Ἡ ἰσχυρότερη
ἀξία μέσα στούς αἰῶνες, ἀπό ὅσες ἀξίες μπόρεσε νά διακρίνει τό ἀνθρώπινο πνεῦμα,
θεωρεῖται ἡ καλωσύνη. Τήν σέβονται ὅλοι οἱ πολιτισμοί, πρωτόγονοι καί
σύγχρονοι, τήν ὑμνοῦν οἱ καλλιτέχνες, τήν προβάλλουν οἱ ἀρχηγοί. Ὅσοι τήν
πολέμησαν ἔμειναν ἀπαράδεκτοι μέσα στήν ἱστορία. Ἡ καλωσύνη παρέμεινε τό ἄκρο
κάθε θρησκείας, ἡ κορυφή κάθε φιλοσοφίας, τό “τέλος” κάθε κοινωνίας. Κι ὅμως,
γιά τήν Ἐκκλησία, γιά
τήν
ἱερή κοινωνία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ καλωσύνη κατέχει μία δεύτερη θέση. Τό Εὐαγγέλιο,
πού πρῶτο γνώρισμα ἔχει τήν ἀγάπη, πρῶτο αἴτημα δέν ἔχει τήν καλωσύνη, ἀλλά τήν
πίστη. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ χρυσός κανόνας «ὅ σύ μισεῖς ἑτέρῳ μή ποιήσῃς»,
τό ζενίθ τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας, κρίνεται ἀνεπαρκής γιά τήν διδασκαλία τοῦ
Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τόν συμπληρώνει μέ τήν θετική του διατύπωση· «Πάντα οὖν ὅσα ἄν
θέλητε
ἵνα
ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς» (Ματθ. 7, 12· πρβλ.
Λουκ. 6, 31).