Στὴν δική μας ἐποχή, ἡ ἀπολογία τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Ἰωσήφ ἔχει
πολλὰ νὰ μᾶς διδάξη καθὼς τά προβλήματα πού ἔκαναν ἀναγκαῖα τήν σύνταξίν της εἶναι
παρόμοια πρὸς τά δικά μας. Οἱ ἐνδοεκκλησιαστικές ἀντιπαλότητες, ἡ ὀξύτητα τῶν
ἀντιπαραθέσεων, ἡ ἀφόρητη πίεσι ἐξωεκκλησιαστικῶν παραγόντων, τά ἐπιχειρήματα
περί λόγων οἰκονομίας διά μίαν κοινὴν ἑνότητα, εἶναι λίγα ἀπό τά κοινά σημεῖα
τῶν δύο ἐποχῶν.
Πρός τά τέλη τοῦ 1272 εἶχε ἔρθει ἀντιπροσωπεία ἐκ τῆς Ρώμης,
κατόπιν αἰτήσεως τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου, ἡ ὁποία ἀπαιτοῦσε ὅτι ἡ
ἐκκλησιαστική ἕνωσις Ρώμης καί νέας Ρώμης, πρέπει νά γίνη διά τῆς ἀποδοχῆς τῶν
τριῶν ῾῾κεφαλαίων᾽᾽, δηλ. τήν ἀποδοχή τοῦ πάπα ὡς πρώτου ἀρχιερέως, τήν ἀποδοχή
τῆς ἐκκλήτου καί τό μνημόσυνον τοῦ ὀνόματός του. Ὅλα τά ἄλλα δόγματα, ἤθη καί
ἔθιμα τῆς κάθε ἐκκλησίας, θά ἔμεναν ἀνέπαφα. Ἡ κάθε μία, θά κρατοῦσε τήν δική
της παράδοσι.