Περὶ τοῦ μακαριστοῦ Ἁγιορεῖτου Γέροντος Γαβριὴλ τῆς Προβάτας (γ΄ - τελευταῖον)


Μέρος γ΄ [ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ]

(ὑπὸ Ν. Β.)

Ἡ ὑπακοή του καὶ ἡ ὑπομονή του.
 Ὁ εὐλογημένος παπα-Γαβριὴλ εἶχε καλλιεργήσει, χάριτι Θεοῦ, τὴν ὑπακοὴ· τὸ «νά ’ναι εὐλογημένο» ἐπήγαζε διαρκῶς, φυσικῷ τῷ τρόπῳ, ἀπὸ τὸ στόμα του. Δὲν ἔφερε ἀντιρρήσεις, δὲν ἔλεγε «γιατὶ» καὶ «πῶς» καὶ «μήπως ἂν κάνουμε ἀλλιὼς εἶναι καλύτερα».


 Ἡ ὑπομονή του καὶ ἡ ἀντοχή του στὴν διακονία ἤταν ἀξιοπρόσεκτη. Ἱερουργοῦσε, ἐμαγείρευε, ἐργαζόταν στὸν κῆπο καὶ τὸ περιβόλι, βοηθοῦσε ὅπου μποροῦσε. Ἀκάματος διακονητής!  Σφοδρὸς πολέμιος τῆς ἀργίας καὶ τῆς ἀναπαύσεως, μὲ ἄδολη, ἀνυπόκριτη ἀγάπη πρὸς τοὺς συνασκητές του, τοὺς προσκυνητὲς καὶ πρὸς ὅλους. Προτιμοῦσε νὰ παραμελῇ τὸν ἑαυτό του προκειμένου νὰ ἀναπαύσῃ τοὺς ἀδελφούς του. Εὐγενὴς ψυχή, ἀξιοπρεπὴς, μὲ τὸ «Θεὸς σχωρέσ’ σοι» (τὸ «εὐχαριστῶ») νὰ ἀπευθύνεται διαρκῶς πρὸς ὅλους τοὺς βοηθοῦντας. Ποτὲ δὲν ἀκούσθηκε νὰ διαμαρτύρεται μὲ παράπονο ὅτι κουράσθηκε ἢ βαρέθηκε ἢ νὰ ζητήσῃ βοήθεια ὥστε νὰ μειωθῇ ὁ κόπος, τὸν ὁποῖον αἰσθανόταν συνειδησιακῶς ὅτι ὀφείλει νὰ καταβάλῃ.

   Τοὺς τελευταίους δὲ μῆνες τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἀπεδείχθη ἀκόμη περισσότερο ἡ μακαρία ὑπομονή του, ἀφοῦ ὑπέμεινε ἀγογγύστως καὶ ἀταράχως τὴν ἀσθένεια καὶ τὴν ταλαιπωρία ποὺ ὑπέστη ἐπὶ ἀρκετές ἡμέρες, κυρίως ἀπὸ τὴν διακόμισί του σὲ νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὸ εὐλογημένο Κελλάκι τῆς μετανοίας του.

   Ἐμεῖς τί νὰ ποῦμε, άδελφοί, γιὰ τὴν ὑπακοή μας; Ὅτι θεωροῦμε πάντοτε τοὺς ἑαυτούς μας ἱκανοτέρους, εὐφυεστέρους, ἐναρετοτέρους ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἄρα παύει κάθε λογισμὸς νὰ τοὺς ὑπακούσουμε σὲ ὁτιδήποτε ἢ νὰ συνεργασθοῦμε μαζί τους ἐν ὁμονοίᾳ;  Ἢ γιὰ τὴν ὑπομονή μας, ποὺ λυγίζουμε, ἀμαχητὶ πολλάκις, σὲ ἐλαφροὺς πειρασμούς;

Ὡς ἱερεύς.
Ὁ παπα-Γαβριὴλ λειτουργοῦσε σχεδὸν καθημερινῶς, μνημονεύοντας στὴν προσκομιδὴ δυσμέτρητα ὀνόματα. Κατὰ τὴν διάρκεια δὲ τῶν ἀκολουθιῶν ἐστέκετο πάντοτε ὀρθός, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι πονοῦσε καὶ δυσφοροῦσε ἐξαιτίας μίας βουβωνοκήλης καὶ κάποιων κάλλων στὰ πέλματά του. Τὰ τῆς θείας Λειτουργίας (πρόσφορα κ.λ.π.) τὰ παρεσκεύαζε καὶ τὰ προετοίμαζε μόνος του.

 Ὡς πνευματικὸς (ὄχι πολλῶν, καὶ κυρίως μοναχῶν), εἶχε τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ἑαυτοῦ ἐπίγνωσι νὰ ἀποφεύγῃ νὰ ἀποκτᾷ πολλὰ πνευματικὰ τέκνα. «Ἐγὼ ἤμουν τσοπανᾶκος», ἔλεγε, «δὲν γνωρίζω πολλὰ πράγματα. Νὰ πᾶτε σὲ ἄλλο πνευματικὸ, ποὺ θὰ σᾶς συμβουλεύῃ καὶ καθοδηγῇ καλύτερα».

   Ἱερεὺς ὤν, συνέχιζε ἐν ταπεινώσει τὶς ὑπόλοιπες διακονίες, ποὺ τοῦ εἴχαν ἀνατεθῆ: τὸ μαγειρεῖο, τὸν κῆπο καὶ τὸ περιβόλι, τὴν περιποίησι τῶν ἡμιόνων (μουλαριῶν), ἀκόμη δὲ καὶ τὸν καθαρισμὸ τῶν ἀποχωρητηρίων καὶ τοῦ βόθρου. Μάλιστα δὲ, δὲν τὰ ἐξελάμβανε ὡς ὑποτιμητικὰ ὅλα αὐτά. Ἐγνώριζε, ὡς καλὸς «στρατιώτης» Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι τέτοιες ἐργασίες στέκονται ἐμπόδιο στὴν ἀνάπτυξι τῆς κατηραμένης ὑπερηφανείας καὶ τοῦ αἰσθήματος ἀνωτερότητος, ποὺ ταλανίζει πολλοὺς ἐκ τῶν ἐχόντων ἀξιώματα. Ναί, ἤταν ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου, ἀλλὰ ἤταν καὶ μοναχὸς, ἤταν ὑποτακτικὸς, ἤταν ἀδελφὸς. Ὄταν τέτοια αἰσθήματα κυριαρχοῦν στὶς ψυχὲς καὶ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἐγγάμων κληρικῶν (καθὼς καὶ τῶν Ἐπισκόπων), συνειδητοποιοῦν, χάριτι Θεοῦ, ὅτι εἶναι διάκονοι (δηλαδή, βοηθοί) τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ταπεινοὶ «διαχειριστὲς» τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ τῶν ποιμαινομένων. Στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ὑφίσταται ἡ παπικὴ κληρικοκρατία. Ἡ ἀνωτερότης τῶν κληρικῶν καταδεικνύεται κυρίως ἀπὸ τὴν αρετή τους, ἀφοῦ, κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, πρέπει νὰ εὑρίσκωνται σὲ κατάστασι καθάρσεως (τοὐλάχιστον) γιὰ νὰ χειροτονηθοῦν [καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ δύνανται νὰ ἀνταπεξέλθουν πλήρως στὰ ἱερατικά τους καθήκοντα, μὲ κύριο αὐτὸ τῆς καταλλήλου πνευματικῆς καθοδηγήσεως. Ἡ δὲ προχείρησις ἱερέως τινὸς σὲ πνευματικὸ ὀφείλει νὰ γίνεται μετὰ ἀπὸ πολλὴ ἐξέτασι καὶ προσευχὴ τοῦ Ἐπισκόπου]. Ὑπάρχει, σαφέστατα, ἡ ἱεραρχία, ἡ διοικητικὴ διαποίμανσις, ἡ ὑπακοὴ, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ «ὑπακούουν» στὴν κορυφαία ἐντολὴ-ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν στὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ ἀποτελεῖ, ὅπως ἐπισημαίνει ὡραιότατα ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, τὸ «ἁρμολόγημα» ὅλων τῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ «περιτείχισμα» τῆς ἀγάπης στὸ «οἰκοδόμημα» τῶν ἀρετῶν τῆς ψυχῆς. Καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ὀρθόδοξη κατάστασι βλέπουμε νὰ διαφυλάσσεται καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ ἕνεκα τούτου δὲν ξεχωρίζουν οἱ ἱερομόναχοι ἀπὸ τοὺς λοιποὺς μοναχούς. Αὐτὸ, λοιπὸν, τηροῦσε ἐν ὑπακοῇ καὶ ἐν χαρᾷ καὶ ὁ μακαριστὸς παπα-Γαβριήλ...

 Τὸ ἐπίγειο τέλος του.
 Οἱ ἰατροὶ στὸ νοσοκομεῖο τῆς συμπρωτεύουσας δὲν ἔδιδαν ἐλπίδες ὅτι ὁ Γέρων θὰ ἀνέκαμπτε ὥστε νὰ έπιστρέψῃ στὸ Κελλὶ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, στὸ ποθητὸ κελλάκι τῆς μετανοίας του. Ὅμως, χάριτι Θεοῦ, δι’ εὐχῶν κάποιων πατέρων καὶ ἄλλων ἀδελφῶν, καὶ κυρίως, ὡς φαίνεται, διὰ πρεσβειῶν τῆς «Πλατυτέρας τῶν Οὐρανῶν», ποὺ τὸν ἤθελε νὰ κοιμηθῇ στὸ εὐλογημένο Περιβόλι της, οἱ διακονητὲς ὑποτακτικοί του κατόρθωσαν, ἀφοῦ ἀνέκαμψε ὀλίγο, νὰ τὸν ἐπαναφέρουν στὸ Κελλί τους. Ὅταν ἐπέστρεψαν, τὸν ἐτοποθέτησαν στὸ πρώτο του, ὡς ἀρχάριο μοναχό, κελλί (δωμάτιο). Κάποια στιγμὴ, ἀφοῦ ἐτακτοποιήθησαν, τὸν ἐπλησίασε ὁ ὑποτακτικὸς του π. Ἰ. Καὶ τοῦ εἶπε: «Γέροντα, ἐπιστρέψαμε στὸ κελλάκι σου... Συγχώρεσέ μας γιὰ ὅλα». Τοῦ ἀσπάσθηκε τὸ χέρι. «Κάνε ὑπομονὴ τώρα, γέροντα, μέχρι νὰ ἔλθῃ ὁ Ἄγγελος νὰ σὲ παραλάβῃ». Δὲν πέρασαν τρία λεπτὰ καὶ «ἔκλεισε τὰ ματάκια του», «ἔφυγε ἡ ψυχούλα του»...

http://krufo-sxoleio.blogspot.ca/2017/11/blog-post_9.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου