Ἀπό τά θεολογικά ἐρωτήματα : ΤΙΜΩΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ; -- Τοῦ κ. Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου
Ἕνα ἐρώτημα προβάλλεται συχνά καί ἀπό πολλούς:
«Τιμωρεῖ ὁ Θεός»; Εἶναι δυνατό, ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, νά τιμωρεῖ τά πλάσματά Του,
εἴτε σέ τοῦτο τόν κόσμο, εἴτε στήν κόλαση με τήν αἰώνια τιμωρία; Καί ἄλλοι μέν
ρωτᾶνε μέ καλή προαίρεση, ἄλλοι, ἐπιστρατεύοντας τή λογική καί ἀναζητᾶνε λύση,
καί ἄλλοι κολλημένοι σά στρείδι στήν πλάνη, παραμένοντες πεισματικά σέ λάθος
δρόμο. Στήν ἐρώτηση τούτη, ἡ ὀρθόδοξη ἀπάντηση εἶναι, χωρίς περιστροφές: Ἀσφαλῶς
καί τιμωρεῖ ὁ Θεός. Ἀλλ’ ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει καμιά σχέση με τή νομική ἔννοια
τῆς ποινῆς. Ὁ Θεός ἔχει ἄπειρη ἀγάπη, ἀλλ’ εἶναι καί σέ ἀπόλυτο βαθμό δίκαιος.
Ταυτόχρονα εἶναι και ἄπειρη ἡ σοφία καί ἡ παντοδυναμία Του. Ἑπομένως, ὅταν μιλᾶμε
για τιμωρία, ἐννοοῦμε στή θεολογική γλῶσσα, τά παιδαγωγικά ἐκεῖνα μέτρα πού
λαμβάνει ἡ ἀπόλυτη καί παντέλεια δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιά ὁποιαδήποτε παράβαση,
πού ἐλεύθερα ἔπραξε ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός, καθώς διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος, δεν εἶναι
αἴτιος τοῦ κακοῦ, ἀλλά το αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐλευθερία του. Ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μάλιστα, φτάνει στό σημεῖο νά ὁμολογεῖ, ὅτι, «ὀλίγα ὧν ἡμάρτομεν
μεμαστιγώμεθα». Δηλαδή, λίγη εἶναι ἀκόμα ἡ τιμωρία μας, μπροστά στίς τόσες
παραβάσεις και ἁμαρτίες μας. Ὅ,τι ἐπιτρέψει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀποβλέπει στή
σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. «Ἡ τιμωρία εἶναι διδάσκαλος θεογνωσίας», λέγει ὁ Κύρου
Θεοδώρητος. Ἰδιαίτερα στό θέμα τῶν τιμωριῶν τοῦ Θεοῦ, πολύ σημαντικές εἶναι οἱ ἀπόψεις
τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι, ὁ Θεός «τήν τιμωρίαν ἕνεκεν
νουθεσίας ἡμῖν ἐπάγει». Και προσθέτει: «Αἱ τιμωρίαι αἱ παρά τοῦ Θεοῦ,
φιλανθρωπίαι μᾶλλόν εἰσιν ἤ τιμωρίαι». Ἄν, δηλαδή, τίς καλοεξετάσουμε, θά
διαπιστώσουμε τή φιλανθρωπία μᾶλλον τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, «ἕκαστον τιμωρίας εἶδος,
ἀγαθότητος γέμει πολλῆς». Παντοῦ ὁ μέγας τοῦ ἄμβωνα κήρυκας, βλέπει καί ἀνιχνεύει
τήν ἀγάπη καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ Παύλου: «Τίς ἔγνω νοῦν
Κυρίου»; Ποιός γνωρίζει τά σχέδια τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἀνεξιχνίαστες οἱ βουλές Του.
Γιαυτό καί πάλι ὁ ἱερός Χρυσόστομος, θά προβάλει ἰσχυρά τά ἐπιχειρήματά του: «Ἀπειλεῖ
τήν τιμωρίαν ἵνα φύγωμεν τήν πεῖραν τῆς τιμωρίας, «φοβεῖ τῷ λόγῳ, ἵνα μή κολάση τῷ ἔργῳ». Ἀκόμα κι ὅταν
ἀπειλεῖ ὁ Θεός, τό κάμνει γιά νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τό κακό καί τίς συνέπειες τῆς
ἁμαρτίας. Καί πρέπει νά ξέρουμε, λέει, ὅτι «ὁ Θεός οὔτε πάντας ὁμοῦ κολάζει, οὔτε
πάντας κατ’ ἀξίαν». Τά κριτήρια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι για ὅλους τά ἴδια. Κάποτε,
μάλιστα, «εἶδος εὐεργεσίας τό κολάζειν». Καταπληκτική καί ἡ ἑπόμενη παρατήρησή
του: «Ὥσπερ γάρ διά τά νοσήματα τά φάρμακα, οὕτω διά τά ἁμαρτήματα αἱ
κολάσεις». Καί μή ξεχνᾶς, λέγει, ὅτι, «δίδωσί σοι προθεσμίαν ὁ Θεός, ὥστε ἀπονίψασθαι,
ὅταν δέ ἐπιμένης, ἐπάγει λοιπόν τήν τιμωρίαν». Μέ τήν τιμωρία, δηλαδή, σοῦ
δίνει ὁ Θεός εὐκαιρία γιά νά προσέξεις ἀπ’ τήν ἁμαρτία. Ὅταν ὅμως ἐσύ ἐπιμένεις νά πράττεις τό κακό, τότε ἐπιφέρει τήν
τιμωρία. Καί αὐτά, σέ σχέση μέ τίς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ γιά τίς παραβάσεις τῶν ἀνθρώπων,
τίς ὁποῖες ἐπιτρέπει καί παραχωρεῖ ὁ Θεός, σέ ὅσους καί ὅποιους κρίνει ἡ
δικαιοσύνη καί ἡ πανσοφία Του. Ἀλλὰ ἡ ἄποψη μερικῶν, ὅτι, ὁ Θεός δέ μπορεῖ να
τιμωρήσει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο –καί μάλιστα, αἰώνια–εἶναι ἐσφαλμένη.
Προσεγγίζει τή μεγάλη πλάνη τοῦ Ὠριγένη γιά τήν «ἀποκατάσταση τῶν πάντων» ὅτι,δηλαδή,
μετά ἀπό μιά μακρά περίοδο κάθαρσης τῶν ἁμαρτωλῶν στήν κόλαση, στό τέλος θά ἀποκατασταθοῦν
καί θά σωθοῦν ὅλοι. Σέ τούτη τήν ἄποψη, ὁ
Καθηγητής Ἀνδρέας Θεοδώρου ἀπαντᾶ: «Ἀγάπη καί δικαιοσύνη εἶναι δύο
βασικές θεῖες ἰδιότητες, πού ἡ μία δέ μπορεῖ νά καταργήσει οὔτε ν’ ἀναπληρώσει
τήν ἄλλη, ἀλλά ὑπάρχουν ἐνεργές καί συνταιριασμένες στή θεότητα, ὡς ἔκφραση ἐξωτερική
τῆς ἄπειρης θείας βουλῆς. Χρειάζεται προσοχή. Διότι, ὅταν λέμε ὅτι ὁ ἀγαθός
Θεός δέ μπορεῖ νά τιμωρήσει τον ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, κάνουμε σύγχυση τῶν θείων ἰδιοτήτων,
καταργοῦμε τή θεία δικαιοσύνη καί σέ τελευταία ἀνάλυση, φθείρουμε την ἔννοια τοῦ
χριστιανικοῦ Θεοῦ. Βέβαια, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἐλεύθερος, κολάζει τόν ἑαυτό
του, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού ὁ ἴδιος ἐπιλέγει καί ἀκολουθεῖ». Προσθέτει καί
μιά ὡραία παρατήρηση, λέγοντας ὅτι, «ἄν καί ἡ θεωρία τῆς ἀποκαταστάσεως εἶναι
πολύ ἑλκυστική, δέν εἶναι, ὡστόσο, καί ἀληθινή». Καί καταλήγει: «Ὅτι ἡ κόλαση εἶναι
αἰώνια, ἀποτελεῖ ἄρθρο βεβαιότατο τῆς πίστεως». Ἐάν δέν πρόκειται νά ὑπάρξει αἰώνια
κόλαση, τότε, «φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄Κορ. ΙΕ΄ 32). Ἡ
αἰωνιότητα τῆς κόλασης εἶναι ρητή διαβεβαίωση τῆς Γραφῆς: «Καί ἀπελεύσονται οὗτοι
εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. ΚΔ΄). Ζωή, θάνατος,
κρίση. Τό τρίπτυχο τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν,
μετά δέ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. Θ΄ 27). Μετά το θάνατο ἀκολουθεῖ ἡ μερική κρίση,
καί στή συνέχεια, ἡ τελική κρίση καί ἡ αἰώνια ζωή. Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο: «Οὐκ
ἔδωκας δίκην ἐνταῦθα. Διά τοῦτο μάλιστα πίστευε γέενναν εἶναι και κόλασιν, ἐπειδή
δίκην ἐνταῦθα οὐκ ἔδωκας». Καί σύ, ὁ ἀσεβής καί ἁμαρτωλός, λέγει, ἐπειδή δε
δικάστηκες καί δέν τιμωρήθηκες ἐδῶ, ὅσο ζοῦσες, γιαυτό νά ‘σαι βέβαιος, ὅτι θά ὑπάρξει
γέεννα καί κόλαση αἰώνια. Ἄς ἱκετεύουμε τόν Κύριο, ὥστε ν’ ἀξιωθοῦμε νά δώσουμε
«καλήν ἀπολογίαν τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου