«Στὸν σύγχρονο Οἰκουμενισμό, ὅλα βασίζονται στὴν
ἀκόλουθη θέση, στὸ οὐμανιστικὸ ἀξίωμα: ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία ἀλλὰ πολλές. Εἶναι
σὰν ἡ Ἐκκλησία νὰ κομματιάστηκε. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ διαιρεθεῖ. Ἀπὸ αὐτὴν
μπορεῖ κανεὶς μονάχα νὰ ἐκπέσει καὶ ὄχι νὰ ἀποκοπεῖ. Στὴν οὐσία της ἡ Ἐκκλησία
εἶναι Θεανθρώπινος ὀργανισμός, Θεανθρώπινο σῶμα, τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καὶ
γιὰ αὐτὸ εἶναι πάντοτε μία, σὲ ὅλους τοὺς κόσμους μία. Σὲ αὐτὸ ἔγκειται ἡ οἰκουμενικότητά
της, ἡ καθολικότητα. Ὁ σύγχρονος Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι
τίποτε περισσότερο ἀπὸ ψεύτικους χριστούς, ψεύτικους μεσσίες, ψεύτικους προφῆτες,
γεμᾶτος ἀπὸ ποικιλότητα πίστεων, ὀλιγοπιστίας καὶ τέλος παντελοῦς ἀπουσίας. Ἡ
προβληματικὴ τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ εἶναι καθαρὰ κοσμική, πολιτικάντικη καὶ
στὴν οὐσία της κομμουνιστική – παπιστική. Τὰ πάντα ἀνάγονται σὲ “κοινωνικές” ἀξίες
καὶ μάλιστα γήινες καὶ παροδικές. Δὲν ὑπάρχει τὸ Θεανθρώπινο ἐπίκεντρο, ἡ
προβληματικὴ τοῦ Εὐαγγελίου: δὲν ἐπιζητεῖται “πρῶτον ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ” καὶ ἡ
δικαιοσύνη Του ἀλλὰ τὸ βασίλειο τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ ὅλα ὅσα εἶναι ἐξ αὐτοῦ.
Τὸ
ζήτημα τῆς ἑνότητος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιλυθεῖ μὲ κανέναν “διάλογο” παρὰ μονάχα διὰ
τῆς μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία: “μνημόνευε
οὖν πόθεν πέπτωκας καὶ μετανόησον” (Ἀποκ. 2, 5). Δίχως τὸν Θεάνθρωπο, οἱ δῆθεν
ἐκκλησίες δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ “συναγωγὲς τοῦ Σατανᾶ” (Ἀποκ.
2, 9). Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν αἵρεση εἶναι: “μετανόησον…” (Ἀποκ. 2, 16). Αὐτὸ ἰσχύει
γιὰ κάθε αἵρεση, γιὰ ὅλες τὶς “232” αἱρέσεις – ἐκκλησίες. “Μνημόνευε οὖν πῶς
εἴληφας καὶ ἤκουσας (τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἀληθείας) καὶ τήρει καὶ μετανόησον…”
(Ἀποκ. 3, 3). Διὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ εἰσέβαλε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐπεβλήθη ἡ καθαρῶς
κοσμικὴ καὶ διεθνὴς ἀθεϊστική, κομμουνιστικὴ προβληματική. Σήμερα εἶναι ἀδύνατον
γιὰ τὴν γνήσια Ἐκκλησία νὰ ἐκφραστεῖ γιατί, ποῦ εἶναι οἱ γνήσιοι μάρτυρές της –
οἱ Μάρτυρες, μὰ καὶ οἱ πρῶτοι της θεολόγοι; Ἔτσι ἐπλήθυναν οἱ ρηχοί, οὐμανίζοντες,
παπίζοντες, αἱρετίζοντες καὶ προτεσταντίζοντες θεολόγοι…».