O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του
καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά.
Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν
χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε
πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ
πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι
οἱ ἄνθρωποι.
Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες, καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε:
Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες, καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε: