν αγιασμόν και ερράντισαν την δαιμονιζομένην και ατακτούσαν εκείνην γυναίκα, ω του θαύματος! ευθύς έλαβε την υγείαν της, αναχωρήσαντος του δαίμονος. Άλλοτε πάλιν εις την αυτήν χώραν παιδίον έως δεκαπέντε ετών επειράζετο και αυτό από πολύν καιρόν από δαιμόνιον, και οι γονείς του μη έχοντες τι να κάμουν, κατέφυγον και αυτοί εις τον έτοιμον ιατρόν, τον μέγαν, λέγω, Γεράσιμον, και ευθύς ως ήλθεν η αγία του κάρα εις την οικίαν του δαιμονιζομένου παιδός και έψαλαν αγιασμόν, ηλευθερώθη παραχρήμα το παιδίον και έγινεν υγιές, δοξάζον τον Θεόν και τον Άγιον. Άλλην πάλιν φοράν οι Μακρυνιτσιώται έστειλαν και έφεραν την κάραν του Οσίου δια να ψάλουν αγιασμόν εις τους αγρούς των· αφού δε έψαλαν τον αγιασμόν, ο Ιερομόναχος κατά την τάξιν περιεφέρετο εις τους αγρούς, ραντίζων με τον αγιασμόν, και ιδού εφάνη εις μεγάλος όφις έμπροσθέν του, τον οποίον ο Ιερομόναχος ερράντισε με τον αγιασμόν, και ευθύς έμεινε νεκρός και ασάλευτος· με αυτό το ίδιον αγίασμα ραντισθείς εις Χριστιανός, όστις είχεν ασθένειαν, ήτοι πανάδαν εις τους οφθαλμούς, ω του θαύματος! παραχρήμα ανέβλεψεν. Ακόμη και εις τα χωρία όπου ονομάζονται Συρτάδες και Χατζήμησι, ήσαν ποτέ ποντικοί τόσον πολλοί, ώστε όλως ηφάνισαν τα σπαρτά των· οι δε χωρικοί μετά πάσης προθυμίας προσεκάλεσαν το άγιον λείψανον, και έκαμαν αγρυπνίαν, και μετά την θείαν Λειτουργίαν έψαλαν αγιασμόν, έπειτα εξήλθον εις τους αγρούς και ερράντισαν τα σπαρτά δια του αγιάσματος, όσοι δε αρουραίοι ποντικοί εφάνησαν εκείνην την ώραν και έπεσεν επάνω των αγίασμα, ευθύς εψόφησαν, λαβών δε εις γεωργός Γεροαλέξιος ονόματι μερικούς ψόφιους ποντικούς, τους επεδείκνυεν εις τους Τούρκους, οίτινες εθαύμαζον δια το μέγιστον τούτο θαύμα του Αγίου. Εις τον Άγιον Γεώργιον του Βελεστίνου εις άνθρωπος είχε πρόβατα, και έπεσεν εις αυτά ασθένεια και απέθνησκον· όθεν απελθών εις το Μοναστήριον, έβαλε τους Πατέρας και έψαλαν αγιασμόν με το άγιον λείψανον του γίου, και αφού δε επότισεν αγίασμα τα πρόβατά του, πλέον δεν εβλάβη κανέν. Οι Καναλιώται είχον συνήθειαν και ελάμβανον την κάραν του Αγίου κατ’ έτος, και έψαλλον αγιασμόν εις τους αγρούς των, και έκαστος από αυτούς έδιδεν εν κοιλόν σίτου χάριν ευλαβείας. Εις δε από αυτούς κατά μεν το όνομα Δήμος, κατά δε το επώνυμον Γουρουνάρης, δεν ηθέλησε να δώση τον διατεταγμένον σίτον, αλλά είπε και άσχημα λόγια προς τους Πατέρας. Ο δε Θεός τας ατιμίας των δούλων του ιδίας νομίζων, και ταχύς ων προς την παιδείαν, όταν στοχασθή ότι η παιδεία έχει να βλαστήση την μετάνοιαν, ω τι οικονομεί! Μετά εν έτος έπεσεν ακρίδα περισσή εις μόνους τους αγρούς τού ρηθέντος Δήμου, και ουδείς άλλος αγρός άλλου τινός εβλάβη, ειμή μόνον του σκληρού εκείνου Δήμου, ώστε και αυτός ο ίδιος εννοήσας δεν εσκληρύνθη, καθώς ποτέ ο Φαραώ, με τας δέκα πληγάς, αλλ’ ευθύς μετενόησε και προσέδραμεν εις τον Όσιον, αποδώσας και τον διατεταγμένον σίτον. Αυτός είναι ο Βίος του Οσίου Πατρός ημών Γερασίμου, ω ευλογημένοι Χριστιανοί, και τινα εκ των πολλών αυτού θαυμάτων. Τούτον όστις μιμηθή κατά την ισάγγελον αυτού ζωήν, έστω βέβαιος, ότι θα αξιωθή και αυτός της δόξης της οποίας ηξιώθη ο μέγας Γεράσιμος, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου