«Ἐζοῦσε σ’ ἕνα κοινόβιο κάποιος µοναχός, ὁ ὁποῖος ἔπαιρνε πάνω του ὅλα τὰ βάρη τῶν ἀδελφῶν·


κ’ ἔφτανε νὰ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του ἀκόµη καὶ γιὰ τὸ ἁµάρτηµα τῆς πορνείας. Μερικοί, ὅµως, ἀπὸ τοὺς µοναχούς, µὴ γνωρίζοντας τὴν ἐνάρετη τακτικὴ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἄρχισαν νὰ γογγύζουν καὶ νὰ τὸν κατηγοροῦν, λέγοντας: -Πόσα ἔργα κακὰ ἔκαµε τοῦτος ὁ ἀδελφός, ποὺ δὲν κάνει βέβαια καὶ καµµιὰ ἐργασία! Ὁ ἡγούµενος, ὡστόσο, ποὺ ἐγνώριζε καλὰ τὴν ἐνάρετη ζωή τοῦ ἀδελφοῦ, εἶπε στοὺς ἄλλους µοναχούς: Ἐγώ, ἀδελφοί µου, προτιµῶ τὸ ἕνα ψαθὶ ποὺ κάνει αὐτὸς ὁ µοναχὸς µὲ ταπείνωση, παρὰ ὅλα τὰ ἄλλα δικά σας, γιὰ τὰ ὁποῖα περηφανεύεστε. Καὶ θέλοντας νὰ τοὺς δείξει τὴν ἀλήθεια ἐκείνων τῶν λόγων του, κουβάλησε ὅλα τὰ ἔργα τῶν µοναχῶν, κ’ ἔφερε καὶ τὸ ἕνα ψαθὶ τοῦ ἀδελφοῦ ἐκείνου. Τότε ἄναψε φωτιὰ καὶ ἔρριξε ὅλες τὶς ψάθες στὶς φλόγες. Κ’ ἐνῷ κάηκαν ὅλα, ἔµεινε ἀνέγγιχτο ἀπὸ τὴ φωτιὰ τὸ ψαθὶ τοῦ ἀδελφοῦ! Μόλις εἶδαν αὐτὸ τὸ πρᾶγµα οἱ ἀδελφοὶ φοβήθηκαν πολύ, τοῦ ἔβαλαν µετάνοια, καὶ ἀπὸ τότε καὶ στὸ ἑξῆς τὸν εἶχαν σὰν πατέρα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου