“ΟΡΑΣΙΣ” -- ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΦΩΤΙΚΗΣ

Πως τόσον υπερβολικά εθαυμάστωσες την Έρημον; Πες μου σε παρακαλώ, ρωτούσα, σαν να είναι μπροστά μου, τον σοφόν Ιωάννην, μέσα στην νύκτα που ηρεμούσε η ψυχή μου. Ω ξακουσμένη μητέρα Εκκλησία, έλεγα πάλιν, γιατί τόσην θερμότητα αισθανόσουνα γύρω από το άγριον εκείνο και απεριποίητον πρόσωπον; Ή γιατί εβόας μέσα στην άψυχον Έρημον με τόσην γλυκύτητα, που έτερπε την ακοή των ανθρώπων;                                                                                                                         
- Αλλά πως, είπε, θα μπορέσω να σου μιλήσω, εγώ που είμαι κάπου εκτός από τον φθαρτόν αιώνα, σε άνθρωπον που βρίσκεται, όσον θέλει ο Θεός, μέσα σ΄ αυτόν, φίλε;                                                                                                           
- Θα μπορέσης, είπα, θαυμάσιε, αν θελήσης, να μου φανερώσης τον έρωτά σου προς την σοφία με ερωτήσεις μου, και αν θέλης δέχομαι – τώρα που βρισκόμαστε σ΄ αυτό το σημείον του λόγου – συ μεν να με διδάξης, εγώ δε να μάθω, για ποιον λόγον έτερψες τόσο πολύ με τους λόγους και τον βίον σου την Έρημον, ανδρείε, και την μετέβαλλες σε πόλιν των αρετών;                       
- Είπεν (ο Ιωάννης), η Έρημος φέρνει καθαρότητα στον βίον και η ζωή, με γνώση, μέσα στην σιωπή της Ερήμου, ελευθερώνει από τις κοσμικές συνήθειες. Γι΄ αυτό στην Έρημον, κατόρθωνα με την δύναμη της υπομονής να λυτρώνομαι από την σύγχυση των ανθρωπίνων διαλογισμών, περιμένοντας εν αγίω Πνεύματι τον λόγον της βοής, αυτής που θυμήθηκες. 
    
–Πολύ καλά. Τώρα θέλω να μάθω από εσένα, ποιο ήταν το περιεχόμενον της βοής;                                                                                                                        
- Αναφέρετο στην ελαφρότητα, είπε, του Ισραήλ. Επειδή λοιπόν οι Ιουδαίοι έκλεισαν τ΄ αφτιά τους σαν με κερί αγνωμοσύνης, διώχνοντας έτσι τον ήχον της γνώσεως του Θεού, προσκαλούσα από τους ερήμους τόπους τα θηριώδη έθνη να δεχθούν την «νέαν» πίστη και με τον αινιγματώδη αυτόν τρόπον, φανέρωνα τη σημασία της «βοής».                                                                  
– Και ποιος, είπα εγώ, ήταν αυτός που απεκάλυπτε την θεότητα αυτού που συ εκήρυττες;                                                                                                                    
- Ήταν λόγος που ήλθεν από τον Πατέρα, είπε, και τον μετέφερε το άγιον Πνεύμα.                                                                                                                      
– Πείθομαι. Αλλά, ερωτώ, πως ανεγνώριζες εκείνον, τον οποίον προηγουμένως δεν εγνώρισες;                                                                                   
- Έβλεπα καθαρά την δύναμη του Θεού σε ανθρώπινη μορφή.                              
– Εγώ, είπα, σε εθαύμασα για την τόλμη σου, θεσπεσιε.                                                       
– Ποιάς; Απάντησε.                                                                                                              
– Επειδή άνθρωπος εσύ, εβάπτιζες τον Υιόν του Θεού.                                                      
– Με την υπακοήν, είπε, εθεράπευα την τόλμην. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε ταπεινότερον από την υπακοήν.                                                                                    
– Πράγματι δε, η υπακοή τίκτεται από την όντως συντετριμμένη καρδιά.               
– Σωστά, απάντησε, μίλησες.                                                                                            
– Εγώ δε πάλιν ερώτησα. Πως κατενόησες την μακαριότητα του αγίου Πνεύματος, που μάλιστα κατήλθε σε αισθητόν σχήμα από τους ουρανούς επάνω στην κεφαλήν του Κυρίου; Γιατί εσύ εμαρτύρησες, ότι το είδες σε μορφή περιστεράς.                                                                                                             
– Κάποιοι άνεμοι χαράς, απάντησε, προειδοποιούσαν για την ανέκφραστη παρουσίαν του αγίου Πνεύματος· αλλά και η απηχηθείσα μαζή φωνή από τους ουρανούς, που σαν με τον δάκτυλον να έδειχνε η φωνή να μαρτυρείται από τον Πατέρα ο Υιός, με βεβαιότητα μου φανέρωσε την θεία απειρία της περιστεράς εκείνης.                                                                                       
– Αρκετά γι΄ αυτό. Αλλά, είπα, η απηχηθείσα φωνή ήταν του ίδιου του Πατρός ή κάποιας άλλης δυνάμεως, που έκραξε από μέρους του Πατρός;              
- Αυτού, είπε, του ιδίου Πατρός ήταν.                                                                        
– Και πως, ερώτησα, πες μου, χρησιμοποίησε αισθητήν φωνήν, αυτός που υπάρχει φύσει ασώματος και αόρατος.                                                                   
– Το θείον, απάντησε, δεν μιλάει σαν με κάποιο φωνητικόν όργανον. Αλλά όταν θελήση να γίνη αισθητώς ακουστή η βούλησις φθέγγεται σε εκείνον που νύσσεται από την θείαν ενέργειαν. Γι΄ αυτό, ακούνε μόνον αυτοί, που η θεία βούλησις θέλει να ακούσουν, έστω και αν μαζή με αυτούς που οφείλουν να ακούσουν, ευρίσκονται και άλλοι ανάξιοι όντες της ακοής. Δι΄ αυτό η φωνή του Πατρός ακούστηκε μόνον εις τον τόπον εκείνον όπου εβαπτίσθη ο Κύριος. Εάν δεν εγένετο έτσι, ολόκληρη η ανθρωπότης θα αισθανότανε την φωνήν του Πατρός, που ήρχετο από τόσον ύψος, έστω και αν ακόμη ήταν φωνή Αγγέλου. Αυτό μπορεί να το μάθη εκείνος που θέλει και από το Ευαγγέλιον του αγίου Μάρκου. Γιατί αναφερόμενος εις την φωνήν που ακούστηκε στην Μεταμόρφωση του Κυρίου, λέγει:  «και εγένετο νεφέλη επισκιάζουσα αυτούς και εγένετο φωνή εκ της νεφέλης· ούτος εστιν ο υιός ο αγαπητός, αυτού ακούετε».                                                        
– Σωστά, είπα, εδίδαξες. Αλλ΄ ερωτώ· πως πρέπει να εννοήσουμε, που το άγιον και ζωοποιόν Πνεύμα εφανερώθη σε σχήμα περιστεράς, αφού, όπως είπες, ο αιώνιος Θεός είναι αμετάβλητος; Ποιος λοιπόν γνωρίζει πως είναι η θεία φύση;                                                                                                                    
- Και η φανέρωση του αγίου Πνεύματος σε είδος περιστεράς, είπε, έχει την αναλογία της φωνής του Πατρός. Γιατί δεν μετεβλήθη η αναλλοίωτη και αόρατη φύση του Πνεύματος στο είδος της περιστεράς, για να φανερωθή, όπως ήθελα, αλλά έτσι βουλήθηκε να ιδή το κάλλος του ο Ιωάννης. Δηλαδή το άγιο Πνεύμα, θέλησε να οραθή στη μορφή της περιστεράς, που ήρχετο από τον ουρανόν, για να δυνηθή να το ιδή με αισθητά όργανα ο άνθρωπος. Ώστε η βούληση του Πνεύματος μεταποιήθηκε σε μορφή. Γιατί κανείς δεν μπορεί να ειπή, ότι η άρρητη και ασύλληπτη θεία φύση συμπυκνώθηκε και οράθη στο ευτελές είδος μιας περιστεράς. Με αυτόν τον τρόπον, είπε, είδαν ορατώς και οι Προφήται τον Θεόν. Δεν μεταβάλλετο ο Θεός σε σχήμα, αλλά αυτοί έβλεπαν τον ασχημάτιστον σε σχήματα δόξης, όχι την θεία φύση, αλλά τη φανέρωση της βουλήσεώς Του. Γιατί η ενέργεια της βουλήσεως του Θεού εφαίνετο ως είδη και μορφές δόξης στις οπτασίες τους, επειδή ο Θεός ήθελε να φανερώση τις βουλές του με αυτόν τον τρόπον.                                                                                                                     
– Ο Θεός, είπα, πως θα βλέπεται από τους ανθρώπους στην άφθαρτη αιωνιότητα;                                                                                                                     
- Η αφθαρσία του σώματος, είπε, σύμφωνα με τον λόγον της αληθείας, φέρνει εγγύς προς τον Θεόν και κάνει άνθρωπον Θεού. Επομένως και στην αιωνιότητα, ο Θεός θα βλέπεται από τους ανθρώπους, όσον ο άνθρωπος μπορεί επίσης να ιδή τον Θεόν.                                                                                                  
– Δεν θα βλέπη ο άνθρωπος τον Θεόν σε σχήμα;                                                          
- Όχι, απήντησε, αλλά θα τον βλέπη στην τελειότητα της δόξης Του. Γι΄ αυτό, οι μέλλοντες ν΄ αξιωθούν της σωτηρίας, θα ευρίσκωνται πάντοτε μέσα στο φως και θ΄ απολαμβάνουν αεννάως την αγάπη του Θεού όντες εντός της δόξης του, χωρίς όμως να μπορούν να καταλάβουν ποια είναι η φύση του θείου φωτός, που τους καταλάμπει. Και όπως ο Θεός χωρείται όπου θέλει, ενώ μένει αχώρητος, έτσι και οράται απ΄ όποιον θέλει, παρ΄ ότι μένει αόρατος.                                                                                                                      
– Τι πρέπει να θεωρούμε ως αρετήν Θεού;                                                                                                             
- Κάλλος, απάντησε, ασχημάτιστον, που το βλέπει κανείς μόνο στη δόξα του Θεού.                                                                                                                        
– Εγώ, είπα, θεωρώ την δόξα σαν μια «θεωρία», μια υπέροχη σχηματική παράσταση, που γίνεται αισθητή από τους ανθρώπους.                                              
– Μη εννοής, είπε, έτσι. Γιατί το κάλλος της αϋλου εκείνης και μακαρίας φύσεως, είναι πέρα από κάθε σχήμα λόγω της απείρου καθαρότητός της. Ως εκ τούτου, και τα όντα, προ της υπάρξεώς των, ως παρόντα μονάχα ο Θεός βλέπει. Εάν είχε κάποιο σχήμα η ανέκφραστη εκείνη φύση, δεν θα έβλεπε ως όντα τα μηδέποτε υπάρξαντα.                                                                    
– Τι σημαίνουν αυτά;                                                                                                       - Κάθε ον, που είναι σε αισθητόν σχήμα, είναι αδύνατον να προϊδη τα μέλλοντα που θα λεχθούν ή που θα γίνουν, επειδή ευρίσκεται μέσα στους φυσικούς όρους, έστω και αν ακόμη η φύση του είναι ολόκληρη θεωρητική (δηλ. θεατική). Γι΄ αυτό και ο νους μας, σαν με ένα μάτι ισχυρόν, περισκοπεί τα πάντα, όμως είναι αδύνατον να γνωρίζει τα μέλλοντα να γίνουν, ακόμη και μετά τον χωρισμόν της ψυχής από το σώμα, και αυτό, παρ΄ ότι η ψυχή θεωρείται ότι είναι ολόκληρη ένα μάτι. Το ίδιο πρέπει να εννοούμεν και για τους ουράνιους Αγγέλους, των οποίων όλη των η φύση αναγνωρίζεται ως θεωρητική.                                                                                        
– Τι λοιπόν, είπα, που κάποιοι θεωρούν και τους Αγγέλους και την ψυχή χωρίς σχήμα;                                                                                                                  
- Αυτοί, είπε, σκέπτονται πεπλανημένα. Είναι δυνατόν όμως να θεωρούμε τους Αγγέλους και την ψυχή ως ασχημάτιστα ζώα, επειδή ούτε η ψυχή, ούτε οι Άγγελοι φαίνονται. Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε, ότι φαίνονται και η ψυχή και οι Άγγελοι σε μια κατάσταση νοερά και ότι έχουν μορφήν το κάλλος, που παράγεται από την ομορφιά των νοημάτων. Γι΄ αυτό, όταν μεν η ψυχή συλλογίζεται αγαθά, γίνεται ολόκληρη φωτεινή και ωραία· όταν πάλι σκέπτεται πονηρά, σκοτεινιάζει και γίνεται άσχημη. Όπως τα διάφορα σχήματα, που συλλαμβάνει η κόρη του οφθαλμού, λόγω της πολλής και οξείας κινήσεώς της, την οποίαν πρέπει να ονομάζουμε αίσθηση της οπτικής δυνάμεως, (είναι σωστόν να μεταχειριζώμαστε τα εξωτερικά φαινόμενα προς παράσταση των αφανών) φαίνονται σαν είδη της ενεργείας του ματιού, έτσι συμβαίνει και με τον νουν· ό,τι νόημα αν συλλάβη από την επιθυμία του, αυτό γίνεται σαν είδος της ενεργείας της ψυχής και μετέχεται απ΄ αυτήν, εξ αφορμής της λεπτότητός της. Επίσης, επί των ασωμάτων φύσεων συμβαίνει το ίδιο· ό,τι συλλάβει η ενέργειά τους, αυτό γίνεται σαν φυσικό τους εξ αιτίας της υπερβολικής λεπτότητός των, ασχέτως αν αυτό γίνεται κατά λόγον ή πάθος. Αυτό δε το βλέπουμε και στους αποστάτας αγγέλους· όσον αυτοί έμεναν στο αγγελικόν ήθος, αυτό το ίδιο κάλλος των νοημάτων των μεταβάλλετο σε είδος δόξης τους. Επειδή όμως κατεφρόνησαν τα θεία νοήματα, μετεβλήθη η φωτεινή κατάστασή τους σε είδος αποκρουστικόν.                                                                   
– Επομένως, είπα, μπορούμε να λέμε τους Αγγέλους και την ψυχή, συγκριτικώς με το υλικόν σώμα μας, άϋλα ζώα και ασχημάτιστα. Αλλά αυτό μπορεί να λεχθή εν σχέσει προς την άπειρη καθαρότητα της θείας φύσεως;           
- Το αποτέλεσμα, είπε, κάθε δημιουργήματος είναι η μορφή. Επειδή όμως το αεί ον, ο Θεός, δεν έχει γένεση, το κάλλος του είναι αεί επάνω από κάθε μορφή, όπως πιστεύουμε. Γιατί ο Θεός δεν υπάρχει σαν αποτέλεσμα δημιουργίας, αλλά έχει την ύπαρξη εξ εαυτού στην υπερφύση φύση Του.                      
–Ακόμα αυτό θέλω να μάθω, είπα, και πες μου, γιατί λέμε κάλλος Θεού και όχι κάποιο σχήμα; Διότι συνήθως το κάλλος θαυμάζουμε για το σχήμα του.               
–Επειδή, απάντησε, κάλλος Θεού είναι η δόξα της ουσίας Του.

Β΄.
-Θα ήθελα να μάθω, είπα, πως λοιπόν ο Δαβίδ λέγει στον Ψαλμόν: «Εγώ δε εν δικαιοσύνη, οφθήσομαι τω προσώπω σου, χορτασθήσομαι εν τω οφθήναί μοι την δόξαν σου»;                                                                                                     
-Αυτό, απήντησεν ο Πρόδρομος, ελέχθη από τον Προφήτη, όχι για να δείξη ότι η θεία φύση έχει πρόσωπον ή σχήμα, αλλά ότι ο ανείδεος Πατήρ μας θα φανερωθή στο πρόσωπον του Υιού με μορφή και δόξαν. Και γι΄ αυτά ηυδόκησεν ο Θεός, να έλθη ο Λόγος αυτού στους ανθρώπους υπό μορφήν με την Σάρκωση, παραμένοντας όμως (πως όχι) στην παντοδύναμη δόξα του, ώστε οι άνθρωποι να βλέπουν στην υλική πυκνότητα της δοξασμένης εκείνης σαρκός (γιατί η μορφή βλέπει μορφή).  Αλλά και μετά την κάθαρσή τους να μπορούν να βλέπουν το κάλλος της αναστάσεως, σαν να βλέπουν τον Θεόν. Έτσι λοιπόν, ο μεν Πατήρ, κατά κάποιον μυστικόν τρόπον θα φανερωθή στους δικαίους – με τον τρόπον που και τώρα φαίνεται στους αγγέλους – ο δε Υιός, επειδή έχει σώμα, θα φανερωθή σωματικώς. Γιατί αληθινά είναι σωστόν, αυτοί, που θα βασιλεύωνται εις τους μέλλοντας αιώνας από τον Θεόν, να βλέπουν πάντοτε τον Κύριόν των, πράγμα αδύνατον, εάν ο Θεός Λόγος, δια της ενανθρωπήσεώς του, δεν παρουσιάζετο με μορφήν.                                                                                                    
–Αληθινά και με σοφίαν, είπα, εδίδαξες, ω Λόγε, φανερώνοντάς μου με κάθε τρόπον την θετικότητα του Βαπτιστού Ιωάννου. Λοιπόν εκείνο που ακόμη θέλω να μάθω, είπα, είναι να μου ερμηνεύσης πως είναι οι άγγελοι, θέμα που σχετίζεται, νομίζω, με την ψυχήν μετά την ανάσταση του σώματος.                                                                                                                                  
– Τι θέλεις να μάθης;  Απεκρίθη.                                                                                         
– Οι άγγελοι έχουν αίσθηση ή όχι;                                                                                     
- Σύμφωνα με τους κανόνες της γνώσεως οι άγγελοι είχαν την αίσθηση καλού και κακού, δυνάμενοι να εκλέξουν το ένα ή το άλλο, χάρις στο αυτεξούσιόν τους. Γι΄ αυτό, και κάποιοι απ΄ αυτούς, δουλωθέντες στο πάθος της υπερηφανείας, έπεσαν στο χάος σαν αποστάται. Αυτοί που δεν παρεσύρθησαν από την αποστασίαν, χάρις εις την δοξολογίαν από το θείον και ένδοξον Πνεύμα, διεφυλάχθησαν καθαροί και απαθείς γι΄ αυτό και τώρα είναι σε κατάσταση αμετάβλητης ηδονής δόξας. Ως εκ τούτου τα νοήματά τους είναι πάντοτε όμοια. Και όχι μόνον ομοίως γνωρίζων τα καλά, αλλά και ομοίως αγνοούν τα κακά. Έτσι δε θα συμβή και με τους δικαίους, όπως ελπίζουμε κατά την ανάσταση, όταν οι δίκαιοι προσφέρουν στον Θεόν τον καρπόν της ελευθέρας τελείας υποταγής των στο θέλημά του.                                                                                                                                              
–Κατενόησα . Ήθελα να μάθω, είπα, οι επουράνιες εκείνες και άγιες δυνάμεις, πως επιτελούν την υμνοδίαν, με φωνήν ή με ενδιάθετον λόγον, όπως φρονούν κάποιοι;                                                                                              
-Με φωνήν, είπε. Εάν οι άγγελοι χαρακτηρίζονται ως «φλόγα πυρός», όπως λέγουν αι Γραφαί, γίνεται φανερόν, ότι υμνούν τον Θεόν με κάποια απερίγραπτη φωνή. Γι΄ αυτό και πολλοί άγιοι, πολλές φορές στις οπτασίες τους, αισθάνονται την φωνήν των αγγέλων, όπως αναφέρουν αι Γραφαί.                     
– Σαφές, είπα. Αλλά ίσως κάποιοι παρατηρήσουν, ότι ό,τι συμβαίνει με την φωνήν των αγγέλων, αυτό ισχύει και για τον λόγον τους.                                        
– Εις μεν τον Θεόν, είπε είναι πάντα δυνατά· γι΄ αυτό και φαίνεται ως ομιλών, όταν θέλη, ενώ παραμένει υπεράνω των αισθητών ως μόνος άϋλος υπάρχων. Αυτό όμως είναι αδύνατον στους αγγέλους. Γιατί αν μπορούσαν, μη ομιλούντες να φαίνεται ότι ομιλούν και αυτοί, όταν ήθελαν, αυτό σημαίνει, ότι θα ημπορούσαν να δημιουργήσουν εκ του μηδενός ό,τι ήθελαν (πράγμα άτοπον).                                                                                                
– Πολύ καλά. Πως πρέπει να φρονούμεν, είπα, για την ψυχή, που χωρίζεται από το σώμα;                                                                                                       
- Η ψυχή, απάντησε, αφού χωρισθή από το σώμα, έως ότου το ξαναπάρη κατά την κοινή ανάσταση, υμνεί τον Θεόν με τον ενδιάθετον λόγον, επειδή ο άνθρωπος, ως ψυχή και σώμα, έλαβε από τον Θεόν την λαλιάν. Οι δε άγγελοι επειδή είναι δημιουργημένοι σαν μια φύση απλή που αγαπά τους ήχους, όπως γνωρίζουμε, εκδηλούνται με ακατάπαυστες φωνές. Και δεν φθέγγονται σαν με όργανον σωματικόν, αλλά αυτή η αεικινησία τους αποτελεί την αιτίαν, κατά θείον τρόπον, παραγωγής εξαισίου ήχου. Γιατί το αερώδες της αγγελικής φύσεως, επειδή αγαπά πολύ να υμνή τον Θεόν, εξωθεί τους αγγέλους πάντοτε σε άπαυστες και ισχυρόφωνες δοξολογίες.                 
– Εννόησα! Με ποιον τρόπον, είπα, πρέπει να εννοούμε, ότι οι άγγελοι μεταμορφώνονται, όταν στέλλωνται από τον Θεόν στους αγίους;                                          
- Σπάνιον μεν να ακουσθή και παράδοξον, είπε, το ερώτημα, γι΄ αυτό και η απάντηση αστοχεί. Παρά ταύτα, πρέπει να γνωρίζουμε, ότι οι άγγελοι μεταφορφώνονται σε όποια μορφήν «σκεφθούν» κατόπιν εντολής του Θεού. Στην εύκολη μεταμόρφωσή τους βοηθεί αυτή η υπερβολικά αραιά φύση τους, που αμέσως συμμορφούται με την θέλησή τους. Γιατί η άϋλη φύση των αγγέλων, πυκνώνεται κατά ένα τρόπον με την δύναμη της θελήσεώς τους κι΄ έτσι με ευκολία, ενώ είναι αφανείς, εμφανίζονται μετασχηματισμένοι στην καθαρή ψυχή σε όποια μορφή, όπως είπα, θελήσουν. Γιατί μονάχα η καθαρά και πνευματική ψυχή μπορεί να ιδή πλήρως την μορφήν του σχηματισθέντος αγγέλου. Εάν δε η ψυχή, που καλείται να ιδή τον άγγελον υπό την μορφήν που πήρε, δεν έχει την ανάλογη δεκτικότητα, είναι αδύνατον να πραγματοποιηθή η επαφή αγγέλου και ανθρώπου. Γι΄ αυτό και οι άγγελοι στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούν αισθητήν φωνήν, σαν έκφραση της αγγελικής μορφής που, για την γνωστήν αιτίαν, δεν εθεάθη, όπως νομίζω.                                                          
– Πιστευτά αυτά. Ακόμη σε παρακαλώ, είπα, ω διδάσκαλε Λόγε, εξήγησέ μου πριν φθάσει η ημέρα (γιατί γνωρίζω ότι μόλις εξημερώσει αμέσως θα φύγης· επειδή δεν υπομένεις να παρίσταται σε ψυχήν, που θέλει να συζητή ή να βλέπη τα μεταβαλλόμενα σχήματα του κόσμου), εάν, οι άγγελοι που αποστέλλονται από τον Θεόν στην γη, ευρίσκονται υμνούντες και στους ουρανούς κατά τον χρόνον που είναι στον κόσμον.                                                           
– Αδύνατον, είπε, τον αυτόν χρόνον που ευρίσκονται εις τον κόσμον, να είναι οι άγγελοι με το σχήμα τους και υπεράνω του ουρανού. Αυτό είναι ίδιον μόνον του ενανθρωπίσαντος Θεού Λόγου, ώστε να ευρίσκεται πραγματικά στη γη και από τα επουράνια να μη απουσιάζη, αλλά και να περιέχει τα πάντα λόγω της θείας απειρίας του. Πρέπει δε να γνωρίζουμε ότι, όπου και αν είναι όλες εκείνες οι αγγελικές δυνάμεις, όλα εξ ίσου τα επουράνια και τα επίγεια πράγματα βλέπουν, ωσάν να ευρίσκωνται τα πάντα πλησίον τους. Γιατί η τελεία καθαρότης της φύσεως των αγγέλων και η χάρη του αγίου Πνεύματος, τους κάμνει τόσον διαφανείς, ώστε να βλέπουν τα πάντα από κάθε πλευρά. Ο Θεός μόνον βλέπει και τα μέλλοντα ωσάν παρόντα, επειδή είναι έξω από την κτίση. Και δεν περιέχονται μέσα στις άκτιστες ενέργειές του τα ήδη υπάρχοντα όντα, αλλά και εκείνα που κάποτε θα γίνουν. Γι΄ αυτό και μόνος ο Θεός γνωρίζει τα βάθη των καρδιών.                                                                                                                                  
– Επομένως και η ψυχή, είπα, που χωρίζεται από το σώμα, θα βλέπη, εκτός από τις αγγελικές τάξεις, και όλα όσα υπάρχουν στον κόσμον κατά τον ίδιον τρόπον, που βλέπουν και οι άγγελοι;                                                           
- Όχι ακριβώς έτσι, είπε. Γιατί οι μεν άγγελοι, επειδή έχουν δημιουργηθεί σαν φύση απλή και ασύνθετη, δύναται να βλέπουν όχι μόνον τα έξω τόπου, αλλά και όσα είναι «εν τόπω». Και αυτό, επειδή είναι χαρακτηριστικόν της αραιάς φύσεως να μη βλέπεται μεν από τους έχοντας πυκνήν φύση (ανθρώπους), όμως οι άγγελοι να βλέπουν κάθε τέτοιαν φύση. Η ψυχή δε, μετά τον χωρισμόν του σώματος, δεν ημπορεί πλέον να βλέπη όσα υπάρχουν «εν τόπω». Γιατί, όπως λέγει ο ψαλμωδός, «πνεύμα διήλθεν εν αυτώ, και ουχ υπάρξει, και ουκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού». Επειδή η ψυχή με την ένωση του σώματος ευρίσκεται σε τόπον, ακόλουθον είναι να μην ημπορεί να βλέπη εκείνα που έβλεπε με το σώμα μετά τον χωρισμόν του από την ψυχήν. Γιατί του μεν ανθρώπου η ολοκλήρωση εννοείται στην σύνθεση ψυχής και σώματος, οι δε άγγελοι έχουν το τέλειον στην απλότητα – ασύνθετον της φύσεώς τους.                                      
Αυτά μόνα ή και άλλο τι μου εφανέρωσεν ο Λόγος, που ερμήνευσε την σοφίαν του Βαπτιστού Ιωάννου, ω πολυστέφανε και φωτοφόρε βασιληά· μόλις δε εφώτισεν η ημέρα ανεχώρησε από εμένα και με άφησε πάλιν να διψώ την φιλίαν του.

Μετάφραση                                                                                                                               
(Από την κριτική έκδοση του Ed.  Des  Places)
-------------                                                                                                                                    
Η «Όρασις» είναι ένα μικρόν θεολογικόν έργον του αγίου Διαδόχου Επισκόπου Φωτικής. Πρόκειται περί μιας υψηλής ενασχολήσεως γύρω από θεολογικά προβλήματα, που συνετάρασσαν την εποχή του (5ος αιώνας) και βρήκαν την Συνοδικήν λύση τους στο πρόσωπον του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Περί του αγίου συγγραφέως περισσότερα έχουν γραφεί στο βιβλίον «Τα εκατόν Γνωστικά Κεφάλαια» του αγίου Διαδόχου Φωτικής, έκδοσις Θεσσαλονίκης 1977.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου