ΔΙΗΓΗΣΙΣ περί του Αββά ΑΜΜΟΥΝ. Του Οσίου Ιερωνύμου.

Εν μέσω των άλλων Πατέρων, τους οποίους είδομεν και ηκούσαμεν εις την έρημον, όταν ανεχωρήσαμεν από τον Όσιον Απολλώ, μας διηγήθησαν εν τη οδώ οι μαθηταί αυτού, ότι ήτο εις θαυμασιώτατος, Αμμούν εις το όνομα, όστις ετέλεσε μεγάλα τερατουργήματα και εξόχως τούτο το εξαίσιον. Κλέπται τινές, αναλισχυντοι, επήγαινον εις το κελλίον του και του έκλεπτον το παξιμάδιον και ει τι άλλο του ευρίσκετο βρώσιμον, και αυτοί μεν έτρωγον την ζωοτροφίαν του, ο δε Όσιος εκινδύνευεν από την υστέρησιν των αναγκαίων εις θάνατον, ότι πολύν καιρόν τον επείραζον. Όθεν μη έχων άλλον τρόπον να βοηθηθή εις τοσαύτην αναγκαίαν υπόθεσιν, απήλθεν εις την εσωτέραν έρημον και ευρίσκων δύο μεγάλους δράκοντας, τους προσέταξε να τον ακολουθήσουν έως την κέλλαν· και αφ’ ου έφθασαν, τους είπε να ίστανται εις την θύραν και να μη αναχωρήσουν έως να τους δώση άδειαν.
Οι δε κλέπται, ελθόντες πάλιν να αρπάσουν τι και βλέποντες τους δράκοντας ετρόμαξαν και έπεσον κατά γης ημιθανείς. Ο δε Όσιος εξήλθεν από το κελλίον και τους λέγει· «Βλέπετε πόσον είσθε σεις των θηρίων θηριωδέστεροι και απανθρωπότεροι; Αυτά ευλαβούνται τους δούλους του Θεού και υπακούουν εις αυτούς, σεις όμως τους ζημιώνετε». Ταύτα ειπών, τους επήρεν έσω εις το κελλίον και τους εφίλευσε με πολλήν φιλανθρωπίαν και ιλαρότητα·ιδόντες δε ούτοι την τοσαύτην αυτού αγαθότητα έκλαυσαν και εζήτησαν συγχώρησιν δια τα πρότερα ανομήματά των εξ όλης καρδίας μετανοήσαντες, και εμόνασαν, και τόσον ευηρέστησαν τον Θεόν μετά την επιστροφήν αυτών και την θαυμασίαν αλλοίωσιν, ώστε ετέλεσαν και θαυμάσια εις αισχύνην του μισοκάλου δαίμονος. Άλλην φοράν ήλθον τινές εκ των πλησίον χωρίων εις τον Όσιον και τον παρεκάλεσαν να φονεύση άλλον ένα δράκοντα, όστις τους εζημίωνεν άμετρα. Ο δε είπε προς αυτούς, δια ταπείνωσιν, ότι δεν ήτο της δυνάμεώς του αυτό το εγχείρημα, και απολύσας αυτούς, επήγεν αυτός μόνος εις το σπήλαιον του δράκοντος και προσηύξατο. Το δε θηρίον εξήλθεν από την φωλεάν με μεγάλην ορμήν και κρότον, σφυρίζον και κάμνον σχήμα, ως να ήθελε να ορμήση επάνω του και να τον θανατώση. Πλην δεν εφοβήθη ο Όσιος, ουδέ μετετόπισεν, ούτε ποσώς εδειλίασεν, αλλά είπε ταύτα προς αυτό μετά πίστεως· «Ο Κύριος να σε αποκτείνη, δια να μη ζημιώνης τους δούλους του». Και παρευθύς με τούτον τον λόγον έσκασε το θηρίον, και εχύθη εις την γην το δηλητήριόν του. Οι δε εγχώριοι μαθόντες τοιούτο θαυμάσιον συνήχθησαν, και βλέποντες τοσούτον μέγα θηρίον νεκρόν, πάλιν δεν ετόλμων να πλησιάσωσιν. Ο δε Όσιος τους εθάρρυνε να το καταχώσουν με την άμμον, δια να μη τους θανατώση η δυσωδία του· και ούτως εποίησαν. Ταύτα μας είπεν εις μαθητής του Αμμούν, όστις και έτερα τοιαύτα μας είπε, τα οποία δια βραχυλογίαν αφήκαμεν άγραφα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου