Τη Θ΄ (9η) Ιουλίου, μνήμη των Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων ημών ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ του ρήτορος και ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ,

των εν τω Αγιωνύμω Όρει του Άθω ασκητικώς διαλαψάντων και δη εν τη μικρά Σκήτη της Αγίας Άννης κειμένων.                                                                                                 

Έθος ιερόν είναι και νόμος θείος, άνωθεν και εξ αρχής παραδεδομένος, ίνα των εναρέτων και αγίων ανδρών οι βίοι και τα κατορθώματα παραμένωσιν ανάγραπτα εις την Εκκλησίαν του Χριστού, αφ’ ενός μεν προς δόξαν Θεού, του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού, αφ’ ετέρου δε προς υποτύπωσιν των θελόντων σωθήναι και κληρονομείν σωτηρίαν κατά τον θεηγόρον Απόστολον Παύλον. Μέγα τω όντι προς μίμησιν αρετής και τελειοτέρου πνευματικού βίου κατόρθωσιν οι των αγίων ανδρών βίοι διηγούμενοι, και ως στήλαι και εικόνες, τρόπον τινά, εις τους θέλοντας ευσεβώς ζην προτιθέμενοι· διο και λέγει Εκκλησιαστικός τις Πατήρ·
«Και πάντων μεν των κατά Θεόν πολιτευσαμένων ο βίος τοις ευσεβέσι ωφελιμώτατος, ουχ υπόδειγμα μόνον και τύπος, αλλά και παράκλησις υπάρχων προς αρετήν· ζήλου γαρ τι κέντρον ενίησιν αγαθού, και διαθερμαίνει την ευσεβή ψυχήν προς μίμησιν». Προς την διήγησιν και ανάγνωσιν του βίου των Οσίων ανδρών παρακινών και ο σοφός Σειράχ λέγει· «μη παρίδης διήγημα σοφών»· και πάλιν· «μη αστόχει διηγήματος γερόντων». Αλλά και ο υψίνους Γρηγόριος ο Θεολόγος, την εκ τούτου ωφέλειαν και χάριν δεικνύων, λέγει· «επειδή και το μεμνήσθαι του ανδρός (εννοεί τον Άγιον Κυπριανόν), αγιασμός και μέγιστος εις παράκλησιν αρετής ο λόγος».Όχι μόνον ωφέλειαν, ου την τυχούσαν, καρπούται ο πνευματικώς εορτάζων και τιμών των Αγίων τας μνήμας και εις υπόμνημα άγων την πολιτείαν εκείνων, αλλά και πνευματικήν ευφροσύνην μεγίστην αισθάνεται εν τη ψυχή αυτού δια της τοιαύτης υπομνήσεως, ως και ο σοφός διαγορεύει Σολομών· «Εγκωμιαζομένου δικαίου, ευφρανθήσονται λαοί, αθανασία γαρ εστιν η μνήμη αυτού», τουτέστι της μελλούσης αθανασίας και δόξης προοίμιον και τύπος, κατά τον Θεσσαλονίκης θείον Γρηγόριον, προδεικνύουσα ημίν δια των ενταύθα τελουμένων την δόξαν και την λαμπρότητα, την οποίαν μέλλουσι να κληρονομήσωσιν οι Άγιοι, κατά την δευτέραν του Σωτήρος ημών εμφάνειν, μετά την παγκόσμιον εξανάστασιν και την εις ουρανούς αποκατάστασιν. Αλλά μήπως η τιμή και ο έπαινος των Αγίων δεν αναφέρεται προς αυτόν τον Θεόν, παρ’ ου πάσα αρετή και δώρημα τέλειον τοις ανθρώποις προέρχεται; «Αθανάσιον επαινών, λέγει ο Θεολόγος Μέγας Γρηγόριος, εν τω προς τον Μέγαν Αθανάσιον εγκωμίω αυτού, αρετήν επαινέσομαι, αρετήν δε επαινών, Θεόν επαινέσομαι».  Ούτω λοιπόν εχόντων των πραγμάτων και εις τα προεκτεθέντα πειθαρχών και επόμενος, καθήκον εθεώρησα επιβεβλημένον, ίνα και των ενταύθα ασκησάντων Οσίων Πατέρων την μνήμην, Διονυσίου και Μητροφάνους, δι’ εγκωμίων και ασμάτων ως οίον τε τιμήσω, και του εναρέτου βίου αυτών τας αρετάς αμυδρώς πως και εν επιτομή διηγηθώ εις τους φιλοσίους αδελφούς. «Ου θεμιτόν εστι, λέγει σοφός τις, ούτε μην όσιον την των δικαίων και αγίων ανδρών επί γης πολιτείαν, και Θεώ δια κθαρότητα πλησιάζουσαν, βυθώ λήθης καταβαπτίζεσθαι, ή τω μοδίω της σιωπής επί πολύ κατακαλύπτεσθαι, αλλ’ επί την λυχνίαν φανερώς της διηγήσεως επιτίθεσθαι· όπως εντεύθεν των καλών έργων φανερουμένων, η προς τον αγαθόν Θεόν άδυτος εξανατέλλη δόξα». Και λέγω αμυδρώς, διότι είτε εξ αμελείας των προγενεστέρων και συγχρόνων των Οσίων δεν διεσώθη εις ημάς εκτενές τι υπόμνημα του βίου αυτών, ή και συγγραφέν απωλέσθη, πλην ελαχίστων περί αυτών σημειώσεων και μαρτυριών σποράδην διασωζομένων, επί των οποίων βασιζόμενος, και την θείαν χάριν εις αρωγήν επικαλεσάμενος, άρχομαι της περί τούτων διηγήσεως. Εγεννήθησαν οι δύο ούτοι νοητοί αστέρες οι της ισαγγέλου διαγωγής θιασώται και των πάλαι Οσίων μιμηταί και ομότροποι, οι της ουρανίου πόλεως πολίται και οικήτορες και της Αγίας Τριάδος θεράποντες, κατά τας αρχάς του δεκάτου έκτου (16ου) ιώνος, ως δύο βλαστοί ευθαλείς και αμάραντοι όρπηκες, οίτινες έμελλον να καρποφορήσωσιν εις εκατόν της εναρέτου ζωής τους γλυκυτάτους καρπούς και του Αγίου Πνεύματος τας χάριτας, ως τούτο μετά ταύτα εμπράκτως απεδείχθη. Άγνωστον τυγχ΄νει εις ημάς το όνομα της πατρίδος αυτών ή και αν εκ μιάς τοιαύτης αμφότεροι κατήγοντο, καίτοι περί τούτου πολλά ηρευνήσαμεν, αλλ’ ουδέν εξηκριβώσαμεν. Ίσως και ούτοι οι θείοι Πατέρες έπραξαν ως πολλοί των Οσίων, οίτινες αποβλέψαντες εξ ολοκλήρου εις την ουράνιον και μόνιμον πατρίδα ημών, την μητέρα πάντων, κατά τον Απόστολον Παύλον, απέκρυψαν της επιγείου και προσκαίρου τοιαύτης το όνομα. Ανατραφέντες ούτοι εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου ηγάπησαν μάλλον πάντων την ευκοσμίαν των σεμνών και χρηστών ηθών και τον φόβον του Κυρίου, τον όντα κατά τον Παροιμιαστήν πηγήν ζωής. Τοσούτον δε επεδόθησαν εις την σπουδήν και μάθησιν των ιερών γραμμάτων και της λοιπής εγκυκλίου παιδείας, και μάλιστα ο θείος Διονύσιος, ώστε εντός ολίγου εγένετο κάτοχος πολλών γνώσεων και πολύς κατά την έξω σοφίαν. Εξ ου και προσεκτήσατο και την επωνυμίαν του ρήτορος, παραμείνασαν έκτοτε εις αυτόν μέχρι τέλους του βίου. Απόδειξις δε τούτου σαφής άχρι τούδε οι παρ’ αυτού απλοποιηθέντες διάφοροι των Πατέρων λόγοι, διασωζόμενοι εν χειρογράφοις εις πολλάς του Όρους Μονάς, και αύτη η ιδιόχειρος αυτού βίβλος, η εν τη βιβλιοθήκη της Σκήτης της Αγίας Άννης ευρισκομένη κοινώς «Κουβαράς» καλουμένη, εις τας οποίας βλέπομεν επιγραφόμενον και τον δοθέντα εις αυτόν τίτλον του Ρήτορος. Προκόπτων και αυξάνων ο θείος Διονύσιος εν τη θύραθεν σοφία συνεπρόκοπτε και συνηύξανεν αναμφιβόλως, ως σοφός και νουνεχής, και εις την κατά Θεόν φιλοσοφίαν, διότι ήκουσε του ιερού Ιακώβου του Αδελφοθέου λέγοντος· «Τις σοφός και επιστήμων εν υμίν; Δειξάτω εκ της καλής αναστροφής τα έργα αυτού εν πραότητι σοφίας». Διο και εφαίνετο, κατά τον Προφητάνακτα, ωσεί δένδρον πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των μυστικών υδάτων, όπερ έμελλε να καρποφορήση και αποδώση εις τον κατάλληλον καιρόν της αιωνίου ζωής τους ηδυτάτους καρπούς. Τοιουτοτρόπως πολιτευόμενος ο θείος Διονύσιος προ της του αγίου σχήματος περιβολής και ρυθμίζων εαυτόν με την κατά Θεόν ευσέβειαν, καθώς τα μετά ταύτα αυτού αποδεικνύουσι, προσέτι δε και τας αγίας και θεοπνεύστους Γραφάς μελετών, ετρώθη όλως του θείου έρωτος και έκρινε δικαίως, ως όντως σοφός, ν’ αφιερωθή εξ ολοκλήρου εις την κατά Χριστόν πολιτείαν, ήτις αναβιβάζει τον άνθρωπον εις την πρώτην αυτού αξίαν και συνάπτει αυτόν μετά του Θεού. Καταλιπών δε τα πάντα ως πρόσκαιρα και απατώντα και «το της ψυχής ευγενές διαφθείροντα» ως ο Θεολόγος λέγει Γρηγόριος, αλλά και εαυτόν απαρνησάμενος, κατά την ευαγγελικήν εντολήν, προσήλθε μετά θερμού ζήλου και μεγάλης προθυμίας εις την εν Κωνσταντινουπόλει  ιεράν και ευαγή Μονήν του Στουδίου, άρας τον ελαφρόν και χρηστόν του Κυρίου ημών ζυγόν. Ότι εις την του Στουδίου περιώνυμον Μονήν εγένετο Μοναχός ο θείος Διονύσιος μαρτυρεί τούτο αυτός ο ίδιος, επιγράφων εαυτόν εις τα παρ’ αυτού γραφέντα «Στουδίτην». Αλλ’ ενταύθα ας μοι επιτραπή μί παρέκβασις. Η εν λόγω Μονή του Στουδίου φαίνεται ότι διετηρήθη αρκετά έτη μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, γενομένην κατά το 1453, διατελούσα πάντως εν παρακμή. Διότι ο καθολικός αυτής Ναός είχε μεταβληθή εις τουρκικόν ευκτήριον, μεταξύ των ετών 1500 έως 1550, ως μαρτυρεί τούτο σοφός τις, περιηγησάμενος τότε τα του Βυζαντίου και την λοιπήν Ανατολήν και ιδών αυτόν. Πάντως όμως και αν είχε μεταβληθή ο Ναός αυτής, κατά την ανωτέρω μαρτυρίαν, εις τουρκικόν τέμενος μετά τινος τμήματος της Μονής, θα κατείχον οι Μοναχοί το επίλοιπον τμήμα, χρησιμοποιούντες ως καθολικόν κανέν εκ των παρεκκλησίων αυτής· ή ίσως, όπερ και πιθανώτερον, να είχον αναχωρήσει εκείθεν συμπήξαντες εις άλλο μέρος της Κωνσταντινουπόλεως την κατοικίαν αυτών, συναποκομίσαντες μετά των άλλων και την περιώνυμον και πολύφημον επωνυμίαν «του Στουδίου». Όπως και αν έχωσι τα πράγματα, η Μονή του Στουδίου φαίνεται σωζομένη μέχρι του τέλους περίπου του δεκάτου έκτου αιώνος, εις το Μοναχολόγιον της οποίας ενεγράφη ο εκ Θεσσαλονίκης καταγόμενος και εν έτει 1577 αποθανών υποδιάκονος Δαμασκηνός ο πεζογράφος (ο μετέπειτα Λιτής και Ρενδίνης Επίσκοπος), εξ ου έλαβε και την επωνυμίαν «Στουδίτης». Πλην της εν Κωνσταντινουπόλει Μονής του Στουδίου υπήρχον και αλλαχού τοιαύται με το αυτό όνομα, υποδεέστεραι πάντως, ιδρυθείσαι κατά τον μεσαίωνα υπό διαφόρων Στουδιτών Μοναχών. Αλλ’ επανέλθωμεν επί το προκείμενον. Προσελθών ο θείος Διονύσιος, ως ελέχθη, εις την Μονήν του Στουδίου και δοκιμασθείς καταλλήλως εις τας προκαταρκτικάς πράξεις, εκάρη ως επεθύμει Μοναχός. Δύναταί τις να συμπεράνη την άκραν υποταγήν και ταπείνωσιν του Οσίου και γενικώς την προθυμίαν αυτού προς τους πνευματικούς αγώνας, της κατά Χριστόν πολιτείας, εκ της μετέπειτα χάριτος αυτού. Διότι ομού με την κουράν των τριχών, απέκειρε και παν υλικόν και εμπαθές θέλημα και φρόνημα, αλλά και πάντα κοσμικόν τύφον και υπερηφάνειαν και ρητορικήν στωμυλίαν και δολεσχίαν και των έξω πραγμάτων γνώσιν, την φυσιούσαν τον άνθρωπον· πάντα σκύβαλα αποστολικώς ο μακάριος ελογίσατο, ίνα μόνον Χριστόν κερδήση, τον Οποίον εξ όλης ψυχής και καρδίας ηγάπησε, γενόμενος πτωχός εν πνεύματι. Επιθυμών όμως ανωτέραν ησυχαστικήν ζωήν, ήτις, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, είναι η αρχή καθάρσεως της ψυχής, ανεχώρησε δια τον αγιώνυμον Άθω, το πνευματικόν τούτο γυμναστήριον πάσης αρετής και εναρέτου πράξεως και ελθών κατώκησε εις τι Κελλίον ή και Μονύδριον πλησίον της Σκήτης των Καρυών, ως εμφαίνεται εξ ιδίας αυτού επιστολής, αποσταλείσης εις την τότε «Σύναξιν του Αγίου Όρους», ήτις σώζεται εν χειρογράφω κώδικι, αποκειμένω εν τω άνωθεν των Καρυών Λαυρεωτικώ Κελλίω της Αγίας Τριάδος. Ενταύθα επιδοθείς εις την μελέτην  και εργασίαν της ασκητικής φιλοσοφίας, άμα δε και τα κρείττονα ζηλών χαρίσματα, εγένετο εις πάντας αιδέσιμος, πλείστοι δε προσήρχοντο εις αυτόν ζητούντες συμβουλάς, προς επανόρθωσιν ηθών και κατάστασιν ψυχής και εξωμολογούντο τας αμαρτίας αυτων· διότι ο Όσιος, είτε εν τη Μονή του Στουδίου είτε ενταύθα, είχε χειροτονηθή ιερεύς, λαβών και χειροθεσίαν πνευματικού Πατρός. Ταύτα πάντα δύναταί τις να συναγάγη, όταν μετά προσοχής αναγνώση την ανωτέρω επιστολήν, ήτις εστάλη εκ του μετέπειτα εν Μικρά Αγία Άννη ησυχαστηρίου αυτού προς την «Σύναξιν του Αγίου Όρους». Ήτο άρα ο θείος Διονύσιος, ως σοφός και εργάτης της αρετής δόκιμος και της διακρίσεως λύχνος, σύμβουλος αγαθός και καθοδηγός δεξιός, όχι μόνον απλών Μοναχών, αλλά και αυτών των ιθυνόντων τότε τον περίβλεπτον τούτον της Θεοτόκου κλήρον, το όρος του Άθω. Βλέπων όμως ότι δεν ηδύντο να απολαμβάνη εκεί την ποθητήν εις αυτόν ησυχίαν, άμα δε αποφεύγων τας ατασθαλίας και ευθύνας της τότε κακοδιοικήσεως του ιερού ημών τόπου, ως ο ίδιος ομολογεί εν τη ρηθείση επιστολή, ανεχώρησεν εκείθεν και ήλθεν εις την μεγαλώνυμον Σκήτην της γίας Άννης, καλουμένην τότε απλώς «Σκήτην της Λαύρας», ως εν πλείστοις χειρογράφοις εμφαίνεται, μη υπάρχοντος εισέτι του μετέπειτα ιδρυθέντος μεγαλοπρεπούς Κυριακού Ναού εν ονόματι της Θεοπρομήτορος Αγίας Άννης, εξ ου και η Σκήτη έλαβε την επωνυμίαν. Αλλά και ενταύθα μη αναπαυθείς, εξελέξατο δι’ άκραν ησυχίαν και άσκησιν την μικράν καλουμένην Αγίαν Άνναν, ήτις και αύτη τότε εκαλείτο απλώς «Μικρά Σκήτη» ή και συνημμένως μετά της μεγάλης τοιαύτης «Σκήτη της Λαύρας», έχουσα μικρόν άθροισμα ασκητικών ησυχαστηρίων, ένθα ηγωνίζοντο οι τον απράγμονα και ησύχιον βίον ασπαζόμενοι Πατέρες. Ενταύθα μετά του μαθητού αυτού Μητροφάνους εις τινα μικράν καλύβην, ευρισκομένην κατωθεν της καλύβης της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, εντός του εκείσε Σπηλαίου, ιδρυθείσης ίσως παρ’ αυτών, έπηξαν την πνευματικήν αυτών παλαίστραν, αγωνιζόμενοι τον καλόν της ασκήσεως και ησυχίς αγώνα. Άγνωστον εις ημάς πότε προσέλαβε τον θείον Μητροφάνην, όταν ήλθεν εν Μικρά Αγία Άννη, ή όταν ησύχαζεν αλλαχού του Όρους. Πολύ πιθανόν να είχεν αυτόν εκ της Μονής του Στουδίου, διότι εν τισι καλείται και ο Μητροφάνης Στουδίτης είτε διότι προήρχετο και ούτος εκ της αυτής ως είρηται Μονής, είτε έλαβε την επωνυμίαν ταύτην εκ του Οσίου αυτού Γέροντος, καλουμένου Στουδίτου. Σχολάσαντες λοιπόν ενταύθα εκ πάντων των έξω, ησύχασαν σχεδόν τελείως την κατά Θεόν ησυχίαν. Ήκουσαν οι μακάριοι του Θεού δια του Προφητάνακτος λέγοντος· «Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμι ο Θεός». Αλλά και τον Όσιον Νείλον τον σοφόν ανέγνωσαν λέγοντα· «Βίος ησύχιος χρημάτων πολλών περιφανέστερος». Ωσαύτως και τον θείον Ισίδωρον τον Πηλουσιώτην γράφοντα· «Εμοί την μετρίαν είδησιν, κατά μόνας προσέθηκεν αναχώρησις· ο γαρ εν μέσω θορύβων στρεφόμενος και γνώναι τα ουράνια βουλόμενος λέληθεν ότι το εν ακάνθαις σπειρόμενον υπ’ αυτών συμπνίγεται· και ο μη σχολάσας Θεόν γνώναι ου δύναται». Προς τούτοις τον Μέγαν Βασίλειον· «Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δε προς την του Θεού έννοιαν αναβαίνει κακείνω τω κάλλει περιλαμπόμενός τε και ελλαμπόμενος, και αυτής της φύσεως λήθην λαμβάνει». Αγωνιζόμενοι ούτως εν τη ησυχία δια των σωματικών, πολλώ δε μάλλον δια των πνευματικών αγώνων και αναβάσεις εν τη καρδία αυτών διατιθέμενοι και από δόξης εις δόξαν προβαίνοντες δια της αδιαλείπτου προσευχής, εκάθηραν εαυτούς από παντός μολυσμού και πάθους σαρκός και πνεύματος και εγένοντο σκεύη δεκτικά των δωρεών της χάριτος και ακηλίδωτα έσοπτρα των μυστικών ελλάμψεων, έχοντες εν ενί λόγω την αγγελικήν αληθώς και μακαρίαν ζωήν, ήτις είναι αρχή και προοίμιον της αιωνίου τοιαύτης, κατά τον Θεσσαλονίκης θείον Γρηγόριον. Περί των ζώντων ταύτην την ένθεον ζωήν, λέγει και ο ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος· «Μακάριοι ουν οι του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες· οιονεί γαρ προσδεθέντες αυτώ δια της αγάπης, και τον επουράνιον και μακαριστόν ερώντες έρωτα, επιλανθάνονται μεν οικείων και φίλων, επιλανθάνονται δε οίκου και περιουσίας· επιλανθανόμενοι δε και της σωματικής εις το εσθίειν και πίνειν ανάγκης, μόνω τω θείω και καθαρώ προσεστήκασιν έρωτι». Τότε φαίνεται ότι εζητήθη παρά των πλησιοχώρων του Όρους κατοίκων πνευματικός πατήρ, προς εξομολόγησιν και διόρθωσιν των ευσεβών Χριστιανών και ως τοιούτος ευρέθη κατάλληλος παρά των Πατέρων, δια το περιόν της αρετής αυτού, ο ιερός Μητροφάνης. «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη, λέγει ο Κύριος, ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον· αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία». Υπακούσας λοιπόν ο θείος Μητροφάνης εις την απόφασιν των Πατέρων, ως πλήρης της προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης, εξήλθε του Αγιωνύμου Όρους και περιήρχετο τα πέριξ χωρία και κώμας εξομολογών και διορθώνων τας των ψυχών διαθέσεις και μεταπλάττων δια του λόγου της χάριτος τα ήθη και τας καταστάσεις, ενός εκάστου επί το κρείττον, ως καλός οικονόμος της δεδομένης αυτώ υπό του Πνεύματος χάριτος. Φθάσας δε εις το χωρίον Ίσβαρον, συνήντησε τον ευλαβή εκείνον Δημήτριον, τον ιδόντα κατ’ εκείνας τας ημέρας φοβεράν οπτασίαν, τον οποίον εξομολογήσας και εξετάσας δις και τρις επισταμένως, ως αυτός ούτος ο θείος Μητροφάνης λέγει και βεβαιωθείς περί της αληθείας και ακριβείας της οπτασίας, συνέγραψεν αυτήν, μετά την επιστροφήν του εν Αγίω Όρει, κατ’ εντολήν του αγίου αυτού Γέροντος Οσίου Διονυσίου. Περατώσας δε την ανατεθείσαν εις αυτόν εντολήν, επανέκαμψεν εις Άγιον Όρος και επελήφθη και πάλιν των θεοειδών εις ησυχίαν άθλων παιδοτριβούμενος και μυσταγωγούμενος τα τελειότερα υπό του θείου αυτού Αββά και Γέροντος Διονυσίου. Τοιουτοτρόπως αγωνισάμενοι τον καλόν της ευσεβείας και αρετής αγώνα οι μακάριοι και Όσιοι ημών Πατέρες Διονύσιος και Μητροφάνης και λαμπρύναντες εαυτούς δι’ οσιότητος και δικαιοσύνης και εις την δυνατήν δια τους ανθρώπους τελειότητα φθάσαντες, ως πάροικοι και παρεπίδημοι εν τω παρόντι κόσμω, ανέμενον πότε αναλώσωσι των παρόντων, ίνα συν Χριστώ, κατά Απ. Παύλον, ώσι· λέγει δε και ο θείος Χρυσόστομος· «Ώσπερ γαρ ο πυκτεύων επείγεται του σταδίου εξελθείν, ίνα απαλλαγή των τραυμάτων, ούτω και ο εν σκληρώ και τραχυτάτω βίω ζων μετά αρετής επιθυμεί της τελευτής, ίνα των πόνων απαλλαγή των παρόντων, και υπέρ των αποκειμένων έχη στεφάνων θαρρείν». Όθεν επιστάντος του καιρού της μεταστάσεως του Οσίου Διονυσίου, σχηματίσας εαυτόν, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος τη 9η Ιουλίου εν έτει 1606, και προσετέθη ο Όσιος εις τους Οσίους και τους ιερείς ο ιερεύς, ίνα τελειότερον απολαμβάνη της θείας δόξης τας εκφάνσεις και λαμπρότητας. Μετά παρέλευσιν χρονικού διαστήματος εκοιμήθη και ο θείος Μητροφάνης και μετέστη και ούτος εις τα αγαπητά του Κυρίου σκηνώμτα, ένθα λαμπρότητες Αγίων και τρυφή αϊδιος. Άγνωστον εισέτι παραμένει εις ημάς εάν εν Μικρά Αγία Άννη εκοιμήθησαν ή αλλαχού, και που ήδη ευρίσκονται τα ιερά αυτών λείψανα. Διηγήσαντό μοι αναφορικώς τινές Γέροντες, ότι εν Μικρά Αγία Άννη εκοιμήθησαν και ότι τα λείψανα αυτών είναι τεθαμμένα εκεί που, εν τη περιφερεία του σπηλαίου ένθα ηγωνίσθησαν, μη επιτρέποντες την ανακομιδήν αυτών και φανέρωσιν οι Όσιοι, ίνα μείζονος εν ουρανοίς απολαμβάνωσι δόξης, καθώς το του Οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη και πλείστων άλλων Αγιορειτών Οσίων, μη δεχομένων την εκ του τάφου ανάδειξιν. Και ότι τινές διερχόμενοι εκείθεν ησθάνθησαν ευωδίαν. Γράφω ταύτα καθώς τα ήκουσα, μηδέν απ’ εμαυτού προσθέσας, συ δε ο αναγινώσκων και οι ακούοντες ας δεχώμεθα μετά σεβασμού τα εκάστοτε παρά των σεβασμίων Γερόντων διηγούμενα. Αλλά μήπως εκτός του Αγίου Μαξίμου και πλείστοι άλλοι Αγιορείται Όσιοι, ίνα μη είπω σχεδόν πάντες, εφανέρωσαν τα εαυτών λείψανα και τάφους; Γέρων Καυσοκαλυβίτης διηγήσατό μοι το εξής: «Προς ετών κατώκει μεταξύ Λαύρας και Καυσοκαλυβίων αδελφός τις, όστις θέλων να εξημερώση και καλλιεργήση τμήμα τις της περιοχής, εν ω έσκαπτεν, ανεκάλυψε τάφον περιέχοντα λείψανον Οσίου άφθαρτον και ακέραιον και πλήρες ουρανίου ευωδίας. Έκθαμβος γενόμενος τότε ο αδελφός και μη γνωρίζων τι να πράξη, εσκέφθη ίνα την επομένην ημέραν, διότι ήτο περί τας δυσμάς του ηλίου, ανέλθη εις την Λαύραν και ανακοινώση το γεγονός. Αλλά την νύκτα, ενώ ηγρύπνει επί του ευρεθέντος αγίου λειψάνου, αποκαμών εφύπνωσε προς στιγμήν, και ιδού βλέπει εξαστράπτοντα Όσιον τινα και λέγοντα προς αυτόν μετ’ αυστηρού ύφους· «Τι σκέπτεσαι να πράξης; Πρόσεχε, μη φανερώσης τι, διότι τους αγώνας δεν τους ηγωνίσθημεν ομού αμφότεροι, κατά δε την πρωϊαν να με καλύψης όπου με εύρες, και να τηρήσης σιωπήν». Διϋπνισθείς έντρομος ο αδελφός έπραξε καθώς διετάχθη παρά του φανέντος εις αυτόν αγνώστου Οσίου, εφανέρωσε δε την υπόθεσιν κατά το τέλος του βίου του, προς δόξαν Θεού, χωρίς ν’ αποκαλύψη και το μέρος του ευρεθέντος τάφου. Ίσως τοιούτον τι να συμβαίνη και με τους ημετέρους Οσίους Πατέρς, μη επιτρέποντες αυτοί ούτοι πλείονα περί αυτών ανάδειξιν. Δυστυχώς, ως εν αρχή είπον, δεν διεσώθη ακριβής περί αυτών διήγησις, διαλαμβάνουσα λεπτομερώς τα κατ’ αυτούς, πλην ελαχίστων σημειώσεων και τινων παραδόσεων, βάσει των οποίων συνέταξα το παρόν σκιαγραφικόν αυτών υπόμνημα, πλατύνας και καθωραϊσας προσφόρως την περί αυτών διήγησιν κατ’ απαίτησιν των φιλούντων τους Οσίους αδελφών. Αρμόδιον εν προκειμένω τυγχάνει και το εξής διήγημα, εν σχέσει με την απόκρυψιν των τιμίων λειψάνων των Οσίων. Ευσεβής τις Χριστιανός εκ Κρήτης, ελθών προ ετών εν Αγίω Όρει προς επίσκεψιν συγγενούς του μονάζοντος εν Μικρά Αγία Άννη και παραπλανηθείς εν τη οδώ, έφθασεν εις την γνωστήν τοποθεσίαν λεγομένην «Πείναν», εγγύς ούσαν της Μικράς Αγίας Άννης. Γνωρίσας δε ότι ετράπη αλλοίαν οδόν και προσπαθών να εύρη εκείθεν δίοδον δια των θάμνων προς άνοδον ανατολικώς, ευρέθη όλως τυχαίως προ σπηλαίου τινός, ένθα έκειτο νεκρόν λείψανον γέροντος Μοναχού, μετά φωταγωγού ανημμένης (κανδήλας). Ιδών τούτο και ποιήσας το σημείον του τιμίου Σταυρού, εξηκολούθησε την άνοδον, νομίσας, ότι μόλις τότε είχε κοιμηθή και ότι θα έλθουν εντός ολίγου να τον ενταφιάσουν. Φθάσας μετά πολλού κόπου εις τον συγγενή του Γέροντα διηγήσατο εις αυτόν τας περιπλανήσεις του και ότι διήλθε και εκ του σπηλαίου του θανόντος αδελφού, ερωτήσας συγχρόνως πότε θα υπάγουν να τον ενταφιάσωσι, νομίζων ότι είναι γνωστόν τούτο εις τους αδελφούς. Ακούσας ο Γέρων τα τοιαύτα αντελήφθη ότι πρόκειται περί εμφανείας θείου λειψάνου, διότι εκείσε ούτε σπήλαιον υπάρχει, αλλ’ ούτε και αδελφός τις έθανε. Εν τω άμα ανέρχονται αμφότεροι εις την Καλύβην του Αγίου Αποστόλου Θωμά, όπου διηγησάμενοι λεπτομερώς τα γεγονότα εβεβαιώθησαν ότι πράγματι πρόκειται περί αγίου λειψάνου, διο και παραλαβόντες τον Γέροντα της εν λόγω Καλύβης και οι τρεις ομού έσπευσαν μετά χαράς εις την ρηθείσαν τοποθεσίαν. Αλλά δυστυχώς, κατά τον θείον Δαβίδ, «Εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις», καθότι όλην την ημέραν ερευνώντες και ανιχνεύσαντες σπιθαμήν προς σπιθαμήν όλην την περιφέρειαν εκείνην ουδέν ανεύρον, ούτε σπήλαιον, ούτε λείψανον, καίτοι ο ευσεβής Χριστιανός υπεδείκνυεν ακριβώς το μέρος, εις ο ανεύρε προ ολίγου το σπήλαιον και το εν αυτώ θείον λείψανον, και ούτω επέστρεψαν περίλυποι εις τα ίδια. Τις άρα ήτο ο προ ολίγου φανείς Όσιος, είτα δε αποκρύψας πάλιν εαυτόν, ως και το πρώτον; Μήπως ήτο εις εκ των ημετέρων Οσίων; Ουδόλως απίθανον, διότι η περιφέρεια αύτη είναι πλησίον της ασκητικής παλαίστρας των Οσίων, ίσως δε ο Όσιος εννοήσας τον θανατον αυτού απήλθεν εκεί κρυφίως και εκοιμήθη όπου και παρέμεινεν, αποφεύγων τον ανθρώπινον έπαινον, καθώς έπραξε και ο Όσιος Ευδόκιμος ο Βατοπεδινός, όστις προϊδών τον θάνατον αυτού εισήλθε κρυφά εις την κρύπτην του κοιμητηρίου της Μονής και εκοιμήθη, μείνας εκεί κεκρυμμένος μέχρι του έτους 1840, οπότε και απεκαλύφθη κατά την γενομένην τότε ανακαίνισιν και επιδιόρθωσιν του κοιμητηρίου. Εν τω σπηλαίω των Οσίων εσώζετο μέχρι του 1888 μικρά ησυχαστική Καλύβη, ήτις κρημνισθείσα συνεχωνεύθη έκτοτε μετά της άνωθεν ταύτης κειμένης Καλύβης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, περιελθούσης υπό την κατοχήν αυτής και της ασκητικής των Οσίων παλαίστρας. Εσχάτως, κατά το 1937 – 1938, ηθέλησεν ο κ΄τοχος της εν λόγω καλύβης, συνευδοκούντων και των λοιπών Μικραγιαννανιτών αδελφών, να ιδρύση εκεί κάτωθεν του σπηλαίου ναϊδριον επ’ ονόμτι των Οσίων. Γενομένης δε προς τούτο ανασκαφής ευρέθησαν ανατολικώς και εντός του σπηλαίου σημεία αρχαίου ναϊσκου, ήτοι τμήμα του ανατολικού τοίχου του αγίου Βήματος, εν ω μικρά αψίς αγίας Τραπέζης, σωζομένη μία σπιθαμή περίπου από της βάσεως αυτής και ετέρα μικροτέρα τοιαύτη του νιπτήρος προς το αριστερόν μέρος. Άπορον όμως αν αύτη ήτο η Εκκλησία εις την οποίαν ελειτούργουν οι Όσιοι, ή μετά ταύτα ιδρύθη προς τιμήν αυτών. Αλλά δυστυχώς η εργασία έμεινεν ημιτελής δια λόγους τους οποίους δεν δυνάμεθα ενταύθα να διαλάβωμεν. Υπήρχον δε οι Όσιοι κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ο μεν Άγιος Διονύσιος ανάστημα έχων υψηλόν, κεφαλήν μεγάλην και τρόπον τινά τετράγωνον, παρειάς πλατείας, ωσαύτως και μέτωπον πλατύ και υψηλόν, μύστακα και γενειάδα πλατείαν, τετραγωνικήν και ολίγον διχασμένην, φθάνουσαν μέχρι του στήθους· ήτο φαλακρός, έχων το τρίχωμα υπόλευκον, ψαρρός και την επιδερμίδα σιτόχρους· γενικώς δε ήτο χαρακτήρ ωραίος και μεγαλοπρεπής, ομοιάζων με τον Άγιον Αθανάσιον τον εν τω Άθω, πλην της γενειάδος, ήτις του Αγίου Διονυσίου ήτο πλατυτέρα, ολίγον διχαζομένη και υπόλευκος, ουχί τελείως λευκή. Ο δε Άγιος Μητροφάνης είχεν ανάστημα μέτριον, κεφαλήν στρογγύλην, κόμην παχείν μέλαιναν, γενειάδα στρογγύλην, μικράν, και γενικώς τρίχωμα ούλον (κατσαρόν)· ωσαύτως και οφθαλμούς κι οφρύας στρογγύλας· ήτο ημιφαλακρός, με επιδερμίδα επί το λευκότερον και γενικώς μελανόθριξ. Ωμοίαζε και ούτος με τον Άγιον Νικόλαον, πλην της ηλικίας και της χροιάς του τριχώματος, διότι ήτο νεώτερος, έχων τρίχωμα μέλαν. Του Οσίου Διονυσίου σώζεται εις την βιβλιοθήκην της Σκήτης της Αγίας Άννης ιδιόγραφος βίβλος ποικίλης ύλης, μετά της ιδίας αυτού υπογραφής, κοινώς καλουμένης «Κουβαράς» και φέρει εν τέλει την εξής ολίγον μεταγενεστέραν σημείωσιν: «Η παρούσα βίβλος υπάρχει του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Διονυσίου του Ρήτορος του ασκήσαντος εν τω όρει του Άθω και αφιερώθη παρά του μαθητού αυτού εις την Μονήν της Αγίας Άννης, εις ωφέλειαν των ασκουμένων αδελφών, και ει τις το αποξενώσει ας έχει τας αράς των τιη΄ (318) Θεοφόρων Πατέρων ημών, και αυτού του αγίου Πατρός ημών Αθανασίου το επιτίμιον». Σώζεται ωσαύτως και χειρόγραφον ψαλτήριον, όπερ εχρησιμοποίει ο Όσιος κατά τας καθημερινάς αυτού ακολουθίας, φέρων και αυτό εν τέλει την ανωτέρω σημείωσιν. Αλλά και εις άλλας του Όρους Μονάς διάφοροι των Πατέρων λόγοι, απλοποιηθέντες παρ’ αυτού, προς «ωφέλειαν των εντυχανόντων» και εξ «ιστορίαι» αι συνοδευόμεναι υπό των «Μαργαριτών» του θείου Χρυσοστόμου. Του δε Αγίου Μητροφάνους η οπτασία του εξ Ισβόρου Δημητρίου. Ταύτα τα ολίγα ευσύνοπτα ηδυνήθην να συνάξω και γραπτώς να παραδώσω εις τους αγαπώντας την δόξαν των Οσίων αδελφούς, εις δόξαν πρωτίστως του εν τοις Αγίοις ενδοξαζομένου Θεού ημών, και δεύτερον εις τιμήν των Οσίων, των επί τοσαύτα έτη μενόντων αγεράστων και ατιμήτων, μάλιστα δε παρ’ ημών των παροικούντων εις τον ιερόν χώρον εις τον οποίον ούτοι διέπρεψαν και ηγίασαν. Αλλ’ ίσως τις είπη, ότι οι παρά Θεού δοξασθέντες και τιμηθέντες, του όντος υπερτελείου, δεν έχουσιν ανάγκην ανθρωπίνων τιμών και επαίνων, όντων ατελών και πεπερασμένων· ναι, δεν έχουσι τοιαύτην ανάγκην, αλλ’ ημείς έχομεν καθήκον και χρεωστούμεν, ή μάλλον εντελλόμεθα, να τιμώμεν και γεραίρωμεν τους οσίως βιώσαντας, ως εργάτας της αρετής και φίλους Θεού, προς τον οποίον και η τιμή αναφέρεται· λέγει δε και ο Μέγας Βασίλειος: «Η προς τους αγαθούς των ομοδούλων τιμή, απόδειξιν έχει της προς τον οικείον Δεσπότην  ευνοίας». Διο και ημείς, αδελφοί, οι των Οσίων επιτελούντες την μνήμην, μη μόνον ιστάμεθα θαυμάζοντες τους αγώνας αυτών και την πολιτείαν, αλλ’ ας διαναστώμεν εκ του ληθάργου της αμελείας και ας προθυμοποιήσωμεν εαυτούς, κατά το δυνατόν, προς τους πνευματικούς πόνους και αγώνας, διότι εκ μόνης της θεωρίας και του απλού τυπικού εορτασμού ουδέν ωφελούμεθα, ίνα μη είπω ότι και κατακρινόμεθα, ως γνόντες το καλόν και μη πράξαντες αυτό. «Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των ουρανών, λέγει ο Σωτήρ ημών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς». Ας ρίψωμεν εν βλέμμα επί του σπηλαίου αυτών, σκεπτόμενοι, έστω και επ’ ελάχιστον, τους εκουσίους κόπους και πόνους αυτών, την εγκράτειαν, την ταπείνωσιν, την υπομονήν και γενικώς την αγγελικήν τούτων ζωήν και τούτο ας γίνη εις ημάς καλή αρχή βελτιώσεως και διαρρυθμίσεως της πολιτείας ημών, κατά τας υποσχέσεις και συνθήκας τας οποίας ενώπιον της Εικόνος του Κυρίου συνεθέσαμεν. Ο τόπος εν ω ιστάμεθ, αδελφοί, καταβιούντες γη αγία εστί, κατά την θείαν φωνήν, αγιασθείσα παρά τοσούτων και τηλικούτων αγίων και θεοφόρων ανδρών· να καταργώμεν άρα αυτόν δια των αμελών ή και εφαμάρτων έργων; Μη γένοιτο! Λέγομεν ενίοτε, αυτοαπατώμενοι βεβαίως· «Ημείς καθήμεθα ενταύθα, εις το Άγιον Όρος, το περιβόλι της Παναγίας, και ελπίζομεν εις Αυτήν να σωθώμεν, ως υπεσχέθη εις τον Όσιον Πέτρον». Ναι, υπέσχετο η Παντοβασίλισσα Θεοτόκος εις τον Όσιον Πέτρον περί των ενθάδε βιούντων ν’ απολογηθή Αύτη εις τον Υιόν αυτής, αλλ’ όχι και των αμελώς· αλλά πως; Των εν μετανοία αληθεί· «Έσομαι τούτοις, επαγγέλεται η Κυρία ημών Θεοτόκος, άμαχος σύμμχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής, κηδεμών, ιατρός, τροφεύς, ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ Αυτού την άφεσιν». Ηκούσατε, αδελφοί, τι επαγγέλλεται ημίν η Υπεραγία Θεοτόκος; Πως λοιπόν ημείς να μη φανώμεν αντάξιοι, κατά το μέτρον των δυνάμεών μας, τοιούτων μεγάλων και αψευδεστάτων επαγγελιών, παρά διερχόμεθα τον βίον ημών απλώς και ως έτυχε; Και όχι μόνον τούτο, αλλ’ ενίοτε γινόμεθα αίτιοι και πρόσκομμα σκανδάλου και εις αυτούς τους λαϊκούς δια της πολυτελείας, της φαντασίας, του ψεύδους, της δολιότητος, εν ω έπρεπε να είμεθ τύπος και παράδειγμα καλών έργων· «ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα, και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς», λέγει ο Σωτήρ ημών. Ήδη οπότε «η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν, αποθώμεθα τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός· ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν», μισούντες και απορρίπτοντες αφ’ ημών τα θεομισή πάθη, την μνησικακίαν, την έριν, τον φθόνον και πάσαν άλλην ακαθαρσίαν, και προς τούτοις το θεοστυγές φρόνημα, τον επισκιασμόν, τα κατέχοντα την ταλαίπωρον ημών ψυχήν αιχμάλωτον, και εν μετανοία αληθεί και ειλικρινεί αγάπη ας πράξωμεν εκείνο, όπερ κατά το παρελθόν ημελήσαμεν, ήτοι το θέλημα του Κυρίου το αγαθόν και τέλειον, διότι αι ημέραι τας οποίας διερχόμεθα είναι πονηραί και ουκ οίδαμεν τι τέξεται η επιούσα. Και ούτω πολιτευόμενοι θα έχωμεν την βοήθειαν της Κυρίας Θεοτόκου κατά τον παρόντα βίον οδηγόν και αντιλήπτορα, εν δε τω μέλλοντι κριτηρίω αρωγόν και απολογητήν υπέρ ημών προς τον Υιόν Αυτής ακαταίσχυντον· Αυτής την κραταιάν βοήθειαν έχοντες και οι θεοφόροι Πατέρες ηνδραγάθησαν και ηρίστευσαν και ηξιώθησαν της στάσεως των γγέλων εν ουρανοίς, προς ους στρέφοντες τον λόγον είπωμεν ταύτα. Χαίροις ω μακαρία δυάς, ηγιασμένη ξυνωρίς και θεοδόξαστε Διονύσιε των απ’ αιώνος Οσίων ισοστάσιε, και Μητρόφανες θεράπον του Κυρίου γνησιώτατε· οι πάντα τα υλικά και πρόσκαιρα θεοφρόνως απωσάμενοι, και ασκητικώς και ισαγγέλως εν τώδε τω χώρω βιώσαντες· ήδη μετ’ Αγγέλων και πάντων των Αγίων, εν τω νυμφώνι της δόξης, εν τη ανεκλαλήτω χαρά του Κυρίου χορεύοντες, και κατά μέθεξιν θείαν θεούμενοι, μη παύσησθε, παρακαλούμεν, υπέρ ημών του Κυρίου δεόμενοι· δέξασθε δε και το παρόν μου μικρόν εφύμνιον, ως ευτελές δώρον και νηπίων ψελλίσματα, όπερ υπό του πόθου τυραννηθείς υμίν ως οίον τ’ ανέθηκα και βραβεύσατέ μοι, δέομαι, άφεσιν πταισμάτων και βίου διόρθωσιν· εν δε τη του θανάτου εσχάτη ανάγκη παράστητέ μοι βοηθοί και αντιλήπτορες, αποτρέποντες τας απαισίας και δυσειδείς μορφάς των καταχθονίων δαιμόνων, και όχι μόνον εις εμέ, αλλά και εις πάντας τους ενταύθα ενασκουμένους και κατ’ έτος την ιεράν υμών μνήμην εορτάζοντας, ει και μέγιστον το αίτημα, ίνα συν υμίν υμνώμεν και προσκυνώμεν την υπερύμνητον και ζωαρχικήν Τριάδα εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου