Τη αυτή ημέρα Η΄ (8η) του αυτού μηνός Ιουλίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΘΕΟΦΙΛΟΥ,


του αγιοπρεπώς ασκήσαντος και εν ειρήνη τελειωθέντος και μύρον αναβλύσαντος, εν τω κατά τα όρια της Μονής του Παντοκράτορος κελλίω του Αγίου Βασιλείου, εν τω όρει του Άθωνος.                                                                                                                                                 
Θεόφιλος ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών, ο τη αληθεία φίλος Θεού, ο πνευματοφόρος και χριστοφόρος, κατήγετο εκ της πόλεως Ζίχνης της εν τη Μακεδονία, γεννηθείς εκ γονέων ευσεβών και εναρέτων και ανατραφείς εξ αυτών εις ήθη αγαθά και ενάρετα. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν, έστειλαν αυτόν εις το σχολείον προς εκμάθησιν των ιερών γραμμάτων των λεγομένων κοινών. Αφού συνεπλήρωσε τα μαθήματα ταύτα, έστειλλον αυτόν και εις τα Ελληνικά μαθήματα. Έχων δε ο νέος νουν ευφυά και δεξιόν, έφθασεν εις ολίγον εις μέτρα ικανότητος. Έμαθε δε και την καλλιγραφίαν και έγινε καλλιγράφος άριστος.
Υπήρξε δε ο Όσιος από νεότητος φρόνιμος και σύννους, αποφεύγων μεν τας συνομιλίας των ατάκτων νέων, αγαπών δε τας συναναστροφάς των φρονίμων γερόντων και καταγινόμενος πάντοτε εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών, κατά την παραγγελίαν του σοφού Σειράχ του λέγοντος: «Μετά συνετών έστω ο διαλογισμός σου, και πάσα διήγησίς σου εν νόμω Υψίστου» (Σειράχ θ: 15). Εις ταύτα καταγινόμενος ο Όσιος Θεόφιλος ηύξανεν ημέραν καθ’ ημέραν και εχλοηφόρει και έπληθεν εις διαφόρους καρπούς των αρετών, ποτιζόμενος εκ της αναγνώσεως των ιερών Γραφών, ως δένδρον πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων· διο και απαρνηθείς πατρίδα κι συγγένειαν και πλούτον και πάσαν κοσμικήν ματαιότητα, έγινε μοναχός· μετ’ ολίγον δε καιρόν έλαβε και το αξίωμα της ιερωσύνης· έκτοτε δε περιεπάτει εις διαφόρους τόπους διδάσκων και ωφελών τους Χριστιανούς δια του λόγου και του παραδείγματος της εαυτού ζωής. Μετά ταύτα ευρών τον Επίσκοπον της Ρενδίνης κύριον Ακάκιον, άνδρα ευλαβή και ενάρετον, συγκατώκησε μετ’ αυτού ο Όσιος. Τούτον δε τον Επίσκοπον Ακάκιον εχειροτόνησεν Αρχιερέα ο αγιώτατος εκείνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θείος Νήφων, Θεσσαλονίκης Μητροπολίτης πρώην έτι ων· όθεν εκ τούτου ην φίλος γνήσιος του αγίου Νήφωνος ο θείος Ακάκιος. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας ήλθον εκ της Αιγύπτου γράμματα εις τον αγιώτατον Πατριάρχην κύριον Νήφωνα, διαλαμβάνοντα δια τα μεγάλα και φοβερά εκείνα θαύματα, άτινα ενήργησεν ο παντοδύναμος Θεός δια του τότε Μακαριωτάτου Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας κυρίου Ιωακείμ, εις καταισχύνην μεν και όνειδος των θεοκτόνων Ιουδαίων, εις καύχημα δε και στήριγμα της αληθινής και ορθοδόξου ημών πίστεως· η δε υπόθεσις αυτών έχει ούτως, ως εν συντόμω. Εν έτει χιλιοστώ τετρακοσιοστώ ογδοηκοστώ έκτω από Χριστού συνέβει θανατικόν μέγα εις την Αίγυπτον· διό εις ιατρός Εβραίος, έχων ο μιαρός μεγάλην έχθραν και φθόνον κατά των Χριστιανών, εκήρυττεν εις όλους τους Τούρκους και διεφήμιζεν, ότι η αιτία του θανατικού είναι οι Χριστιανοί, ως ποιούντες μαγείας και γοητείας, βάλλοντες εν ξύλον εις τα ύδατα και ραντίζοντες και τούτου ένεκα ακολουθεί το θανατικόν. Η φήμη αύτη διαδοθείσα εις όλους τους Τούρκους, έφθασε και έως τον βασιλέα της Αιγύπτου Μέλεκ Μήναζ, όστις, αν και υπήρξεν Οθωμανός, ηγάπα όμως και εσέβετο κατά πολλά τον αγιώτατον Πατριάρχην, τόσον δια την αρετήν αυτού, όσον και δια την φρόνησιν και αγιότητα. «Οίδε γαρ» (κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον) «και πολέμιος θαυμάζειν ανδρός αρετήν». Όθεν δεν ηθέλησε να ενοχλήση περί τούτου ούτε τον Πατριάρχην ούτε τους Χριστιανούς. Ο θεοκατάρατος όμως Εβραίος, ιδών ότι ουδέν κατώρθωσεν εκ της τοιαύτης ψευδούς φήμης και συκοφαντίας, μετεχειρίσθη άλλον τρόπον και άλλην μέθοδον. Ο υπουργός του βασιλέως έτυχε να είναι εξ Εβραίων Αγαρηνός· τούτον λοιπόν τον υπουργόν, ομού και τον γραμματέα της αυλής, καταπείσας ο παγκάκιστος εκείνος Εβραίος, έφερεν αυτούς εις την γνώμην αυτού. Αυτοί δε πάλιν οι δύο, υπέρμαχοι όντες της ασεβείας και εχθροί της ευσεβείας, κατέπεισαν δια διαφόρων τρόπων τον βασιλέα και έπεισαν αυτόν, ίνα κινηθή κατά του Πατριάρχου των Χριστιανών. Όθεν δια βασιλικής προσταγής παρεστάθη ο Πατριάρχης εις την αυλήν· γενομένης δε εκτεταμένης διαλέξεως περί πίστεως, ανέφεραν οι ασεβείς το του Σωτήρος ρητόν, το: «Ο έχων πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερεί τω όρει τούτω. Μετάβηθι εντεύθεν, και μεταβήσεται». Τούτου ακούσας ο βασιλεύς, επέβαλεν ορισμόν εις τον Πατριάρχην, ίνα ποιήση το τοιούτον θαύμα, εις ένδειξιν της αυτού πίστεως. Όθεν ο Μακαριώτατος Πατριάρχης κύριος Ιωακείμ, έχων πίστιν αδίστακτον εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εδέχθη ευθύς το βασιλικόν πρόσταγμα και προετοιμασθείς τριημέρως δι νηστείας και προσευχής, αυτός τε και όλον το ποίμνιον αυτού, εποίησε το μέγα εκείνο και φοβερόν θαύμα, εν ονόματι του Κυρίου ημών, μετατοπίσας το απέναντι εκείσε όρος, όπερ και έως της σήμερον φαίνεται και ονομάζεται τουρκιστί «ντούρ ντάγ» (στήθι όρος). Τούτο το θαυμάσιον βλέποντες οι ασεβείς εκείνοι βοηθοί του Εβραίου και μη έχοντες τι να πράξουν, κατεσκεύασαν εν θανατηφόρον φάρμακον και πείθουσι τον βασιλέα, ίνα προστάξη τον Πατριάρχην να πίη αυτό, προβάλλοντες αιτίαν, ότι και τούτο υπάρχει γεγραμμένον εις το Ευαγγέλιον. Δεξάμενος και ταύτην την βασιλικήν προσταγήν ο αγιώτατος Πατριάρχης Ιωακείμ έπιεν αδιστάκτως το θανατηφόρον εκείνο φάρμακον εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και ουδέν έπαθε κακόν. Είτα πλύνας το ποτήριον, έδωκε και εις τον Εβραίον τον τούτο κατασκευάσαντα να πίη, όστις, δια προσταγής και βίας βασιλικής τούτο πιών, ευθύς κακώς ο κακός απέθανε. Ταύτα τα δύο μεγάλα θαυμαστά ιδών ο βασιλεύς και λίαν θυμωθείς, ευθύς επρόσταξε και απεκεφάλισαν τον τε Υπουργόν και τον Γραμματέα· αλλά και όλους τους Εβραίους ηθέλησε προσέτι να αφανίση, εάν μη ο Μακαριώτατος Πατριάρχης εμεσίτευεν· έδωκε δε εις αυτούς μόνην δια τούτο ποινήν, ίνα φέρωσι το ύδωρ του Νείλου ποταμού εντός της πόλεως Καϊρου δι’ ιδίων εξόδων· όπερ και εποίησαν κατασκευάσαντες μεγίστους καμαροειδείς υδραγωγούς, οίτινες έως την σήμερον φαίνονται. Εξ εναντίας δε ο βασιλεύς τον Πατριάρχην εδόξασε μεγάλως και όλους τους Χριστιανούς ετίμησε. Προσέτι και αυτός ο βασιλεύς γενόμενος Χριστιανός και αναχωρήσας κρυφίως της πόλεως, εμόνασεν εις το Σιναίον όρος. Αυτά λοιπόν τα θαύματα μαθών ο προρρηθείς Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θείος Νήφων, ευθύς απέστειλεν εις τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας τον Επίσκοπον Ρενδίνης κύριον Ακάκιον, περί του οποίου ανωτέρω ανεφέραμεν, ομού και τον Όσιον τούτον Θεόφιλον και άλλους τινάς, ίνα μάθωσι καταλεπτώς και πληροφορηθώσι καλύτερον τα γενόμενα. Έγραψε δε και γράμματα εις τον Αλεξανδρείας Πατριάρχην ο Άγιος Νήφων, δια των οποίων πρώτον μεν ηυχαρίστει τον Θεόν, τον επακούσαντα και ενεργήσαντα δι’ αυτού τοιαύτα θαυμάσια, ώστε να μη καταισχυνθή το γένος των Χριστιανών· δεύτερον δε παρεκάλει αυτόν να δεχθή ευμενώς τους απεσταλμένους. Λαβών λοιπόν τα του Αγίου Νήφωνος γράμματα ο Μακαριώτατος Ιωακείμ, εδέχθη φιλοφρόνως τους απεσταλμένους εις το Πατριαρχείον και μεγάλως ανέπαυσε και επεριποιήθη, και μάλιστα τούτον τον Όσιον πολλά ηγάπησε και ηυλαβήθη ως σοφόν και ενάρετον. Εκείθεν λαβόντες την ευλογίαν του Πατριάρχου ανεχώρησαν δια το θεοβάδιστον όρος Σινά· και προσκυνήσαντες εκεί ευλαβώς, υπέστρεψαν δια ξηράς εις την Αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ· ποιήσαντες δε και εκεί τα όμοια διήλθον έως της Δαμασκού, εις την οποίαν, ευρόντες τον Πατριάρχην της ντιοχείας και γράμματα παρ’ αυτού λαβόντες, επέστρεψαν πάλιν εις την Ιερουσαλήμ, όπου ασθενήσας ο θείος Ακάκιος εκοιμήθη εν Κυρίω· μετά δε τον θάνατον αυτού, λαβών ο Θεόφιλος και εκ του Πατριάρχου Ιεροσολύμων γράμματα, ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν. Εύρε δε τότε εν Κωνσταντινουπόλει πατριαρχεύοντα τον από Ζίχνης Μητροπολίτην Παχώμιον (εκθρονισθέντος εκ του θρόνου του Αγίου Νήφωνος), εις τον οποίον και ενεχείρισε τα γράμματα. Ιδών δε τον Θεόφιλον ο Πατριάρχης εχάρη μεγάλως ως συμπατριώτης· και ευλογήσας αυτόν και ευχηθείς, παρεκάλεσεν, ίνα μείμη εις το Πατριαρχείον δια βοήθειαν, ως λίαν χρήσιμος δια την σοφίαν αυτού και την αρετήν. Υπακούσας δε κατά την ώραν εις την παράκλησιν του Πατριάρχου ο Όσιος έμεινεν. Όθεν και διωρίσθη Νοτάριος και Έξαρχος της Μεγάλης Εκκλησίας, και έμεινεν εκεί ικανόν καιρόν εις αυτό το διακόνημα, αγαπώμενος και τιμώμενος υπό πάντων. Καταφρονήσς μετέπειτα ο Όσιος Θεόφιλος τας του Πατριάρχου δόξας και τιμάς, και αναχωρήσας εκείθεν, ήλθεν εις το Άγιον Όρος του Άθωνος. Και πρώτον μεν μετέβη εις την Μονήν του Βατοπεδίου, και συγκατώκησε μετά του αγιωτάτου Επισκόπου Μεθύμνης, εκεί τότε ευρισκομένου, και υπετάχθη εις αυτόν μετά πάσης προθυμίας και ταπεινώσεως· αφού δε εκείνος ετελεύτησεν, απήλθεν εις την Μονήν των Ιβήρων. Εσπούδαζε δε ο αείμνηστος, ίνα συνάξη αφ’ όλων τας αρετάς, ως φιλόπονος μέλισσα εξάγων το μέλι εκ των ανθέων· διο και εις ολίγον καιρόν έγινε σκεύος της εκλογής και δοχείον των αρετών. Εκεί δε εις την των Ιβήρων ευρισκόμενος αντέγραψεν όλα τα της ιεράς Ακολουθίας βιβλία, προσταχθείς υπό των εκεί Πατέρων· διότι ήτο καλλιγράφος άριστος, αντέγραψε δε αυτά μετά μεγάλης επιμελείας και πολλού κόπου, εξ ων και πολλά έως την σήμερον σώζονται. Επειδή δε, καθώς είπε τις των Πατέρων, δεν είναι δυνατόν να κρυβή εις το σκότος εκείνος, όστις βαστάζει ανημμένην λαμπάδα, διότι φανεροί αυτόν το φως της λαμπάδος ή μάλλον ειπείν, κατά τον του Κυρίου λόγον: «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη» (Ματθ. ε: 17), ούτω και ο Όσιος ούτος Θεόφιλος, λάμπων πανταχόθεν δια του φωτός των αρετών και της ενθέου πολιτείας, έγινε περίφημος και ονομαστός, όχι μόνον εις το Άγιον Όρος, αλλά και εις τα πέριξ, και εις τα μακράν μέρη. Όθεν και πολλοί, ακούοντες την ένθεον αυτού πολιτείαν και τα θαυμαστά αυτού κατορθώματα, επεθύμουν ίνα έχωσιν αυτόν Ποιμένα και Διδάσκαλον· μάλιστα δε και εξαιρέτως η γειτονεύουσα πόλις της Θεσσαλονίκης, εστερημένη ούσα τότε Ποιμένος, εδίψα ως η έλαφος να απολαύση τα γλυκύτατα νάματα της διδασκαλίας του. Διο και ότε έτυχε τότε διαβαίνων εκ της Θεσσαλονίκης ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κύριος Θεόκλητος, παρεκάλεσαν τούτον οι Θεσσαλονικείς και έγραψεν επιστολήν ιδιόχειρον προς τον Όσιον (διότι ήτο άκρος φίλος αυτού και συμπατριώτης), παρακλών αυτόν να έλθη εις Θεσσαλονίκην, ίνα ίδωσιν αλλήλους, ως παλαιοί φίλοι και συμπατριώται· περί δε της Αρχιερωσύνης ουδέν ανέφερεν. Αναγνώσας την επιστολήν ο Όσιος, ηννόησε τον σκοπόν· όθεν μισών δόξαν ματαίαν και πρόσκαιρα αξιώματα, έγινε πρώτον παρευθύς Μεγαλόσχημος· έπειτα γράφει προς τον Πατριάρχην, ότι ησθένησε βαρέως, και δια τούτο έλαβε το μέγα σχήμα και ότι παρητήθη της ιερωσύνης· διο και δεν δύναται να έλθη ουδέ πεζός ουδέ αναβάτης, ειμή αν τύχη εις κράββατον. Ταύτας και άλλας προφασιολογίας γράψας προς αποφυγήν της ενοχλήσεως, εζήτει την συγχώρησιν και παρεκάλει αυτόν να εύχεται υπέρ αυτού, και ότι δια της χάριτος του Θεού θέλουσιν ιδεί αλλήλους εν τη Βασιλεία των ουρανών. Ταύτην την απάντησιν λαβών ο Πατριάρχης, ελυπήθη μεν διότι δεν επέτυχε του ποθουμένου, αφ’ ετέρου όμως έχαιρε θαυμάζων την μεγίστην του Οσίου ταπείνωσιν· όθεν και ηύχετο υπέρ αυτού, ίνα τελειώση τον θεάρεστον αυτού σκοπόν, τον οποίον επόθει. Πλησίον της Μονής των Ιβήρων ησύχαζε Προηγούμενός τις Διονύσιος ονόματι. Ο δε Όσιος Θεόφιλος, αγαπών την ησυχίαν, εζήτησεν άδειαν παρά του Ηγουμένου και της Αδελφότητος και εποίησε μικράν καλύβην πλησίον του Προηγουμένου· διο και ήσαν μετ’ αυτού ούτως ηνωμένοι ως μία ψυχή εις δύο σώματα, ομιλούντες αεί περί πνευματικών ζητημάτων. Ακούσας δε μετά ταύτα την ενάρετον πολιτείαν Κυρίλλου τινός του κατοικούντος εις τας Καρυάς, ομοίως και των αδελφών αυτού, καταλιπών τας διατριβάς της των Ιβήρων Μονής ήλθε και συγκατώκησε μετ’ αυτών, ώστε να μιμηθή και εκείνων την πολιτείαν και άσκησιν. Εκεί δε ευρισκομένου του Οσίου, ήρχετο συχνάκις και ελειτούργει ο Πρώτος του Αγίου Όρους Ιερομόναχος κύριος Σεραφείμ, όστις εδέχετο και τους λογισμούς αυτών. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης έγινε φίλος και αγαπητός ο Όσιος μετα του ρηθέντος Πρώτου του Αγίου Όρους· διο και εντολήν έβαλον αλλήλοις, ίνα εύχηται ο εις υπέρ του άλλου, την οποίαν και εφύλαξαν έως τέλους. Ο δε θείος Θεόφιλος, έχων πόθον πολύν δι’ ακριβεστέραν ησυχίαν, εζήτησε και εύρεν εν κελλίον του Αγίου Βασιλείου εις τα όρια της Μονής του Παντοκράτορος, επιτήδειον δι’ ησυχίαν· λαβών δε χρήματα παρά του Πρώτου (διότι ήτο ακτήμων ο ευλογημένος), ηγόρασεν αυτό από του Μοναστηρίου. Επειδή δε υπήρχον όλα τα του κελλίου σεσαθρωμένα εκ της πολυκαιρίας, ανεκαίνισεν ο αοίδιμος αυτά όλα, ομού και την Εκκλησίαν, την οποίαν και εζωγράφισεν ένδον μετά πολλών κόπων· εις το εξής δε έμεινεν ησυχάζων μεθ’ ενός αδελφού Ισαάκ ονομαζομένου. Συζηλώσας δε τον Όσιον και ο ρηθείς Πρώτος Σεραφείμ, αφού ωκοδόμησεν εκ βάθρων τον νάρθηκα του Πρωτάτου και το κωδωνοστάσιον και την Εκκλησίαν εζωγράφισε, παρητήθη της του Πρωτάτου αξίας και απελθών εις το κελλίον αυτού ησύχαζε και αυτός μεθ’ ενός αδελφού και συχνότερον συνανεστρέφετο μετά του Οσίου, στηριζόμενοι ο εις υπό του άλλου και εντρυφώντες εις τας θείας Γραφάς και εις τα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων. Αφού λοιπόν ησύχασεν εις το ρηθέν κελλίον του Αγίου Βασιλείου ο Όσιος Θεόφιλος, εδόθη εις περισσοτέρους αγώνας της ασκήσεως, μάλιστα δε εξαιρέτως εις την νοεράν προσευχήν, τόσον ώστε έγινεν όλος μετάρσιος, καταφλεγόμενος δε υπό της θείας αγάπης, δεν έζη πλέον αυτός, κατά τον Παύλον, αλλ’ έζη εν αυτώ ο Χριστός· και συντόμως ειπείν, ως ασώματος έγινεν Άγγελος, «φθάσας εις άνδρα τέλειον, και μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». Γενόμενος δε πλήρης ημερών ο αοίδιμος, προεγνώρισε τον θάνατον αυτού· διο και έγραψεν ομολογίαν της πίστεως και διαθήκην ιδιόχειρον εποίησεν· έπειτα προσκαλέσας και ιερείς ετέλεσε και το Ευχέλαιον εν ημέρα Πέμπτη της εβδομάδος· λαβών δε παρά πάντων συγχώρησιν, και εις πάντας δους, κατά την Παρασκευήν ησύχασε. Τω δε Σαββάτω εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και τω Θεώ ευχαριστήσας περί πάντων, εκάλεσε τον μαθητήν του Ισαάκ (όστις ήτο πρόθυμος εις τα πνευματικά, εις την υποταγήν τέλειος και μιμητής του διδασκάλου αυτού), και δίδει εις αυτόν εντολήν τοιαύτην: «Όταν αποθάνω, μη ομολογήσης τούτο εις ουδένα, αλλ’ ουδέ τα έθιμα της ταφής εκτελέσης, μόνον δέσε σχοινίον εις τους πόδας μου, και σύρε με και ρίψε με εις το δάσος εις μέρος κρύφιον, ίνα με φάγωσι τα θηρία· πλην λειτουργίας και μνημόσυνα ποίησον όσα δυνηθής». Τούτο δε εποίησεν ο Όσιος, όπως φύγη την δόξαν και τιμήν των ανθρώπων· διότι εγίνωσκεν ότι οι Αγιορείται, δια την πολλήν ευλάβειαν, την οποίαν είχον προς αυτόν, έμελλον να τιμήσουν το λείψανον αυτού ως άγιον. Ταύτα παραγγείλας ο Όσιος εις τον μθητήν και εξαπλώσας τους ωραίους αυτού πόδας, και «Κύριε Ιησού Χριστέ», ειπών, «δέξαι το πνεύμα μου», εκοιμήθη τον εις τους Οσίους πρέποντα ύπνον, εν έτει από Χριστού αφνη΄ (1558) Ιουλίου η΄ (8η) εν ημέρα Κυριακή, προτού να ανατείλη ο ήλιος. Και τοιουτοτρόπως συνηριθμήθη ο Ιερεύς εις τους Ιερείς, ο Όσιος εις τους Οσίους, ο Δίκαιος εις τους Δικαίους και ο Ισάγγελος εις τους γγέλους, και χαίρει νυν εν ουρανοίς και αγάλλεται, βλέπων πρόσωπον προς πρόσωπον εκείνον τον οποίον εκ ψυχής ηγάπησε, τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν, δια τον οποίον και κατεφρόνησε τον κόσμον και πάντα τα εν τω κόσμω τερπνά ο μακάριος. Ο δε καλός μαθητής αυτού Ισαάκ εποίησε κατά την εντολήν του Διδασκάλου αυτού Οσίου Θεοφίλου, ρίψας το λείψανον αυτού εις εν απόκρυφον δάσος. Επειδή δε ηκούσθη η φήμη του θανάτου του Οσίου εις όλον το Άγιον Όρος και ήρχοντο πανταχόθεν οι Μοναχοί, μάλιστα δε οι γνωστοί κι φίλοι αυτού, ίνα θεωρήσωσι τον τάφον αυτού και λάβωσιν ευχήν και ευλογίαν (διότι εις τοιαύτην αγιότητα είχον τον Όσιον, ώστε και εκ μόνου του ασπασμού ή και της θεωρίας του τάφου ήλπιζον να λάβουν ευλογίαν και αγιασμόν), δια τούτο και ο μαθητής αυτού κατεσκεύασεν ένα τάφον ως δήθεν του Οσίου, εις τον οποίον προσεκύνουν οι ερχόμενοι αδελφοί. Αλλά τούτο δεν έμεινε πολύν καιρόν, διότι τα δύο Μοναστήρια, το των Ιβήρων και το του Παντοκράτορος, ή ένεκα πολλής περιεργείας και ερεύνης ή ένεκα άλλης αιτίας, έμαθον το γεγονός. Όθεν ερευνώντες και ζητούντες εις το δάσος εύρον το ποθούμενον· λαβόντες δε τούτο κρυφίως, απέθεσαν εις το Μοναστήριον του Παντοκράτορος. Μετά παρέλευσιν τεσσαράκοντα ημερών, ελθών ο μαθητής Ισαάκ προς αναζήτησιν και θεωρίαν του ιερού λειψάνου του θείου Θεοφίλου και μη ευρών τούτο, έμεινε θαυμάζων και λυπούμενος· αλλά μετ’ ολίγας ημέρας, αφού εξήτασε καλώς, έμαθεν, ότι ευρίσκεται εις την Μονήν του Παντοκράτορος. Όθεν απελθών εκεί εζήτει αυτό· αλλ’ οι Πντοκρατορινοί ουδέ να ακούσουν ήθελον τούτο· διο και εμάχοντο περί τούτου ικανόν καιρόν. Ελθόντος δε του Επισκόπου Ιερισσού και Αγίου Όρους κυρίου Μακαρίου εις το Άγιον Όρος, ανέφερε την υπόθεσιν προς αυτόν ο Ισαάκ· ο δε Θεοφιλέστατος Μακάριος, τη γνώμη και των Ηγουμένων των Μοναστηρίων, απεφάσισεν, ίνα δοθή μεν το του Οσίου λείψανον εις τον μαθητήν αυτού Ισαάκ, κρατήσωσι δε μόνον μίαν χείρα οι Παντοκρατορινοί· και τούτου γενομένου, εναπετέθη το λείψανον του Οσίου εις την Εκκλησίαν του Αγίου Βασιλείου υφ’ όλου του Κλήρου μετά παρρησίας και υμνωδιών. Έκτοτε (ω του θαύματος!) ήρχισε να αναβρύη μύρον ευωδέστατον, εις ένδειξιν της θεαρέστου αυτού πολιτείας, ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου