Σχόλιον εις ένα παρεξηγημένον χωρίον
Φιλοξενούμενος ο Κύριος στη Βηθανία, ένα προάστειο των
Ιεροσολύμων, στο γνωστό και φιλικό σπίτι των αδελφών Μάρθας, Μαρίας και Λαζάρου
– ο πατέρας της οικογένειας, Σίμων ο λεπρός (βλ. Ματθ. 26: 6· Μρ 14: 3), είχε
πεθάνει – αξιοποιεί την ευκαιρία για να διδάξει τους παρευρισκομένους. Η Μάρθα
ως οικοδέσποινα καταγίνεται με την περιποίηση του φιλοξενουμένου, ενώ η
μικρότερη αδελφή της Μαρία καθισμένη κοντά στα πόδια του Ιησού, ακούει με
προσοχή τη διδασκαλία Του (Λουκ. 10: 39). Αυτό ενόχλησε την Μάρθα, η οποία περιεσπάτο
περί πολλήν διακονίαν, καταγινόταν υπερβολικά με την φροντίδα της
φιλοξενίας. Πιθανόν ετοίμαζε πλούσιο τραπέζι με πολλά φαγητά, που μάλιστα
απαιτούσαν ιδιαίτερο κόπο και χρόνο για την προετοιμασία. Επειδή, όμως δεν
μπορούσε να τα προλάβει όλα μόνη της, έρχεται στον Κύριο, που δίδασκε και κάνει
τα παράπονά της· «Κύριε, δεν σε μέλει που η αδελφή μου με άφησε μόνη να
διακονώ; Πες της, σε παρακαλώ, να με βοηθήσει». Αξίζει να προσέξουμε ότι η
Μάρθα δεν απευθύνεται στην αδελφή της αλλά στον Κύριο. Στο παράπονο τής Μάρθας
ο Κύριος απαντά: «Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε εστι
χρεία· Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ΄ αυτής»
(Λουκ. 10: 41-42).