ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, Η ΘΕΣΠΙΣΙΣ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΥΤΗΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ

Του Ἀρχιμ. Νεκταρίου Ζιόμπολα

Εἰς τὰς Θεομητορικὰς ἑορτὰς περιλαμβάνεται καὶ ἡ τῶν Εἰσοδίων τῆς Παρθένου εἰς τὸν ὑπάρχοντα τότε Ναὸν τοῦ Σολομῶντος. Χρονολογικὰ εἶναι ἡ τελευταία θεσπισθεῖσα ἑορτὴ τῆς Πανάγνου. Ὁ πυρήνας αὐτῆς προέρχεται ἐκ τῶν λεγομένων Ἀποκρύφων Εὐαγγελίων, καὶ συγκεκριμένως ἐκ τοῦ Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου. Σ᾽ αὐτὸ γίνεται λόγος διὰ τὸ εὐσεβὲς ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ὅπου παρέμεινε ἄτεκνο παρὰ τὰς δεήσεις εἰς τὸν Θεὸ διὰ ἀπόκτησιν τέκνου. Τέλος σὲ προχωρημένην ἡλικίαν ἀμφοτέρων δι᾽ ἀγγέλου ἀνήγγειλε ὁ Θεὸς τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ διακαοῦς πόθου των. Πάραυτα καὶ μετὰ χαρᾶς ἡ Ἄννα ὑπεσχέθη νὰ τὸ ἀφιερώση εἰς τὸν Θεόν. Ἀφοῦ συνέβη ἡ γέννησις, πλήρης χαρᾶς ἡ Ἄννα ἀνέθρεψε τὴν κόρην Μαρίαν μὲ ὑπέρμετρον ἐνδιαφέρον. Ἐδῶ πρὶν προχωρήσουμε εὐκαιρία νὰ τονισθῆ τοῦτο.
Γεννᾶται ἕνα ἐρώτημα. Πῶς ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ὁ ὄντως ἱστορικὸς τῆς Κ. Διαθήκης, ἐνῶ διὰ τὸν Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον κατέγραψε λεπτομερείας τὸ πῶς προῆλθε, ποῖοι οἱ γονεῖς του καὶ δι᾽ αὐτοῦ τοῦ ὅλου γεγονότος ἀρχίζει τὴν περιγραφήν του, ἐνῶ παραλείπει τοὺς γονεῖς καὶ τὴν προέλευσιν τῆς Παρθένου Μαρίας ποὺ χρονικὰ προηγήθηκε, καὶ πηγαίνει ἀπευθείας εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν της. Μάλιστα ἐνῶ τὶς πληροφορίες διὰ τὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς γονεῖς του τὶς ἔχει ἀπὸ τρίτα πρόσωπα, διὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὴν ἰδίαν τὴν Παρθένον, ὡς πρὸς τὴν γέννησίν της, τὰ εἰσόδια εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν οὐδὲν ἀναφέρει, ἐνῶ τὰ ὅσα γραφόμενά του διὰ Γέννησιν Χριστοῦ, Φάτνη, ἀγγελοφάνειαν, Ὑπαπαντὴν κ.λπ. στοιχεῖα ὡς καὶ ἄλλα, τὰ ἔχει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀπὸ τὴν ἰδίαν, ἀποσιωπᾶ τὴν προέλευσίν της. Ἐνῶ ἡ παράλειψις εἶναι τόσο βασικὴ ἐκ μέρους τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τὸ ἐρώτημα παραμένει. Ταυτόχρονα προβάλλεται ἄλλο ἐρώτημα. Μήπως ὁ Ἰάκωβος εἶχε ἐνωρίτερα συγγράψει τὸ Πρωτευαγγέλιόν του καὶ στὴ συνέχεια νοθεύτηκε ἀπὸ ἐξωγενεῖς παράγοντας καὶ παρέμεινε στὰ Ἀπόκρυφα; Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν Ἀδελφόθεο δὲν θέλησε νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ τῆς Παρθένου καὶ τοὺς γονεῖς της; Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ἐκ μέρους μας θὰ παραμείνη ἀναπάντητο. Καὶ τώρα στὰ τῆς ἀφιερώσεως τῆς παιδίσκης ἀπὸ τοὺς γονεῖς της. Εἰς τὰ τρία ἔτη ἔκριναν ὅτι ἦταν καιρὸς πρὸς ἐκπλήρωση τοῦ τάματος. Ὄντως πρόκειται περὶ ἀσύγκριτης γενναιοδωρίας. Ἐνῶ ὡς πρεσβύτεροι εἰς τὴν ἡλικίαν των ἕνα τέτοιο μάλιστα παιδὶ θὰ ἦταν βασικὸ στήριγμα εἰς τὰ γηρατιά των, τὸ ζεῦγος ἐκπληρώνει τὴν ὑπόσχεσίν του. Λόγοι πάντως ἀνθρώπινοι, μητρικοί, συναισθηματικοί δὲν ἐπέβαλον νὰ προβοῦν εἰς τοιαύτην πρᾶξιν. Μοναδικὴ πάντως καὶ ἰδανικὴ παρέμεινε ἡ περίπτωσις. Σ᾽ αὐτὴν τὴν μεγάλην ἀφιέρωσιν, ἀπρόσεκτα καὶ βιαστικὰ θὰ ἠμποροῦσαν κάποιοι νὰ εἴπουν: Ἀφοῦ ἐπρόκειτο διὰ τὴν Παναγίαν, ποία μητέρα δὲν θὰ προέβαινε εἰς μίαν τοιαύτην ἀφιέρωσιν; Λάθος· τὸ τὶ θὰ μεσολαβοῦσε εἰς τὴν συνέχειαν εἰς τὴν μικρὴν Μαρίαν τὸ ἀγνοοῦσαν. Πάντως, ὡς ἔγινε αὐτὴ ἡ ἀφιέρωσις παρέμεινε ὅτι ἡ Ἄννα προσέφερε εἰς τὸν Θεὸν ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν Κόσμον τὸ πλέον κορυφαῖον δῶρον, ποὺ προσέφερε ποτὲ ἄνθρωπος, τὴν Παντάνασσαν. Ἐφόσον ὅμως ἡ ἀφιέρωσις ἔγινε εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν τριῶν ἐτῶν γεννᾶ ἀπορίας καὶ αὐτὲς εἶναι ὡς πρὸς τὸν ἀποχωρισμὸν τῆς κόρης ἀπὸ τοὺς γονεῖς της. Ὁποία διαπαιδαγώγησις ἐκ μέρους τῆς Ἄννης καὶ ἂν ἔγινεν, ὅτι μάλιστα, ἐπρόκειτο νὰ τὴν ἀφήσουν εἰς τὸν Ναόν, μία τόσο μικρὰ παιδίσκη, δὲν θὰ ἦτο εὔκολο. Παραδόξως ὅμως καὶ λογικὰ ἀσυμβίβαστα, πηγαίνοντάς την εἰς τὸν Ναὸν μὲ τὴν συνοδείαν «λαμπαδοφόρων παρθένων», μὲ κάποιαν σπουδὴν ἀνέβηκε τὰ ὅποια σκαλοπάτια καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τοὺς ἐκεῖ ἱερεῖς καὶ μάλιστα εἰς τὸν Ζαχαρίαν. Ἀφήνεται νὰ γίνη δεκτὸν ὅτι εἶχε συμβεῖ μία προσυνενόησις διὰ τὸ γεγονός. Ἀλλὰ καὶ πάλιν μία τόσο μικρὴ παιδίσκη, ποὺ εἶχε τόσην ἀνάγκην διὰ ἔτη ἀκόμη τὴν μητρικὴ στοργὴ καὶ τὸ ὅλον οἰκογενειακὸν φιλικὸν περιβάλλον νὰ εὑρεθῆ μόνη εἰς ἕναν χῶρον, ποὺ ἦταν καὶ Ἱερὸς Ναός; Τί τέλος πὰντων μποροῦσε νὰ ἐννοήση τριῶν ἐτῶν, τὸ ποῖος ὁ ρόλος της, ἡ παραμονή της ἐκεῖ, καὶ γιατὶ ἐκεῖ καὶ ἕως πότε; (Πέρασε ὅτι εἶχε πνευματικὴν ὡριμότητα μοναδικὴ καὶ αὐτὸ λέει πολλά). Ἀλλ᾽ ἂς μὴ τὸ ψάχνουμε λογικὰ τὸ μοναδικὸ αὐτὸ γεγονός, ἀφοῦ εἰς τὸ μέσον εἶνε ὁ Θεός, καὶ ἡ Παρθένος «ἀνεδείχθη σκεῦος ἐκλογῆς πάντα ἀνώτερον τοῦ νομικοῦ ναοῦ». Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἡ τράπεζα καὶ ἄλλα, ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. θ´ 2), ἦσαν τύποι τῆς Παρθένου, ὅπως τονίζει καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «κατὰ τὴν μαρτυρίαν πολλῶν Ἁγίων». Παραδόξως λοιπὸν ἀνθρωπίνως ἡ Παρθένος «ἡ ἔμψυχος κιβωτός», «τῶν Ἁγίων εἰς Ἅγια ἡ Ἁγία καὶ ἄμωμος, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εἰσοικίζεται καὶ δι᾽ Ἀγγέλου ἐκτρέφεται, τῷ ὄντι ὑπάρχουσα ἁγιώτατος ναὸς τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ἡμῶν…». Καὶ τὴν «ἐκ τῶν Προφητῶν προκηρυχθεῖσαν, καὶ ἐν Ναῷ προσενεχθεῖσαν τὴν πρὸ αἰώνων προορισθεῖσαν Μητέρα, καὶ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν χρόνων ἀναδειχθεῖσαν Θεοτόκον…», ὡς ψάλλη ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν Ἑσπερινὸν τῆς Ἑορτῆς. Ἀφοῦ τὸ θεῖον εἶναι εἰς τὸ μέσον, τότε εὐκόλως δεκτὸν ὅτι «ἐκ τῆς χειρὸς ἀγγέλου ἐλάμβανε τροφὴν καὶ ἠσχολεῖτο μὲ τὴν μελέτην τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὴν προσευχήν, τὴν ἀκρόασιν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων, τὴν ὑφαντικήν…».
Δὲν παρέμεινε ἀδρανής. Ἐτρέφετο λοιπὸν «ξενοπρεπῶς», καὶ τοῦτο θὰ εἶχε γίνει γνωστὸν στοὺς ἱερεῖς. Ἀκόμη καὶ ποὺ ἔμαθε γράμματα μένει λογικὰ ἀναπάντητο. Κατὰ τὰ γραφόμενα εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῆς Ἱερουσαλὴμ παρέμεινε περὶ τὰ ἐννέα ἔτη, δηλαδὴ ἕως τὸ δωδέκατο ἔτος τῆς ἡλικίας της. Στὸ σημεῖον αὐτὸ προβάλλεται ἄλλο ἐρώτημα. Γιατὶ δὲν συνεχίστηκε ἡ παραμονή Της εἰς τὸ Ναόν, ποὺ πλέον ὅσο προχωροῦσε σὲ ἡλικία, περισσότερο ἐχρειάζετο ἡ παρουσία της στὸ Ναὸ διὰ τὸν εὐπρεπισμόν, τὴν παρασκεύασιν ἀντικειμένων, ἀμφίων κ.λπ. μάλιστα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου κατοικοῦσε ἡ κόρη Μαρία. Πῶς τώρα ὁ Ζαχαρίας ὡς Ἀρχιερεὺς καὶ προφανῶς καὶ ἄλλοι ἱερεῖς ἀποφάσισαν στὴν ἡλικία αὐτὴ νὰ ἀφήσει τὸν Ναόν. Μήπως διὰ λόγους τάξεως δὲν ἔπρεπε νὰ παραμείνει, ἐνῶ αὔξανε σὲ ἡλικία; καὶ αὐτὸ ἀναπάντητο. Ἐνῶ ἔπρεπε νὰ ἀφήσει τὸν Ναόν, παράλληλα εἶχε ἀπωρφανισθῆ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, καὶ ἀφήνοντας τὸν Ναὸν ἐπροστατεύθη ἀπὸ τὸ ζεῦγος Ζαχαρίου καὶ Ἐλισάβετ, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν πλησίον σχεδὸν τῆς τότε παλαιᾶς πόλεως Ἱερουσαλήμ, στὴν τοποθεσίαν Ὀρεινή. Τὴν ἀνέλαβε τὸ ζεῦγος πέραν τῆς προστασίας καὶ γιὰ ἕνα ἄλλο κύριο λόγο. Καὶ αὐτὸς ἦταν συγγενικός. Ἡ μητέρα τῆς Ἐλισάβετ ἡ Σοβή καὶ ἡ Ἄννα ἡ μητέρα τῆς Παρθένου Μαρίας ἦσαν ἀδελφές. Καὶ ἐδῶ ἔρχεται ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἀργότερα στὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Παρθένου εἰς τὴν Ναζαρέτ, ὁ ὁποῖος πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν λόγων του τῆς εἶπε καὶ τοῦτο: «…Καὶ ἰδοὺ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου…» (Λουκ. α´ 36), εἶναι πρῶτες ἐξαδέλφες, παρὰ τὴν μεγάλην διαφορὰν ἡλικίας, ποὺ εἶχον. Ἔτσι φαίνεται ὅτι παρέμεινε μικρὸ μᾶλλον διάστημα στὴν Ὀρεινὴ ἡ Παρθένος, ἔτσι μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸν «μετὰ σπουδῆς» ἐπορεύθη πρὸς τὴν γνωστήν της Ὀρεινή. Προφανῶς σὲ ἡλικία 14 ἢ 15 ἐτῶν ὁ Ζαχαρίας –ἂν ὄχι μόνος του– ἀποφασίζει «κατόπιν σημείου» νὰ προσφερθῆ στὸν ἡλικιωμένο ἐν χηρείᾳ Ἰωσὴφ πρὸς φύλαξιν καὶ προστασίαν τῆς ζωῆς καὶ παρθενίας της, καὶ ὄχι ποτὲ πρὸς γάμον. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύει εἰς τὸν Μτθ. ὅπου ὁ ἄγγελος εἶπε εἰς τὸν Ἰωσήφ, «μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκα σου», τονίζει: «Γυναῖκα ἐνταῦθα τὴν μνηστὴν λέγει… Ταύτην ἔνδον κατέχειν ἥν σοι παραδίδωσιν ὁ Θεός, οὐχ οἱ γονεῖς, οὐκ εἰς γάμον, ἀλλ᾽ εἰς τὸ συνοικεῖν…». Ποῖος εἶναι ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἄκρως τιμητικὰ παρέμεινε ὡς Μνήστηρ; Εἶναι ἀδελφὸς τῆς Σοβῆς καὶ τῆς Ἄννης μητέρας τῆς Παρθένου, δηλαδὴ θεῖος της. (Συναξαριστὴς Νικοδήμου Ἁγιορείτου 8 Σεπτεμβρίου, Μηναῖον 8 Σεπ.). Ὅμως –ὡς ἀφήνεται νὰ νοηθῆ– εἰς τὴν Ναζαρέτ, ποὺ ἔμεινε ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὰ παιδιά του, ἡ Παρθένος ποὺ πῆγε ἐκεῖ, ἐνῶ εἶναι συγγενικὸ πρόσωπο, τοῦτο ἀγνοήθηκε ἀπὸ τοὺς πέριξ καὶ πέρασε ὁ δῆθεν ἀρραβώνας, ποὺ ποτὲ δὲν ἔγινε παρὰ καὶ τὸν γραπτὸν λόγον. Ἔτσι στὴν κοινὴ γνώμη τῆς τότε Ναζαρὲτ πέρασε εἰς τὴν συνέχεια καὶ διὰ τὸν ἴδιο τὸν Χριστόν, «ὡς ἐνομίζετο, υἱὸς Ἰωσήφ…» (Λουκ. γ´ 23). Ἀκόμη οἱ Ναζαρηνοὶ εὑρισκόμενοι σὲ ἀπορία διὰ τὸ Πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ εἶπαν σὲ κάποια φάσιν: «Ἐλθὼν εἰς τὴν πατρίδα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, ὥστε ἐκ πλήττεσθαι αὐτοὺς καὶ λέγειν· πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη καὶ αἱ δυνάμεις; (θαύματα) οὐχ οὗτὸς ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσῆς καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; Καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσί; Πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα; Καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ…» (Ματθ´ ιγ´ 54–57). Καὶ δικαίως ἀποροῦσαν λογικὰ καὶ ἀνθρώπινα, ἀφοῦ τὸ ὅτι ἦταν ὁ Δημιουργὸς τοῦ Κόσμου οὔτε ὁ ἴδιος εἰς τὴν ἐκεῖ διαμονήν του 30 ἔτη τὸ ἐφανέρωσε, οὔτε μποροῦσε νὰ γίνει δεκτὸν καὶ ἂν τὸ ἐφανέρωνε. Τοῦτο γενικὰ διὰ τοὺς Ἑβραίους οὔτε μετὰ τὴν Ἀνάστασίν Του ἔγινε εὔκολα δεκτόν. Βέβαια, ἐνῶ τὸ θέμα μας εἶναι τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, φθάσαμε τὸν λόγον σὲ ἄλλο σημεῖον. Δικαὶα θὰ εἶναι ἡ παρατήρησις ἀναγνωστῶν τοῦ παρόντος. Ὅμως αὐτὰ εἶναι κατ᾽ ἐπέκτασιν τῶν Εἰσοδίων καὶ γνωστὸν ὅτι εἰς τὰ θέματα αὐτά, ὑπάρχει σύγχυσις καὶ ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν ἐκκλησιαζομένων. Δόθηκε ἡ εὐκαιρία – δι᾽ αὐτὴν τὴν προέκτασιν.

Καὶ τώρα ἐν συντομίᾳ ὡς πρὸς τὴν θέσπισιν τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων καὶ τοῦ πρώτου Ναοῦ αὐτῆς. Ὁ ἀκριβὴς χρόνος τῆς καθιερώσεως τῆς Ἑορτῆς ἀγνοεῖται. Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γνωστὸν ἱστορικὰ εἶναι ὁ πρῶτος Ναὸς τῶν Εἰσοδίων, καὶ προφανῶς καὶ ἡ ἀπαρχὴ τῆς Ἑορτῆς. Καὶ αὐτὸς ἐκτίσθη πάνω εἰς τὰ ἐρείπια πλέον τοῦ παλαιοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος κατὰ προτροπὴν τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ, καὶ τὰ ἐγκαίνια ἔγιναν τὴν 21ην Νοεμβρίου τοῦ 543 ἐπὶ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Πέτρου τοῦ Α´. Εἶναι τ.ἔ. ὁ Ναὸς αὐτὸς καὶ ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἡ ἀφετηρία τῆς καθιερώσεως τῆς Ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων καὶ ὁ ὁποῖος σκόπιμα ἐκτίσθη στὸ χῶρο ποὺ ἔζησε τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἡ Πανάσπιλος Δέσποινα. Πλὲον ἡ Ἑορτὴ αὐτὴ καθιερώθηκε γενικὰ εἰς τὴν Ἐκκλησία. Ὅμως ὁ Ναὸς οὗτος ἔμελλε νὰ παραμείνει εἰς τὰ χέρια τῶν Χριστιανῶν 15 μόνον ἔτη. Εἰς τὸν Ναὸν αὐτὸν θέλησε καὶ ἑώρτασε διὰ τελευταίαν φορὰν τὰ Χριστούγεννα, ὁ σοφὸς καὶ ἅγιος Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος τὸ 637, κυκλουμένης τῆς ἁγίας Πόλεως ἀπὸ τὶς ὀρδὲς τῶν Σαρακινῶν (Μουσουλμάνων). Καὶ τοῦτο διότι τὰ ἀραβικὰ στίφη κατεῖχον τὴν Βηθλεὲμ ἀπὸ τὸ 634. Σ᾽ αὐτὸν τὸν Ναὸν τῶν Εἰσοδίων δακρύβρεκτος ἐξεφώνησε καὶ λόγους, μάλιστα ὁ ἕνας «εἶναι ἐκ τῶν ἀριστουργημάτων τῆς Πατερικῆς φιλολογίας». Ὁ Σωφρόνιος θρήνησε διὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινά. Ἔζησε μαζὶ μὲ τὸ ποίμνιόν του τὶς τελευταῖες ἡμέρες, ὅπου οἱ Ἅγιοι Τόποι ὡς ἔδαφος τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, παρεδίδοντο ὁσημέραι εἰς τὰς ὀρδὰς τοῦ Ἰσλάμ. Πάσχισε καὶ ἀνέλαβε πρωτοβουλίαν, πέραν τῶν πνευματικῶν του καθηκόντων, «διὰ τὴν ἀπόκρουσιν τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν, ὀργανώνει τὴν ἄμυναν τῆς Πόλεως, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τὸ 637 ἀναγκάζεται νὰ παραδώσῃ τὴν Πόλιν εἰς τὸν χαλίφην Ὀμάρ. Τὸ ἑπόμενον ἔτος ἀποθνήσκει» (Θ.Η.Ε. τα 11σ. 644). Εὐτυχῶς ἡ παράδοσις ἔγινε ἀναιμάκτως. Πλέον ὁ Ναὸς ἐκεῖνος μετετράπη εἰς ἰσλαμικὸν τέμενος καὶ ὀνομάζεται ΕΛ–ΑΚΣΑ. Ὡς πρὸς τὴν ἑορτήν, ἀφότου ἡ Παρθένος εἰσῆλθε εἰς τὸν Ναόν, ἄρα ἀρχίζει ἡ πραγματοποίησις τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τοῦ Κόσμου. Πρακτικὰ πλέον τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς 21 Νοεμβρίου, ποὺ πλέον οἱ πιστοὶ διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν εἰσέλθει εἰς εἰς τὴν περίοδον – νηστείαν τῶν Χριστουγέννων, ἀρχίζουν καὶ αἱ καταβασίαι «Χριστὸς γεννᾶται…». Καὶ συνέβη τὸ Μέγα γεγονός, διότι εἰς τὴν γῆν ἑτοιμάσθη «ὁ καθαρώτατος Ναὸς τοῦ Σωτῆρος…».Εἰσαγομένη ἡ τριετὴς Παρθένος εἰς τὰ Ἅγια Σκηνώματα συνεισάγει εἰς τὴν ἀνθρωπότητα τὴν παμπόθητον Χάριν τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν εἴσοδόν Tης λήγουν οἱ προσδοκίες καὶ προτυπώσεις καὶ ἀρχίζει ἡ εὐλογία καὶ τὸ ἔλεος διὰ τοὺς θέλοντας, παντοῦ καὶ πάντοτε. Τέλος, ἡ Ἐκκλησία τίμησε δεόντως τὸ εὐλογημένον ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, καὶ τόσο συχνὰ ἀκούγονται τὰ Ἱερά των ὀνόματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου