Αγαπητὲ διαχειριστὰ
τοῦ ἱστολογίου «Κρυφὸ σχολειό», παρακολουθῶ μὲ ἐνδιαφέρον τὰς προσφάτους ἱστορικὰς
ἐξελίξεις εἰς τὸν χῶρον τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου καθὼς καὶ τὰς ὠφελίμους ἀναρτήσεις
σας. ᾿Επροβληματίσθην ἐπί τινας ἡμέρας διὰ τὸ ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ συμμετάσχω εἰς τὸν
ἐξελισσόμενον διάλογον, ἀλλὰ τελικῶς ἀπεφάσισα νὰ τὸ ἀποτολμήσω. Σκοπός μου εἶναι
νὰ συμβάλω εἰς τὸν ὀρθὸν προβληματισμὸν ἐπ᾿ αὐτῶν. Ἂν ὅμως θεωρήσητε ὅτι διὰ τοῦ
παρόντος σχολίου μου μᾶλλον θόρυβος καὶ ζημία γίνεται, τότε παρακαλῶ νὰ μὴ
δημοσιευθῇ.
Δὲν ἀνήκω εἰς τὰς τάξεις τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου, ἀλλ᾿ εἰς τὸ νέον. Συμπαθῶ ὅμως τὸ παλαιὸν καὶ ἔχω τακτικὴν ἐπικοινωνίαν, καλὰς σχέσεις, ἀκόμη καὶ συνεργασίαν μὲ διαφόρους λαϊκοὺς καὶ κληρικοὺς τοῦ παλαιοῦ. Ἐχάρην μὲ τὴν γενομένην ἕνωσιν τῶν δύο μερίδων τῶν Γ.Ο.Χ. ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ διορθόδοξον συλλείτουργον αὐτῶν καὶ τὸ κοινὸν ἐκκλησιολογικὸν κείμενον τὸ ὑπογραφὲν ὑπὸ πολλῶν ἱεραρχῶν ῾Ελλάδος καὶ ἐξωτερικοῦ. Θεωρῶ ὅτι εἶναι μία σοβαρὰ καὶ εὔελπις ἀρχὴ πρὸς τὴν ἕνωσιν τῶν διαφόρων μερίδων καὶ παρατάξεων ἐπὶ τῷ σκοπῷ τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρηνεύσεως ἐν Χριστῷ καὶ ἐν ἀληθείᾳ. ῾Υπάρχουν βεβαίως πολλὰ ἀκόμη βήματα ποὺ πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ τοὐλάχιστον δημιουργοῦνται αἱ προϋποθέσεις διὰ μίαν ὑπεύθυνον, δυναμικὴν καὶ ἑνιαίαν μαρτυρίαν τῶν ἁπανταχοῦ τῆς ῾Ελλάδος καὶ τῆς γῆς Γ.Ο.Χ.. Πρέπει ἐπιτέλους νὰ «ξεκαθαρίσῃ ἡ ἦρα ἀπὸ τὸ σιτάρι», ὥστε νὰ ἐνδυναμωθῇ ὁ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας ἀγών.
᾿Ανέγνωσα ἐπίσης τὰς ἀπαντήσεις τῆς παρούσης ἀναρτήσεως καὶ θέλω νὰ παραθέσω κάποιας σκέψεις μου ἐπ᾿ αὐτῶν. Σπεύδω ὅμως νὰ διευκρινίσω ὅτι δὲν ἀσχολοῦμαι καθόλου μὲ ἄλλα πρόσωπα ἐκτὸς τοῦ ἱστολογίου σας, ἰδίως ὅταν δὲν μὲ ἀπασχολοῦν καὶ δὲν μὲ ἐνδιαφέρουν τὰ γραφόμενά των καὶ αἱ ἀπόψεις των. Τὸ θέμα μου εἶναι ἀποκλειστικῶς ἡ γενομένη ἕνωσις καὶ συνεργασία τῶν διαφόρων ὁμάδων Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος καὶ ἐξωτερικοῦ καὶ τὸ κοινὸν ἀνακοινωθὲν αὐτῶν, ποὺ θέτει καὶ τὰς βασικὰς προϋποθέσεις διὰ τὴν ἕνωσιν καὶ τὴν περαιτέρω πορείαν αὐτῶν, καθὼς καὶ τὸ πῶς ὅλα αὐτὰ γίνονται ἀντιληπτὰ ἀπὸ τοὺς ἄμεσα ἐνδιαφερομένους, δηλαδὴ τοὺς ἐν ῾Ελλάδι –κατὰ πρῶτον– παλαιοημερολογίτας.
1. Εἰς τὴν πρώτην ἀπάντησίν σας σχετικῶς μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς ἱερωσύνης τῶν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος ἀναφέρετε ὅτι ἡ ῾Ρωσικὴ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία τῆς Διασπορᾶς (ROCOR ἢ ΡΟΕΔ) εἶναι ἐκείνη ἐκ τῆς ὁποίας ἕλκουν τὰς χειροτονίας των οἱ παλαιοημερολογῖται, ὅτι εἶχε πλήρη λειτουργικὴν κοινωνίαν μὲ μερίδας ῾Ελλήνων Γ.Ο.Χ., καὶ ὅτι τὸ 2007 ἡνώθη μὲ τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη εἰς κοινωνίαν τὴν ΡΟΕΔ ἄνευ οὐδεμιᾶς ἄλλης διαδικασίας παρὰ μόνον μὲ τὴν δήλωσιν καὶ ὑπογραφὴν ἑνώσεως καὶ κοινωνίας, ὅπερ ὀρθῶς ἑρμηνεύεται ὡς πρᾶξις ἀναγνωρίζουσα τὸ ὑποστατὸν τῆς ἱερωσύνης τῶν ἐπισκόπων καὶ ἱερέων της. Σημειώνετε λοιπὸν ὅτι ἐφόσον ἡ ΡΟΕΔ εἶχε κανονικὴν ἱερωσύνην καὶ ἐφόσον καὶ αὐτὴ εἶχε κοινωνίαν ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν μὲ ῞Ελληνας ῾Ρουμάνους καὶ Βουλγάρους παλαιοημερολογίτας, κατὰ συνέπειαν καὶ ἡ τελευταῖοι ἔχουν κανονικὴν ἱερωσύνην. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐπιχείρημα τὸ ὁποῖον χρησιμοποιοῦν ἐπίσης καὶ πολλοὶ ἄλλοι παλαιοημερολογῖται ἀκόμη καὶ ἐπίσκοποι. Αὐτὸ ὅμως τὸ ἐπιχείρημα ἔχει τὰ ἑξῆς ἐπακόλουθα:
Δὲν ἀνήκω εἰς τὰς τάξεις τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου, ἀλλ᾿ εἰς τὸ νέον. Συμπαθῶ ὅμως τὸ παλαιὸν καὶ ἔχω τακτικὴν ἐπικοινωνίαν, καλὰς σχέσεις, ἀκόμη καὶ συνεργασίαν μὲ διαφόρους λαϊκοὺς καὶ κληρικοὺς τοῦ παλαιοῦ. Ἐχάρην μὲ τὴν γενομένην ἕνωσιν τῶν δύο μερίδων τῶν Γ.Ο.Χ. ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ διορθόδοξον συλλείτουργον αὐτῶν καὶ τὸ κοινὸν ἐκκλησιολογικὸν κείμενον τὸ ὑπογραφὲν ὑπὸ πολλῶν ἱεραρχῶν ῾Ελλάδος καὶ ἐξωτερικοῦ. Θεωρῶ ὅτι εἶναι μία σοβαρὰ καὶ εὔελπις ἀρχὴ πρὸς τὴν ἕνωσιν τῶν διαφόρων μερίδων καὶ παρατάξεων ἐπὶ τῷ σκοπῷ τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρηνεύσεως ἐν Χριστῷ καὶ ἐν ἀληθείᾳ. ῾Υπάρχουν βεβαίως πολλὰ ἀκόμη βήματα ποὺ πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ τοὐλάχιστον δημιουργοῦνται αἱ προϋποθέσεις διὰ μίαν ὑπεύθυνον, δυναμικὴν καὶ ἑνιαίαν μαρτυρίαν τῶν ἁπανταχοῦ τῆς ῾Ελλάδος καὶ τῆς γῆς Γ.Ο.Χ.. Πρέπει ἐπιτέλους νὰ «ξεκαθαρίσῃ ἡ ἦρα ἀπὸ τὸ σιτάρι», ὥστε νὰ ἐνδυναμωθῇ ὁ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας ἀγών.
᾿Ανέγνωσα ἐπίσης τὰς ἀπαντήσεις τῆς παρούσης ἀναρτήσεως καὶ θέλω νὰ παραθέσω κάποιας σκέψεις μου ἐπ᾿ αὐτῶν. Σπεύδω ὅμως νὰ διευκρινίσω ὅτι δὲν ἀσχολοῦμαι καθόλου μὲ ἄλλα πρόσωπα ἐκτὸς τοῦ ἱστολογίου σας, ἰδίως ὅταν δὲν μὲ ἀπασχολοῦν καὶ δὲν μὲ ἐνδιαφέρουν τὰ γραφόμενά των καὶ αἱ ἀπόψεις των. Τὸ θέμα μου εἶναι ἀποκλειστικῶς ἡ γενομένη ἕνωσις καὶ συνεργασία τῶν διαφόρων ὁμάδων Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος καὶ ἐξωτερικοῦ καὶ τὸ κοινὸν ἀνακοινωθὲν αὐτῶν, ποὺ θέτει καὶ τὰς βασικὰς προϋποθέσεις διὰ τὴν ἕνωσιν καὶ τὴν περαιτέρω πορείαν αὐτῶν, καθὼς καὶ τὸ πῶς ὅλα αὐτὰ γίνονται ἀντιληπτὰ ἀπὸ τοὺς ἄμεσα ἐνδιαφερομένους, δηλαδὴ τοὺς ἐν ῾Ελλάδι –κατὰ πρῶτον– παλαιοημερολογίτας.
1. Εἰς τὴν πρώτην ἀπάντησίν σας σχετικῶς μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς ἱερωσύνης τῶν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος ἀναφέρετε ὅτι ἡ ῾Ρωσικὴ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία τῆς Διασπορᾶς (ROCOR ἢ ΡΟΕΔ) εἶναι ἐκείνη ἐκ τῆς ὁποίας ἕλκουν τὰς χειροτονίας των οἱ παλαιοημερολογῖται, ὅτι εἶχε πλήρη λειτουργικὴν κοινωνίαν μὲ μερίδας ῾Ελλήνων Γ.Ο.Χ., καὶ ὅτι τὸ 2007 ἡνώθη μὲ τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη εἰς κοινωνίαν τὴν ΡΟΕΔ ἄνευ οὐδεμιᾶς ἄλλης διαδικασίας παρὰ μόνον μὲ τὴν δήλωσιν καὶ ὑπογραφὴν ἑνώσεως καὶ κοινωνίας, ὅπερ ὀρθῶς ἑρμηνεύεται ὡς πρᾶξις ἀναγνωρίζουσα τὸ ὑποστατὸν τῆς ἱερωσύνης τῶν ἐπισκόπων καὶ ἱερέων της. Σημειώνετε λοιπὸν ὅτι ἐφόσον ἡ ΡΟΕΔ εἶχε κανονικὴν ἱερωσύνην καὶ ἐφόσον καὶ αὐτὴ εἶχε κοινωνίαν ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν μὲ ῞Ελληνας ῾Ρουμάνους καὶ Βουλγάρους παλαιοημερολογίτας, κατὰ συνέπειαν καὶ ἡ τελευταῖοι ἔχουν κανονικὴν ἱερωσύνην. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐπιχείρημα τὸ ὁποῖον χρησιμοποιοῦν ἐπίσης καὶ πολλοὶ ἄλλοι παλαιοημερολογῖται ἀκόμη καὶ ἐπίσκοποι. Αὐτὸ ὅμως τὸ ἐπιχείρημα ἔχει τὰ ἑξῆς ἐπακόλουθα:
α) ῾Η ΡΟΕΔ εἶχε ταυτοχρόνως πλήρη
λειτουργικὴν κοινωνίαν καὶ μὲ ὅλας τὰς λοιπὰς ἐπισήμους ᾿Ορθοδόξους ᾿Εκκλησίας
πλὴν τῆς Μόσχας ἀπὸ τοῦ 1920 μέχρι τοῦ 1975 περίπου, εἰδικῶς δὲ μὲ τὰς ἐκκλησίας
Σερβίας καὶ Ἱεροσολύμων οὐδέποτε διέκοψε τὰς κοινωνίας καὶ συλλειτουργίας, ἐνῷ ἀπὸ
τοῦ 1924 ἐσυνέχισε νὰ ἔχῃ λειτουργικὰς σχέσεις καὶ μὲ τὰς νεοημερολογιτικὰς ἐκκλησίας
Κωνσταντινουπόλεως, ῾Ελλάδος, Βουλγαρίας, ῾Ρουμανίας κ.λπ.. Κατὰ συνέπειαν
πρέπει νὰ γίνῃ δεκτὸν ὅτι, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ΡΟΕΔ εἶχε λειτουργικὴν κοινωνίαν ἐπὶ σειρὰν
ἐτῶν μὲ ῞Ελληνας ῾Ρουμάνους καὶ Βουλγάρους νεοημερολογίτας, τοῦτο ἀποδεικνύει ὅτι
καὶ αἱ ᾿Εκκλησίαι αὐταὶ (ἀλλὰ καὶ πᾶσαι αἱ λοιπαὶ ἐπίσημοι ᾿Ορθόδοξοι ᾿Εκκλησίαι)
ἔχουν κανονικὴν ἱερωσύνην καὶ ἐνεργὰ μυστήρια. ῾Η διαπίστωσις αὕτη ὅμως οὐδόλως
συμβαδίζει μὲ τὴν θέσιν τοῦ κοινοῦ ἐκκλησιολογικοῦ κειμένου ὅτι «Ἡ ἐπίσηµος Ὀρθοδοξία
εἶναι τὸ ἰδιαίτερον ἐκεῖνο ἰδεολόγημα τῶν λεγομένων ἐπισήµων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν,
τὸ ἀντιπροσωπεῦον µίαν Ὀρθοδοξίαν ὁλονὲν καὶ περισσότερον χλιαράν, ἡ ὁποία, διὰ
τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐκκλησιολογικῶν καὶ κανονικῶν καινοτομιῶν, τῶν προβλεπομένων ἀπὸ
τὸ προαναφερθὲν Πατριαρχικὸν Διάγγελμα τοῦ 1920, ὡδηγήθη εἰς τὴν σταδιακὴν ἀποξένωσιν
αὐτῆς ἀπὸ τῆς αὐθεντικῆς Ὀρθοδοξίας».
β) Κριτήριον διὰ τὴν κανονικότητα τῆς ἱερωσύνης τῶν παλαιοημερολογιτῶν καθίσταται διὰ τοῦ ἐξεταζομένου ἐπιχειρήματος ἡ ἄμεσος ἢ ἔμμεσος ἀποδοχὴ αὐτῆς ἀπὸ τὰς ἐπισήμους ᾿Ορθοδόξους ᾿Εκκλησίας. Διότι ἡ ἐπίσημος ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ρωσίας ἡ ἔχουσα κοινωνίαν μετὰ τῶν νεοημερολογιτικῶν ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως καὶ ῾Ελλάδος εἶναι ἡ ἀποδεχθεῖσα τὴν ΡΟΕΔ καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετον. ῾Η ΡΟΕΔ ἀνεγνώρισεν ὅτι ὑπάγεται ὑπὸ τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας καὶ κοινωνεῖ πλήρως καὶ ἐλευθέρως πρὸς αὐτὸ καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετον. ῾Επομένως ἡ βάσις τοῦ ἀνωτέρω ἐπιχειρήματος εἶναι ὅτι λαμβάνει ὡς δεδομένον ὅτι αἱ ἐπίσημοι ᾿Ορθόδοξοι ᾿Εκκλησίαι (καὶ αἱ νεοημερολογιτικαὶ) ἔχουν κανονικὴν ἱερωσύνην, ἄρα εἶναι κανονικὴ ἐκκλησία. ῞Οσοι λοιπὸν ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν χρησιμοποιοῦν τὸ ὡς ἄνω ἐπιχείρημα διὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν ἱερωσύνην τῶν ἐν ῾Ελλάδι Γ.Ο.Χ., ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ συνυπογράφουν ἢ ἀποδέχονται τὴν κοινὴν δήλωσιν τὴν ἀναφέρουσαν ὅτι «περὶ τῶν μυστηρίων τῶν τελουμένων εἰς τὰς λεγομένας ἐπισήμους ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους αὐτῶν οὔτε καὶ περὶ τῆς σωτηριολογικῆς ἀποτελεσματικότητος τούτων» δὲν ἀντιλαμβάνονται προφανῶς ὅτι δέχονται ταυτοχρόνως δύο ἀντιτιθεμένας μεταξύ των ἐκκλησιολογικὰς θέσεις.
γ) ῾Η ΡΟΕΔ εἶχε διαφοροποιηθῆ ἀπὸ τὸ πατριαρχεῖον Μόσχας μόνον διοικητικῶς καὶ ὄχι ἐκκλησιολογικῶς. Εἰς τὰς ἀρχικὰς διακηρύξεις τῆς διοικητικῆς ἀνεξαρτητοποιήσεώς της ἀνεγνώριζεν ὡς μητέρα ᾿Εκκλησίαν τὸ πατριαρχεῖον Μόσχας, ἐνῷ ἐσυνέχισε τὰς ἐκκλησιαστικὰς σχέσεις μὲ τὰς λοιπὰς ἐπισήμους ᾿Ορθοδόξους ᾿Εκκλησίας καὶ μετὰ τὴν διακοπὴν κοινωνίας μετὰ τῆς Μόσχας. ῾Επομένως ἐφόσον οἱ ἐν ῾Ελλάδι Γ.Ο.Χ. ἔλαβαν τὴν κανονικὴν ἱερωσύνην ἀπὸ τὴν ΡΟΕΔ, ἐμμέσως τοὐλάχιστον ἀναγνωρίζουν τὴν ἐπίσημον ὀρθόδοξον ᾿Εκκλησίαν ὡς μητέρα των ᾿Εκκλησία, τοὐλάχιστον μέχρι τοῦ ἔτους 2007! Τοῦτο ὅμως ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὰς συγχρόνους διακηρύξεις τῶν ἐν ῾Ελλλάδι Γ.Ο.Χ., παρ᾿ ὅτι παλαιότερον ὑπῆρξε βασικὴ θέσις τῶν ἡγετῶν τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ κινήματος.
β) Κριτήριον διὰ τὴν κανονικότητα τῆς ἱερωσύνης τῶν παλαιοημερολογιτῶν καθίσταται διὰ τοῦ ἐξεταζομένου ἐπιχειρήματος ἡ ἄμεσος ἢ ἔμμεσος ἀποδοχὴ αὐτῆς ἀπὸ τὰς ἐπισήμους ᾿Ορθοδόξους ᾿Εκκλησίας. Διότι ἡ ἐπίσημος ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία τῆς ῾Ρωσίας ἡ ἔχουσα κοινωνίαν μετὰ τῶν νεοημερολογιτικῶν ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως καὶ ῾Ελλάδος εἶναι ἡ ἀποδεχθεῖσα τὴν ΡΟΕΔ καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετον. ῾Η ΡΟΕΔ ἀνεγνώρισεν ὅτι ὑπάγεται ὑπὸ τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας καὶ κοινωνεῖ πλήρως καὶ ἐλευθέρως πρὸς αὐτὸ καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετον. ῾Επομένως ἡ βάσις τοῦ ἀνωτέρω ἐπιχειρήματος εἶναι ὅτι λαμβάνει ὡς δεδομένον ὅτι αἱ ἐπίσημοι ᾿Ορθόδοξοι ᾿Εκκλησίαι (καὶ αἱ νεοημερολογιτικαὶ) ἔχουν κανονικὴν ἱερωσύνην, ἄρα εἶναι κανονικὴ ἐκκλησία. ῞Οσοι λοιπὸν ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν χρησιμοποιοῦν τὸ ὡς ἄνω ἐπιχείρημα διὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν ἱερωσύνην τῶν ἐν ῾Ελλάδι Γ.Ο.Χ., ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ συνυπογράφουν ἢ ἀποδέχονται τὴν κοινὴν δήλωσιν τὴν ἀναφέρουσαν ὅτι «περὶ τῶν μυστηρίων τῶν τελουμένων εἰς τὰς λεγομένας ἐπισήμους ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους αὐτῶν οὔτε καὶ περὶ τῆς σωτηριολογικῆς ἀποτελεσματικότητος τούτων» δὲν ἀντιλαμβάνονται προφανῶς ὅτι δέχονται ταυτοχρόνως δύο ἀντιτιθεμένας μεταξύ των ἐκκλησιολογικὰς θέσεις.
γ) ῾Η ΡΟΕΔ εἶχε διαφοροποιηθῆ ἀπὸ τὸ πατριαρχεῖον Μόσχας μόνον διοικητικῶς καὶ ὄχι ἐκκλησιολογικῶς. Εἰς τὰς ἀρχικὰς διακηρύξεις τῆς διοικητικῆς ἀνεξαρτητοποιήσεώς της ἀνεγνώριζεν ὡς μητέρα ᾿Εκκλησίαν τὸ πατριαρχεῖον Μόσχας, ἐνῷ ἐσυνέχισε τὰς ἐκκλησιαστικὰς σχέσεις μὲ τὰς λοιπὰς ἐπισήμους ᾿Ορθοδόξους ᾿Εκκλησίας καὶ μετὰ τὴν διακοπὴν κοινωνίας μετὰ τῆς Μόσχας. ῾Επομένως ἐφόσον οἱ ἐν ῾Ελλάδι Γ.Ο.Χ. ἔλαβαν τὴν κανονικὴν ἱερωσύνην ἀπὸ τὴν ΡΟΕΔ, ἐμμέσως τοὐλάχιστον ἀναγνωρίζουν τὴν ἐπίσημον ὀρθόδοξον ᾿Εκκλησίαν ὡς μητέρα των ᾿Εκκλησία, τοὐλάχιστον μέχρι τοῦ ἔτους 2007! Τοῦτο ὅμως ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὰς συγχρόνους διακηρύξεις τῶν ἐν ῾Ελλλάδι Γ.Ο.Χ., παρ᾿ ὅτι παλαιότερον ὑπῆρξε βασικὴ θέσις τῶν ἡγετῶν τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ κινήματος.
γ) ᾿Εφόσον γίνεται δεκτὴ ὡς ἰσχυρὸν ἐπιχείρημα
ἀπὸ τοὺς ἐν ῾Ελλάδι Γ.Ο.Χ. ἡ ἀποδοχὴ τῆς κανονικῆς ἱερωσύνης τῆς ΡΟΕΔ ὑπὸ τοῦ
πατριαρχείου Μόσχας, καὶ ὅτι τοῦτο δεικνύει τὴν κανονικὴν χειροτονίαν καὶ τῶν
λοιπῶν Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος καὶ ἀλλοδαπῆς, ἐξ ἀνάγκης θὰ πρέπει νὰ γίνῃ ἀποδεκτὸν ὅτι,
ἂν μετὰ τὸ χρονικὸν τοῦτο ὅριον τὸ πατριαρχεῖον Μόσχας παύσῃ νὰ ἀναγνωρίζῃ τὴν ἱερωσύνην
εἰς τὸ τμῆμα τῆς ΡΟΕΔ τὸ μὴ ἀποδεχθὲν τὴν ἕνωσιν μετ᾿ αὐτοῦ, τότε οὔτε οἱ μετ᾿
αὐτοῦ τοῦ τμήματος κοινωνοῦντες θὰ ἀναγνωρίζωνται. Τὰ πράγματα μᾶλλον
περιπλέκονται.
2. Τὸ ἐπιχείρημα καὶ παράδειγμα τῆς ΡΟΕΔ ἴσως δὲν εἶναι ἀπολύτως βέβαιον ὅτι τεκμηριώνει κατὰ πάντα τοὺς ἐν ᾿Ελλάδι Γ.Ο.Χ., διότι ἡ ΡΟΕΔ δὲν εἶχε χωρισθῆ ἀπὸ τὴν Μόσχαν δι᾿ ἐκκλησιολογικὰ αἴτια, ὡς ἤδη προανέφερα, ἀλλὰ μόνον διὰ λόγους διοικητικοὺς καὶ πολιτικούς. ῾Η ΡΟΕΔ ἐθεώρει τὴν ἐκκλησίαν τῆς ῾Ρωσίας ὡς εὑρισκομένην ἐν αἰχμαλωσίᾳ, τὸ δὲ σχίσμα της ὡμοίαζε κάπως μὲ τὸ «σχίσμα» τῆς Ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821 καὶ κυρίως ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι τοῦ 1850. ᾿Επίσης ἡ ΡΟΕΔ εἶχεν εἰς τοὺς κόλπους της καὶ κληρικοὺς (καὶ ἐνορίας) ἀκολουθοῦντας τὸ νέον ἡμερολόγιον, ἀλλὰ ἐπιπλέον καὶ ὡρισμένους κληρικοὺς λειτουργοῦντας καὶ κατὰ τὸ ᾿Αμβροσιανὸν ἢ κατὰ τὸ Γαλλικανικὸν τυπικόν (λειτουργικοὶ τύποι τῆς δύσεως, δηλαδὴ τῆς ῾Ρώμης)! Ὡρισμένοι δὲ παραδοσιακοὶ ἐπίσκοποι τῆς ΡΟΕΔ, ἴσως καὶ οἱ περισσότεροι, εἶχαν λειτουργήσει ὡρισμένας φορὰς μὲ αὐτὰ τὰ δυτικὰ τυπικά, ἔστω καὶ κατ᾿ ἐξαίρεσιν.
3. Εἰς τὴν δευτέραν ἀπάντησίν σας προβάλλετε τὴν θέσιν τοῦ κοινοῦ ἐκκλησιολογικοῦ κειμένου ὅτι «περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν τελουμένων εἰς τὰς λεγομένας ἐπισήμους ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους αὐτῶν, οὔτε καὶ περὶ τῆς σωτηριολογικῆς ἀποτελεσματικότητος τούτων, ἰδίως εἰς ὅσους κοινωνοῦν ἐν γνώσει μετὰ τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὡς καὶ τοῦ σεργιανισμοῦ». Ἴσως ὅμως αὐτὴ ἡ πρότασις εἶναι ἓν ἐκ τῶν ἀσθενεστέρων ἐκκλησιολογικῶν σημείων τοῦ κοινοῦ κειμένου. Δὲν εἶναι μόνον τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἤδη ἀνέφερα καὶ τὰ ὁποῖα καθιστοῦν τὸ παρὸν σημεῖον συζητήσιμον. Πρέπει ἐπίσης νὰ συνδυάσωμεν τὴν πρότασιν αὐτὴν καὶ μὲ τὴν ἑτέραν ἐκείνην τοῦ ἰδίου κοινοῦ κειμένου τὴν λέγουσαν ὅτι «Ἅπασαι αἱ λεγόμεναι αὗται ἐπίσημοι Ἐκκλησίαι ἔχουν πλέον προσχωρήσει ἀποφασιστικῶς, σταθερῶς καὶ ἀμετανοήτως εἰς τὴν διαδικασίαν τῆς συγκρητιστικῆς ἀποστασίας, σεργιανιστικοῦ καὶ οἰκουμενιστικοῦ τύπου, µίαν ἀντιεκκλησιαστικὴν καὶ ἀντικανονικὴν διαδικασίαν, ἡ ὁποία ἔχει προωθηθῆ ἢ ἐπιτραπῆ συνοδικῶς ἀπὸ τὰς Ἱεραρχίας αὐτῶν, μετὰ τῶν ὁποίων ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ ἔχῃ οἱανδήποτε προσευχητικήν, μυστηριακὴν καὶ διοικητικὴν κοινωνίαν, συνεπὴς οὖσα πρὸς τὰς ἐκκλησιολογικὰς ἀρχὰς αὐτῆς ἔναντι τῶν ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων». Ἄρα οἱ νεοημερολογῖται ἐπίσκοποι (καὶ ὄχι μόνον αὐτοὶ) θεωροῦνται ἀπεριφράστως εἰς τὸ ὡς ἄνω κοινὸν κείμενον ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι εἴτε ἄμεσα ὡς ἔχοντες οἰκουμενιστικὸν φρόνημα εἴτε ἔμμεσα ὡς κοινωνοῦντες μετὰ τῶν οἰκουμενιζόντων ἢ οἰκουμενιστῶν καὶ ἀνεχόμενοι αὐτῶν. Αὐτὸ ὅμως ἔχει τὰ ἑξῆς ἐπακόλουθα:
α) Εἶναι δυνατὸν νὰ διερωτηθῇ κανεὶς πῶς εἶναι συνεπὲς νὰ θεωροῦν οἱ Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος ὅτι ὅσον ἀφορᾷ τὴν μετάδοσιν τῆς κανονικῆς ἱερωσύνης εἰς τὰς τάξεις των ἐκ τῆς ἀποστατημένης ᾿Επισήμου ᾿Εκκλησίας δὲν ὑπάρχει πρόβλημα κανονικότητος, ὑπάρχει ὅμως ἀφοῦ οἱ Γ.Ο.Χ. ἀπέκτησαν ἐξ ἐκείνων τὴν κανονικὴν ἱερωσύνην; Διότι ἐπιτέλους οἱ τρεῖς πρῶτοι ἐπίσκοποι τῶν ῾Ελλήνων παλαιοημερολογιτῶν ἐπὶ 11 ἔτη ἦσαν νεοημερολογῖται, καὶ μάλιστα τοὐλάχιστον ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν κατὰ τὰ ἔτη ἐκεῖνα ἐμνημόνευεν εἰς ἑκάστην λειτουργίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἄρα ἐκοινώνουν μετὰ τῶν οἰκουμενιστῶν. Πῶς λοιπὸν τότε αὐτὸ δὲν ἔθεσεν ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν κανονικότητα τῆς ἀρχιερωσύνης των, καὶ τὸ κῦρος τῶν χειροτονιῶν ποὺ ἐτέλεσαν εἰς τοὺς Γ.Ο.Χ. μετέπειτα, καὶ τὴν σωτηριολογικὴν πραγματικότητα τῶν λοιπῶν ποιμαντικῶν ἐνεργειῶν των;
2. Τὸ ἐπιχείρημα καὶ παράδειγμα τῆς ΡΟΕΔ ἴσως δὲν εἶναι ἀπολύτως βέβαιον ὅτι τεκμηριώνει κατὰ πάντα τοὺς ἐν ᾿Ελλάδι Γ.Ο.Χ., διότι ἡ ΡΟΕΔ δὲν εἶχε χωρισθῆ ἀπὸ τὴν Μόσχαν δι᾿ ἐκκλησιολογικὰ αἴτια, ὡς ἤδη προανέφερα, ἀλλὰ μόνον διὰ λόγους διοικητικοὺς καὶ πολιτικούς. ῾Η ΡΟΕΔ ἐθεώρει τὴν ἐκκλησίαν τῆς ῾Ρωσίας ὡς εὑρισκομένην ἐν αἰχμαλωσίᾳ, τὸ δὲ σχίσμα της ὡμοίαζε κάπως μὲ τὸ «σχίσμα» τῆς Ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821 καὶ κυρίως ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι τοῦ 1850. ᾿Επίσης ἡ ΡΟΕΔ εἶχεν εἰς τοὺς κόλπους της καὶ κληρικοὺς (καὶ ἐνορίας) ἀκολουθοῦντας τὸ νέον ἡμερολόγιον, ἀλλὰ ἐπιπλέον καὶ ὡρισμένους κληρικοὺς λειτουργοῦντας καὶ κατὰ τὸ ᾿Αμβροσιανὸν ἢ κατὰ τὸ Γαλλικανικὸν τυπικόν (λειτουργικοὶ τύποι τῆς δύσεως, δηλαδὴ τῆς ῾Ρώμης)! Ὡρισμένοι δὲ παραδοσιακοὶ ἐπίσκοποι τῆς ΡΟΕΔ, ἴσως καὶ οἱ περισσότεροι, εἶχαν λειτουργήσει ὡρισμένας φορὰς μὲ αὐτὰ τὰ δυτικὰ τυπικά, ἔστω καὶ κατ᾿ ἐξαίρεσιν.
3. Εἰς τὴν δευτέραν ἀπάντησίν σας προβάλλετε τὴν θέσιν τοῦ κοινοῦ ἐκκλησιολογικοῦ κειμένου ὅτι «περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν τελουμένων εἰς τὰς λεγομένας ἐπισήμους ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους αὐτῶν, οὔτε καὶ περὶ τῆς σωτηριολογικῆς ἀποτελεσματικότητος τούτων, ἰδίως εἰς ὅσους κοινωνοῦν ἐν γνώσει μετὰ τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὡς καὶ τοῦ σεργιανισμοῦ». Ἴσως ὅμως αὐτὴ ἡ πρότασις εἶναι ἓν ἐκ τῶν ἀσθενεστέρων ἐκκλησιολογικῶν σημείων τοῦ κοινοῦ κειμένου. Δὲν εἶναι μόνον τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἤδη ἀνέφερα καὶ τὰ ὁποῖα καθιστοῦν τὸ παρὸν σημεῖον συζητήσιμον. Πρέπει ἐπίσης νὰ συνδυάσωμεν τὴν πρότασιν αὐτὴν καὶ μὲ τὴν ἑτέραν ἐκείνην τοῦ ἰδίου κοινοῦ κειμένου τὴν λέγουσαν ὅτι «Ἅπασαι αἱ λεγόμεναι αὗται ἐπίσημοι Ἐκκλησίαι ἔχουν πλέον προσχωρήσει ἀποφασιστικῶς, σταθερῶς καὶ ἀμετανοήτως εἰς τὴν διαδικασίαν τῆς συγκρητιστικῆς ἀποστασίας, σεργιανιστικοῦ καὶ οἰκουμενιστικοῦ τύπου, µίαν ἀντιεκκλησιαστικὴν καὶ ἀντικανονικὴν διαδικασίαν, ἡ ὁποία ἔχει προωθηθῆ ἢ ἐπιτραπῆ συνοδικῶς ἀπὸ τὰς Ἱεραρχίας αὐτῶν, μετὰ τῶν ὁποίων ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ ἔχῃ οἱανδήποτε προσευχητικήν, μυστηριακὴν καὶ διοικητικὴν κοινωνίαν, συνεπὴς οὖσα πρὸς τὰς ἐκκλησιολογικὰς ἀρχὰς αὐτῆς ἔναντι τῶν ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων». Ἄρα οἱ νεοημερολογῖται ἐπίσκοποι (καὶ ὄχι μόνον αὐτοὶ) θεωροῦνται ἀπεριφράστως εἰς τὸ ὡς ἄνω κοινὸν κείμενον ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι εἴτε ἄμεσα ὡς ἔχοντες οἰκουμενιστικὸν φρόνημα εἴτε ἔμμεσα ὡς κοινωνοῦντες μετὰ τῶν οἰκουμενιζόντων ἢ οἰκουμενιστῶν καὶ ἀνεχόμενοι αὐτῶν. Αὐτὸ ὅμως ἔχει τὰ ἑξῆς ἐπακόλουθα:
α) Εἶναι δυνατὸν νὰ διερωτηθῇ κανεὶς πῶς εἶναι συνεπὲς νὰ θεωροῦν οἱ Γ.Ο.Χ. ῾Ελλάδος ὅτι ὅσον ἀφορᾷ τὴν μετάδοσιν τῆς κανονικῆς ἱερωσύνης εἰς τὰς τάξεις των ἐκ τῆς ἀποστατημένης ᾿Επισήμου ᾿Εκκλησίας δὲν ὑπάρχει πρόβλημα κανονικότητος, ὑπάρχει ὅμως ἀφοῦ οἱ Γ.Ο.Χ. ἀπέκτησαν ἐξ ἐκείνων τὴν κανονικὴν ἱερωσύνην; Διότι ἐπιτέλους οἱ τρεῖς πρῶτοι ἐπίσκοποι τῶν ῾Ελλήνων παλαιοημερολογιτῶν ἐπὶ 11 ἔτη ἦσαν νεοημερολογῖται, καὶ μάλιστα τοὐλάχιστον ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν κατὰ τὰ ἔτη ἐκεῖνα ἐμνημόνευεν εἰς ἑκάστην λειτουργίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἄρα ἐκοινώνουν μετὰ τῶν οἰκουμενιστῶν. Πῶς λοιπὸν τότε αὐτὸ δὲν ἔθεσεν ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν κανονικότητα τῆς ἀρχιερωσύνης των, καὶ τὸ κῦρος τῶν χειροτονιῶν ποὺ ἐτέλεσαν εἰς τοὺς Γ.Ο.Χ. μετέπειτα, καὶ τὴν σωτηριολογικὴν πραγματικότητα τῶν λοιπῶν ποιμαντικῶν ἐνεργειῶν των;
β) Κατὰ τὰ 11 ἐκεῖνα ἔτη οἱ ἐν λόγῳ τρεῖς
ἀρχιερεῖς ἐχειροτόνουν ἱερεῖς καὶ συνέπραττον εἰς τὰς χειροτονίας ἄλλων ἀρχιερέων
τοῦ νέου ἡμερολογίου. Αἱ πράξεις των αὐταὶ εἶχαν ἔγκυρον ἱερωσύνην ἢ ὄχι; Ἂν ὄχι,
πῶς εἶναι ἔγκυροι αἱ χειροτονίαι των μετὰ τὴν προσχώρησίν των εἰς τοὺς
παλαιοημερολογίτας; Ἂν ναί, πῶς οἱ ὑπ᾿ αὐτῶν χειροτονηθέντες νεοημερολογῖται καὶ
οἱ διάδοχοί των δὲν ἔχουν ἔγκυρον ἱερωσύνην, ἔχουν ὅμως οἱ ὑπ᾿ αὐτῶν
χειροτονηθέντες παλαιοημερολογῖται; ᾿Εκ τῶν τριῶν μάλιστα ὁ ἕνας εἶχε
χειροτονηθῆ ἐπίσκοπος μετὰ τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, ἐνῷ ὀλίγα ἔτη μετὰ τὴν
ἔνταξίν του εἰς τοὺς Γ.Ο.Χ. ἐπέστρεψεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ νέου καὶ ἀνέλαβε
καὶ πάλιν τὴν μητρόπολίν του καὶ παρέμεινεν ἐπίσκοπος χειροτονῶν καὶ συμμετέχων
εἰς συνόδους καὶ ἐπιτελῶν τὰ τῆς ἀρχιερωσύνης ἄχρι τοῦ 1958! Οὗτος δηλαδὴ πρὸ
τοῦ 1935 ἦτο ψευδεπίσκοπος, κατόπιν δὲ ὡς διὰ μαγείας εὗρε τὴν ἀρχιερατικὴν
χάριν (κατὰ τὸ διάστημα τῆς προσχωρήσεώς του εἰς τοὺς Γ.Ο.Χ.) καίτοι
χειροτονηθεὶς ἐν καινοτομίᾳ, καὶ κατόπιν τὴν ἀπώλεσε πάλιν;
γ) Οἱ τρεῖς πρῶτοι ἐπίσκοποι τῶν ῾Ελλήνων παλαιοημερολογιτῶν ἦσαν ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι κατὰ τὰ 11 ἔτη τῆς κοινωνίας των μετὰ τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ νέου ἡμερολογίου; Ἂν ναί, ποία σύνοδος καὶ ποία ἀνωτέρα ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ ἐδέχθη τὴν μετάνοιάν των καὶ τοὺς ἀποκατέστησεν εἰς τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν; Ἂν ὄχι, τότε πῶς αὐτοὶ διετήρησαν ἔγκυρον τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ τὴν ὀρθοδοξίαν κοινωνοῦντες ἐπὶ μίαν ἑνδεκαετίαν μετὰ τῶν νεοημερολογιτῶν καὶ οἰκουμενιστῶν καὶ δὲν μποροῦν τὸ αὐτὸ νὰ πράξουν καὶ οἱ διάδοχοί των νεοημερολογῖται ἐπίσκοποι;
δ) Οἱ ἐπίσκοποι ὅλων τῶν ἐπισήμων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν (καὶ τῶν νεοημερολογιτικῶν) ἦσαν ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι μέχρι τὸ 1975, ποὺ εἶχαν μετ᾿ αὐτῶν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν οἱ ἐπίσκοποι τῆς ΡΟΕΔ; Ἂν ναί, τότε πῶς οἱ ἐπίσκοποι τῆς ΡΟΕΔ δὲν ἦσαν καὶ αὐτοὶ ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι καίτοι κοινωνοῦντες μετ᾿ ἐκείνων, ἀλλὰ μετέδωκαν ἐγκύρως τὴν χειροτονίαν εἰς τοὺς ῞Ελληνας παλαιοημερολογίτας; Ἂν ὄχι, τότε πῶς αὐτοὶ διετήρησαν ἔγκυρον τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ τὴν ὀρθοδοξίαν κοινωνοῦντες ἐπὶ δεκαετίας μετὰ τῶν νεοημερολογιτῶν καὶ λοιπῶν οἰκουμενιστῶν μέχρι τὸ 1975, ἀπώλεσαν δὲ τὸ ἔγκυρον καὶ τὸ ὀρθόδοξον μετὰ ταῦτα;
ε) Οἱ ἐπίσκοποι τῶν ἐπισήμων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Σερβίας ἦσαν ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι μέχρι τὸ 2007, ποὺ εἶχαν μετ᾿ αὐτῶν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν οἱ ἐπίσκοποι τῆς ΡΟΕΔ; Ἂν ναί, τότε πῶς οἱ ἐπίσκοποι τῆς ΡΟΕΔ δὲν ἦσαν καὶ αὐτοὶ ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι καί οι κοινωνοῦντες μετ᾿ ἐκείνων; Ἂν ὄχι, τότε πῶς αὐτοὶ διετήρησαν ἔγκυρον τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ τὴν ὀρθοδοξίαν μέχρι προσφάτως, ἀπώλεσαν δὲ αἴφνης μόλις τώρα τὸ ἔγκυρον καὶ τὸ ὀρθόδοξον;
στ) Δὲν ὑπάρχουν ὅμως τὰ ἀνωτέρω ἐρωτήματα-ἐπιχειρήματα
ὅσον τὸ ἑξῆς πολὺ σημαντικόν: Ἂν δεχθῶμεν ὅτι ἡ κοινωνία μετὰ τῶν αἱρετιζόντων ἢ
ἀλλοτρίως φρονούντων ἢ μὴ ὀρθῶς πραττόντων ἀλλὰ μὴ ἐπισήμως καὶ συνοδικῶς καὶ
προσωπικῶς καταδικασθέντων φέρει αὐτομάτως ἐκτὸς ἱερωσύνης καὶ ὀρθοδοξίας ὄχι
μόνον τοὺς σφάλλοντας ἀλλὰ καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτῶν κοινωνοῦντας καὶ μὴ ἀπ᾿ αὐτῶν ἀποτειχιζομένους
καὶ καθιστᾷ αὐτοὺς ψευδεπισκόπους καὶ ψευδοδιδασκάλους, τότε πρέπει νὰ δεχθῶμεν
ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπώλετο ἀπὸ αἰώνων! ὅτι οὐδεὶς ἔχει ἱερωσύνην
οὔτε οἱ παλαιοημερολογῖται οὔτε οἱ νεοημερολογῖται· ὅτι αἱ πύλαι ᾅδου ἐν τέλει
κατίσχυσαν τῆς Ἐκκλησίας παρὰ τὴν περὶ τοῦ ἀντιθέτου διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου
(Ματθ. 16,18)· ὅτι οἱ ἅγιοι Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός,
Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης καὶ ἄλλοι μέχρι σήμερον δὲν ἦσαν κὰν βεβαπτισμένοι ὀρθόδοξοι
χριστιανοί, διότι πολὺ πρὸ αὐτῶν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι συμπάσης τῆς ᾿Ορθοδόξου
᾿Εκκλησίας εἴτε εἶχαν προσχωρήσει εἰς μίαν συγκριτιστικὴν λατινόφρονα ἢ
λατινόφιλον διαδικασίαν ἢ ἀνείχοντο σιωπηρῶς τοὺς ἐργαζομένους αὐτήν. Διὰ νὰ μὴ
εἴπω ὅτι ὑπῆρξε περίοδος πρὸ τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ κατὰ τὴν ὁποίαν ἁπαξάπαντα τὰ
πατριαρχεῖα τῆς ᾿Ανατολῆς εἶχαν καταστῆ οὐνιτικά καὶ ὅτι κατὰ τοὺς μετέπειτα
χρόνους ἀκωλύτως συνελειτούργουν ἐν τῷ αὐτῷ ναῷ οἱ Λατῖνοι μετὰ τῶν ὀρθοδόξων ἱερέων,
καὶ οἱ καρδινάλιοι ἐλευθέρως ἐκήρυττον ἐν μέσῳ τῆς ὀρθοδόξου λειτουργίας τὰς
δοξασίας των καὶ ὅτι μέχρι τὰς ἀρχὰς τοῦ 19ου αἰῶνος ἡ ἱεραρχία ὅλων τῶν ὀρθοδόξων
τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἄλλοτε ἀλληθώριζε πρὸς τὸν παπισμὸν καὶ ἄλλοτε πρὸς τὴν
μεταρρύθμισιν ἢ πάντως ὅτι καὶ οἱ πλέον συντηρητικοὶ καὶ ὀρθοδόξως φρονοῦντες εἶχαν
ἀκώλυτον καὶ ἀδιάκοπον λειτουργικὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν ἀνορθοδόξως ἀλληθωριζόντων
συνεπισκόπων των. γ) Οἱ τρεῖς πρῶτοι ἐπίσκοποι τῶν ῾Ελλήνων παλαιοημερολογιτῶν ἦσαν ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι κατὰ τὰ 11 ἔτη τῆς κοινωνίας των μετὰ τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ νέου ἡμερολογίου; Ἂν ναί, ποία σύνοδος καὶ ποία ἀνωτέρα ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ ἐδέχθη τὴν μετάνοιάν των καὶ τοὺς ἀποκατέστησεν εἰς τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν; Ἂν ὄχι, τότε πῶς αὐτοὶ διετήρησαν ἔγκυρον τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ τὴν ὀρθοδοξίαν κοινωνοῦντες ἐπὶ μίαν ἑνδεκαετίαν μετὰ τῶν νεοημερολογιτῶν καὶ οἰκουμενιστῶν καὶ δὲν μποροῦν τὸ αὐτὸ νὰ πράξουν καὶ οἱ διάδοχοί των νεοημερολογῖται ἐπίσκοποι;
δ) Οἱ ἐπίσκοποι ὅλων τῶν ἐπισήμων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν (καὶ τῶν νεοημερολογιτικῶν) ἦσαν ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι μέχρι τὸ 1975, ποὺ εἶχαν μετ᾿ αὐτῶν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν οἱ ἐπίσκοποι τῆς ΡΟΕΔ; Ἂν ναί, τότε πῶς οἱ ἐπίσκοποι τῆς ΡΟΕΔ δὲν ἦσαν καὶ αὐτοὶ ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι καίτοι κοινωνοῦντες μετ᾿ ἐκείνων, ἀλλὰ μετέδωκαν ἐγκύρως τὴν χειροτονίαν εἰς τοὺς ῞Ελληνας παλαιοημερολογίτας; Ἂν ὄχι, τότε πῶς αὐτοὶ διετήρησαν ἔγκυρον τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ τὴν ὀρθοδοξίαν κοινωνοῦντες ἐπὶ δεκαετίας μετὰ τῶν νεοημερολογιτῶν καὶ λοιπῶν οἰκουμενιστῶν μέχρι τὸ 1975, ἀπώλεσαν δὲ τὸ ἔγκυρον καὶ τὸ ὀρθόδοξον μετὰ ταῦτα;
ε) Οἱ ἐπίσκοποι τῶν ἐπισήμων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Σερβίας ἦσαν ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι μέχρι τὸ 2007, ποὺ εἶχαν μετ᾿ αὐτῶν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν οἱ ἐπίσκοποι τῆς ΡΟΕΔ; Ἂν ναί, τότε πῶς οἱ ἐπίσκοποι τῆς ΡΟΕΔ δὲν ἦσαν καὶ αὐτοὶ ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι καί οι κοινωνοῦντες μετ᾿ ἐκείνων; Ἂν ὄχι, τότε πῶς αὐτοὶ διετήρησαν ἔγκυρον τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ τὴν ὀρθοδοξίαν μέχρι προσφάτως, ἀπώλεσαν δὲ αἴφνης μόλις τώρα τὸ ἔγκυρον καὶ τὸ ὀρθόδοξον;
4. ᾿Επίσης εἶναι τοὐλάχιστον παράδοξος ἡ συμπερίληψις εἰς τὸ κοινὸν ἐκκλησιολογικὸν κείμενον τὸ περὶ σεργιανισμοῦ κεφάλαιον, ὡς ἐὰν δὲν ἦτο κείμενον καταλλαγῆς καὶ ἑνώσεως μόνον δύο ἑλληνικῶν παλαιοημερολογιτικῶν συνόδων ἀλλὰ καὶ ἄλλων ἐκτὸς ῾Ελλάδος μερίδων. ᾿Επιπλέον πότε καὶ πόθεν ἤρξατο ἡ περὶ σεργιανισμοῦ συζήτησις; Πότε ἀπησχόλησε τοὺς ῞Ελληνας Γ.Ο.Χ.; Μεταξὺ τῶν δύο ἑλληνικῶν μερίδων εἶναι γνωστὸν ὅτι διεξήχθη εἷς γόνιμος διάλογος ἐπὶ δεκατετράμηνον. Μεταξὺ ποίων ῥωσικῶν ἢ ἔστω σλαβοφώνων μερίδων διεξήχθη ἀνάλογος διάλογος, διὰ νὰ καταλήξουν εἰς κοινὸν κείμενον περὶ τοῦ σεργιανισμοῦ; Διότι καὶ ἐκ τῆς ΡΟΕΔ ἔχουν προέλθει περισσότεραι ἀπὸ δύο μερίδες, ποὺ δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν ἕνωσιν μετὰ τοῦ πρατριαρχείου Μόσχας, δὲν ἔχουν ὅμως καὶ μεταξύ των κοινωνίαν. Περὶ αὐτοῦ εἶναι ἐπαρκῶς ἐνημερωμένοι οἱ ῞Ελληνες Γ.Ο.Χ.; Μήπως ἔπρεπε νὰ ὑπάρξουν δύο ἐκκλησιολογικὰ κέιμενα, ἕνα διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν δύο ἑλληνικῶν μερίδων καὶ ἓν δεύτερον διὰ τὴν κοινὴν θέσιν τῶν ῾Ελλήνων μετὰ τῶν ἐκτὸς ῾Ελλάδος ἀντιοικουμενιστῶν; Μήπως ἐδῶ ἐπεβλήθη ἡ ἄποψις μιᾶς μόνον σλαβοφώνου μερίδος χάριν τῆς κοινῆς καὶ ἡνωμένης παρουσίας; Μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι δι᾿ ἄλλην μίαν φορὰν ἐπετράπη εἰς ὑπερορίους ἐκκλησίας νὰ ἐπέμβουν «διακριτικῶς» εἰς τὰ ἐσωτερικὰ τῶν ῾Ελλήνων Γ.Ο.Χ.; Μήπως βλέπομεν σήμερον εἰς συνοδικὰς συσκέψεις ποὺ προκαλοῦνται κατ᾿ ἀρχὰς ἀπὸ τοὺς ῞Ελληνας ᾿Ορθοδόξους εἴτε τοῦ παλαιοῦ εἴτε τοῦ νέου ἡμερολογίου ἐν τέλει νὰ ὑπερισχύουν αἱ ἀπόψεις τῶν ὁμοδόξων ἀδελφῶν μας ῾Ρώσων;
Περατώνω τὸν λόγον ἐνταῦθα διαβεβαιώνων ὅτι πάντα τὰ ἀνωτέρω εἶναι ἁπλῶς σκέψεις πρὸς προβληματισμὸν καὶ δὲν ἔχουν σκοπὸν νὰ δείξουν ὀρθοτέραν τὴν μίαν ἢ τὴν ἄλλην ἄποψιν. Θέλησα ἁπλῶς νὰ ἐπισημάνω κάποια σημεῖα ποὺ εἴτε περιέχουν ἀντιφάσεις εἴτε πρέπει ἐν καιρῷ νὰ διευκρινισθοῦν περισσότερον. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι χαίρω διὰ τὴν ἐξέλιξιν τῶν πραγμάτων καὶ ἵσταμαι μὲ σεβασμὸν ἐνώπιον τῶν προσπαθιεῶν τῶν ῾Ελλήνων Γ.Ο.Χ., αἱ ὁποῖαι εὔχομαι νὰ αὐξηθοῦν καὶ νὰ τελεσφορήσουν ἐπ᾿ ἀγαθῷ τῆς ᾿Εκκλησίας.
SCRIPTA MANENT8 Νοε 2017, 6:22:00 μ.μ.
ΑπάντησηΔιαγραφήscripta manent
Η ανόθευτη αποστολική διαδοχή έχει σταματήσει πολύ πριν την Φλωρεντία
Από τον 4ο αιώνα όταν η Β΄οικουμενική δέχθηκε χειροτονίες από Αρειανούς, και από τον 8ο αιώνα με τους εικονομάχους.
Μπορούμε να πούμε όμως ότι oι Αρειανιστές ήταν εκκλησία;
Θυμίζουμε το τέλος του Αρείου πριν συλλειτουργήσει με ορθοδόξους.
Δεν μπορούμε να αποδείξουμε ορθολογιστικά πως ενεργεί ο Θεός
Ο Σεργιανισμός είναι αίρεση και δεν είναι διοικητικό ζήτημα της δικαιοδοσίας της ΡΟΕΔ, ώστε να μην έχουμε άποψη επι του θέματος. Τότε και για τον οικουμενισμό γιατί να έχουμε άποψη; Τι μας ενδιαφέρει τι γίνεται στην Αυστραλία;