O Συναξαριστής της ημέρας.


Παρασκευή, 6 Ιουλίου 2018

Σισώη του μεγαλομ., Φιλήμονος, Ονησίμου, Αρχίππου.



Τη στ’  (6η) του Ιουλίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΣΙΣΩΗ του Μεγάλου.                          

Σισώης  ο Όσιος και μέγας εν ασκηταίς εγεννήθη εν Αιγύπτω κατά τας αρχάς της 4ης εκατονταετηρίδος, ότε ήκμαζον εν Αιγύπτω ο μέγιστος των ασκητών θείος Αντώνιος, ο θαυμάσιος Όσιος Ωρ και πλήθος άλλων μεγάλων Αγίων Αναχωρητών. Τούτων τας αρετάς και τα ένθεα κατορθώματα ακούων και ο καλός Σισώης ηγάπησεν εξ αυτής της βρεφικής του ηλικίας τον Κύριον, διο και παιδίον έτι ων έλαβεν εις τους ώμους του τον Σταυρόν του Χριστού και ηκολούθησεν αυτόν εξελθών και αυτός εις την έρημον και αγωνιζόμενος μετά των άλλων ασκητών τον καλόν αγώνα της ασκήσεως. Κατά τας αρχάς της αναχωρήσεώς του ο μακάριος Σισώης ήλθεν εις την ονομαστήν Σκήτην της Νιτρίας, εις την οποίαν ησκούντο τότε περί τους χιλίους Μοναχούς επάνω εις τους οποίους ήτο προεστώς ο Όσιος Ωρ.
Εις ολίγον καιρόν τοσούτον προέκοψεν εις την αρετήν και εις τα πολύμοχθα σκάμματα της ασκήσεως, ώστε υπερέβαλε τους μετ’ αυτού συναγωνιζομένους και κατέστη τύπος και υπογραμμός των Μοναχών. Εξαιρέτως ηγωνίζετο δια την απόκτησιν της ταπεινοφροσύνης, εκτελών πάσαν ταπεινήν εργασίαν και εξουθενών εαυτόν ως μηδέν πράττων, διδασκόμενος εις τούτο από τον θαυμάσιον Ωρ. (Εν τω Γεροντικώ γράφονται ταύτα· Ηρώτησεν ο Αββάς Σισώης τον Αββάν Ωρ, λέγων: «ειπέ μοι λόγον»· και είπεν αυτώ: «έχεις πίστιν εις εμέ»; Και είπε: «ναι»· είπεν ουν αυτώ: «ύπαγε και ο εώρακάς με ποιούντα, ποίησον και συ»· και είπεν αυτώ: «τι ορώ, πάτερ, εις σε»; Έφη δε αυτώ ο γέρων: «ότι ο λογισμός μου κατώτερός εστι πάντων ανθρώπων». ) Όσον δε προέβαινεν εις την ηλικίαν, τοσούτον προέκοπτε και εις την αρετήν και υφ’ όλων εθαυμάζετο. Ασκούμενος εις την Σκήτην της Νιτρίας ο Όσιος, ήκουε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αντωνίου και εφλογίζετο η καρδία του να μεταβή και εκείνος πλησίον του και να μιμηθή τους αγώνας του. Όμως δεν επρόφθασε, διότι εν τω μεταξύ απήλθε προς Κύριον ο όντως Μέγας Αντώνιος. Ο δε Σισώης, επιθυμών τελειοτέραν και ησυχαστικωτέραν πολιτείαν, θέλων δε έστω και μετά τον θάνατον του Οσίου Αντωνίου να γίνη μέτοχος της ασκήσεως εκείνου, ανεχώρησεν από την Νιτρίαν, επειδή είχεν αύτη καταστή πολυάνθρωπος και ήρχοντο πολλοί προς αυτόν και μετέβη εις το όρος του Οσίου Αντωνίου, το οποίον ήτο ησυχαστικώτερον. Εις το όρος του Οσίου Αντωνίου ο Σισώης διέτριψε χρόνους μακρούς, διερχόμενος πάσαν ασκητικήν σκληραγωγίαν και πολεμών ακαταπαύστως με τους αόρατους δαίμονας, τους οποίους εις το τέλος κατενίκησε. Δια τας αρετάς του αυτάς εγένετο ονομαστός όχι μόνον εις όλην την Αίγυπτον, αλλά και εις χώρας μακρινάς και πολλοί Κληρικοί τε και λαϊκοί αλλά και Μοναχοί περιώνυμοι ήρχοντο προς αυτόν, ίνα της διδασκαλίας του απολαύσωσι και ωφεληθώσι ψυχικώς. Παρά ταύτα όμως ο μακάριος Σισώης διετήρει άκραν ταπείνωσιν κατευτελίζων πάντοτε εαυτόν, δια την ταπείνωσίν του δε ταύτην έλαβε χάριν παρά Κυρίου να ανιστά νεκρούς. Επειδή δε ο Όσιος δεν ήθελε να ποιή θαύματα δια να μη δοξάζεται το όνομά του, ο Πανάγαθος Θεός ο δοξάζων τους Αυτόν αντιδοξάζοντας ωκονόμει, ώστε και χωρίς την θέλησίν του να γίνωνται τοιαύτα και ακούσατε. Ήλθε ποτε προς τον Όσιον εις το όρος του Αββά Αντωνίου κοσμικός τις, έχων μεθ’ εαυτού τον υιόν του. Κατά την οδόν όμως απέθανεν ο υιός εκ της κακουχίας, ο δε πατήρ έχων πίστιν εις τον Όσιον δεν εταράχθη, αλλ’ έλαβε τον νεκρόν υιόν του εις τας αγκάλας του και τον έφερεν εις τον Όσιον. Αφού δε ήλθεν εις το κελλίον του Οσίου προσέπεσε μετά του υιού του εις τους πόδας αυτού ποιήσας μετάνοιαν, χωρίς δε να είπη τι εξήλθε του κελλίου αφήσας εις τους πόδας του Οσίου το παιδίον. Ο δε Όσιος, μη γνωρίζων ότι είχεν αποθάνει και νομίζων ότι μετάνοιαν βάλλει το παιδίον, λέγει προς αυτό: «Ανάστα τέκνον και έξελθε έξω». Τότε παρευθύς, ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ! ανέστη το παιδίον και εξήλθεν έξω. Ιδών τούτο ο πατήρ και θαυμάσας την παρρησίαν του Οσίου εισήλθεν εις το κελλίον και προσκυνήσας τον γέροντα ανήγγειλεν εις αυτόν το γεγονός. ΑΑκούσας δε τούτο ο Όσιος ελυπείτο, διότι δεν ήθελεν, ως είπομεν, να δοξάζεται το όνομά του. Ο δε μαθητής του Οσίου, δια να καθησυχάση τον Όσιον, λέγει προς τον πατέρα του παιδίου· «Ύπαγε εις την ευχήν του Γέροντος, πρόσεχε όμως να μη είπης ουδενός το θαύμα έως ότου ευρίσκεται ο Γέρων εν τη ζωή». Καθώς δε προσετάχθη ο άνθρωπος εποίησε και απήλθε χαίρων και δοξάζων τον Θεόν και τον Όσιον Αυτού. Τόσην δε πίστιν και σεβασμόν είχον προς τον Όσιον οι μαθηταί του, ώστε έσπευδον μετά χαράς να εκτελέσουν την εντολήν του άνευ τινός διακρίσεως. Και ακούσατε την πίστιν ανθρώπου τινός, όστις ήλθε προς τον Όσιον από τας Θήβας της Αιγύπτου ζητών να γίνη Μοναχός. Δεχθείς αυτόν ο Όσιος τον ηρώτησεν αν έχη συγγενή τινα εις τον κόσμον, αυτός δε είπεν ότι έχει ένα υιόν. Θέλων δε ο Όσιος να δοκιμάση αυτόν, του λέγει· «Ύπαγε και ρίψον τον υιόν σου εις τον ποταμόν και τότε να γίνης Μοναχός». Έχων δε εκείνος πίστιν απερίεργον εις τον Όσιον έσπευσε να εκτελέση την εντολήν. Όμως ο Όσιος απέστειλεν οπίσω αυτού τον μαθητήν του, όστις, ως είδεν αυτόν ότι επήρε τον υιόν του δια να τον ρίψη εις τον ποταμόν, τον ημπόδισε και επιστρέψαντες εις τον Όσιον έγινεν ο άνθρωπος εκείνος Μοναχός δοκιμώτατος δια την υπακοήν του. Πόσον ταπεινόφρων ήτο φαίνεται και από τας διδασκαλίας του, τας περιεχομένας εις το Γεροντικόν, όπου μεταξύ των άλλων γράφεται ότι ήλθε ποτε προς αυτόν αδελφός τις, όστις τον ηρώτησε λέγων· «Δεν έφθασες ακόμη εις τα μέτρα του Αββά Αντωνίου, πάτερ»; Ο δε ταπεινόφρων Σισώης με μεγάλην ταπείνωσιν απεκρίθη: «Εάν είχον και έν μόνον εκ των λογισμών του Μεγάλου Αντωνίου θα εγενόμην όλος ως πυρ». Έλεγε δε προς τους προσερχομένους εις αυτόν, ότι η οδός η οδηγούσα εις την ταπεινοφροσύνην είναι πρώτον η εγκράτεια, δεύτερον η προσευχή εις τον Θεόν, και τρίτον το να αγωνίζεται κανείς δι’ όλων αυτού των δυνάμεων, όπως κατορθώση να είναι κατώτερος παντός ανθρώπου. Την ταπεινοφροσύνην δε ταύτην διετήρησε μέχρι τέλους της ζωής του. Έμεινε δε εκεί εις το όρος του Οσίου Αντωνίου εβδομήκοντα δύο χρόνους υπερανθρώπως αγωνιζόμενος. Τόσον όμως ταπεινόν φρόνημα είχεν, ώστε ερωτηθείς ποτε υπό αδελφού επιθυμούντος να μάθη τα κατά τον Όσιον πως ανεχώρησεν από την Σκήτην και ήλθεν εις το όρος και πόσον χρόνον έχει εκεί, απεκρίθη· «Επειδή επληθύνθη η Σκήτη ήλθον εδώ και ευρών ησυχίαν εκάθισα ολίγον χρόνον». Ούτος ο Όσιος, ελθών ποτε εις τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος εν δόξη βασιλέως των Ελλήνων, έστη προ αυτού και βλέπων αυτόν έφριττεν, αναλογιζόμενος το άστατον του καιρού και της δόξης το πρόσκαιρον· κλαίων δε και θρηνών έλεγε τους εξής επιγραμματικούς λόγους, τους οποίους ύστερον οι μαθηταί του, ζωγραφούντες την εικόνα του παρά τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγραφον επ’ αυτής· «Ορών σε, τάφε, δειλιώ σου την θέαν και καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων· πως ουν μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον; Αι, αι, θάνατε, τις δύναται φυγείν σε»; Δηλαδή «βλέπων σε, τάφε, δειλιώ και τρομάζω από την θεωρίαν σου και χύνω δάκρυα εκ καρδίας, φέρων εις τον νουν μου το υπό πάντων των ανθρώπων οφειλόμενον χρέος, δηλαδή τον θάνατον· πως και εγώ μέλλω να διέλθω από τοιούτον τέλος; Αι, αι θάνατε, ποίος είναι εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος δύναται να διαφύγη από των χειρών σου»; Είχε δε ο Όσιος τόσον αγαπήσει την νηστείαν και τόσον αφωσιούτο εις την προσευχήν, ώστε πολλάκις επί ημέρας δεν ησθάνετο την ανάγκην να λάβη τροφήν. Ότε δε του υπενθύμιζε ο μαθητής του το φαγητόν έλεγε πολλάκις με μακαρίαν απλότητα· «δεν εφάγομεν, τέκνον»; Απαντώντος δε του μαθητού ότι δεν έφαγον έλεγεν: «Εάν δεν εφάγομεν, φέρε και τρώγομεν». Ότε δε ο Όσιος ήτο μόνος ηγωνίζετο πολύ περισσότερον εις την νηστείαν, ότε όμως προσήρχοντο προς αυτόν ξένοι ήτο φιλόξενος, επεριποιείτο αυτούς, τους έδιδε τροφήν και εδείκνυεν εξ αγάπης ότι τρώγει μαζί των. Μετά όμως την αναχώρησιν των ξένων επεδίδετο εις μεγαλυτέραν νηστείαν δια κανόνα της τροφής, την οποίαν έλαβε μετά των ξένων. Τούτο καλώς εγνώριζον οι μαθηταί του Οσίου και πολύ τον επρόσεχον. Ήλθε δε ποτε προς αυτόν ο Αββάς Αδέλφιος Επίσκοπος Ηλιουπόλεως της Αιγύπτου δια να ωφεληθή από τον Όσιον. Ότε δε επρόκειτο να αναχωρήση αν και ήτο πρωϊ έστρωσεν ο Όσιος τράπεζαν με χυλόν σίτου και παξιμάδι δια τον κόπον της οδοιπορίας έτρωγε δε και αυτός μετά του Επισκόπου. Κατ’ εκείνην την ώραν ήλθον και άλλοι ξένοι και ο Όσιος έδωσεν εντολήν εις τον μαθητήν του να δώση και εις αυτούς από την ιδίαν τροφήν, επειδή ήσαν κουρασμένοι. Λέγει δε ο Επίσκοπος· «Μη τους δίδετε τώρα τροφήν δια να μη είπωσιν ότι ο Αββάς Σισώης τρώγει από πρωϊας». Προσέξας δε ο Όσιος τον Επίσκοπον λέγει εις τον μαθητήν· «Ύπαγε και δώσε εις αυτούς». Ότε δε είδον την τροφήν οι ξένοι, αντί να κατακρίνωσιν, ως ενόμισεν ο Επίσκοπος, είπον· «Μήπως έχετε ξένους; Μήπως και ο Γέρων τρώγει μαζί των»; Επιβεβαιώσαντος δε τούτο του αδελφού, ήρχισαν εκείνοι να λυπούνται και να λέγουν· «Ο Θεός να σας συγχωρήση, διότι αφήκατε τον Γέροντα να φάγη απ’ αυτής της ώρας! Δεν γνωρίζετε ότι τώρα επί πολλάς ημέρας έχει να κοπιάση»; Ταύτα ακούσας ο Επίσκοπος εθαύμασε και βαλών μετάνοιαν εις τον Όσιον είπε: «Συγχώρησόν μοι, Αββά, διότι εγώ ανθρωπίνως κρίνων ωμίλησα, συ δε έπραξας το θέλημα του Θεού». Λέγει τότε ο Όσιος· «Εάν μη ο Θεός δοξάση τον άνθρωπον, η δόξα των ανθρώπων ουδέν είναι». Ότε δε πλέον εγήρασε πολύ και εκ της ηλικίας και της ασκήσεως ησθένησεν, έφερον αυτόν οι μαθηταί του πλησίον της πόλεως, ήτις ωνομάζετο Κλύσμα, δια να περιποιηθούν αυτόν δεόντως. Ο Όσιος όμως ελυπείτο δια την αναχώρησιν εκ του όρους και τότε έρχεται προς αυτόν ο Αββάς Αμμούν από την Ραϊθώ και βλέπων τον Όσιον λυπούμενον λέγει προς αυτόν· «Διατί λυπείσαι, Αββά; Τι ηδύνασο ν πράξης τώρα εις την βαθείαν έρημον ούτω γηράσας και ασθενής»; Ο δε μακάριος Σισώης δακρύων είπε· «Τι μου λέγεις, Αμμούν; Και μόνη η ελευθερία του λογισμού μου, ότι ευρίσκομαι εις την έρημον με έφθανεν, ενώ εδώ και μόνος ο λογισμός ότι ευρίσκομαι πλησίον κατοικουμένου τόπου με στενοχωρεί». Kαθημένων δε Γερόντων παρά την κλίνην του Οσίου, είδον ως να ομιλή μετά τινων και λέγουν προς αυτόν· «τι βλέπεις, Αββά»; Λέγει ο Όσιος· «Βλέπω τινάς ελθόντας επ’ εμέ και παρακαλώ αυτούς να με αφήσωσιν ακόμη ολίγον να μετανοήσω». Λέγει τότε εις των Γερόντων· «Και εάν σε αφήσωσι, δύνασαι πλέον να χρησιμεύσης εις μετάνοιαν»; Λέγει τότε ο Όσιος εις αυτόν· «Αν και δεν δύναμαι να πράξω τίποτε, όμως στενάζω επάνω της ψυχής μου ολίγον και αυτό με αρκεί». Ευρισκομένου δε κατ’ άλλην ώραν του Οσίου εις το κελλίον αυτού μόνου μετά του μαθητού του, ηκούσθη κτύπος εις την θύραν. Εννοήσας δε ο Όσιος ότι ήτο ο εχθρός της αληθείας, λέγει εις τον μαθητήν του Αβραάμ· «Ειπέ εις τον κρούσαντα, εγώ Σισώης εις το όρος, Σισώης και εις το στρωμνίδιον», εννοών την πτωχικήν στρωμνήν από ράκη αντί της ψάθης, την οποίαν εχρησιμοποίει εις το Όρος, και επί της οποίας τον είχον ήδη αποθέσει προς ολίγην ανάπαυσιν. Εξελθών τότε ο Αβραάμ ουδένα είδε, διότι με τον λόγον του Οσίου αφανής εγένετο ο εχθρός. Μαθόντες δε και ο λαός ότι ο Όσιος Σισώης ευρίσκεται εις το Κλύσμα, έσπευσαν πολλοί να τον ίδουν. Ομιλήσαντες δε πολλά επερίμεναν να ακούσουν από τον Όσιον λόγον σωτηρίας. Ο Όσιος όμως μη θέλων να μεγαλύνεται το όνομά του και μη αναπαυόμενος εις το μέρος εκείνο, ουδέν απεκρίνετο. Λέγει τότε εις εξ αυτών· «Τι θλίβετε τον Γέροντα; Δεν τρώγει, δι’ αυτό και δεν δύναται να ομιλήση». Τότε απεκρίθη ο Όσιος με απλότητα λέγων· «Εγώ, όταν έχω ανάγκην, τρώγω». Όταν δε έμειναν μόνοι με τον μαθητήν του, λέγει προς αυτόν· «Πάρε με και πάλιν εις το όρος, διότι δεν δύναμαι να μείνω πλέον εδώ». Ούτω δε και εγένετο. Ούτως ασκητικώς και οσίως προβαίνων ο Όσιος ή μάλλον ειπείν αγγελικώς επί της γης πολιτευσάμενος και εν σαρκί ως άσαρκος ζήσας έφθασεν εις την μακαρίαν ώραν να μεταστή από την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν εις την αιώνιον και αθάνατον. Ότε δε έμελλε να τελευτήση, συναχθέντες οι πατέρες ευρίσκοντο παρά την κλίνην του, και τότε έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος και λέγει προς αυτούς ο Όσιος· «ιδού ο Αββάς Αντώνιος ήλθε». Μετά μικρόν λέγει πάλιν· «ιδού ο χορός των Προφητών ήλθε». Και πάλιν το πρόσωπον αυτού περισσώς έλαμψε και είπεν· «Ιδού ο χορός των Αποστόλων ήλθε». Εδιπλασιάσθη τότε το φως του προσώπου του και εφαίνετο ως μετά τινων ομιλών, πάντες δε οι παρεστηκότες εξίσταντο θαυμάζοντες. Παρεκάλεσαν τότε οι Γέροντες τον Όσιον να είπη εις αυτούς μετά τίνος ομιλεί, ο δε Όσιος είπεν εις αυτούς· «Ιδού οι Άγγελοι ήλθον να λάβουν την ψυχήν μου και παρακαλώ αυτούς ίνα με αφήσουν ολίγον δια να μετανοήσω». Λέγουσι τότε οι Γέροντες προς τον Όσιον· «Δεν έχεις, πάτερ, ανάγκην άλλης μετανοίας». Τότε ο μέχρις εσχάτης αναπνοής ταπεινόφρων Σισώης απεκρίθη δακρύων· «Αληθώς σας λέγω, δεν γνωρίζω τον εαυτόν μου ότι έβαλον μέχρι τούδε αρχήν τινα». Εθαύμασαν τότε οι Πατέρες δια την τοσαύτην ταπεινοφροσύνην του Οσίου και εγνώρισαν εξ αυτού, ότι πράγματι έφθασεν εις την τελειότητα. Τότε έλαμψεν έξαφνα και πάλιν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος και πάντες κατελήφθησαν υπό φόβου. Λέγει τότε εις αυτούς ο Όσιος· «Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέγει· φέρετέ μοι το σκεύος της ερήμου». Παρευθύς δε με τον λόγον τούτον παρέδωκεν ο μακάριος Σισώης το πνεύμα του εις χείρας Θεού· εγένετο δε ως αστραπή και επλήσθη όλος ο οίκος ευωδίας. Δια τοιούτων θαυμαστών σημείων εδόξασεν ο Πανάγαθος Θεός τον Αυτού θεράποντα, τον ταπεινόφρονα Σισώην, παραλαβών Αυτός ο Κύριος της δόξης εις τας παναχράντους χείρας υτού την μακαρίαν ψυχήν του, κατατάξας αυτόν εις τα ουράνια σκηνωματα, εις την άϋλον ζωήν, όπου είναι αι σκηναί των Αγίων και η αϊδιος λαμπρότης, ένθα νυν πρεσβεύει αδιαλείπτως τω Χριστώ και υπέρ ημών Αυτόν δυσωπών. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου