Ο ψευδώνυμος όρος του Φλωρεντινού συνεδρίου. -- απο τα πρακτικά της ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας

Αφού κακώς την κακήν ετελείωσαν ένωσιν την 6ην Ιουλίου, Λατίνοι και Έλληνες ετέλεσαν λατινικήν λειτουργίαν εν τω Ναώ, όπου ανεγνώσθη λατινιστί και ελληνιστί ο ψευδώνυμος όρος, έχων επί λέξει ως εξής:                                                     

«Όρος της «Αγίας και Οικουμενικής» Συνόδου της εν Φλωρεντία γενομένης».               

«Ευγένιος δούλος των δούλων του Θεού εις αϊδιον του πράγματος μνήμην συναινούντος τοις υπογεγραμμένοις και του ποθεινοτάτου υιού ημών Ιωάννου Παλαιολόγου του περιφανούς Βασιλέως των Ρωμαίων, και των τοποτηρητών των σεβασμίων αδελφών ημετέρων, των Πατριαρχών και των λοιπών των την Ανατολικήν Εκκλησίαν παριστανόντων».                                                                         
«Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη. Αφήρηται μεν γαρ το μεσότοιχον το την Δυτικήν και Ανατολικήν διαιρούν Εκκλησίαν, επανήλθε δε η ειρήνη τε και η ομόνοια του ακρογωνιαίου λίθου εκείνου Χριστού του ποιήσαντος εκάτερα εν, τω της αγάπης τε και ειρήνης και ισχυροτάτω δεσμώ εκάτερον τοίχον ζευγνύντος και συσφίγγοντός τε και συνέχοντος στοργή αϊδίου ενότητος· και μετά την μακράν εκείνην της αθυμίας ομίχλην και την από της χρονίου διαστάσεως μέλαινάν τε και άχαριν αχλύν η γαληνιώσα πάσιν ακτίς εξήστραψε της ποθεινοτάτης ενώσεως».
                                                                
«Ευφραινέσθω η μήτηρ Εκκλησία τα εαυτής τέκνα μέχρι τούδε προς άλληλα στασιάζοντα εις ενότητά τε και ειρήνην ήδη επανιόντα ορώσα· και η πρώην επί τω χωρισμώ αυτών πικρότατα κλαίουσα εκ της νυν αυτών θαυμαστής ομονοίας συν ανεκφράστω χαρά τω παντοδυνάμω ευχαριστείτω Θεώ· πάντες συνευφραινέσθωσαν οι πανταχού της οικουμένης πιστοί και οι τω από Χριστού ονόματι κεκλημένοι τη μητρί τη καθολική Εκκλησία συναγαλλέσθωσαν. Ιδού γαρ οι τε Δυτικοί και Ανατολικοί Πατέρες μετά τον μακρότατον της διαφωνίας και διαστάσεως χρόνον εκείνον προς πάντα παραβαλλόμενον κίνδυνον τον εν γη και θαλάττη και πάντα πόνον υπερβαλόντες προς την ιεράν ταύτην και Οικουμενικήν Σύνοδον, τη τε της ιεράς ενώσεως εφέσει και του την παλαιάν αγάπην ανακτήσασθαι ένεκα γεγηθότες, συνήλθον πρόθυμοι και του σκοπού ουκ απέτυχον· μετά γαρ πολλήν και επίπονον έρευναν τέλος τη του Παναγίου Πνεύματος φιλανθρωπία, της ευκταιοτάτης ταύτης και αγιωτάτης ενώσεως έτυχον».                                           
«Τις ουν ταις του Θεού ευεργεσίαις αξίως ευχαριστείν δύνατ’ αν; Τις ενώπιον του πλούτου των θείων οικτιρμών ουκ αν εκπλαγείη; Τίνος ουκ αν και σιδηρούν στήθος το της θείας ευσπλαγχνίας, ούσης τηλικαύτης, μαλθάξειε μέγεθος; Όντως θείά εισι ταύτα τα έργα, ουκ ανθρωπίνης ασθενείας ευρήματα και δια ταύτα μετά εξαιρέτου μεν ευλαβείας αποδεκτέα, θείοις δε ύμνοις προβιβαστέα· σοι αίνος, σοι δόξα, σοι πρέπει ευχαριστία, Χριστέ πηγή οικτιρμών, ος τοσούτον αγαθόν τη νύμφη σου τη καθολική Εκκλησία κεχάρισαι, καν τη ημετέρα γενεά τα της ευσπλαγχνίας σου έδειξας θαύματα, ίνα σου πάντες τα θαυμάσια διηγήσωνται· ούτω μέγα τω όντι και θείον ημίν ο Θεός δώρον δεδώρηται, και τοις οφθαλμοίς είδομεν, ο πολλοί των προ ημών επιθυμήσαντες ιδείν ουκ ηδυνήθησαν».                                                                              
«Συνελθόντες γαρ Λατίνοί τε και Γραικοί εν αυτή τη ιερά και Αγία Οικουμενική Συνόδω, σπουδή μεγάλη προς αλλήλους εχρήσαντο, όπως μετά των άλλων και το άρθρο εκείνο το περί της θείας εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, μετά πλείστης όσης επιμελείας και συνεχούς συζητήσεως εξετασθείη. Προσκομισθεισών δε μαρτυριών από της Θείας Γραφής και πλείστων ρήσεων των Αγίων Διδασκάλων Ανατολικών τε και Δυτικών, των μεν εκ Πατρός και Υιού, των δε εκ Πατρός δι’ Υιού λεγόντων το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεσθαι και εις την αυτήν έννοιαν αποβλεπόντων απάντων εν διαφόροις ταις λέξεσιν, οι μεν Γραικοί διϊσχυρίσαντο ότι, τουθ’ όπερ λέγουσι το Πνεύμα το Άγιον εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι ου ταύτη τη διανοία προσφέρουσιν, ώστε αυτούς τον Υιόν αποκλείειν, αλλ’ επειδή παρ’ αυτοίς εδόκει, φασί τους Λατίνους διαβεβαιούσθαι, το Πνεύμα το Άγιον εκ του Πατρός και Υιού ως από δύο αρχών και δύο πνεύσεων εκπορεύεσθαι, δια τούτο εφυλάξαντο λέγειν, το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεσθαι εκ του Πατρός και του Υιού. Οι δε Λατίνοι διεβεβαιώσαντο μη κατά ταύτην την διάνοιαν σφας αυτούς λέγειν το Πνεύμα το Άγιον εκ Πατρός και Υιού εκπορεύεσθαι, ως αποκλείειν τον Πατέρα του είναι πηγήν ως αρχήν της όλης δυότητος, του Υιού δηλονότι εκ του Αγίου Πνεύματος ή ότι εκ του Υιού εκπορεύεσθαι το Πνεύμα το Άγιον, ο Υιός ουκ έχει από του Πατρός· ή ότι δύο τιθέασιν είναι αρχάς ή δύο πνεύσεις, αλλ’ ίνα μίαν μόνην δηλώσωσιν είναι αρχήν και μοναδικήν προβολήν του Αγίου Πνεύματος, καθώς μέχρι τούδε διϊσχυρίσαντο. Επειδή δε εκ τούτων απάντων μία και η αυτή της αληθείας συνάγεται έννοια, τέλος εις την υπογεγραμμένην Αγίαν και θεοφιλή, τη αυτή διανοία και τω αυτώ νοΐ συνεφώνησαν και συνήνεσαν ομοθυμαδόν, ένωσιν».      «Εν τω ονόματι τοίνυν της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ταύτης της ιεράς και Οικουμενικής της εν Φλωρεντία επιφημιζομένης Συνόδου, ορίζομεν, ίνα αύτη η της Πίστεως αλήθεια υπό πάντων πιστευθείη τε και αποδεχθείη των Χριστιανών και ούτω πάντες ομολογούσιν, ότι το Πνεύμα το Άγιον εκ του Πατρός και του Υιού αϊδίως εστί και την εαυτού ουσίαν και το υπαρκτικόν αυτού είναι έχειν εκ του Πατρός άμα και του Υιού και εξ αμφοτέρων αϊδίως ως από μιάς αρχής και μοναδικής προβολής εκπορεύεται, διασαφούντες ότι τούθ’ όπερ οι Άγιοι Διδάσκαλοι και Πατέρες, εκ του Πατρός δια του Υιού εκπορεύεσθαι λέγουσι το Πνεύμα το Άγιον, εις ταύτην φέρει την έννοιαν, ώστε δια τούτο δηλούσθαι και τον Υιόν είναι κατά μεν τους Γραικούς αιτίαν, κατά δε τους Λατίνους αρχήν της του Αγίου Πνεύματος υπάρξεως, ώσπερ και τον Πατέρα και επεί πάντα όσα εστί του Πατρός, αυτός ο Πατήρ τω μονογενεί αυτού Υιώ εν τω γεννάν δέδωκε πλην του είναι Πατέρα, τουτ’ αυτό ότι το Πνεύμα το Άγιον εκ του Υιού εκπορεύεται, αυτός ο Υιός παρά του Πατρός αϊδίως και γεγένηται».                                                   
«Έτι διοριζόμεθα την των ρημάτων εκείνων ανάπτυξιν, την και εκ του Υιού, χάριν του την αλήθειαν σαφηνισθήναι, ανάγκης τε τότε επικειμένης, θεμιτώς τε και ευλόγως εν τω συμβόλω προστεθήναι. Έτι εν αζύμω ή ενζύμω άρτω σιτίνω το του Χριστού σώμα τελείσθαι αληθώς, τους τε Ιερείς εν θατέρω αυτό το σώμα του Κυρίου οφείλειν τελείν, έκαστον δηλονότι κατά την της ιδίας Εκκλησίας είτε Δυτικής είτε Ανατολικής συνήθειαν. Έτι εάν οι αληθώς μετανοήσαντες αποθάνωσιν εν τη του Θεού αγάπη πριν τους αξίους της μετανοίας καρπούς ικανοποιήσαι περί των ημαρτημένων ομού και ημελημένων, τας τούτων ψυχάς καθαρτικαίς τιμωρίαις καθαίρεσθαι μετά θάνατον, ώστε αποκουφίζεσθαι αυτάς δια των τοιούτων τιμωριών, λυσιτελείν αυταίς τας των ζώντων πιστών επικουρίας, δηλονότι τας ιεράς θυσίας και ευχάς και ελεημοσύνας και τάλλα της ευσεβείας έργα, άτινα παρά των πιστών υπέρ άλλων πιστών είωθε γίγνεσθαι, κατά τα της Εκκλησίας διατάγματα».                                                              
«Εκείνων δε τας ψυχάς, οίτινες μετά το βαπτισθήναι ουδεμιά όλως της αμαρτίας κηλίδι υπέπεσον, έτι δε τας μετά το εφελκύσασθαι της αμαρτίας κηλίδα, είτε εν τοις αυτών σώμασιν, είτε μετά το τα σώματα αποδύσασθαι, ως προείρηται, καθαρθείσας, εις Ουρανόν ευθύς προσλαμβάνεσθαι και καθαρώς θεωρείν αυτόν τον ένα και τρισυπόστατον Θεόν, καθώς εστιν, έτερον μεν της ετέρου τελειότερον κατά την των βεβιωμένων αξίαν. Τας δε ψυχάς των εν θανασίμω αμαρτία τη κατ’ ενέργειαν, ή και εν μόνη τη προπατορική αποβιούντων, ευθέως καταβαίνειν εις άδην, τιμωρίαις όμως ανίσοις τιμωρηθησομένας».                                                                                                             
«Έτι ορίζομεν την αγίαν Αποστολικήν καθέδραν, εις τον Ρωμαϊκόν Αρχιερέα διάδοχον είναι του μακαρίου Πέτρου του κορυφαίου των Αποστόλων και αληθή τοποτηρητήν του Χριστού και πάσης της Εκκλησίας κεφαλήν και πάντων των Χριστιανών πατέρα τε και διδάσκαλον υπάρχειν και αυτώ εν τω μακαρίω Πέτρω του ποιμαίνειν και διϊθύνειν και κυβερνάν την καθολικήν Εκκλησίαν υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πλήρη εξουσίαν παραδεδόσθαι καθ’ ον τρόπον και εν τοις πρακτικοίς των Οικουμενικών Συνόδων και εν τοις ιεροίς Κανόσι διαλαμβάνεται».                                                                                                      
«Ανανεούντες έτι και την εν τοις Κανόσι παραδεδομένην τάξιν των λοιπών σεβασμίων Πατριαρχών, ώστε τον της Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχην δεύτερον είναι μετά τον αγιώτατον Πάπαν της Ρώμης, τρίτον δε τον της Αλεξανδρείας, τέταρτον τον της Αντιοχείας και πέμπτον τον των Ιεροσολύμων, σωζομένων δηλαδή και των προνομίων απάντων και των δικαίων αυτών. Εδόθη εν τη Φλωρεντία έτει χιλιοστώ τετρακοσιοστώ τριακοστώ ενάτω, Ιουλίου έκτη». 

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου