(Από Λόγο του
αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, από τα αμφιβαλλόμενα).
Ήλθα σήμερα, ω φίλοι μου, για ν΄ αποδώσω το χρέος, που θα
πλουτίσει κι΄ εμένα που σας μιλάω, αλλά θα ωφελήσει κι΄ εσάς που θα με
ακούσετε. Ευρίσκομαι πάλιν εδώ για να σας παρουσιάσω τον Θωμά, που στην αρχή
μεν απιστούσε στην Ανάσταση του Σωτήρα, ύστερα όμως, μετά την εμφάνισή του και
την ψηλάφηση, να πιστεύει και να τον ονομάζει Κύριον και Θεόν του. Δώσετέ μου
προσοχή παρακαλώ και ικετεύσατε τον Θωμά, ν΄ αγγίξει στο στόμα μου το άγιο δεξί
χέρι του, όπως άγγιξε την πλευρά του Δεσπότου, κι΄ έτσι να δυναμώσει τη γλώσσα
μου για να εξηγήσω τα ποθούμενα· εσείς δε να ανεχθήτε τα ευτελή
λόγια μου με γαλήνη για να καρπωθείτε κάποια ωφέλεια. Αφού προηγουμένως ο
Σωτήρας μας ετρύπησε την παμφάγο κοιλιά τού Άδου και έγινε «πρωτότοκος των
νεκρών», εισήλθε «των θυρών κεκλεισμένων» στο δωμάτιο που ήσαν συνηγμένοι οι
μαθηταί Του. Ο δε Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος «ουκ ην μετ΄ αυτών» (Ιωάν. κ΄ ,
24). Αλλά, ω θλιβερά εκπληκτικόν! Ο ποθούμενος ήλθε αλλ΄ ο ποθών έλειπε.
Ο
ποιμένας ο καλός παρουσιάστηκε στην ποίμνη και το πρόβατον ευρίσκετο έξω από
την ποίμνη ή μάλλον επλανάτο έξω από την μάνδρα. Ο βασιλεύς των ουρανών
κατέβηκε στο θείο στρατόπεδο και ο στρατιώτης βρισκόταν μακρυά απ΄ αυτό. Η
απουσία όμως του Θωμά ήταν ένα μυστήριο της θείας οικονομίας. Γιατί αν ήταν
παρών, δεν θα απιστούσε. Κι΄ αν δεν αμφέβαλλε, δεν θα ψηλαφούσε. Εάν δεν
ψηλαφούσε, δεν θα επίστευε ακράδαντα. Κι΄ αν δεν επίστευε τόσο, δεν θα εδίδασκε
κι΄ εμάς να πιστέψουμε με τόση βεβαιότητα. Ώστε η απιστία του μαθητού έγινε
μητέρα της δικής μας πίστεως. Γι΄ αυτό
κι΄ εμείς μη βλέποντες τον Χριστόν όμως τον προσκυνούμε, αφού εκείνος τον
έβλεπε και τον προσκυνούσε. Κι΄ εμείς, χωρίς να ψηλαφούμε τον αψηλάφητον, τον
υμνούμεν, επειδή εκείνος, κρατώντας με τα χέρια του τον Δεσπότην, ομολόγησε
λέγοντας. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιωάν.
κ: 28). Όταν έφθασεν ο Θωμάς τελευταίος, του έλεγαν οι άλλοι μαθηταί:
«Εωράκαμεν τον Κύριον» (Ιωάν. κ: 25). Είδαμε Εκείνον που είπε· «μετά από τρεις
ημέρας εγείρομαι». Και έτσι διαπιστώσαμε την αλήθεια μέσα από τα πράγματα.
Είδαμε Εκείνον που είπε: «εγώ ειμι η ανάστασις και η αλήθεια και η ζωή». Εμείς
λοιπόν δεχτήκαμε από τη Ζωή και την Ανάσταση, την αλήθεια και τη ζωή. Είδαμε
Εκείνον που είπε: «εξουσίαν έχω να δώσω την ψυχήν μου και εξουσίαν έχω πάλιν να
την λάβω». Και εμείς ελάβαμε πραγματικά από την εξουσία Του. Ο Σωτήρας
παρουσιάστηκε αθόρυβα χωρίς να περάσει από τις θύρες του δώματος. Κι΄ εμείς
θαυμάσαμε, όπως ήταν επόμενο, από την υπερφυσική εμφάνισή Του και δοξάσαμε
Αυτόν, που εγκαινίασε τέτοιο τρόπο εισόδου. Τον ακούσαμε να μας λέγει: «ειρήνη
υμίν». Και μετεστράφη η σύγχυση της λύπης μας σε χαρά ευφροσύνης. Είδαμε τα
χέρια Του στα οποία δέχτηκε σουβλερά καρφιά κι΄ έτσι εξάλειψε τις αμαρτίες των
ανθρώπων. Είδαμε τα χέρια Του, με τα οποία συνέτριψε το θάνατο και χάρισε την
ανάσταση σ΄ όλους τους ανθρώπους. Είδαμε την αγία πλευρά Του, που πληγώθηκε για
μας και ανέβλυσεν «αίμα και ύδωρ», τους δύο κρουνούς της σωτηρίας μας.
Υποδεχτήκαμε και το θείον εμφύσημα από το στόμα Του, εμφύσημα πνευματικό που
χορηγεί κάθε Χάρη. Χειροτονηθήκαμε δεσπότες από τον Δεσπότη για να χορηγούμε
άφεση πλημμελημάτων. Γίναμε κύριοι κρίνοντες τους αμαρτωλούς, γιατί πήραμε την
εξουσία αυτή από το στόμα Του: «Αν τινων αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν
τινων κρατείτε, κεκράτηνται» (Ιωάν. κ: 23). Τέτοια γλυκά λόγια ακούσαμε από τον
Σωτήρα, τέτοιες δωρεές απολαύσαμε. Πως ήταν δυνατό να μη πλουτισθούμε με τόσες
δωρεές έχοντας τέτοιον Δεσπότη; Εσύ όμως έμεινες μόνος φτωχός γιατί
έλειπες.
Παίρνοντας τον λόγον ο Θωμάς, λέγει στους Αποστόλους: Εσείς είδατε τον
Κύριον, εγώ λοιπόν είμαι μόνος ανάξιος της θέας Του; Δεν εκάλεσε κι΄ εμένα όπως
κι΄ εσάς; Δεν τιμήθηκα από Εκείνον, όπως κι΄ εσείς; Δεν τον είδα να σταυρώνεται
όπως κι΄ εσείς; Όπως είδα μαζή σας τα λυπηρά, θέλω να μάθω και τα χαρμόσυνα.
Όπως είδα τη νέκρωση τού Χριστού, θέλω να αντικρύσω και την ανάστασή Του. «Εάν
γαρ μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου
εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη
πιστεύσω» (Ιωάν. κ: 15). Όπως κι΄ εσείς δεν θα πιστεύατε εάν δεν εβλέπατε, έτσι
κι΄ εγώ τώρα, εάν δεν ιδώ δεν θα πιστέψω. Επίμενε, ω Θωμά, επίμενε σ΄ αυτή την
καλή απιστία σου, επίμενε αδιάκοπα μέχρι να πιάσεις την άγκυρα της πίστεως.
Επίμενε περισσότερο σ΄ αυτό τον πόθο σου μέχρι να ιδείς τον ποθούμενον. Αγαπώ
την αμφιβολία των λογισμών σου, γιατί διαλύει κάθε άλλην αμφιβολία. Επαινώ την
επιμονή και τη φιλόχριστη απαίτησή σου, που έτσι εκθεμελιώνει κάθε αντίρρηση
των αιρετικών. Απίστησε λοιπόν, απίστησε ακόμα πιο πολύ, για να πιστέψω εγώ με
βεβαιότητα. Ζήτησε τον Κύριον και κάλεσε τον παρόντα. Έτσι εσύ αναζητώντας
Αυτόν και προσκαλώντας Τον, εγώ θ΄ αγκαλιάσω το Λυτρωτή μου. Επίμενε να ζητάς
Εκείνον που είπε: «Ζητείτε και ευρήσετε» (Ματθ. ζ: 7). Μην αναχωρήσεις εάν,
επιπόλαια αναζητώντας, δεν εύρεις το θησαυρό που θέλεις. Επίμενε να κτυπάς τη
θύρα της αναντίρρητης γνώσεως, μέχρι τότε που θα σου ανοίξει Εκείνος που είπε:
«Κρούετε και ανοιγήσεται υμίν». Πολύ ευφραίνομαι, Θωμά, που σε ακούω να
επαναλαμβάνεις τον λόγον: «Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων,
ου μη πιστεύσω». Γιατί με τη δική σου απιστίαν εγώ διδάσκομαι να πιστεύσω. Με
το δικό σου σκάψιμο, με τη δικέλλα της γλώσσας σου, στο χωράφι του θείου
Σώματος, εγώ θερίζω τον καρπό, χωρίς κόπο, και τον σωρεύω για τον εαυτό μου. Εάν
δεν θα ιδώ τα αυλάκια μέσα στα άγια χέρια Του, αυτά που κατάσκαψαν οι ασεβείς,
δεν πείθομαι καθόλου στα λόγια σας. Εάν δεν βάλω αυτό το δάκτυλό μου στα
κοιλώματα των καρφιών, δεν θα αποδεχτώ το ευαγγέλιό σας. Εάν δεν εγγίξω με αυτό
το χέρι μου εκείνη την πλευρά, που αναμφίβολα μαρτυρεί την ανάσταση, δεν θα σας
πιστέψω. Πρώτα να ιδώ με τα μάτια μου αυτά που μου λέτε – αφού τα μάτια είναι
αξιοπιστότερα από τα αυτιά – κι΄ ύστερα θα δεχτώ τους ισχυρισμούς σας… Αυτά συζητούσε ο
Θωμάς με τους ισαποστόλους του και αίφνης εισήλθε στο δωμάτιον ο Ιησούς
«κεκλεισμένων των θυρών». Εισήλθε «η θύρα» της ζωής δια των κεκλεισμένων θυρών,
όπως γνωρίζει μόνος ο Θεός Λόγος. Και όπως γεννήθηκε από την Παρθένο χωρίς να
διαρρήξει τις πύλες της παρθενίας, έτσι βρέθηκε μέσα στο δωμάτιο χωρίς να
σπάσει τα κλειδιά της θύρας. Κι΄ ακόμα, όπως εξήλθε από τον κλεισμένο και
σφραγισμένο τάφο με το Σώμα Του, έτσι εισήλθε «των θυρών κεκλεισμένων»… Εισήλθε
λοιπόν ο Κύριος και στάθηκε στο μέσον μεταξύ των μαθητών Του και είπε: «Ειρήνην
υμίν». Και λέγει στο Θωμά· «φέρε τον δάκτυλον ώδε και ίδε τας χείρας μου, και
φέρε την χείρά σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά
πιστός. Και απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ· ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Λέγει
αυτώ ο Ιησούς· ότι εώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και
πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ: 27-29).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου