Η ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

«Μη χωρίζετε την καρδίαν υμών από του Θεού… φυλάσσετε αυτήν μετά της μνήμης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πάντοτε… ίνα μεγαλυνθή Χριστός εν υμίν…». Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος.

Το θέμα της νοεράς προσευχής κατά τα τελευταία έτη κατέστη επίκαιρον τόσον εις τα ορθόδοξα κλίματα, όσον και εις τον Προτεσταντισμόν και τον Καθολικισμόν, εξ αφορμής των αλλεπαλλήλων εκδόσεων της «Φιλοκαλίας» και των Νηπτικών Πατέρων εις τρεις ευρωπαϊκάς γλώσσας. Η νοερά προσευχή αποτελεί, εις την σημερινήν εποχήν του ψυχικού άγχους, την μόνην καταφυγήν και το κύριον μέσον στροφής προς εαυτούς δια την ανεύρεσιν της απολεσθείσης υπάρξεως, του απολεσθέντος Παραδείσου, της εντός ημών υπαρχούσης Βασιλείας. Κάποτε, σπουδαίοι εκπρόσωποι της Καθολικής Εκκλησίας, εχαρακτήρισαν την νοεράν προσευχήν ως «πνευματικήν ηλιθιότητα» και η επίσημος Καθολική Εκκλησία θεωρεί την νοεράν προσευχήν και τον Ησυχασμόν ως είδος τι αιρέσεως.

O Συναξαριστής της ημέρας.

Δευτέρα, 27 Νοεμβρίου 2017

Ιακώβου του Πέρσου, Ναθαναήλ Οσίου. 

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ἔζησε τὸν 4ο μ.Χ. αἰ. ἐπὶ βασιλέως Ἀρκαδίου. Ζοῦσε στὴν Βηθλαδὰ τῆς Περσίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπίσημο γένος. Ἦταν φίλος μὲ τὸν βασιλιὰ τῶν Περσῶν, Ἰσδιγέρδη. Παρασυρμένος ἀπὸ αὐτὴ τὴ φιλία του, ὁ Ἰάκωβος ἀπαρνήθηκε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Ἰσδιγέρδη, ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ χαθεῖ μέσα στὴν ψευδαίσθηση τοῦ πλούτου τῶν ἀνακτόρων. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ ἡ μητέρα καὶ ἡ γυναίκα του, οἱ ὁποῖες ἦταν εὐσεβεῖς καὶ πιστὲς χριστιανὲς λυπήθηκαν καὶ ἐξοργίστηκαν. Καὶ οἱ δυὸ λοιπὸν τὸν ἐπιπλήξανε γιὰ τὴ στάση του καὶ τοῦ δήλωσαν ὅτι δὲν ἤθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αὐτὸ τὸ μικρὸ πλῆγμα, ἐπανέφερε τὸν Ἰάκωβο στὸν ἴσιο δρόμο.

O κόσμος στον δρόμο του. Δεν γίνεται πια μεταστροφή (Φώτης Κόντογλου)

Πολλοί αναγνώστες μου γράφουνε, παρακαλώντας με, και μά­λιστα ξορκίζοντάς με, να γράψω για να χτυπήσω την ανηθικότητα, που δέρνει την κοινωνία, προ πάντων τη νεολαία, και που «τη σερ­βίρουν τα σινεμά», όπως μου γράφουνε. Φωνάζουνε: «Υψώσετε τη φωνή σας!». Ένας σπουδαστής μου γράφει από την Αγγλία: «Μη σταματήσετε αυτόν τον ωραίον αγώνα, μην πτοηθήτε από τις επιθέ­σεις. Υπάρχουν βέβαια πολλοί αντίπαλοι, αλλά και πολλοί θαυμα­στές του ωραίου σας έργου. Σας χρειαζόμαστε για να δώσετε φτε­ρά στις καρδιές μας, που είναι γεμάτες κενό και απαισιοδοξία».

Καημένοι άνθρωποι, πόση σημασία δίνετε στο πρόσωπό μου και σ’ αυτά που γράφω! Τί φωνή να υψώσω, που είναι βραχνιασμένη και αδύνατη, και χάνεται μέσα στον κυκεώνα της σημερινής ζω­ής; Όχι φωνή, αλλά και τ' αστροπελέκι να κρατά στα χέρια του κανένας σήμερα, και να το σφενδονίζει για να κάνει τους ανθρώ­πους ν' αλλάξουνε δρόμο, πάλι τίποτα δεν θα κάνει. Ο ίδιος ο ά­γιος Γιάννης ο Πρόδρομος, το ερημοπούλι της ερήμου, που τον φοβόντανε οι αμαρτωλοί, γιατί τους έλεγε «γεννήματα εχιδνών», κι αυτός μάταια φώναζε. Η φωνή του χανότανε μέσα στην έρημο, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Και πότε; Τον καιρό που υπήρχα­νε ακόμα κάποια αυτιά να τον ακούσουνε, κι απλές καρδιές για να τον καταλάβουνε. Όχι εμείς που χρειαζόμαστε δασκάλεμα, και που έχουμε τόσα στην καμπούρα μας! Πώς να γίνουμε δάσκαλοι για τους άλλους; Γεμίζουμε χαρτιά με μυριάδες λόγια, μα τί το όφελος; Ο κόσμος τραβά τον δρόμο του και δεν σκοτίζεται από κη­ρύγματα.

Οι δύο λόγοι του Νεστορίου

Ο αββάς Κυριακός ( 5ος- 6ος αι. ) ήταν πρεσβύτερος στη λαύρα του Καλαμώνος, κοντά στον ποταμό Ιορδάνη. Κάποτε διηγήθηκε τα εξής: 
« Μια νύχτα είδα στον ύπνο μου να στέκουν έξω από το κελί μου μια πορφυροντυμένη γυναίκα με σεμνή εμφάνιση και δυο άνδρες ιεροπρεπείς και σεβάσμιοι. Κατάλαβα πως η γυναίκα ήταν η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος, ενώ από τους άνδρες ο ένας ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και ο άλλος ο Τίμιος Πρόδρομος.
 
Βγήκα από το κελλί και τους παρακάλεσα να περάσουν μέσα για να το ευλογήσουν. Η Θεοτόκος όμως αρνήθηκε. Εγώ επέμενα για πολλή ώρα να την παρακαλώ, οπότε
Eκείνη αποκρίθηκε αυστηρά:

Πάθε δια την σωτηρίαν σου όπως Εκείνος έπαθε για σένα

Αντώνιος ο Μέγας:
Ουδείς χωρίς πειρασμόν θα δυνηθή να εισέλθη εις την βασιλείαν των ουρανών. Αφαίρεσε τους πειρασμούς, αλλά ουδείς θα σωθή.