Επιστολή του Αγίου Μάρκου προς τους απανταχού της γης Ορθοδόξους.

Ο Άγιος Μάρκος εξ Εφέσου έστειλεν επιστολήν προς τους απανταχού της γης Ορθοδόξους έχουσαν ούτω:                                                                                               
«Τοις απανταχού της γης και των Νήσων Ορθοδόξοις Μάρκος της Εφέσου Μητροπόλεως εν Κυρίω χαίρειν».                                                                                   
«Οι την κοινήν ημάς αιχμαλωσίαν αιχμαλωτεύσαντες και προς την Βαβυλώνα των Λατινικών εθνών και δογμάτων θελήσαντες κατασύραι, τούτο μεν ουκ ηδυνήθησαν αγαγείν εις πέρας, αυτόθεν τε απεμφαίνον ορώντες και άλλως αδύνατον, εν μέσω δε που της οδού καταμείναντες αυτοί τε και όσοι τούτοις επηκολούθησαν, ούτ’ εκείνο λοιπόν μεμενήκασιν, ούτε τούτο γεγόνασιν. Ιεροσόλυμα μεν απολιπόντες, τους ως αληθώς όρασιν της ειρήνης και το Σιών όρος την βεβαίαν Πίστιν και άσειστον, Βαβυλώνιοι δε γενέσθαι τε και κληθήναι μήτε βουλόμενοι, μήτε δυνάμενοι και δια τούτ’ αν δικαίως κληθέντες Γραικολατίνοι, καλούμενοι δ’ ουν υπό των πολλών λατινόφρονες».   
                        
«Ούτοι τοίνυν οι μιξόθηρες άνθρωποι, κατά τους εν μύθοις ιπποκενταύρους, μετά των Λατίνων ομολογούσι το εκ του Υιού το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεσθαι και τον Υιόν αίτιον έχειν της εαυτού υπάρξεως, ούτω γαρ και ο αυτών όρος διαλαμβάνει. Μεθ’ ημών δε το εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι λέγουσι. Και μετ’ εκείνων μεν θεμιτώς και ευλόγως την προσθήκην εν τω συμβόλω γεγονέναι φασί, μεθ’ ημών δε λέγειν ταύτα ου καταδέχονται. Και τοι γε το θεμιτώς και ευλόγως γενόμενον τις αν παραιτήσαιτο λέγειν; Και μετ’ εκείνων μεν το άζυμον, σώμα του Χριστού λέγουσι· μεθ’ ημών δε αυτού μεταλαμβάνειν ουκ αν τολμήσειεν· άρ’ ουχ ικανά ταύτα την γνώμην αυτών διαδείξαι και ότι ουκ αληθείας έρευναν ποιούμενοι τοις Λατίνοις συνήλθον, ην εν χερσίν έχοντες προδεδώκασιν, αλλά χρυσοχοήσαι βουλόμενοι και πεπλασμένην, ουκ αληθή, συστήσασθαι ένωσιν».                                                             
«Τίνα δε τρόπον αυτοίς ηνώθησαν επισκεπτέον· παν γαρ τω ετέρω ενούμενον, δι’ ενός τινος μέσου πάντων ενούται. Τη μεν ουν δόξη της περί του Αγίου Πνεύματος εκπορεύσεως έδοξαν ενωθήναι συν αυτοίς αποφηνάμενοι και εκ του Υιού τούτο έχειν την ύπαρξιν, τα δε άλλα πάντα διάφορα· και ουδέν εν αυτοίς εν, ουδέ μέσον, ουδέ κοινόν, αλλά δύο μεν σύμβολα και παρηλλαγμένα λέγεται πάλιν, ώσπερ και πρότερον, διτταί δε και διάφοροι λειτουργίαι τελούνται, η μεν δι’ ενζύμου θυσίας, η δε δι’ αζύμου, διττά δε βαπτίσματα, το μεν δια της τριττής καταδύσεως τελειούν, το δε δι’ επιχύσεως ύδατος εκ κορυφής άνωθεν· και το μεν τω μύρω προσχρώμενον, το δ’ οτιούν αυτού χρείαν έχον· διττά δε τα έθη πάντα και εν πάσι παρηλλαγμένα, νηστείαί τε και εκκλησιαστικαί τάξεις και είτι τοιούτον».                                                                             
«Τις ουν η ένωσις, όταν μη φανερόν και επίδηλον σημείον έχη και πως ηνώθησαν οι τα οικεία στέργειν βουλόμενοι; Τούτο γαρ που και συνεφώνησαν και μη τοις εκ των Πατέρων παραδεχομένοις ακολουθούντες· αλλά τις ο σοφός αυτών λόγος; Ουδέποτε, φησίν, η των Γραικών Εκκλησία το εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεσθαι έλεγεν, αλλ’ απλώς εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι. Τούτο γαρ τον Υιόν ουκ εκβάλλει της εκπορεύσεως· ώστε κατά τούτο και πρότερον ήμεν και νυν εσμεν ηνωμένοι· φευ τοις ανοίας· φευ της τυφλώσεως· ει δε αεί η των Γραικών Εκκλησία το εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι έλεγεν, εξ αυτού του Χριστού και των ιερών Αποστόλων και των εν ταις Συνόδοις Πατέρων παραλαβούσα. Το εκ του Υιού δε ουδέποτε έλεγεν, ουδέ γαρ παρέλαβε τούτο παρ’ ουδενός· τι γε άλλο, ή το εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεσθαι έλεγεν. Ει γαρ ουκ εκ του Υιού, δήλον ως εκ μόνου του Πατρός».                                                 
«Όρα δε και επί της γεννήσεως. Τον εκ του Πατρός φησί γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Μη τις ενταύθα το εκ μόνου προστίθησιν; Αλλ’ ουδέν ήττον και νοούμεν τούτο και λέγομεν δεήσει· παρ’ ουδενός γαρ άλλου γεννάσθαι τον Υιόν μεμαθήκαμεν· δια τούτο και ο Δαμασκηνός Ιωάννης, εκ προσώπου της Εκκλησίας πάσης και των Χριστιανών απάντων, εκ του Υιού φησί το Πνεύμα ου λέγομεν. Ει δε εκ του Υιού το Πνεύμα ου λέγομεν, δήλον ως εκ του Πατρός μόνου λέγομεν· διο και μικρόν ανωτέρω τον Υιόν, φησίν, ου λέγομεν αίτιον. Και εν τω εφεξής κεφαλαίω, μόνος αίτιος ο Πατήρ».                              
«Τι έτι; Ουδέποτε, φησί, τους Λατίνους ως αιρετικούς είχομεν, αλλά μόνον σχισματικούς. Τούτο μεν ουν παρ’ αυτών εκείνων ειλήφασι. Σχισματικούς γαρ ημάς εκείνοι καλούσιν, ουδέν ημίν εγκαλείν έχοντες περί την ημετέραν δόξαν, αλλ’ ότι της υποταγής αυτών απεσχίσθημεν, ην οφείλομεν, ως εκείνοι νομίζουσιν. Ει δε και ημάς τούτο δίκαιον εκείνοις αντιχαρίζεσθαι και ουδέν αυτοίς εγκαλούμεν περί την δόξαν σκεπτέον. Την μεν ουν αιτίαν του σχίσματος αυτοί δεδώκασι, την προσθήκην εξενεγκόντες αναφανδόν, ην υπ’ οδόντα πρότερον έλεγον. Ημείς δε αυτών εσχίσθημεν πρότερον, μάλλον δε εσχίσαμεν αυτούς και απεκόψαμεν του κοινού της Εκκλησίας σώματος. Διατί; Ειπέ μοι πότερον, ως ορθήν έχοντας δόξαν, ή ορθώς την προσθήκην εξενεγκόντας; Και τις αν τούτο είποι, μη σφόδρα τον εγκέφαλον διασεσεισμένος; Αλλ’ ως άτοπα και δυσσεβή φρονούντας και παράλογον προσθήκην ποιήσαντας»;                            
«Ουκ ουν ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν; Διατί γαρ άλλο; Φασί γαρ οι φιλευσεβείς νόμοι, αιρετικός εστι και τοις κατά των αιρετικών νόμοις υπόκειται, ο και μικρόν γουν τι παρεκκλίνων της ορθής Πίστεως. Ει μεν ουν ουδέν τι παρεκκλίνουσι της ορθής Πίστεως μάτην ως έοικεν αυτούς απεκόψαμεν. Ει δε παρεκκλίνουσιν όλως… (καλώς τούτο εποιήσαμεν). Φευκταίον ουν αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως ή κακείνων πολλώ δήπου χείρονας· ως χριστοκαπήλους και χριστεμπόρους. Ούτοι γας εισι, κατά τον θείον Απόστολον, οι πορισμόν ηγούμενοι την ευσέβειαν περί ων επάγει λέγων· αφίστασο. Ποία δε κοινωνία φωτί προς σκότος; Ή τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; Ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου»;                                                                                                                              
«Ημείς μεν μετά των Πατέρων απάντων, εκ του Υιού το Πνεύμα ου λέγομεν, ούτοι δε μετά των Λατίνων και τον Υιόν πηγήν του Αγίου Πνεύματος λέγοντες εκβάλλουσιν αυτό της Θεότητος. Ημείς μετά του Θεολόγου Γρηγορίου τη αιτία διακρίνομεν του Υιού τον Πατέρα, ούτοι δε μετά των Λατίνων τη αιτία τούτους συνάπτουσιν. Ημείς μετά του σεπτού Μαξίμου και των τότε Ρωμαίων και των Δυτικών Πατέρων ου ποιούμεν τον Υιόν αιτίαν του Πνεύματος. Ούτε δε κατά μεν τους Γραικούς αιτίαν, κατά δε τους Λατίνους αρχήν του Πνεύματος τον Υιόν λέγομεν, ως εν τω όρω αυτών αποφαίνονται· τιμάν γαρ ούτω δίκαιον γράφοντες, επεί και οροδούντες αυτοί τούτο συνέθεντο. Ημείς μεν μετά του φιλοσόφου και Μάρτυρος Ιουστίνου, ως ο Υιός εκ του Πατρός, ούτω και το Πνεύμα εκ του Πατρός λέγομεν· ούτοι δε μετά των Λατίνων τον μεν Υιόν αμέσως, το δε Πνεύμα εμμέσως εκ του Πατρός λέγουσιν. Ημείς μεν μετά του Δαμασκηνού και των Πατέρων απάντων την διαφοράν γεννήσεως και εκπορεύσεως αγνοείν ομολογούμεν· ούτοι δε μετά του Θωμά και των Λατίνων, τω εμμέσω και αμέσω διαφέρειν φασί τας προόδους».                                                    
«Ημείς μεν της ακτίστου και θείας φύσεως, άκτιστον και την θέλησιν και την ενέργειαν είναι φαμέν, κατά τους Πατέρας· ούτοι δε μετά των Λατίνων και του Θωμά την μεν θέλησιν την αυτήν τη ουσία, την δε θείαν ενέργειαν κτιστήν είναι λέγουσι· καν τε Θεότης ονομάζοιτο, καν τε θείον άϋλον φως, καν τε Πνεύμα Άγιον, καν τε τοιούτον έτερον· και ούτω κτιστήν Θεότητα και κτιστόν θείον φως και κτιστόν Πνεύμα Άγιον, τα πονηρά πρεσβεύουσι κτίσματα».                                  
«Ημείς μεν ούτε τους Αγίους απολαβείν την ητοιμασμένην αυτοίς Βασιλείαν και τα απόρρητα αγαθά, ούτε τους αμαρτωλούς εις την γέενναν εμπεσείν ήδη φαμέν, αλλ’ εκδέχεσθαι τον ίδιον εκατέρους κλήρον και είναι τούτο καιρού του μέλλοντος μετά την ανάστασιν και την κρίσιν· ούτοι δε μετά των Λατίνων τους μεν αυτίκα μετά θάνατον απολαβείν ήδη κατ’ αξίαν εθέλουσι, τοις δε μέσοις, ήτοι τοις εν μετανοία τετελευτηκόσι πυρ αυτοί καθάρσιον έτερόν τι της γεέννης υπάρχον αναπλάσαντες αποδιδούσιν, ίνα δι’ αυτού φησί, καθαιρόμενοι τας ψυχάς μετά θάνατον, επί την Βασιλείαν και αυτοί μετά των Δικαίων αποκαταστώσι· τούτο δε και ο όρος αυτών περιέχει».                                                      
«Ημείς αποστρεφόμεθα το ιουδαϊκόν άζυμον τοις Αποστόλοις κανονίζουσιν υπακούοντες· ούτοι δη εν τω αυτώ όρω, σώμα Χριστού το παρά των Λατίνων ιερουργούμενον αποφαίνονται. Ημείς μεν αθεμίτως και παρανόμως και τοις Πατράσιν εναντίον την εν τω Συμβόλω προσθήκην γεγενήσθαι φαμέν, ούτοι δε αυτήν θεμιτώς και ευλόγως διορίζονται γεγενήσθαι. Τοσούτον οίδασι τη αληθεία και εαυτοίς συμφωνείν. Ημείς μεν, τον Πάπαν ως ένα των Πατριαρχών λογιζόμεθα και τούτο γε, αν Ορθόδοξος η, ούτοι δε αυτόν Βικάριον του Χριστού και Πατέρα και Διδάσκαλον των Χριστιανών απάντων μάλα σεμνώς αποφαίνονται· γένοιντο πατρός ευτυχέστεροι, τα δε άλλα όμοια· και γαρ δει κακείνος ουκ ευτυχεί, τον Αντίπαπαν έχων επιεικώς διοχλούντα· και ούτοι τον πατέρα μιμείσθαι και τον διδάσκαλον ουκ ανέχονται».                                                      
«Φεύγετε ουν αυτοίς, αδελφοί, και την προς αυτούς κοινωνίαν· «Οι γαρ τοιούτοι ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις Αποστόλους Χριστού. Και ου θαυμαστόν· αυτός γαρ ο Σατανάς μετασχηματίζεται εις Άγγελον φωτός. Ου μέγα ουν ει και οι διάκονοι αυτού μετασχηματίζονται ως διάκονοι δικαιοσύνης, ων το τέλος έσται κατά τα έργα αυτών» (Β΄ Κορ. ια: 13-15), ως ο θείος Παύλος εν τη προς Κορινθίους β΄επιστολή του λέγει. Και πάλιν αλλαχού· «οι γαρ τοιούτοι τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ ου δουλεύουσιν, αλλά τη εαυτών κοιλία, και δια της χρηστολογίας και ευλογίας εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων» (Ρωμ. ιστ: 18). Και αλλαχού· «ο μέντοι στερεός θεμέλιος του Θεού έστηκεν, έχων την σφραγίδα ταύτην» (Β΄Τιμ. β:19). Και αλλαχού πάλιν· «Αλλά και εάν ημείς ή Άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α: 8-9). Βλέπετε προφητικώς το «και εάν ημείς ή Άγγελος εξ ουρανού», ίνα μη τις την υπεροχήν του Πάπα προβάλληται. Και ο ηγαπημένος μαθητής· «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς» (Β΄ Ιωάν. 10-11). «Τούτων υμίν υπό των Αγίων Αποστόλων διωρισμένων· «Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις» (Β΄ Θεσ. β: 15) ας παρελάβετε, τας τε εγγράφους και αγράφους· «Ίνα μη τη των αθέσμων πλάνη συναπαχθέντες, εκπέσητε του ιδίου στηριγμού» (Β΄ Πέτρ. γ: 17). Αιρετικοί εισιν άρα και ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν».                                                                                                                          
«Διατί δε και χρίομεν τω μύρω τους εξ αυτών ημίν προσιόντας; Λέγει γαρ ο της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου Κανών ζ΄ «Τους προστιθεμένους τη Ορθοδοξία και τη μερίδι των σωζομένων από αιρετικών δεχόμεθα κατά την υποτεταγμένην ακολουθίαν και συνήθειαν. Αρειανούς μεν και Μακεδονιανούς και  Σαββατιανούς και Ναυατιανούς τους λέγοντας εαυτούς Καθαρούς και Αριστερούς και τους Τεσσαρασκαιδεκατίτας ήγουν τετραδίτας και Απολλιναριστάς δεχόμεθα, διδόντας λιβέλλους και αναθεματίζοντας πάσαν αίρεσιν μη φρονούσαν ως φρονεί η Αγία του Θεού Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και σφραγιζομένους (ήτοι χριομένους) πρώτον τω αγίω μύρω, το τε μέτωπον και τους οφθαλμούς και τας ρίνας και το στόμα και τα ώτα και σφραγίζοντες αυτούς λέγομεν: Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου…». Οράς τίσι συνάπτομεν τους εκ Λατίνων ημίν προσιόντας; Ει ουν ούτοι πάντες αιρετικοί, δήλον κακείνοι».                                                                                                                      
«Τι δε και ο σοφώτατος Πατριάρχης Θεόδωρος ο Βαλσαμών εν ταις προς Μάρκον τον αγιώτατον Πατριάρχην Αλεξανδρείας αποκρίσεσι περί τούτων γράφει: «Αιχμάλωτοι Λατίνοι και έτεροι, παρουσιαζόμενοι εις τας Καθολικάς Εκκλησίας ημών, ζητούσι μεταλαμβάνειν των θείων αγιασμάτων· ει ουν εγχωρητέον τούτό εστι, ζητούμεν μαθείν. «Ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστι· και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» (Ματθ. ιβ:30). Επεί ουν προ χρόνων πολλών απεσχίσθη η Δυτική Εκκλησία, της Ρώμης φαμέν το περιώνυμον άθροισμα, ήτις εκ των ετέρων τεσσάρων αγιωτάτων Πατριαρχών κοινωνίας αποσχισθείσα εις έθη και δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας και των Ορθοδόξων αλλότρια, δια γαρ τούτο, ούτε εν ταις θείαις ιεροτελεστίαις της κοινής των Πατριαρχών αναφοράς ο Πάπας ηξίωται· ουκ οφείλει ουδέ γένος λατινικόν εκ χειρός ιερατικής, δια των θείων και αχράντων μυστηρίων αγιάζεσθαι, ει μη κατάθηται πρότερον αποσχέσθαι των λατινικών δογμάτων και συνηθειών και κατά Κανόνας κατηχηθή και τοις Ορθοδόξοις εξισωθή».                  
«Ακούεις; Απεσχίσθησαν, ου μόνον εις έθη, αλλά και δόγματα, της Εκκλησίας αλλότρια, πάντως αιρετικά και ότι κατά Κανόνας κατηχηθήναι, οφείλειν και τοις Ορθοδόξοις αξιωθήναι· ει δε κατηχηθήναι, δήλον ότι και τω μύρω χρισθήναι. Πόθεν ουν ημίν ανεφάνησαν εξαίφνης όντες Ορθόδοξοι, οι δια τοσούτων διδασκάλων κριθέντες αιρετικοί; Τις αυτοίς ούτω ραδίως Ορθοδόξους πεποίησεν; Ο χρυσός, ει βούλοιο ταληθή λέγειν και κέρδη τα σα· μάλλον μεν ουν εκείνους ούτε πεποίηκεν Ορθοδόξους, σε δε ποιήσας εκείνους όμοιον, εις την αιρετικήν απεώσατο μοίραν».                                                                                     
«Αλλ’ ει μεσότητά τινα, φησίν, επενοήσαμεν των δογμάτων, εκείνοις τε συναφθησόμεθα δι’ αυτής και προς ημάς αυτούς έξομεν, ουδέν αναγκαζόμενοι λέγειν παρά τα ειωθότα και παραδεδομένα. Τούτ’ εστιν εκείνο, το τους πολλούς εξ αρχής απατήσαν και πείσαν ακολουθείν τοις εις τον κρημνόν της δυσσεβείας απάγουσι· πιστεύσαντες γαρ είναί τι μέσον αμφοίν των δοξών, όπερ επί τινων εναντίων συμβαίνει, προς το δεινόν ηυτομόλησαν. Αλλά λέξιν μεν ενδέχεται μέσην δύο δοξών ευρεθήναι τας αμφοτέρας σημαίνουσαν ομωνύμως· δόξα δε μέση εναντίων δοξών περί του αυτού πράγματος, αδύνατον· ει δε μη και αληθείας και ψεύδους έσται τι μέσον και καταφάσεως και αποφάσεως, αλλ’ ουκ εστιν, επί παντός γαρ ή κατάφασις ή απόφασις»;                      
«Ει μεν ουν αληθές το λατινικόν δόγμα, το εκ του Υιού εκπορεύεσθαι, ψευδές το ημέτερον, το εκ του Πατρός μόνον· ει δε το ημέτερον αληθές, ψευδές αν είη δήπου το εκείνων. Τι ουν αν είη μέσον τούτων; Ουδέν. Πλην ει μη λέξις προς άμφω τας δόξας ορώσα καθάπερ τις κόθορνος, αύτη ουν ημάς ενωθήναι ποιήσει; Και τι δράσωμεν όταν αλλήλους εξετάζωμεν, περί των νοημάτων και των δοξών; Ένι και αμφοτέρους ημάς προσειπείν Ορθοδόξους τους τα’ εναντία φρονούντας; Εγώ μεν ουκ οίμαι· συ δ’ ον ειδείης ο πάντα φέρων και πάντα ραδίως επονομάζων, βούλει παρά Γρηγορίου του Θεολόγου μαθείν οία περίτης μεσότητος γράφει; Άκουσον· «Η προς πάντας ορώσα τους παριόντας εικών, ο των αμφοτέρων ποδών κόθορνος, η κατά πάντα άνεμον λίκμησις, εξουσίαν λαβούσα την νεόγραφον κακουργίαν και την κατά της αληθείας επίνοιαν· το γαρ όμοιον, κατά τας γραφάς, της ευσεβείας πρόσχημα ην, περί της επινοηθείσης τότε μεσότητος».                                                                                            
«Περί δε την αυτήν εξευρούσαν Σύνοδον τοιάδε πάλιν φησίν· «Είτε της χαλάνης πύργον ος καλώς τας γλώσσας εμέρισεν, ως ώφελον γε και ταύτας, επί κακώ γαρ η συμφωνία, είτε τω Καϊάφα συνεδρίω ω Χριστός κατακρίνεται, είτε τι άλλο τοιούτον, την Σύνοδον εκείνην ονομαστέον, η πάντα άλλον ανέτρεψε και συνέχεε. Το μεν ευσεβές δόγμα και παλαιόν και της Τριάδος ομότιμον καταλύσασα, τω βαλείν χάρακα και μηχανήμασι κατασείσαι το ομοούσιον, τη δε ασεβεία θύραν ανοίξασα δια της των γεγραμμένων και λεγομένων μεσότητος, σοφοί γαρ εγένοντο του κακοποιήσαι, το δε καλόν ποιήσαι ουκ έγνωσαν».                                                                                                      
«Τοσαύτα μεν ημίν αρκεί περί της μεσότητος, ότι δε ουδ’ έστι μεσότης ικανώς αποδεδειχόσι· και ότι τα τοιαύτα ζητείν ασεβές και της Εκκλησίας τα πάντα δυνάμενος, εκείνους τε επιγνώναι την οικείαν πλάνην παρασκευάσειε και ημάς αυτών απαλλάξειε των πονηρών ζιζανίων και οίον καθαρόν και εύχρηστον σίτον εις τας εαυτών αποθήκας συνάξειε. Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου