O Συναξαριστής της ημέρας.

Κυριακή, 10 Δεκεμβρίου 2017


ΙΑ ΛΟΥΚΑ.  μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΜΗΝΑ του Καλλικελάδου, ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ και ΕΥΓΡΑΦΟΥ.  

Μηνάς, Ερμογένης και Εύγραφος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμίνου του εν τη Ανατολή βασιλεύσαντος κατά τα έτη τζ΄ - τιγ΄ (307-313), ετύγχανον δε ούτοι εκ των πρώτων αρχόντων του παλατίου αυτού. Κατά την ιδίαν αυτήν εποχήν, εκτός του Μαξιμίνου, εβασίλευον και άλλοι βασιλείς, οίτινες είχον διαδεχθή τους αιμοχαρείς τυράννους, το ζεύγος του διαβόλου, τον Διοκλητιανόν, λέγω, και τον Μαξιμιανόν, ήσαν δε αυτοί οι Κωνστάντιος ο Χλωρός πρώτον (+306) και υιός του Κωνσταντίνος κατόπιν εις τα δυτικώτατα  μέρη της Αυτοκρατορίας, ο Μαξέντιος εις την Ρώμην, ο Μαξιμιανός Γαλέριος εις την Ελληνικήν χερσόνησον με έδραν την Θεσσαλονίκην και άλλοι τινές ενδιάμεσοι, καθώς και ο Μαξιμίνος εις την Ανατολήν, περί του οποίου προείπομεν. Ούτος λοιπόν εκίνησε κατά των Χριστιανών διωγμόν φοβερώτατον και ήτο μεγάλη ταραχή και σύγχυσις εις όλην την Ανατολήν·
επειδή ο ασεβέστατος αυτός βασιλεύς ηγωνίζετο να εξαλείψη την Πίστιν του Δεσπότου Χριστού και να στερεώση την απάτην των προπατόρων του, ήτοι να προσκυνώνται τα είδωλα εις όλην την επαρχίαν του, μη γνωρίζων ο μωρός και ασύνετος, ότι όσον κανείς αντιμάχεται κατά της αληθείας, επί τοσούτον αύτη στερεούται, καθώς ο Χριστός μάς υπεσχέθη ειπών ότι η Εκκλησία αυτού θέλει είναι ακαταγώνιστος και ανίκητος και ότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ: 18). Όσον λοιπόν αυτός επολέμει και εμάχετο την ευσέβειαν επί τοσούτον αύτη εστερεούτο.                              
Κατά τας ημέρας εκείνας απήλθον προς τον βασιλέα Αλεξανδρείς τινές και του λέγουν· «Πολυχρονημένε βασιλεύ, γνώριζε ότι εις την χώραν μας υπάρχει μεγάλη στάσις και απείθεια, όχι μόνον εις τα κοινά πράγματα και τας κρατικάς υποθέσεις, αλλά, το χειρότερον, και εις τα της λατρείας. Επειδή ευρίσκονται εκεί άφρονες τινες και αναίσχυντοι, οίτινες δεν καταδέχονται να προσκυνούν τους παντοδυνάμους θεούς εκείνους, τους οποίους εσέβοντο και όλοι οι προπάτορες ημών, αλλ΄ ομολογούν Θεόν ένα Εσταυρωμένον. Λοιπόν είναι ανάγκη να υπάγης έως εκεί, να ειρηνεύσης τα σκάνδαλα». Ταύτα ακούσας ο Μαξιμίνος διελογίζετο πώς να ενεργήση, διότι δεν είχε καιρόν να υπάγη αυτός. Όθεν έστειλε προστάγματα φοβερώτατα προστάσσων ότι, όστις προσκυνήση Θεόν νεώτερον, αυτός με να θανατώνεται, η δε περιουσία του όλη να δημεύεται. Παρά ταύτα όμως, ύστερον από ολίγον του ανήγγειλαν πάλιν ότι οι Αλεξανδρείς δεν έλαβον ποσώς υπ΄ όψιν τα προστάγματά του, αλλά κηρύττουν τον Χριστόν παρρησία.                                                                                         
Ταύτα ακούσας ο Μαξιμίνος εθυμώθη, πλην όμως, επειδή είχεν ανάγκην μεγάλην να υπάγη εις το Βυζάντιον, δεν επήγεν ευθύς εις την Αλεξάνδρειαν. Όμως έστειλε τον φρονιμώτερον άρχοντα εκ των συμβούλων αυτού, τον μετέπειτα ένδοξον Μεγαλομάρτυρα Μηνάν, όστις ήτο Αθηναίος, πεπαιδευμένος εις την ελληνικήν σοφίαν και την ρητορικήν επιστήμην, τόσον ώστε ήτο άξιος με την ευγλωττίαν του να συναγωνισθή με κάθε σοφόν, το δε αληθέστερον ότι ούτος ήτο Χριστιανός εις το απόκρυφον, αλλ΄ εις τον βασιλέα παρρησιάζετο ως ειδωλολάτρης, διότι δεν ετόλμα ακόμη να ομολογήση την αλήθειαν, επειδή δεν εγνώριζε το αποβησόμενον. Τούτον λοιπόν έστειλεν ο βασιλεύς εις την Αλεξάνδρειαν, δια να διαλύση πάσαν αμφιβολίαν και παν ζήτημα, το οποίον θα ηγείρετο εις το μέσον, ουτως ώστε να παύσουν τα σκάνδαλα, έτι δε δια να αφανίση τελείως με την σοφίαν και γνώσιν του το κήρυγμα του Χριστού, ως ζηλωτής του Ελληνισμού, όπως εις το φαινόμενον ενομίζετο. Έδωσε δε εις αυτόν οδηγίας όσοι δεν πειθαρχήσουν εις τας εντολάς του να τους παιδεύη σκληρότατα. Λαβών λοιπόν ο Μηνάς την εξουσίαν, απήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν ως του βασιλέως επίτροπος και εκεί με την δύναμιν των λόγων του και την βασιλικήν εξουσίαν, την οποίαν είχεν, έλυσε μεν τας διαφοράς και ειρήνευσε τον λαόν, επαναφέρας εις αυτόν την παλαιάν γαλήνην. Δια την Πίστιν όμως του Χριστού έβαλε κατά νουν, ότι δεν ήθελεν εύρει καιρόν επιτηδειότερον να παρρησιασθή, απ΄ αυτόν κατά τον οποίον είχε την εξουσίαν εις χείρας του και του ήτο εύκολον να καταπείση την χώραν ολόκληρον εις το να γίνουν Χριστιανοί και διότι, εάν ήθελε μαρτυρήση άλλον καιρόν, θα ελάμβανεν ένα και μόνον στέφανον, ενώ τότε θα είχε μισθόν και δια τους άλλους οίτινες θα επίστευον.                                                                                                 
Έστειλε λοιπόν πρώτον αναφοράν εις τον βασιλέα, δια της οποίας εξέθετεν εις αυτόν την επελθούσαν συμφωνίαν και την ειρήνευσιν του λαού, προσπαθών ούτω να καθησυχάση τον βασιλέα· έπειτα γνωρίζων τον όχλον, και ότι ολίγοι είναι οι πιστεύοντες μόνον με τους λόγους και τας παροτρύνσεις, ίσως δε και αυτοί οι ολίγοι υποκρινόμενοι, δεν έκαμεν εις αυτούς πολλάς ομιλίας, ειμή μόνον έλεγεν ολίγα τινά όταν ήθελον τον ερωτήσει. Όμως επεχείρησε να δεικνύη με τα έργα την δύναμιν του Εσταυρωμένου, διότι εγνώριζεν ότι τα έργα δύνανται να ελκύσουν ευκολώτερον τους βλέποντας αυτά εις την ευσέβειαν, επειδή οι οφθαλμοί είναι πιστότεροι των ώτων. Περιεπάτει όθεν εις την αγοράν καθ΄ εκάστην ταπεινός και μέτριος, απορρίπτων πάσαν κενοδοξίαν προερχομένην εκ του αξιώματός του. Ηκολούθει δε αυτόν και όλος ο λαός, όχι τόσον δια την εξουσίαν, την οποίαν είχεν, όσον δια τα σημεία και τα θαύματα, τα οποία ετέλει, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν· διότι και μόνον εάν ήθελε βάλει την χείρα του εις ασθενή, επικαλούμενος το όνομα του Δεσπότου Χριστού, και εσφράγιζεν αυτόν δια του Τιμίου Σταυρού, ευθύς εθεραπεύετο· και οι μεν χωλοί περιεπάτουν, οι τυφλοί ανέβλεπον, οι κωφοί ήκουον, οι άλαλοι ωμίλουν και απλώς ειπείν οι δαίμονες και παν κακόν εφυγαδεύετο.                                                        
Ταύτα τα εξαίσια βλέπων ο λαός, άφηναν την προγονικήν των απάτην, τους πατρώους θεούς εβδελύσσοντο, τα άψυχα είδωλα και ψευδωνύμους θεούς εκρήμνιζον, τους βωμούς κατηδάφιζον και εγίνοντο μία γνώμη και μία ψυχή και γλώσσα με τον Μάρτυρα. Ητοιμάζοντο δε με μεγάλην προθυμίαν, εάν παραστή ανάγκη, και να αποθάνωσιν δια την αγάπην του Χριστού. Οι λόγοι του Μηνά εφαίνοντο εις αυτούς ως λόγοι ζωής και η λαλιά αυτού ως φωνή θεϊκή. Μόνον ολίγοι τινές έμειναν εις την ασέβειαν, διότι έκλεισαν τα ώτα και τους οφθαλμούς, δια να μη γνωρίσουν την αλήθειαν· αυτοί ετίμων πολύ την επιβώμιον εορτήν των δαιμόνων δια τα συμπόσια, την μέθην, τας κοίτας και την ασέλγειαν, ύβριζον δε και ητίμαζον τα των Χριστιανών δια την εγκρατή ζωήν και τον μετά σώματος ασώματον βίον.                                                                      
Μη υπομένοντες λοιπόν οι υιοί του σκότους και της απωλείας απόγονοι την αισχύνην των σεβασμάτων αυτών, εζήτουν τρόπον να εκδικηθούν τον Άγιον και τους λοιπούς Χριστιανούς, δια την ύβριν των μιαρών θεών· αλλά φοβούμενοι την ορμήν του πλήθους, δεν ετόλμων να πράξουν φανερά τίποτε· μόνον έστειλαν προς τον βασιλέα γράμματα, δια να εξάψουν τον θυμόν αυτού, και έλθη να τους παιδεύση το ταχύτερον. Έγραφον δε ότι πανταχού το όνομα του Γαλιλαίου (του Χριστού) ήτο σεβαστόν, ηθετούντο δε οι πατρώοι θεοί και εις ολίγον καιρόν θέλουν έλθει και εις φανεράν αποστασίαν, να μη λαμβάνωσι καθόλου υπ΄ όψιν των τα βασιλικά προστάγματα. Τούτων δε πάντων, έλεγον, αιτία είναι ο έπαρχος, τον οποίον έστειλε να τιμωρή τους Χριστιανούς, διότι αυτός πιστεύσας εις τον Χριστόν είναι ο πρώτος όστις κηρύττει αυτόν ανερυθριάστως και καθ΄ εκάστην πείθει τους απλουστέρους εις την αθέτησιν των θεών και των βασιλικών προσταγμάτων.                                                                       
Ταύτα ακούσας ο Μαξιμίνος έλαβε μεγάλην λύπην και αισχύνην· λύπην μεν δια την απώλειαν της χώρας, φανταζόμενος ότι υπάρχει κίνδυνος να αποστατήσουν και να μη τον προσκυνούν ως βασιλέα, ούτε να πληρώνουν το βασιλικόν δόσιμον· αισχύνην δε, ότι έβλεπε τους θεούς υβριζομένους, εαυτόν δε ηττημένον, εφ΄ όσον δεν ηδύνατο να τους υποτάξη. Μετ΄ ολίγον, αφού παρήλθεν η ζάλη των διαλογισμών, ελάλησε λόγια βλάσφημα κατά του Χριστού και του Μηνά, λέγων ότι «Είναι αδύνατον να γνωρίση τις τον άνθρωπον με ακρίβειαν ποίαν γνώμην έχει και ότι δεν είναι άξιοι συγχωρήσεως όσοι λάβουσι χάριν, έπειτα δε φανούν προς τον ευεργέτην αχάριστοι». Ούτως είπε και τη επαύριον συνήθροισεν όλην την σύγκλητον να κάμουν συμβούλιον τι μέλλει γενέσθαι, πάντες δε με μίαν γνώμην απεφάσισαν, να στείλη άρχοντά τινα φρονιμώτατον, ονόματι Ερμογένη, όστις να υπάγη αντί του βασιλέως εις την Αλεξάνδρειαν, διότι ήτο ικανός με καλόν τρόπον να ειρηνεύση τα σκάνδαλα και να κάμη τον Μηνάν να μετανοήση.                                             
Ο Ερμογένης ήτο αγαθός άνθρωπος, σεμνός και σώφρων, έχαιρε δε και μεγάλης φήμης διότι και μη έχων φύσει νόμον (κατά τον Απόστολον) τα του νόμου εφύλαττεν (Ρωμ. β: 14) καίτι αγνοών του Εσταυρωμένου την δύναμιν και μη έχων την σφραγίδα του θείου Βαπτίσματος. Ήτο δε και αυτός Αθηναίος, πεπαιδευμένος εις τα ελληνικά· είχε και γνώσιν φυσικήν περισσοτέραν από τα γράμματα και απλώς ειπείν ήτο άξιος δια πάσαν υπόθεσιν μεγάλην και αυθεντικήν. Όθεν ο βασιλεύς τον διώρισεν έπαρχον Αλεξανδρείας, καταργήσας τον μακάριον Μηνάν και υστερήσας αυτόν πάσης αξίας. Εις δε τον Ερμογένη παρήγγειλε να εξετάση επιμελώς δια τον Μηνάν και να μη τον λυπηθή ουδόλως ως φίλον και συμπατριώτην του, αλλ΄ εάν ήσαν αληθή τα λεγόμενα, να τον βασανίση με διάφορα κολαστήρια.                                                                            
Ο μεν βασιλεύς ούτως ώρισε, του έδωκε δε και πολλούς στρατιώτας να τον συνοδεύσωσιν. Ο δε Ερμογένης εισήλθεν εις τα πλοία με πολλήν φαντασίαν και δορυφορίαν υπηρετούμενος και αρμενίζων είδε καθ΄ ύπνον τρεις άνδρας, οι οποίοι είπον προς αυτόν· «Ίδε, Ερμόγενες, ως ουδέ σπουδής βραχείας υπερορά ο Θεός». Και αυτός τους ηρώτησε· «Ποία είναι η βραχεία σπουδή»; Οι δε απεκρίθησαν· «Ο αληθής δέχεται την ατελή σου πρόθεσιν εις αυτήν την οδόν σου, εις την οποίαν εκίνησες να υπάγης δια ζημίαν πολλών και θέλει σε αξιώσει δόξης μεγάλης και τιμής αθανάτου. Φύλαττε λοιπόν τα ευαγγέλια ταύτα, διότι θέλεις κάμει φίλον μέγαν τον αληθή και αϊδιον Βασιλέα, όστις θα σε αξιώση τοσαύτης προκοπής, όσην δεν ημπορεί να σου δώση βασιλεύς επίγειος». Εγερθείς εκ του ύπνου ο Ερμογένης δεν ηννόησε την οπτασίαν τι εσήμαινεν αύτη, αλλ΄ είπεν, ότι ήτο όνειρον και του υπέσχετο δόξαν επίγειον και τα τοιαύτα.                                                                                                                              
Μετ΄ ολίγας ημέρας έφθασεν εις την Αλεξάνδρειαν και συνήχθη όλη η χώρα εις τον αιγιαλόν να τον προϋπαντήσουν με σάλπιγγας, τύμπανα και δόξαν πολλήν, σχεδόν ως να ήτο αυτός ο βασιλεύς. Συνώδευσαν δε αυτόν με πολλάς τιμάς έως το παλάτιον· πριν όμως διασκορπισθή ο λαός, επήγεν ο μακάριος Μηνάς προς τον Ερμογένη, δια να κηρύξη την ευσέβειαν, θαρρών ότι θέλει τον ακούσει ως φρόνιμος, να ωφεληθή τι και του λέγει· «Χάρις εις τον ένα και μέγαν Θεόν, και με την πρόνοιαν Αυτού, ως φαίνεται, ο υψηλός συ και περιφανής αφήκες την μεγάλην πόλιν και ήλθες εις ταύτην την πενιχράν». Ούτως είπεν ο Άγιος έχων κατά νουν να καταισχύνη μετά ταύτα τους μιαρούς του θεούς. Αλλ΄ ως ήκουσεν ο Ερμογένης ένα Θεόν, δια να μη φανή προς τους συκοφάντας ότι ακροάζεται τους εχθρούς του βασιλέως, έτι δε και δια να φανή αγριώτερος προς τον Άγιον και προς τον βασιλέα ευγνώμων, προσέταξε να τον κλείσουν αμέσως εις την φυλακήν, λέγων προς τους παρεστώτας· «Αύριον θέλει εννοήσει αυτός ο μάταιος μύστης του Γαλιλαίου ποίος είμαι εγώ και πόσος φίλος των εχθρών του βασιλέως και των θεών και εάν είναι εις Θεός, ή πολλοί, όταν δοκιμάση τα δεινά κολαστήρια εκείνα τα οποία τον αναμένουσι».                      
Την επομένην, καθίσας ο έπαρχος εις υψηλότατον θρόνον, προστάσσει να φέρουν τον Άγιον, όστις ήλθε χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά, αλλά με φαιδρόν πρόσωπον. Λέγει δε προς αυτόν ο έπαρχος· «Είναι δίκαιον, Μηνά, να τιμά έκαστος τους θεούς και τους βασιλείς και μάλιστα να είναι ευγνώμων προς τους ευεργέτας αναγνωρίζων την καλωσύνην, την οποίαν του προσέφερον ή όχι»; Ο Άγιος απεκρίνατο· «Πρέπον είναι, ω έπαρχε, να ευγνωμονή έκαστος τον ευεργέτην, εφ΄ όσον τούτο είναι προς το συμφέρον και όφελος και των δύο· αλλ΄ όταν η ευγνωμοσύνη βλάπτη τα μέρη αμφότερα, είναι δίκαιον να γίνη το συμφερώτερον. Το να τιμώμεν τους βασιλείς, είναι καλά και άγια καμωμένον, δια την αρχήν και εξουσίαν αυτών, όταν και αυτοί τιμούν και σέβωνται Εκείνον όστις έδωκεν εις αυτούς την ηγεμονίαν, ήτοι τον όντως Θεόν. Αλλ΄ όταν αυτοί σφάλλουν εις την ευσέβειαν και δεν αποδίδουν την οφειλομένην τιμήν εκεί όπου πρέπει, δεν είναι ουδείς χρεώστης να τιμά ούτε αυτούς ούτε τους θεούς των, διότι δεν εξετάζουν εάν είναι αληθινοί αυτοί οι θεοί και αν έχωσι δύναμιν, όπως και ο αληθής και παντοδύναμος Θεός. Οι θεοί πρέπει να μη έχουν αρχήν και γέννησιν, αλλά να είναι ατελεύτητοι και αθάνατοι· εάν δε λείπη τι εξ αυτών, δεν είναι πρέπον να προσκυνώνται ως θεοί, καθό ατελείς. Πρέπει δε μάλιστα οι βασιλείς να ζητήσωσι μετά πόθου θερμοτάτου και με ψυχής καθαρότητα τον όντως όντα Θεόν τον αληθή και παντοδύναμον».                                                                                                                        
Ακούων ταύτα ο έπαρχος και θέλων πρώτον με ιλαρότητα να καταπείση τον Μάρτυρα, είπε με πραείαν φωνήν. «Και πόθεν συ, ω Μηνά, κατεπείσθης να αφήσης την λατρείαν των πατρώων θεών και να πιστεύσης ότι ο Χριστός είναι ο αληθής Θεός»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εγώ, ω έπαρχε, είμαι Αθηναίος, καθώς το γνωρίζεις, και ετίμων τον πάτριόν μου νόμον· αφού δε απέθανεν ο πατήρ μου ήμην ακόμη πολύ νέος και επεδόθην εις την ελληνικήν παιδείαν, την οποίαν αφού έμαθον, από τον πόθον τον οποίον είχον, ακούων ότι είχον και οι Χριστιανοί βίβλους τινάς, επεθύμησα να τας αναγνώσω, εύρον δε εις αυτάς κεκρυμμένην μεγάλην ωφέλειαν και πολλήν διαφοράν μεταξύ τούτων και της ελληνικής παιδείας, διότι εις ταύτην μεν ευρίσκεται πλάνη και μοχθηρία, εις εκείνας δε αρετή και αλήθεια. Αι Γραφαί των Χριστιανών εξηγούσιν ότι αι δυνάμεις του Χριστού είναι θεϊκαί και απαθείς, ενώ αι των Ελλήνων λέγουσιν, ότι είναι παθητοί οι θεοί των· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και από ασελγείας και αταξίας και άλλα ψεύδη και φλυαρίας είναι πλήρεις και λέγουν, ότι οι θεοί έκαμαν μάχην προς αλλήλους και ενικήθησαν και εδάρησαν από ανθρώπους θνητούς· γέμουσι δε και από άλλους πολλούς μύθους και δια να είπω με απλά λόγια ο σκοπός των Γραφών του Χριστού είναι η επίγνωσις του αληθούς Θεού και η σωτηρία των ανθρώπων, ενώ των γραφών των Ελλήνων είναι η καθοδήγησις προς άτιμα πάθη και η πασιφανής των πειθομένων εις αυτάς απώλεια». Αφού είπε ταύτα ο Μάρτυς του Χριστού, ύστερον προσέθεσε και τα εξής: «Εγώ όμως, ω έπαρχε, δεν επίστευσα εις τον Χριστόν μόνον με τα λόγια των Γραφών, αλλ΄ εζήτησα να γνωρίσω και με το έργον την αλήθειαν· ευρών λοιπόν άνθρωπον τινα παράλυτον, του οποίου όλα τα μέλη ήσαν μεμαραμμένα και ουδείς ιατρός ήτο ικανός να τον θεραπεύση, εγνώρισα ότι το έργον ηκολούθει τους λόγους· διότι καθώς επεκαλέσθην μόνον το όνομα του Δεσπότου Χριστού, ευθύς εκείνα τα μεμαραμμένα μέλη του ασθενούς, ως να μετεπλάσθησαν, έστρεψαν εις την προτέραν κατάστασιν και έγινεν ο άνθρωπος υγιής, ως να μη είχε ποτέ ασθενήσει. Με το έργον λοιπόν εγνώρισα τον Δημιουργόν των απάντων και μισήσας την δόξαν και την ματαιότητα των Ελλήνων, έγινα δούλος του Χριστού δια του θείου Βαπτίσματος από τότε δε, ω έπαρχε, ασθενείας φοβεράς, πάθη ανίατα και άλλα κακά, τα οποία μόνος ο Θεός δύναται να ιατρεύση, θεραπεύω εν ευκολία επικαλούμενος το όνομα μόνον του Χριστού. Μάρτυρες τούτων είναι όλος ο λαός, όστις παρίσταται εδώ εις το θέατρον, ούτε δύνασαι να είπης ότι τα λέγω ψεύματα, διότι έτοιμος είμαι να σου δείξω και με το έργον την δύναμιν του Χριστού μου». Ούτως εκήρυξεν ο Άγιος την αλήθειαν και ίστατο όλος ο λαός από της τρίτης ώρας έως της εβδόμης, ακούοντες με περισσοτέραν γλυκύτητα αυτόν, παρά αν ήσαν εις πλουσιωτάτην τράπεζαν.                                                                                                                    
Όταν ο λαός είδεν ότι ο Άγιος ήλεγξε τους ψευδωνύμους θεούς των βασιλέων, τον δε Χριστόν αληθή Θεόν ανεκήρυξε, καλών αυτούς μάρτυρας των θαυμάτων, εβόησαν όλοι με μίαν φωνήν λέγοντες· «Μη αμφιβάλλης εις ταύτα ποσώς, φρονιμώτατε έπαρχε, διότι ημείς είδομεν οφθαλμοφανώς ταύτα τα τεράστια και ουδέν ψεύδος, ούτε απάτη υπάρχει εις αυτά τα θαυμάσια. Γνώρισον λοιπόν και συ ως γνωστικώτατος την αλήθειαν και μη προσκυνής Θεόν άλλον ειμή μόνον εκείνον, τον οποίον κηρύττει ο μακάριος Μηνάς». Ο έπαρχος τότε ευλαβηθείς την πεπαρρησιασμένην ομολογίαν της πόλεως και βλέπων όλον σχεδόν τον λαόν με την γνώμην του Μάρτυρος, εδειλίασε, φοβηθείς μήπως αποτολμήσουν και επίθεσιν τινα κατ΄ αυτού. Μη δυνάμενος δε εξ άλλου να εναντιωθή προς την αλήθειαν, προσέταξε να κλείσωσιν εις την φυλακήν τον Άγιον και εγερθείς του θρόνου διέταξε την απόλυσιν του θεάτρου. Όθεν έκαστος απήλθεν εις την οικίαν του, ευφημούντες τον Άγιον, όστις εφυλακίσθη μεν, αλλ΄ η γλώσσα του ήτο ελευθέρα και έψαλλε ταύτα· «Έσωσας ημάς, Κύριε, εκ των θλιβόντων ημάς και τους μισούντας ημάς κατήσχυνας» (Ψαλμ. μγ: 8), «Ήνοιξας εν παραβολαίς το στόμα ημών και εφθεγξάμεθα προβλήματα απ΄ αρχής» (Ψαλμ. οζ: 2). ΟΟ δε έπαρχος, αναλογιζόμενος πόσον τον κατεφρόνησαν οι Αλεξανδρείς και πόσον θέλει τον κατακρίνει ο βασιλεύς, όταν ακούση τα γενόμενα, επικράνθη πολύ και εκοιμήθη νήστις.                                     
Όταν εξημέρωσε, συνήχθησαν εις το θέατρον περισσότεροι άνθρωποι, επιποθούντες να ίδωσι το τέλος της διαλέξεως. Ο δε έπαρχος, μαθών ταύτα, επρόσταξε να φέρουν όλα τα κολαστήρια όργανα, με τα οποία ετιμώρουν τους απειθείς και καθίσας επί του βήματος έστειλε να φέρουν δεδεμένον τον Μάρτυρα, δια να φοβηθή βλέπων ταύτα και λέγει προς αυτόν· «Εις ποίαν τύχην εθάρρευσας και ετόλμησας να καταπείσης όλον τον λαόν της πόλεως να αποστατήσουν από την βασιλικήν εξουσίαν, να καταφρονήσωσι τους θεούς και να πιστεύσουν εις την γνώμην σου σεβόμενον Θεόν νεώτερον;  Ή μήπως έβαλες κατά νουν να εξουσιάσης την πόλιν ταύτην τυραννικώς»; Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Φανερόν είναι, ω έπαρχε, από το μέτριον σχήμα και τας άλλας μου εργασίας, ότι εγώ δεν έχω κατά νουν να ασκήσω καμμίαν τυραννίαν, ούτε τον λαόν παρεκίνησα εις απείθειαν, αλλ΄ ο ζήλος του Θεού, τον οποίον εγνώρισαν δια των σημείων, τους ηνάγκασε να καταφρονήσουν τους θεούς σας, διότι πρέπον είναι πας άνθρωπος, έχων γνώσιν και γνωρίσας το ψεύδος, να το μισή και να προσκυνή την αλήθειαν, η οποία είναι ο Χριστός».                              
Βλέπων ο έπαρχος ότι με τους λόγους μόνον δεν δύναται να πείση τον Μάρτυρα, λέγειπρος αυτόν· «Ούτω νομίζεις, ανόητε· αλλά τώρα θα σε κάμω εγώ να γνωρίσης ότι όλα αυτά, τα οποία είπες χθες και σήμερον, είναι φλυαρήματα και ότι δεν πρέπει να σέβεσαι τον Εσταυρωμένον· διότι όταν συ δεν δυνηθής να θεραπεύσης εκείνα τα μέλη, τα οποία εγώ θα σου κόψω, πώς να πιστεύσω ότι δίδεις εις άλλους την υγείαν, αφού δεν θα δύνασαι να ιατρεύσης τον εαυτόν σου»; Την γνώμην ταύτην του επάρχου επήνεσεν όλος ο λαός. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Παρακαλώ τον Κύριον, να δοκιμάσης εις εμέ τον Χριστόν, διότι τότε ελπίζω να εκδυθής και συ την αξίαν, την οποίαν φορείς και να γίνης εις εκ των δούλων του ουρανίου Βασιλέως Χριστού του Θεού». Ο έπαρχος, οργισθείς εις τούτο πολύ και δια να εκδικήση την ύβριν ταύτην, καθώς την ενόμιζεν, ελπίζων δε και ότι με τούτο θέλει νικήσει τον Άγιον, προστάσσει να κόψουν με μαχαίρας όλην την σάρκα των ποδών του, ήτοι τα πέλματα και να μη αφήσουν ει μη μόνον τα κόκκαλα. Ο δε Άγιος, τοσούτον ανηλεώς τας σάρκας κατατεμνόμενος, επόνεσεν ολίγην ώραν, πλήν υπέμεινε τας αλγηδόνας ανδρείως και αφού τον αφήκαν οι δήμιοι, επήδησε και εστάθη ορθός, με τα οστά μόνον των ποδών και έψαλλεν· «Ο πους μου έστη εν ευθύτητι, εν Εκκλησίαις ευλογήσω σε, Κύριε» (Ψαλμ. κε: 12).                                         
Έρρεε λοιπόν το αίμα κρουνηδόν από τους πόδας του Μάρτυρος και έγινε το έδαφος όλον κόκκινον. Αυτός δε είχε την όψιν φαιδράν, την ψυχήν προς τους κινδύνους νεαράν και ακμάζουσαν και την γλώσσαν πεπαρρησιασμένην προς έλεγχον και απλώς ειπείν ήτο χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά προς τα κολαστήρια. Τότε το θέατρον όλον εκρότησε τας χείρας, διότι ενικήθη ο έπαρχος, όστις δια να φύγη τον έλεγχον του Αγίου και να τον κάμη να μη δύναται πλέον να αντιλογή, προστάσσει να του ανασπάσουν την γλώσσαν από τον φάρυγγα. Ο δε είπε προς αυτόν· «Εάν εκβάλης και τας κόρας των οφθαλμών μου, ω έπαρχε, δεν θέλω προσκόψει, διότι ο νόμος του Χριστού θα είναι ως λύχνος εις τους πόδας μου». Όταν δε ανέσπων με σπουδήν οι υπηρέται την γλώσσαν του Μάρτυρος, έπασχε μεν ο γενναιότατος και αήττητος αγωνιστής, αισθανόμενος πόνον πολύν και ανείκαστον βάσανον, αλλά ηνδρίζετο καρτερικώς, έχων εις τον Χριστόν όλην αυτού την διάνοιαν. Μετά ταύτα εξησθένησε μεν η σωματική δύναμις του Αγίου, ο ψυχικός όμως πόθος προς τον Χριστόν ενεδυναμούτο και εδείκνυε με νεύματα προς τον έπαρχον και τους παρεστώτας, ότι όχι μόνον υπέμενε με καρτερίαν τα λυπηρά, αλλά και είχε ταύτα δια τρυφήν και αγαλλίασιν, επιθυμών μάλιστα και αυτόν τον θάνατον. Ο δε έπαρχος εσκανδαλίσθη, διότι δεν ελάμβανεν υπ΄ όψιν την τιμωρίαν ο Άγιος, αλλ΄ έθετε και τον λαόν μάρτυρα της ανδρείας του, και προστάσσει να εξορύξουν τους οφθαλμούς του. Οι δε υπηρέται, χωρίς καμμίαν συμπάθειαν, εξέβαλον ευθύς ανηλεώς τους οφθαλμούς του Μάρτυρος, όστις υπέμεινε και την βάσανον ταύτην γενναίως και έκλινε πολλάκις την κεφαλήν, ευχαριστών τον Θεόν, όστις τον ηξίωσε τοσούτον αγαθών. Βλέπων ταύτα ο έπαρχος επικράνθη και ήτο εις την ψυχήν σκυθρωπός· όθεν εγερθείς εκ του θρόνου προσέταξε να φυλάττουν το λείψανον έως την αύριον, δια να το δώσωσιν εις τα θηρία να το φάγουν, να μη μείνη ουδέν εις ενθύμησιν. Οι δε στρατιώται, λαβόντες τον Άγιον, όστις είχεν ακόμη ολίγην πνοήν, τον έρριψαν εις την φυλακήν άνευ επιμελείας τινός. Κατά δε την τρίτην ώραν της νυκτός ήλθεν άμετρον φως εις το δεσμωτήριον και εξαίφνης παρουσιάζεται ο Δεσπότης Χριστός εις τον τόπον, εις τον οποίον ήτο ερριμμένος ο Άγιος και πρώτον μεν του έδωκε θάρρος και προθυμίαν πολλήν, έπειτα ανέπλασε την γλώσσαν, τους οφθαλμούς και τους πόδας του και απλώς απ΄ εκεί όπου ήτο σχεδόν νεκρός, τον κατέστησεν όλον υγιά και ούτε μικρότατον σημείον πληγής τινός έμεινεν, αλλ΄ έγινεν υγιέστερος και δυνατώτερος από πριν. Έπειτα λέγει προς αυτόν ο Δεσπότης· «Πρόσεχε, ω Μηνά, διότι εγώ ειμι Ιησούς Χριστός, δια τον οποίον έπαθες τόσα βάσανα και δεν σε εγκατέλειψα πρότερον, ούτε εμάκρυνα από σου, αλλ΄ ανέμενον να φανερωθή ενώπιον των αρχών και των εξουσιών η αγάπη την οποίαν έχεις προς εμέ, δια να την γνωρίσουν άνθρωποι και δαίμονες, να θαυμάσωσιν. Επειδή λοιπόν η προς εμέ αγάπη σου έγινε πλέον φανερά, από τώρα και εις το εξής θα είμαι μετά σου και φανερά θα σε βοηθώ. Γνώριζε δε και τούτο, ότι αύριον θέλει γίνει ικέτης σου ο έπαρχος Ερμογένης, όστις εχθρεύεται τόσον το όνομά μου και εις ολίγας ημέρας θέλει γίνει συναθλητής σου και αυτός και θα μαρτυρήση δι΄ εμέ, διότι είναι ανάξιον της φιλανθρωπίας μου να παραδράμω την χρηστότητα αυτού, επειδή έχει μεγάλην συμπάθειαν προς τους πένητας και φυλάττει σωφροσύνην, χωρίς να έχη ακόμη διδαχθή το Ευαγγέλιον και τους νόμους μου».                                                                                                                 
Ταύτα ειπών ο Σωτήρ, ενεφύσησεν εις αυτόν Πνεύμα άγιον και τον αφήκε πλήρη ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Ο δε έπαρχος, επειδή και αυτός ήτο άνθρωπος γλυκύς τε και φρόνιμος και εγνώριζε τον μακάριον Μηνάν, ότι ήτο σοφός και περιφανής την ψυχήν, ακόμη δε ότι ήσαν και από την αυτήν πατρίδα, έξυπνος γενόμενος το μεσονύκτιον και ελευθερωθείς από τον θυμόν, ο οποίος τον εσκότιζε πρότερον, διελογίζετο οποίας τιμωρίας έδωκε του Αγίου και πόσην υπομονήν έδειξεν εκείνος μη πράξας ή ειπών αγενές τι και άπρεπον και ότι απωλέσθη τοιούτος σοφώτατος άνθρωπος, όμοιος του οποίου δεν ήτο άλλος εις την σοφίαν και τας γνώσεις. Ταύτα διελογίζετο, διότι ενόμιζεν ότι ο Άγιος απέθανεν από τας πολλάς τιμωρίας. Όθεν κατέκρινε τον εαυτόν του ότι δεν τον εκολάκευε, ώστε να έχη τοιούτον άνθρωπον σύντροφον. Ταύτα ο έπαρχος διαλογιζόμενος εδάκρυε μετανοών δι΄ όσα ετέλεσε πρότερον. Πλην επειδή τα γενόμενα ουκ απογίνονται, έκρινε καλόν να τιμήση καν τον λείψανόν του κατά το πρέπον, να το ενταφιάση δηλαδή με δόξαν πολλήν και ούτω να αποκαταστήση κατά το δυνατόν τον εξευτελισμόν, τον οποίον του έκαμεν.                      
Όταν λοιπόν εξημέρωσε, προσέταξεν ο έπαρχος να συναχθή όλη η πόλις εις το θέατρον και να φέρουν εντίμως το σώμα του Μάρτυρος. Εισελθόντες δε οι απεσταλμένοι εις την φυλακήν, είδον θαύμα φρικτόν και εξαίσιον. Είδον φως και λάμψιν αμέτρητον και δύο άνδρας ωραίους την όψιν φέροντας όπλα και φυλάσσοντας τον Μάρτυρα, αυτόν δε ζώντα και σώον καθ΄ όλα τα μέλη, ψάλλοντα δε τοιαύτα· «Εάν πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ΄ εμού ει, Κύριε» (Ψαλμ. κβ: 4). Εκπλαγέντες λοιπόν εις τοιαύτην θέαν οι υπηρέται ενόμισαν ότι βλέπουσιν όνειρον· αλλ΄ αφού εγνώρισαν ότι ήσαν αληθινά τα ορώμενα εκ θείας δυνάμεως εβόησαν άπαντες· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Είτα απορρίπτουσι τα στρατιωτικά ξίφη και μη λαμβάνοντες καν κατά νουν τον θυμόν του δικαστού, αλλά καταφρονούντες και τους άρχοντας και τον βασιλέα, επίστευσαν εις τον Χριστόν και έμειναν με τον Άγιον. Επειδή δε είχε συναχθή όλος ο λαός εις το θέατρον με πόθον πολύν να ίδωσι το άγιον Λείψανον και εδυσανασχέτουν δια την αργοπορίαν των στρατιωτών, έστειλεν ο έπαρχος περισσοτέρους άνδρας να εκτελέσουν την υπηρεσίαν ταχύτερον, οίτινες ως είδον τα γενόμενα επίστευσαν και αυτοί εις τον Χριστόν και ίσταντο όλοι με πολλήν ευλάβειαν και φόβον ενώπιον του Αγίου, ως να ήτο αυτός ο Θεός. Ακούων δε ο Άγιος ότι ολόκληρος η πόλις ήτο συνηθροισμένη δι΄ αυτόν και θέλουν πιστεύσει όλοι εις τον Χριστόν, βλέποντες τοιαύτην θαυματουργίαν, έσπευσε με τους στρατιώτας να φθάση εν βία εις το θέατρον. Ο δε λαός, ιδόντες αυτόν, ενόμισαν φάντασμα την αλήθειαν, αλλά αφού τον επρόσεξαν καλλίτερα και είδον ότι ήτο αυτός ο Μηνάς και έβλεπε με τους οφθαλμούς, περιεπάτει με τους πόδας και εκελάδει η εύλαλος γλώσσα του, εβόησαν άπαντες· «Εκυρίευσεν η δύναμις του Χριστού τον θάνατον. Καλότυχος η Αλεξάνδρεια, ήτις σήμερον ελυτρώθη της πλάνης των ειδώλων και εδιδάχθη την αλήθειαν. Του Θεού είναι αναμφιβόλως αυτή η εξουσία και η δύναμις. Ανδρίζου ρήτορ, χαίρε Αθλητά του αληθινού και σώζοντος Θεού». Εκπλαγείς ο έπαρχος εις το παράδοξον θέαμα, ηγέρθη του θρόνου και προστάσσει τον λαόν να σιωπήσουν και να πλησιάση ο Άγιος, βλέπων δε αυτόν ενόμιζεν ότι βλέπει όνειρον, διότι δεν είχεν ακόμη δοκιμάσει τον Χριστόν. Ψηλαφήσας λοιπόν τον Άγιον με τας χείρας του, εγνώρισε το θαυμάσιον και έμεινεν ως εξεστηκώς επί πολλήν ώραν. Έπειτα είπε προς αυτόν· «Λέγε μοι, ω άνθρωπε, φιλαλήθως περί του Θεού σου, τι πράγματα παράδοξα είναι αυτά τα οποία βλέπομεν, και τα οποία άλλος δεν δύναται να κάμη, ειμή μόνον αυτός ο Θεός; Ειπέ μοι με ακρίβειαν τα περί της Πίστεως του Χριστού». Τότε ο Άγιος εδίδαξεν αυτούς με βραχυλογίαν τα περί της ανάρχου υπάρξεως του Θεού και Πατρός, τα περί της σωματικής παρουσίας του Χριστού επί τηε γης, τα περί του σωτηρίου Πάθους και όλου του της ενσάρκου οικονομίας μυστηρίου. Εις δε το τέλος είπε και ταύτα· «Επειδή λοιπόν, ω έπαρχε, ο Θεός είναι αγαθός και φιλάνθρωπος και κατέβη δια την σωτηρίαν των ανθρώπων επί της γης, δεν θέλει να υπάγη τις εις την απώλειαν, να ζημιωθή τα αιώνια αγαθά· και καθώς η μήτηρ αγαπά το τέκνον, το οποίον εγέννησε και επιμελείται αυτό υπομένουσα τας ύβρεις, τας οποίας της κάμνει δια την αγνωσίαν του και δεν το εχθρεύεται, διότι νικάται υπό των φυσικών σπλάγχνων, ούτω και ο ελεήμων Θεός προνοεί και κυβερνά την δημιουργίαν αυτού και ως Πατήρ μας υπομένει τας ύβρεις, τας οποίας του κάμνομεν από την πολλήν αγνωσίαν μας και μας υπομένει με φιλανθρωπίαν αμέτρητον, ουδέν έτερον ποθών, ειμή μόνον να αξιωθώμεν της δόξης του, να φθάσωμεν «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας (πνευματικής) του πληρώματος του Χριστού Αυτού», καθώς μας διδάσκει ο Παύλος (Εφεσ. δ: 13). Επειδή λοιπόν είδεν ο Σωτήρ ότι τον κατεφρονήσαμεν και τον παρωργίσαμεν με τα βδελύγματα των ειδώλων σας, τα οποία προσκυνείτε ως θεούς και εις την δύναμιν αυτού δεν πιστεύετε, μας ελυπήθη ως τέκνα του και ήλεγξε σήμερον την πλάνην των ειδώλων σας, ίνα και σεις γνωρίσητε την αήττητον Αυτού δύναμιν».                                                                                                                             
Αφού τοιαύτα και έτερα πλείονα είπεν ο Άγιος, προσέθεσε κατόπιν και ταύτα· «Ας σκεφθή λοιπόν έκαστος εμέ, άνθρωπον γέροντα και αδύνατον φυσικώς, ακόμη δε περισσότερον εξησθενημένον από τα βασανιστήρια, τα οποία μου εκάμετε και πως, ενώ χθες με ερρίψατε ως νεκρόν εις την φυλακήν, τώρα ίσταμαι όλος υγιής, απαθής και ακέραιος, ως να ήτο άλλος εκείνος, όστις εβασανίσθη, και ανεγεννήθην ισχυρότερος. Όθεν όστις θέλει να εύρη τον αληθινόν Θεόν, ας τον εννοήση από εμέ σήμερον, διότι δεν είναι άλλος από εκείνον όστις την γλώσσαν και τους πόδας και τους οφθαλμούς μού εχάρισε και ας πιστεύση από τούτο, ότι Αυτός έπλασε και τον κόσμον όλον απ΄ αρχής και την κίνησιν έδωκεν εις τα πάντα. Μη βραδύνης λοιπόν, ω έπαρχε, ως γνωστικώτατος, να γνωρίσης Εκείνον, όστις σε σκέπει και αναμένει την επιστροφήν σου, διότι, καθώς μού είπε σαφέστατα ο Χριστός, όταν με εθεράπευσεν, θέλεις έλθει και συ προς Αυτόν και θα συμμαρτυρήσης με εμέ δια την ομολογίαν του. Χαίρε λοιπόν και αγάλλου, σοφώτατε, διότι αντί του προσκαίρου τούτου και φθαρτού βασιλέως, του οποίου είσαι δούλος, γίνεσαι φίλος του αθανάτου και αιωνίου Βασιλέως και συγκληρονόμος της των Αγίων μακαριότητος εις την Βασιλείαν των ουρανών».                                                                    
Ταύτα ειπόντος του Αγίου εγνώρισεν ο έπαρχος την αλήθειαν, μάλιστα διότι τον επεσκίασεν η θεία Χάρις και τους ψυχικούς οφθαλμούς του διήνοιξεν· όθεν ήρχισεν από τους λόγους του Μάρτυρος και από το φανερώτατον θαύμα της θεραπείας του να εννοή τον αληθή Θεόν και να δέχεται φωτισμούς ευσεβείας εις την ψυχήν. Ενεθυμείτο δε και την οπτασίαν, την οποίαν είδεν εις το πέλαγος, ότι ο φανείς εις αυτόν Θεόν εβούλετο να τον συναριθμήση με τους υπηρέτας και φίλους του και ταύτα συλλογιζόμενος ο Ερμογένης έχαιρε μεν δια το μεγαλείον του πράγματος, διηπόρει όμως και εδίσταζε πώς να αξιωθή παρευθύς να γίνη φίλος τοιούτου Θεού, αφού επί τόσα έτη ευρίσκετο εις την πλάνην της ειδωλολατρίας. Η δε θεία Χάρις, δια να τον φέρη εις επίγνωσιν, του φανερώνει λαμπρότερα σύμβολα της αληθείας και είδεν αυτός και άλλοι τινές, οι οποίοι ήσαν πλησίον του, δύο άνδρας λευκοφόρους, λάμποντας ως αστραπή, και φέροντας πτέρυγας, οι οποίοι παρέστησαν έμπροσθεν του Αγίου με όπλα πολεμικά και έθεσαν εις την τιμίαν αυτού κεφαλήν στέφανον λαμπρόν και ωραιότατον.                                                                                                                         
Ταύτα βλέπων ο έπαρχος, ηρώτησε τους πλησίον εάν τα έβλεπον και αυτοί, εκείνοι δε απεκρίθησαν, ότι τα έβλεπον καθαρώτατα. Τότε ηγέρθη του θρόνου περιχαρής και εβόησε προς το πλήθος λαμπρά τη φωνή· «Όντως αληθινού Θεού είναι δούλος ο άνθρωπος ούτος και μέγαν Θεόν μάς κηρύττει. Αυτόν ομολογώ και εγώ Θεόν αληθέστατον, όστις αναπλάσσει όσους αγωνίζονται δι΄ αυτόν και τους βραβεύει, ουρανόθεν χαρίζων εις αυτούς νίκας κατά των εχθρών, καθώς φανερά το βλέπομεν τώρα ενώπιόν μας και με νοεράν συμμαχίαν δικαιώνει και σκέπει αυτούς. Ομολογώ λοιπόν ότι έως τώρα ευρισκόμην λανθασμένος, προσκυνών τους πονηρούς δαίμονας». Ταύτα δε λέγων επόθει να σπεύση και να φιλήση τους πόδας του Μάρτυρος, αλλά δεν ετόλμα δια την θαυμάσιον όψιν και παρουσίαν των Αγγέλων, οίτινες και έγιναν πάραυτα άφαντοι από των οφθαλμών του, δια να μη τους φοβήται. Τότε λοιπόν, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Έδραμεν ο έπαρχος και πίπτων έμπροσθεν του Αγίου και καταφιλών ευλαβώς τους πόδας του, έλεγεν· «Εύξαι υπέρ εμού εις τον αληθινόν Θεόν σου και παρεκάλεσέ τον να δεχθή και εμέ τον ανάξιον δούλον του, να μη με βδελυχθή δε δια τας αμαρτίας μου, διότι τώρα εγνώρισα από σε οποίους δορυφόρους έχουν όσοι είναι του Χριστού δούλοι γνήσιοι και τίνα πληρωμήν και πόσας αμοιβάς δίδει εις αυτούς δια τον κόπον των και τους στέλλει θαυμαστούς και φοβερούς υπηρέτας να τους φυλάττωσι, τους οποίους δεν ημπορούμεν να ίδωμεν πρότερον, διότι είμεθα εναγείς και ακάθαρτοι. Δειλιώ λοιπόν και αμφιβάλλω, μήπως και με εκδιώξει ο Χριστός ως ανάξιον· όθεν σε παρακαλώ να δεηθής προς αυτόν να με συναριθμήση με τους ευτελεστέρους δούλους του και να είναι τούτο αρκετόν εις εμέ· επί πλέον επιποθώ να με αξιώση να παιδευθώ τώρα και να τιμωρηθώ δια την προτέραν πλάνην και αφροσύνην μου».                                                               
Ταύτα ακούων μετά χαράς ο Άγιος λέγει προς αυτόν· «Μη έχης αμφιβολίαν τινά εις την ανεξικακίαν του Θεού μου, λαμπρότατε έπαρχε, αλλ΄ έχε θάρρος, διότι εγώ γινώσκω την φιλανθρωπίαν αυτού και είναι τοσούτον ελεήμων και μετανοών επί κακίαις ανθρώπων, ώστε όχι μόνον δεν σε αποστρέφεται, αλλά και το όνομά σου έγραψεν εις την βίβλον της ζωής και κατεδέχθη να συνδοξάσωμεν ομού το Όνομά του το Άγιον με το ποθητόν Μαρτύριον». Αφού είπε ταύτα και επειδή εγνώριζεν, ότι όλος ο λαός ήτο νήστις και ίσταντο εκπληττόμενοι, προτιμώντες να ακούουν τους λόγους του μάλλον ή να καταλύσουν σωματικήν τροφήν, τους απεχαιρέτησε, υποσχόμενος εις αυτούς να ανταμωθώσι και πάλιν κατά την αύριον. Ο έπαρχος όμως δεν απεχωρίσθη πλέον από του Αγίου, αλλ΄ έλαβεν αυτόν εις τον οίκον του και του εζήτει να του ερμηνεύση την Πίστιν, να εννοήση καλώς την ακρίβειαν αυτής. Κατά δε την επομένην, πριν ακόμη ανατείλη ο ήλιος, συνηθροίσθη εις το θέατρον τόσον πλήθος ανθρώπων, ώστε δεν ήτο δυνατόν να τους χωρέση, βλέποντες δε τον Άγιον ομού μετά του επάρχου, εβόησαν άπαντες· «Πιστεύομεν άπαντες εις τον Θεόν εκείνον, τον οποίον συ κηρύττεις και αρνούμεθα τα αναίσθητα είδωλα». Ευχαριστήσας δε τον Θεόν ο Άγιος, τους επήνεσεν, υποσχόμενος ότι θα έχουν μισθόν περισσότερον διότι ταχέως επέστρεψαν εις την ορθήν Πίστιν, παρά αν ήθελον βραδύνει να πραγματοποιήσουν την επιστροφήν αυτήν και εξηκολούθουν παραμένοντες επί πολύ εις την απιστίαν· όταν δε βαπτισθούν, θα γίνουν μέτοχοι των δωρεών του Κυρίου.                                                                  
Ταύτα ειπών ο Άγιος ηυχήθη αυτούς λέγων· «Ο Θεός να σας αξιώση του αγίου Βαπτίσματος και να σας κάμη χρησίμους εις πάσαν Αυτού εργασίαν και δούλευσιν. Ερωτήσατέ με δε ακόμη, ό,τι θέλει έκαστος περί Θεού και εγώ μετά χαράς θα αποκρίνωμαι». Ο δε έπαρχος μεθ΄ όλου του πλήθους είπον προς αυτόν· «Δεν έχομεν πλέον αμφιβολίαν περί του Θεού σου, Άγιε, διότι όλα τα εγνωρίσαμεν φανερά και πιστεύομεν όσα μάς είπες· εν μόνον ζητούμεν και ποθούμεν, να γίνωμεν φίλοι και δούλοι Αυτού με το άγιον Βάπτισμα. Αληθώς απροσωπόληπτος είναι ο Θεός, όστις δια την σωφροσύνην του επάρχου και την προς τους πένητας παρεχομένην υπ΄ αυτού προστασίαν έδωκεν εις αυτόν αμοιβήν την ευσέβειαν». Τότε προστάσσει ο Άγιος να φέρουν ύδωρ και κλίνας την κεφαλήν ο έπαρχος εβάπτισεν αυτόν ο Άγιος λέγων· «Δέχεται το λουτρόν της αναγεννήσεως ο δούλος του Θεού Ερμογένης εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Ούτως εβαπτίσθη ο έπαρχος προς μεγίστην χαράν των παρακολουθούντων. Μετά ταύτα διελύθη το θέατρον, και απήλθεν έκαστος εις τα ίδια.                                                                                                       
Ευρέθησαν δε τότε παρόντες εις την πόλιν δεκατρείς Επίσκοποι, οίτινες ήλθον από τα περίχωρα και από την έρημον δια να ίδουν τους αγώνας του Μάρτυρος και να επισκεφθούν και τους πιστούς, οίτινες ήσαν εις την χώραν. Λέγει δε προς αυτούς ο Άγιος· «Δεν είναι δίκαιον, Άγιοι Αρχιερείς, να στερηθή η Εκκλησία τοιούτου ανδρός πολυμαθούς και σώφρονος και εις την διάνοιαν υψηλού, αλλά χειροτονήσατε αυτόν Αρχιερέα, αν φαίνεται πρέπον εις την θεοφιλίαν σας». Τότε οι Αρχιερείς βλέποντες τον Ερμογένη ότι δεν ηναντιώθη ουδόλως, δια την πολλήν ευλάβειαν την οποίαν είχε προς τον Άγιον, τον εχειροτόνησαν Κληρικόν· έπειτα του έδωκαν κατά τάξιν όλους τους βαθμούς και τέλος τον εχειροτόνησαν Αρχιερέα. Ο δε Άγιος κατά την εβδόμην από της χειροτονίας του ημέραν συνήθροισεν όσον χρυσίον είχε και ό,τι άλλα πολύτιμα πράγματα, καθώς και άπασαν την περιουσίαν του και τα διένειμεν εις χείρας των πενήτων· έπειτα απαρνησάμενος πάσαν τρυφήν και όλα εκείνα εις τα οποία χαίρονται οι φιλόκοσμοι, εγκαταλείψας δε και πάσαν άλλην φροντίδα, εκίνησε με την βοήθειαν όλου του πλήθους πόλεμον κατά των δαιμόνων, έχων προς αυτούς μνησικακίαν, δια να εκδικηθή την προτέραν πλάνην και εις ολίγας ημέρας κατέσκαψε όλους τους βωμούς των και κρημνίσας πάντα τα είδωλα, ύψωσε τον ζωοποιόν Σταυρόν και ωκοδόμησεν Εκκλησίαν, δια να προσκυνήται το όνομα του Χριστού και καθ΄ ημέραν εβάπτιζε τόσους εκ των πιστευόντων, ώστε αριθμόν δεν είχον, τους δε δαιμονιώντας και ησθενημένους, μόνον αν ήθελεν επικαλεσθή επ΄ αυτούς το γλυκύτατον όνομα του Χριστού, τους εθεράπευεν από πάσαν ασθένειαν και τους δαίμονας παρευθύς εδίωκεν. Εδίδασκε δε τον λαόν καθ΄ εκάστην να φυλάττουν αγνείαν, σωφροσύνην, θεοσέβειαν, ταπεινοφροσύνην, αγάπην, πραότητα, ακτημοσύνην και πάσαν άλλην πράξιν ενάρετον, παρέχων τον εαυτόν του ως υπόδειγμα, καθώς πρέπει να πράττη πας όστις διδάσκει, ήτοι πρώτον έπραττεν αυτός τας αρετάς και έπειτα εδίδασκε τους άλλους.                                                    
Εις ολίγας ημέρας λοιπόν έγινεν όλη η Αλεξάνδρεια μία ποίμνη και εις Ποιμήν, ο Δεσπότης Χριστός· αλλά πάλιν ο μισόκαλος διάβολος, μη δυνάμενος να βλέπη την Εκκλησίαν του Χριστού μας ατάραχον, παρεκίνησεν άνθρωπον τινα του συνεδρίου δεισιδαίμονα, το όνομα Ρουστίκιον, όστις βλέπων τους βωμούς των ειδώλων κατηδαφισμένους τελείως, τα δε θυσιαστήρια των Χριστιανών ανεγηγερμένα, εμέθυσεν από τον θυμόν· όθεν επήγεν εις τον βασιλέα και του λέγει· «Γνώριζε, πολυχρονημένε βασιλεύ, ότι κατεφρονήθη πάσα θυσία, υβρίσθησαν οι σεμνοί μας θεοί, κατηδαφίσθησαν και διελύθησαν όλοι οι βωμοί εκ θεμελίων και με ένα λόγον καθηρέθησαν τελείως και απωλέσθησαν οι θεοί μας, διότι ο έπαρχος Ερμογένης έγινε Χριστιανός και έκαμαν τόσα με τον Μηνάν, ώστε προσκυνείται πανταχού ο Χριστός χωρίς φόβον τινά, ακολουθεί δε οπίσω αυτών όλη η Αλεξάνδρεια. Λοιπόν, εάν δεν βάλης φροντίδα και μελέτην πολλήν εις ταύτην την υπόθεσιν, να καταστρέψης τα ιερά των Χριστιανών και να αναστήσης τους θεούς μας, εχάθη εις ολίγον καιρόν η βασιλεία σου παντελώς και η του Χριστού στερεώνεται». Ταύτα και άλλα πολλά λέγων ο αλιτήριος Ρουστίκιος, εκίνησε τον βασιλέα εις οργήν πολλήν και εις θυμόν άμετρον κατά του επάρχου και πάσης της πόλεως και απεφάσισε να υπάγη μόνος του το ταχύτερον να τους εξολοθρεύση.                                               
Ευχαριστήσας λοιπόν ο βασιλεύς και τιμήσας πολύ τον Ρουστίκιον, ότι ήτο προς τους θεούς ζηλωτής, προσέταξε να συναχθούν δέκα χιλιάδες ανδρείοι στρατιώται, δια να τον συνοδεύσουν. Τούτου δε γενομένου, και αφήσας πάσαν άλλην φροντίδα του Κράτους, απήλθε με βίαν οιλλήν εις την Αλεξάνδρειαν και προστάσσει να φυλακίσουν τους Αγίους και την επομένην ημέραν να τους φέρουν γυμνούς εις το θέατρον. Την επομένην συνήχθη όλη η πόλις, να ίδωσι τι μέλλει να γίνη. Όταν δε έφεραν τους Αγίους ιδών αυτούς ο βασιλεύ, εβόησε λέγων· «Τι είναι τούτο, θεοί παντοδύναμοι; Να τιμήσω αυτόν τον πλάνον, να τον αξιώσω τοσαύτης προνοίας και να του εμπιστευθώ τας πρώτας αρχάς, πράγμα το οποίον εις άλλον τινά δεν έκαμα, και αυτός να γίνη προς εμέ τοσούτον αχάριστος και να έλθη εις τοσαύτην αφροσύνην,  ώστε να κόψη τας τρίχας της κεφαλής του και να γίνη ως τους μίμους, οίτινες παρακινούν με τας κωμωδίας των τους ανθρώπους εις γέλωτα»; Ούτως ειπών, εστράφη προς τον Ερμογένη και λέγει προς αυτόν· «Ειπέ μοι, δύστηνε, διατί σου έδωσα την εξουσίαν γης και θαλάσσης και σε έκαμα έπαρχον ισόβιον; Εγώ σε εδόξασα, διότι ήσο ευλαβής και ευγνώμων προς τους θεούς και ήλπιζα ότι δεν ήθελες ποτέ αρνηθή αυτούς, ό,τι δήποτε και αν ήθελε σου συμβή. Ήλπιζα ακόμη ότι χάρις εις την γνώσιν σου θα επανέφερες τούτον τον λόγιον και σοφόν άνδρα από την πλάνην εις την οποίαν ωλίσθησε και θα τον αποκαθίστας εις την πάτριόν του θρησκείαν. Συ όμως τι είδες; Τι έπαθες και συνεκοινώνησες εις την κακοδοξίαν αυτού, κουρεύσας μάλιστα την κεφαλήν, ανόητε, ως να είσαι μίμος του θεάτρου και γελοίος»;                                                                                                    
Ταύτα είπεν ο Μαξιμίνος με πολύν θυμόν και οργήν αμέτρητον, εκοίταζε δε αυτούς με αγρίαν και θηριώδη όψιν, δια να τους φοβίση και να επιστρέψουν ταχέως εις την γνώμην του. Αλλ΄ ο ελεήμων και ταχύς εις βοήθειαν Θεός έστειλε δύο Αγγέλους να τους δώσουν θάρρος, είπον δε ούτοι προς αυτούς· «Μη φοβηθήτε την οργήν του βασιλέως, αλλά πολεμήσετε αυτόν ανδρείως, και θα τον νικήσητε· ο Θεός θέλει σας δώσει την δύναμιν». Τότε απεκρίθη ο Ερμογένης και του λέγει· «Εάν έχης ολίγην υπομονήν, σοφώτατε βασιλεύ, θέλω σου είπει την αιτίαν, ήτις με ηνάγκασε και κατεφρόνησα τας ευδαιμονίας σου και τας τιμάς, εις τας οποίας, καθώς λέγεις, με ηξίωσας, και ήλθον πρόθυμος εις τοιαύτην τύχην, ώστε να φαίνωμαι μωρός, πτωχός, άτιμος και γελοίος εις τους ανθρώπους, να ονομάζωμαι δούλος Χριστού, άγνωστος και πλάνος εκουσίως και με το θέλημά μου. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και να είμαι έτοιμος να καταφρονήσω και ξίφος και πυρ και θηρία και να διψώ δι΄ αγάπην Χριστού τον θάνατον μάλλον ή την ζωήν. Εις τούτο θέλουν μαρτυρήσει και όλοι ούτοι, οίτινες είδον οφθαλμοφανώς όσα πρόκειται να είπω· μάλιστα και μόνος σου θα τα ίδης, εάν θέλης, σήμερον. Δεν θέλω δε είπει παρά μόνην την αλήθειαν». Λέγει προς αυτόν ο βασιλεύς· «Αυτό ποθώ και εγώ να ακούσω».                    
Τότε λέγει ο Άγιος· «Εγώ, κράτιστε βασιλεύ, ήμην πολύ ηγριωμένος κατά του Χριστού και με πολύν πόθον ελάτρευον τους νομιζομένους θεούς και εδούλευον εις την βασιλείαν σου επιμελώς, καθώς το γνωρίζεις. Ελθών δε με φαντασίαν μεγάλην εις την χώραν ταύτην, ηγωνίσθην πολύ με κολακείας και απειλάς να φέρω τον άνθρωπον τούτον εις την δυσσέβειαν των πατέρων μας, αλλά δεν ηδυνήθην, μάρτυς των λόγων μου είναι όλος ο λαός, όστις γνωρίζει πόσα έκαμα δια να τον απομακρύνω από την ευσέβειαν· διότι δεν εγνώριζα ο άφρων, ότι ούτος ήτο αμετάβλητος εις την Πίστιν του, έχων την γλώσσαν πεπαρρησιασμένην και ανίκητον εις τας αποκρίσεις και την ψυχήν έτοιμον να υποστή πάσαν μάλλον τιμωρίαν και βάσανον παρά να αρνηθή τον Χριστόν. Τέλος δε, δια να αφήσω τα περιττά, βλέπων ότι ουδόλως ελάμβανεν υπ΄ όψιν του το κράτος και την εξουσίαν μου, αλλ΄ αντιλέγων ήλεγχε τους θεούς, επρόσταξα να κόψουν τα πέλματα των ποδιών του, να αποσπάσουν την γλώσσαν του και να εκβάλουν τους οφθαλμούς του. Και οι μεν δήμιοι εξετέλεσαν τα προσταχθέντα, αυτός δε έμεινεν ως νεκρός κατά την ανθρωπίνην φύσιν και τον έρριψαν εις την φυλακήν. Όμως, δια να είπω την αλήθειαν, ύστερα τον ελυπήθην και εγώ και επόνεσεν η ψυχή μου, διότι απωλέσθη τοιούτος σοφώτατος άνθρωπος, νομίζων ότι απέθανε. Το πρωϊ στέλλω να φέρουν το λείψανόν του, δια να τον θάψωμεν τουλάχιστον καθώς πρέπει. Όταν όμως ήλθε και είδον αυτόν υγιά, με οφθαλμούς και πόδας, και ήκουσα την κεκομμένην γλώσσαν του να διαλέγεται σοφώτατα και να ομιλή γλυκύτατα, ενόμιζα ότι έβλεπον όνειρον και τρίψας τους οφθαλμούς, μήπως είναι φάντασμα, επήδησα εκ του θρόνου και ψηλαφήσας εγνώρισα ότι αυτός ήτο ο Μηνάς. Τότε ενικήθην από την αλήθειαν, έχων αψευδή μάρτυρα την συνείδησιν· αλλ΄ ιδού και αυτός είναι παρών και ο λαός όστις παρηκολούθησε τας τιμωρίας. Ερεύνησον λοιπόν και συ το θαύμα, ως θέλεις, δια να το ίδης με τους οφθαλμούς σου».                                                                                            
Ταύτα ειπών ο Άγιος ηρώτησε τον βασιλέα· «Ειπέ μοι λοιπόν και συ, βασιλεύ, είδε τις ποτε τους θεούς σας να τελέσουν τοιαύτα θαυμάσια, καθώς είδα εγώ τον Χριστόν αναπλάσαντα και ψυχώσαντα εξαίφνης όλον τον άνθρωπον; Όθεν από τούτο ας γνωρίση έκαστος την δύναμιν Αυτού, διότι, εάν δεν ήτο Θεός, δεν θα εποίει τοιαύτα εξαίσια πράγματα. Όστις λοιπόν βλέπει τοιαύτα θαυμάσια και δεν καταφρονήση πρόσκαιρον δόξαν και βασιλείαν επίγειον και πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν, δια να γίνη φίλος τοιούτου Θεού, να φωτίζη τυφλούς, να ανιστά νεκρούς, να μετακινή τα όρη και να μεταπλάττη όλην την κτίσιν ως βούλεται και, το ακριβέστερον, να είναι βέβαιος, ότι μέλλει να βασιλεύη αιώνια και αυτός δεν εκτιμήση τοιαύτα χαρίσματα, ο τοιούτος κατ΄ αλήθειαν είναι μωρός και ανόητος, καν έπαρχος είναι, καν βασιλεύς, διότι δεν γνωρίζει το όφελός του. Δια ταύτην την αιτίαν και εγώ εβδελύχθην τους μύθους και τους θεούς σας και όλην την φαινομένην ευδαιμονίαν απαρνησάμενος προσέδραμον εις τον Χριστόν και ηγάπησα μάλλον να είμαι κακοδαίμων, καθώς με είπες και ανόητος. Ιδού ήκουσας εξ ημών τα ιδικά μας και εάν θέλης να τα γνωρίσης και εις την πράξιν, μη αμελήσης, αλλά συλλογίσθητι να μας δώσης την δεινοτέραν βάσανον, την οποίαν δύναται να εύρη ανθρώπινος νους. Βάλε θηρία να μας αναλώσουν, ρίψε μας εις κρημνούς, βύθισόν μας εις την θάλασσαν, κατάχωσέ μας εις την γην, κατάκαυσόν μας εις πυρ, κόπτε με μαχαίρας τα μέλη μας και μεταχειρίσου εναντίον μας πάσαν άλλην τιμωρίαν, καθώς και εγώ πρωτύτερα, όταν ήμην τυφλός ως συ, έκαμα προς τούτον τον μέγαν φωστήρα και άμισθον διδάσκαλον Μηνάν, όστις με εχειραγώγησε προς την αλήθειαν».                                                                                                                    
Ο μεν λαός λοιπόν εθαύμασε την παρρησίαν του Ερμογένους, την ανδρείαν και την εις το λέγειν σοφίαν και μάθησιν. Ο δε βασιλεύς, μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τα λεγόμενα, διότι όλος ο λαός ήσαν μάρτυρες και το θαύμα φανερόν αφ΄ εαυτού και βάλλων κατά νουν, ότι εάν τον αφήση να μακραίνη τον λόγον ακόμη, θέλουν ελεγχθή οι θεοί του και αυτός θα καταισχυνθή περισσότερον, είχεν απορίαν και λύπην πολλήν. Όθεν προστάσσει να κόψουν τας χείρας του Ερμογένους από τον ώμον και τους πόδας του από τα γόνατα και να τα βάλουν εις την εσχάραν έμπροσθεν αυτού να τα ψήσωσιν. Έπειτα να σχίσωσι την κοιλίαν του με κοντάρια, να χυθούν όλα τα εντόσθια και το επίλοιπον του σώματος να ρίψουν εις τον ποταμόν. Τότε οι άσπλαγχνοι δήμιοι, αρπάσαντες τον Άγιον, έκοψαν με τα ξίφη ανηλεώς τας χείρας και τους πόδας του. Εκείνος δε ητόνισεν από τους πόνους και απέκαμεν, όμως υπέμενε με πολλήν καρτερίαν ανδρείως, ως να έβλεπεν άλλον τιμωρούμενον και όχι εαυτόν. Όταν δε είδε τα μέλη του και εκαίοντο, έλαβεν άνεσιν και ευφροσύνην ψυχικήν, λέγων· «Μακάριος εγώ και καλότυχος, ότι τας χείρας, τας οποίας ήπλωνα εις θυσίαν αλλοτρίων θεών, και τους πόδας, οι οποίοι περιεπάτησαν εις την πλάνην της απωλείας, δέχεται σήμερον ο Δεσπότης Χριστός εις θυσίαν ολοκαυτώσεως». Τότε εκτύπησαν οι δήμιοι τον μακάριον Ερμογένην εις την κοιλίαν και εχύθησαν όλα του τα εντόσθια· έπειτα τον ήρπασαν ολίγον ακόμη πνέοντα και τον έρριψαν εις τον ποταμόν.                                                                 
Τούτων γενομένων, και μη φροντίζων πλέον δια τον Ερμογένην ο βασιλεύς, διελογίζετο δια τίνος τρόπου να θανατώση τον μακάριον Μηνάν, τον οποίον είχεν ο λαός ως θεόν, εφοβείτο δε μήπως τον νικήση ο Άγιος με θαύματα και με την δύναμιν των λόγων του και καταισχυνθή μεν ο ίδιος ούτος ο βασιλεύς, απολέση δε και εκείνους οι οποίοι επίστευσαν εις τον Χριστόν με τους λόγους του. Προσέταξε λοιπόν  να κλείσουν τον Άγιον εις φυλακήν σκοτεινήν και απόκρυφον και εκεί να τον γυμνώσουν πρώτον· έπειτα να τον κρεμάσουν εις την στέγην από τας χείρας και εις τους πόδας του να δέσουν λίθον μέγαν και τόσον βαρύν, ώστε να μη δύναται να τον σύρη άμαξα, εις αυτήν δε την θέσιν να τον αφήσουν έως ότου κατασπασθή βιαίως και ξεψυχήση. Ευθύς λοιπόν οι υπηρέται εξετέλεσαν το προσταχθέν και αφήκαν αυτόν μόνον κρεμάμενον εις τον σκοτεινόν εκείνον τόπον, δια να μη έχη παρηγορίαν τινά από κανένα. Του δε μακαρίου Μηνά από το άμετρον βάρος του λίθου, όστις τον έσυρε προς τα κάτω, ολίγον κατ΄ ολίγον μετετοπίζοντο αι αρμονίαι και αι αρθρώσεις, έσπων τα νεύρα, εσπάρασσον αι σάρκες και με ένα λόγον όλη η αρμονία και ενότης των μελών του σώματος εχωρίζετο, μετεκινούντο δε ταύτα από τον τόπον των με πολλήν και σφοδροτάτην οδύνην του Μάρτυρος, ο οποίος, εφ΄ όσον είχεν ολίγην δύναμιν εις την ψυχήν, έπασχε μεν δεινώς, έψαλλε δε συνεχώς, λέγων· «Ίδε, Κύριε, την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου» (Ψαλμ. κδ: 18)· ότι· «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν» (Ρωμ. η: 18).            
Αφού εξηντλήθη άπασα η δύναμις του Αγίου και πλέον δεν είχε πνοήν, λέγων «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, ότι απήλαυσά σου των αγαθών», εσιώπησε και έμεινεν ως νεκρός. Ότε δε ετελείωσε και ο μαρτυρικός αυτός αγών των Αθλητών του Χριστού, τότε ήλθον εις αντίληψιν και βοήθειαν οι προσφιλείς και σύμμαχοί των Άγγελοι και πρώτον μεν εξέβαλον εκ του ποταμού το σώμα του Μάρτυρος Ερμογένους και το κατέστησαν άρτιον, σώον, υγιές και ολόκληρον, ως ήτο πρότερον και του λέγουν να τους ακολουθή, δια να του δείξουν τον συναθλητήν του Μηνάν. Αφού δε έφθασαν εις την φυλακήν, ηνοίχθησαν αι θύραι αυτής με δύναμιν θεϊκήν, διαλυθέντων των κλείθρων. Ο δε μακάριος Ερμογένης, κατανοήσας εαυτόν και θαυμάζων πως έγινεν η αναβίωσίς του, εθαύμαζε βλέπων και τον μακάριον Μηνάν ούτως άπνουν κρεμάμενον και κατανοών την φοβεράν εκείνην βάσανον, ετρόμαζεν, ότι ήσαν σχεδόν εξηρθρωμένα πάντα τα μέλη από την θέσιν των. Οι δε Άγγελοι είπον εις τον Ερμογένην· «Μη είσαι σκυθρωπός, αλλά πρόσεχε τι μέλλει να κάμωμεν». Τότε πλησιάζουν με ευλάβειαν εις τον Άγιον και αφού προσήρμοσαν  τα μέλη του εις τας αρμονίας αυτών, ευλογήσαντες ανέστησαν αυτόν. Τότε μετεστράφη η λύπη του Ερμογένους εις χαράν και αγαλλίασιν, έμειναν δε οι Άγγελοι ομού μετ΄ αυτών έως την ώραν του όρθρου, ομιλούντες θαυμαστά πράγματα περί της του Χριστού Βασιλείας και της αιωνίου μακαριότητος. Έπειτα τους ενίσχυσαν περισσότερον προς τους κινδύνους, παρακινούντες αυτούς να μη οκνήσουν εις τους στεφάνους, τους οποίους μέλλουν να αξιωθούν ακόμη, υποσχόμενοι ότι θα είναι και αυτοί εις την συνοδείαν των να ελαφρύνουν τους αγώνας των έως τέλους. Ταύτα λέγοντες οι Άγιοι Άγγελοι τους απεχαιρέτησαν και ανελήφθησαν εις τους ουρανούς.                                                                               
Το πρωϊ εκέλευσεν ο βασιλεύς να συναχθή όλος ο λαός εις το θέατρον και καθήσας επί του βήματος διελογίζετο τι να πράξη, διότι του είπον, ότι όλη η χώρα επίστευσεν εις τον Χριστόν και δεν ήτο πρέπον να την αφήση ατιμώρητον· να θανατώση δε πάλιν όλους ήτο παράλογον και μεγάλη η ζημία του. Προσεποιήθη λοιπόν ότι δεν εγνώριζε τίποτε και λέγει προς αυτούς· «Εγνώρισα από πολλά πράγματα, ω ακροαταί, ότι με φόβον και ευλάβειαν εθεραπεύατε τους θεούς, προσφέροντες εις αυτούς τας διατεταγμένας θυσίας· εις ημάς δε τους βασιλείς υπετάσσεσθε πάντοτε· τώρα όμως, επειδή επλανήθητε και δεν ηναντιώθητε προς τους αλιτηρίους εκείνους, τους τολμήσαντας να διδάσκουν τον Εσταυρωμένον και δεν τους ελιθοβολήσατε παρευθύς, γνωρίζω ότι εθυμώθησαν οι θεοί και ωργίσθησαν εναντίον σας. Όθεν δια να μη ρίψουν πυρ και κεραυνούς από τον ουρανόν και σας κατακαύσουν, θέλω επιβάλει εγώ προς σας μικράν τιμωρίαν, ίσως ημερώσουν και καταπραϋνθώσι. Προστάσσω λοιπόν να είσθε εστερημένοι όλοι σας από τας τιμάς, τας οποίας σας εχάρισα πρότερον, δια να εννοήσητε με την επιτίμησιν ταύτην και με τας τιμωρίας, τας οποίας έλαβον εκείνοι οι ανόητοι, ότι όταν ο δικαστής δεν πλανηθή από τας μαντείας τοιούτων υποκριτών, τότε δεν δύναται ο Εσταυρωμένος να βοηθήση ή να λυτρώση τινά από κανέν κακόν ή ασθένειαν, αλλά μόνον προξενεί βιαίους θανάτους και δυστυχίαν εσχάτην εις όσους τον σέβονται. Αν δεν πιστεύετε εις τους λόγους μου, το είδετε οφθαλμοφανώς εις εκείνους τους μάγους και γόητας, Ερμογένην και Μηνάν, οι οποίοι εκαυχώντο πρότερον να αναστήσουν άλλους νεκρούς και τώρα, ότε αφήρεσα την ζωήν αυτών με φρικτόν θάνατον, δεν δύνανται να βοηθήσουν τους εαυτούς των. Που είναι σήμερον εκείνου του πλάνου Χριστού η δύναμις»;             Η βλασφημία αύτη, ακουσθείσα από τον λαόν, προεκάλεσε γενικήν αναστάτωσιν, άπαντες οι εν τω θεάτρω εξεγερθέντες έκαμον θόρυβον και ταραχήν πολλήν, εξεδήλωνον δε την πρόθεσιν να προβούν και εις επιθετικάς ενεργείας. Τότε οι κήρυκες εκάλεσαν δια των σαλπίγγων τον λαόν να σιωπήση δια να ακούσουν τον βασιλέα, όστις ήθελεν ακόμη να λέγη κατηγορίας κατά του Χριστού και των Αγίων· αλλ΄ αίφνης βλέπουν όλοι τους Μάρτυρας να πηδούν έμπροσθεν εις το βήμα του βασιλέως σώοι και ακέραιοι χωρίς κανέν σημείον πληγής επάνω των. Τότε όλοι εβόησαν μεγαλοφώνως· «Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Χριστός». Ανήρ δε τις πεπαιδευμένος εις τα Ελληνικά, ονόματι Εύγραφος, συνεργάτης και γραμματεύς του μακαρίου Μηνά, βλέπων τα τελούμενα, επληρώθη η καρδία του θάρρους, ανδρείας και ζήλου θεϊκού και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, επήδησεν εις το μέσον, λέγων· «Χριστιανός είμαι και εγώ, βασιλεύ, τα προστάγματά σου καταφρονώ, την θρησκείαν σου αναθεματίζω και έρχομαι δια τον Χριστόν μου να λάβω θάνατον. Δεν λυπούμαι την σάρκα ταύτην ποσώς, αλλ΄ είμαι έτοιμος να υποστώ πάσαν τιμωρίαν και βάσανον. Μη έχης λοιπόν ελπίδα, ότι με κολακείας ή απειλάς θα νικήσης εμέ ή άλλον τινά των Χριστιανών, διότι θάνατός μας είναι το να ζώμεν με τους ασεβείς και ζωή μας ο δια Χριστόν θάνατος. Γνωρίζομεν ότι ήλθες εις ταύτην την χώραν ως λέων ωρυόμενος, ζητών με θυμόν να αρπάσης εις την ειδωλολατρίαν και να διασπαράξης το ποίμνιον του Χριστού· αλλά ματαίως κοπιάζεις, διότι με την τόλμην του θανάτου και το αμετάθετον της ευσεβείας θέλομεν φύγει από σου, περιπαίζοντές σε ως δολεράν και πεπονηρευμένην αλώπεκα».                                                                      
Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ηλλοιώθη τας φρένας από την κατάπληξιν του θαύματος και ελησμόνησεν ότι ήτο βασιλεύς· όθεν επήδησεν από τον θρόνον και αρπάσας με μανίαν την σπάθην ενός στρατιώτου, εθανάτωσε μόνος του τον Μάρτυρα, δίδων εις αυτόν πολλάς και θανασίμους πληγάς, τας οποίας υπεδέχετο ο αριστεύς αφόβως ιστάμενος και ελέγχων την μωρίαν του βασιλέως· ύστερον έπεσεν εις την γην από τους πόνους, ευχαριστών τον Θεόν ότι τον ηξίωσε πρώτον από τους άλλους να πορευθή προς αυτόν με πολλάς πληγάς, δια να λάβη και πολλά στέφανα. Ούτω λέγων ο μακάριος Εύγραφος εξέπνευσεν. Ο δε τρισάθλιος και ανόητος βασιλεύς, έχων ακόμη την ψυχήν τετυφλωμένην από την μέθυν του θυμού, εκάθισεν εις τον θρόνον και αναλογιζόμενος την αταξίαν, εις την οποίαν τον εξώθησεν η μανία του και τον έκαμε να υβρίση το αξίωμα της βασιλείας, να φονεύση δηλαδή άνθρωπον ως να ήτο δήμιος, επροφασίσθη προς τον λαόν ότι το έκαμε δια την αναισχυντίαν του Ευγράφου.                                                                                                                      
Αφού συνήλθεν από την κατάπληξιν ο βασιλεύς, είπε προς τον λαόν· «Σας διαβεβαιώ εις την δύναμιν των μεγάλων θεών, ότι πολλά παράδοξα πράγματα ανέμενον να ίδω, αλλά δεν επίστευα ποτέ ότι θα ευρεθώσι τοιούτοι μάντεις και γόητες· πλην μη νομίζετε τούτο πρωτοφανές και πρωτάκουστον, διότι με την μαντείαν επλάνησαν και πλανούν τους απλουστέρους και τους πείθουν να υφίστανται κακόν θάνατον οι δυστυχείς, δια την αγάπην του Εσταυρωμένου». Στραφείς κατόπιν προς τους Μάρτυρας, είπε προς αυτούς· «Εγώ θα ελέγξω ταχέως με τρόπον ακριβέστερον την απάτην, δια να γνωρίσουν όλοι ότι η ψευδής αυτή ανάπλασις των μελών σας είναι φαντασία και απάτη των οφθαλμών και μαγεία σαφεστάτη». Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Ανάρμοστα ωμίλησες, ω βασιλεύς, επειδή η διάνοιά σου παραλογίζεται, η ψυχή σου ετυφλώθη, η καρδία σου είναι πεπωρωμένη και διεστραμμένη· δια τούτο η αλήθεια του παραδόξου θαύματος σου φαίνεται απάτη και γοητεία. Δεν είσαι τυφλός προφανώς δια να μη πιστεύης εκείνα τα οποία βλέπεις με τους οφθαλμούς σου, και τα οποία είναι λαμπρότερα του φωτός και της ημέρας. Εάν έχης ακόμη αμφιβολίαν δι΄ όσα βλέπεις, ελθέ και ερεύνησε καλλίτερα την αλήθειαν· εάν δε νομίζης ότι με απειλάς και υποσχέσεις θα δυνηθής να μας μεταστρέψης, πλανάσαι, διότι και την βασιλείαν σου, εάν μας προσφέρης, την οποίαν σεις οι φιλόκοσμοι έχετε δια πράγμα μέγα και πολύ και μακαριώτατον, ουδέν θέλεις επιτύχει, μάλιστα ευκολώτερον είναι να αφήσης συ την πλάνην και να πιστεύσης εις τον Χριστόν, παρά ημείς να έλθωμεν εις το ψεύδος. Αποφάσισον λοιπόν παν ό,τι επιθυμείς εναντίον μας, αλλά γνώριζε πως, ό,τι και αν κάμης, ματαίως βασανίζεσαι».                                                                                                   
Βλέπων λοιπόν ο βασιλεύς και αφ΄ εαυτού του την αλήθειαν ως και την έκπληξιν των παρισταμένων, οίτινες εψηλάφων τους Αγίους και εθαύμαζον, εφοβήθη μη αποστατήσουν και φανερά και τον θανατώσουν ως εναντιωτήν της αληθείας· όθεν εξέδωκε την απόφασιν να κόψουν τας κεφαλάς των και ηγέρθη από τον θρόνον του. Οι δε Άγιοι, φθάσαντες εις τον τόπον της καταδίκης με τους στρατιώτας και όλον το πλήθος της πόλεως, εποίησαν προσευχήν εις επήκοον πάντων, δεόμενοι του Δεσπότου Χριστού υπέρ ειρηνικής καταστάσεως της χώρας και πασών των Εκκλησιών των Χριστιανών και όπως μη αποστρέψη κενόν και αβοήθητον ουδένα εξ όσων ήθελον επικαλεσθή αυτούς εις επικουρίαν και αντίληψιν. Μετά την ευχήν ησπάσθησαν και απεχαιρέτησαν αλλήλους και κλίνοντες τας κεφαλάς εδέχθησαν το ποθούμενον τέλος κατά την δεκάτην του Δεκεμβρίου. Επειδή δε ο μακάριος Μηνάς είχε ζητήσει χάριν από τον βασιλέα, όπως επιτρέψη να υπάγουν το Λείψανόν του εις το Βυζάντιον, εις το οποίον, καθώς είπεν ο Άγιος εις τινας φίλους του, του εδόθη κλήρος να κατοική, εφθόνησε και εις τούτο ο Μαξιμίνος και προστάσσει να κατασκευάσουν κιβώτιον σιδηρούν, εντός του οποίου να βάλουν τα Λείψανα των Μαρτύρων και να τα βυθίσωσιν εις την θάλασσαν. Ετέλεσαν λοιπόν οι υπηρέται και την προσταγήν αυτήν, ο δε βασιλεύς, βλέπων ότι όλον το πλήθος του λαού ήσαν εξηγριωμένοι κατ΄ αυτού, ανεχώρησε με δειλίαν ο άθλιος και έσπευδε δια ξηράς σπουδαίως προς την πρωτεύουσαν αυτού. Τούτων ούτω γενομένων, τελείται και έτερον θαύμα εξαίσιον, όχι μικρότερον των προτέρων, ήτοι εκείνη η σιδηρά θήκη, ήτις είχε τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, έπλεεν επάνω εις τα κύματα με πρόσταγμα θεϊκόν και ως να ήτο πετεινόν με φτερά έτρεχε προς το Βυζάντιον, εις το οποίον και εντός ολίγου κατέφθασεν. Άγγελος δε Κυρίου εφανέρωσε ταύτα δια νυκτός, λέγων προς τον Αρχιερέα της Πόλεως· «Έγειραι ταχέως, ύπαγε εις το παραθαλάσιον, το καλούμενον Ακρόπολις, να υποδεχθής τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων Μηνά και Ερμογένους, τα οποία έρχονται δια θαλάσσης από την Αλεξάνδρειαν». Εγερθείς λοιπόν ο Πατριάρχης εκάλεσεν όσους Χριστιανούς ηδυνήθη κατά την ώραν του μεσονυκτίου και απελθόντες εις τον ρηθέντα τόπον, είδον φως μέγα εις το πέλαγος, ως στύλον στηριζόμενον επάνω εις νομιζομένην λέμβον, η δε κορυφή του πυρίνου στύλου έφθανεν έως τον ουρανόν· ίσταντο δε δύο άνδρες λαμπροί με ευλάβειαν ανά εις εις έκαστον μέρος της λέμβου, η οποία έτρεχε κατ΄ ευθείαν προς τον λιμένα. Όσον όμως επλησίαζε το φαινόμενον, τόσον και εγνωρίζετο, ότι δεν ήτο λέμβος, αλλά κιβώτιον, το οποίον πλέον εις την θάλασσαν ούτε επάνω ανέβαινεν εις τα υψώματα των κυμάτων, ούτε πάλιν έπιπτε προς τα κάτω, αλλά με την ενέργειαν των ανδρών εκείνων έβαινεν εις ευθείαν γραμμήν και έτρεχε ταχύτατα. Ήτο δε το περιαστράπτον αυτό φως άμετρον και πλουσιώτατον και εφαίνετο ως άλλος ήλιος. Αλλά και οι φαινόμενοι εκείνοι άνδρες είχον σημεία και σύμβολα θείας τινός και παραδόξου δυνάμεως, συνώδευον δε την σορόν με πολλήν ευλάβειαν. Ταύτα βλέποντες, εξίσταντο άπαντες.                                                                                                  
Αφού λοιπόν η ιερά λάρναξ έφθασεν εις τον αιγιαλόν, οι δύο εκείνοι άνδρες, οι οποίοι ήσαν Άγιοι Άγγελοι, επλησίασαν τον Πατριάρχην και του είπον εις ποίον μέρος να διαφυλάξη την λάρνακα έως καιρόν δια την του βασιλέως θρασύτητα και πώς να τιμήσωσιν ύστερον τα άγια Λείψανα. Ταύτα ειπόντες οι Άγγελοι εγένοντο αφανείς. Ο δε Αρχιερεύς και όλοι οι συμπαρευρεθέντες, αφού είδον πως η σιδηρά αύτη λάρναξ έπλεεν ως φύλλον δένδρου, εθαύμασαν και προσκυνήσαντες ευλαβώς ησπάζοντο τα άγια Λείψανα· κατόπιν τα εφύλαξαν εις Ναόν τινα απόκρυφον, καθώς προσετάχθησαν. Ο δε Μαξιμίνος, ευρισκόμενος τότε εις την Ταρσόν της Κιλικίας, επληγώθη από οργήν θεήλατον και εχύθησαν οι οφθαλμοί του, δερόμενος υπό θείων Αγγέλων, τους οποίους αυτός μόνον έβλεπε, καθώς ο ίδιος ωμολόγησεν εις τους παρευρισκομένους, ειπών, ότι  Άγγελος τον εφόνευε· τούτο δε το έκαμεν εξ ανάγκης βιαζόμενος βεβαίως υπό του Αγγέλου δια να μη μείνη το θαύμα απόρρητον, αλλά να γνωσθή η αλήθεια και ότι η θεία δίκη κολάζει τους πονηρούς. Μαθών δε ο Αρχιερεύς τον θάνατον του δυσσεβούς βασιλέως, απήλθε σπουδαίως και έλαβε τα άγια Λείψανα των Μαρτύρων από τον τόπον εις τον οποίον τα είχεν κεκρυμμένα και ενεταφίασεν αυτά μεγαλοπρεπώς εις το τείχος της Ακροπόλεως δια να υπάρχωσιν εκεί οι Άγιοι φύλακες μεν της Πόλεως, σωτήρες δε των πλεόντων και παραμυθία αψευδής των κατατρυχομένων από συμφοράς και νόσους παντοίας, εις δόξαν του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω ζωοποιώ και τελεταρχικώ Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου