O Συναξαριστής της ημέρας.

Κυριακή, 24 Σεπτεμβρίου 2017


Α ΛΟΥΚΑ. Θέκλης, μεγαλομάρτυρος, Παναγίας Μυρτιδιώτισσας.

Θέκλα η ένδοξος Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος του Χριστού, η πιστή του θείου Παύλου μαθήτρια, ήτο από το Ικόνιον της Μικράς Ασίας, θυγάτηρ ούσα ευγενούς τινος και επιφανούς Ελληνίδος γυναικός ονόματι Θεοκλείας, είχε δε και αρραβωνισθή με άνδρα τινά ονόματι Θάμυριν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν παρεγένετο από την Αντιόχειαν εις το Ικόνιον ο μέγας κήρυξ και ευαγγελιστής της αληθείας Παύλος, η πολύφθογγος σάλπιγξ του Χριστού, δια να κηρύξη τον σωτήριον λόγον, έχων εις την συνοδείαν του δύο άνδρας, Δημάν τε και Ερμογένην, οίτινες ήσαν πονηροί και υποκριταί, δεικνύοντες ότι τον ηυλαβούντο εις το φαινόμενον, ενώ η γνώμη των ήτο όλως διεστραμμένη. Ο δε θείος Παύλος, ως του Ιησού Χριστού μιμητής και αγαθός άνθρωπος, δεν είχε πανουργίαν τινά, αλλά τους ηγάπα ως αδελφούς και τους εδίδασκε πάσαν την ένσαρκον οικονομίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πως του απεκαλύφθη ο Κύριος ενώ εβάδιζε προς Δαμασκόν και πως επίστευσεν εις Εκείνον.
Όταν λοιπόν έφθασαν εις την πόλιν του Ικονίου και το έμαθεν ο εκεί διαμένων ευσεβής και αγαθός άνθρωπος Ονησιφόρος, εξήλθεν ευθύς με την γυναίκα και τους παίδας αυτού ζητών τον Παύλον, τον οποίον δεν είδε ποτέ του, και μόνον από τον μαθητήν του Τίτον είχεν ακούσει τίνος είδους ήτο εις την θεωρίαν, δηλαδή μικρός το ανάστημα, φαλακρός εις την κεφαλήν, καμπυλομύτης και απλώς ειπείν όλος Πνεύματος Αγίου πεπληρωμένος και χάριτος. Ιδών λοιπόν αυτόν, τον εγνώρισεν από τα ρηθέντα σημεία, και εχαιρέτησεν αυτόν, λέγων: «Χαίροις, υπηρέτα του ευλογημένου Χριστού». Ο δε Παύλος απεκρίθη με σεμνόν και χαρούμενον πρόσωπον: «Η Χάρις του Θεού είη μετά του οίκου σου». Δημάς δε και Ερμογένης, οι άνωθι αναφερόμενοι, είπον εις αυτόν· «Άρα δεν είμεθα και ημείς δούλοι του Χριστού; Διατί μόνον αυτόν εχαιρέτησες»; Ο δε Ονησιφόρος από ταύτα τα λόγια εννοήσας την κακίαν αυτών είπεν· «Εγώ δεν βλέπω εις σας καρπόν δικαιοσύνης· όμως καλώς ήλθετε· κοπιάσατε και σεις έως τον οίκον μου να αναπαυθήτε». Απελθόντες δε, έβαλε τράπεζαν, και τους εφιλοξένησεν επιμελώς ο Ονησιφόρος· έπειτα ήρχισε να διδάσκη ο Απ. Παύλος το Ευαγγέλιον, λέγων· «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Μακάριοι οι σώφρονες και εγκρατείς, οίτινες δεν εμόλυναν την παρθενίαν αυτών· διότι οι τοιούτοι γίνονται Ναοί και οικητήρια του Παναγίου Πνεύματος. Μακάριοι οι το θείον του Χριστού δεξάμενοι Βάπτισμα και τηρούντες τα σώματα αυτών άσπιλα και καθαρά έως τέλους· διότι οι τοιούτοι θα αξιωθώσι μεγάλης δόξης εις τον Παράδεισον, και δεν θα δοκιμάσωσι βάσανόν τινα της αιωνίου κολάσεως». Τοιαύτα του Παύλου διδάσκοντος, μεταξύ των άλλων ακροατών ήτο και η Θέκλα, ήτις ίστατο εις το παράθυρον και ηκροάζετο του θείου Παύλου τα λόγια, αλλά το πρόσωπόν του δεν έβλεπεν· όμως με τα ζωήρρυτα εκείνα και γλυκύτατα λόγια ετρώθη την ψυχήν έρωτα θείον και υπερθαύμαστον, αλλοιωθείσα την καρδίαν τοιουτοτρόπως, ώστε ημέλησε πάσαν φροντίδα και μέριμναν σώματος, και ίστατο εις την θυρίδα τρία ημερονύκτια και τόσην γλυκύτητα ησθάνετο εις τα λόγια του Αποστόλου, ώστε έμενεν ώσπερ εις έκστασιν και ούτε ποσώς απεκρίνετο εις την μητέρα αυτής, ήτις επάσχισε πολλά να την ποσύρη από τον τόπον εκείνον, αλλά δεν ηδυνήθη· όθεν νομίζουσα η μήτηρ της, ότι παρεφρόνησε, παρήγγειλε του γαμβρού της, όντος μεγάλου άρχοντος, από τους πρώτους της πόλεως· ούτος δε απήλθεν ευθύς εις τον οίκον της πενθεράς αυτού, η οποία του είπε: «Γίνωσκε, ότι τρεις ημέρας καθέζεται η μνηστή σου εις το παράθυρον ακλινώς, ακροωμένη την διδαχήν αυτού του ξένου, και ούτε να φάγη ηθέλησεν, ούτε να πίη· ύπαγε, κάμε ό,τι δύνασαι να την εκβάλης απ’ εκεί συντομώτερα». Ο δε απελθών επάσχισε πολλά, και της είπε λόγια πρώτον παραπονετικά έρωτος και αισθηματικά, κατά την συνήθειαν των νέων, έπειτα βλέπων, ότι δεν τα έβαλε ποσώς εις τον νουν της, την εφοβέρισε με απήνειαν και πολλήν αυστηρότητα, να την κακοποιήση· αλλά εκείνη ίστατο στερεά ως αδάμας και ούτε καν λόγον ψιλόν απεκρίνετο εις αυτόν. Λοιπόν είχον όλοι οι συγγενείς θλίψιν πολλήν. Ο δε Θάμυρις εθυμώθη κατά του Παύλου, και απήλθε να τον κακοποιήση ως τούτου αίτιον. Καθ’ οδόν δε συνήντησε τους δύο πανούργους, Δημάν και Ερμογένην, και τους ηρώτησε τι άνθρωπος είναι ο Παύλος και ποία η διδασκαλία του. Οι δε απεκρίθησαν· «αυτός πόθεν είναι δεν ηξεύρομεν, μόνον διδάσκει, ότι όστις φυλάξη παρθενίαν μένει αθάνατος, και δια τα λόγια αυτά κάμνει τας γυναίκας και χωρίζονται από τους άνδρας αυτών, καθώς το έπαθεν η Θέκλα· αλλ’ ε΄ν θέλης να την φέρης εις το θέλημά σου, ύπαγε εις τον ηγεμόνα της πόλεως, διάβαλε τον Παύλον, να τον παιδεύση, καθώς του πρέπει, και τότε θέλει φοβηθή η μνηστή σου και θα υπακούση εις το συνοικέσιον». Εκάλεσε λοιπόν ο Θάμυρις αυτούς τους δύο, και τους εφίλευσεν εις το δείπνον, και το πρωϊ έδραμεν ως άγριον θηρίον μετά όχλου πολλού εις την οικίαν του Ονησιφόρου, και αρπάσας τον Παύλον τον επήγεν εις τον ηγεμόνα, λέγων ότι είναι κακοποιός άνθρωπος, και πλανά τας γυναίκας, και τας χωρίζει από τους άνδρας των. Ο δε άρχων είπεν εις τον Παύλον· «Ειπέ μας ποίος είσαι και ποία είναι η διδασκαλία σου»; Ο δε απεκρίθη· «Ο αληθής και ζωοποιός Θεός, όστις ποθεί την σωτηρίαν των ανθρώπων, με απέστειλε, να κηρύττω τον Υιόν αυτού Ιησούν Χριστόν, όστις έπαθε δια την αγάπην ημών, και μας παρήγγειλε να απέχωμεν από όλα τα πονηρά έργα, και να διάγωμεν εν παρθενία, σωφροσύνη τε και αγάπη προς αλλήλους. Λοιπόν, ω ανθύπατε, τι άδικον κάμνω να κηρύττω όσα ο Κύριος και ο Θεός με επρόσταξε»; Τότε ο ηγεμών διώρισε να τον βάλουν εις την φυλακήν δεδεμένον επί τινας ημέρας και να τον κρίνη έπειτα. Ταύτα μαθούσα η Θέκλα εξήφθη από θείον έρωτα, και απεφάσισε να μαρτυρήση δια την αγάπην του Χριστού. Λαβούσα όθεν τα χρυσά στολίδια και τους μαργαρίτας αυτής, απήλθεν εν ώρα μεσονυκτίου εις την φυλακήν, και τα έδωσε του δεσμοφύλακος δώρον, δια να την αφήση να ίδη τον Παύλον· όθεν αφήκεν αυτήν, και εισελθούσα εις την φυλακήν κατεφίλει τα δεσμά του Παύλου με πολλήν ταπείνωσιν και ευλάβειαν, δεομένη τούτου και ικετεύουσα να την διδάξη επιμελώς και να την οδηγήση προς την ευσέβειαν. Ο δε θείος Απόστολος έχων όλως την πίστιν εις τον Θεόν, ελάλει περί της ενσάρκου οικονομίας αυτού υψηλά νοήματα, και περί καταφρονήσεως κόσμου, παρακινών αυτήν προς σωφροσύνην και παρθενίαν σαρκός και πνεύματος. Η δε ηκροάζετο με τόσον πόθον, ώστε της εφαίνετο ο Απόστολος ώσπερ να ήτο αυτός ο Κύριος, και τα λόγια του εδέχετο εις την καρδίαν, και τα είχε γλυκύτερα της ανβροσίας και του νέκταρος. Το πρωϊ, όταν είδον οι συγγενείς αυτής, ότι έλειπεν από την οικίαν, έδραμον όλοι και την εζήτουν εις όλην την πόλιν, νομίζοντες ότι έφυγε με κακόν σκοπόν και αγάπην έρωτος. Ο δε Θάμυρις, ερευνών εις τόπους διαφόρους, έμαθε τέλος παρά τινος δούλου του, ότι ήτο εις την φυλακήν με τον ξένον δέσμιον. Όθεν απελθών και ευρών αυτήν καθεζομένην παρά τους πόδας του Παύλου με δεσμά πόθου συνδεδεμένην, εθυμώθη, και λαβών όχλον ικανόν, απήλθεν εις τον ανθύπατον και ανήγγειλε ταύτα. Ο δε εκέλευσε και έφεραν τον Απόστολον. Η δε ,άρτυς του Χριστού έμεινεν εις την φυλακήν και εκάθητο εις τον τόπον του Παύλου δια ευλάβειαν. Εις ολίγην ώραν παρουσίασαν και αυτήν εις το κριτήριον, και εβόησεν όχλος πολύς προς τον άρχοντα· «Φόνευσον τον μάγον αυτόν και γόητα»! Ο δε άρχων ήκουε τα λόγια του Παύλου ηδέως και εβούλετο να τον απολύση, αλλ’ εφοβείτο τον όχλον. Λοιπόν είπε προς την Θέκλαν· «Διατί δεν θέλεις τον μνηστήρα σου»; Αυτή δε ούτε τον ηγεμόνα εκοίταξεν, ούτε τινά απόκρισιν έδωκε, μόνον τον Παύλον έβλεπεν, ώσπερ να ήτο αυτός η αναψυχή της· όθεν η μήτηρ αυτής Θεόκλεια, από τον πολύν της θυμόν, εβόησε προς τον άρχοντα· «Καύσε την άνομον εις το μέσον του θεάτρου, δια να φοβηθούν αι άλλαι γυναίκες, να μη καταφρονώσι τους άνδρας των». Όταν λοιπόν είδεν ο άρχων, ότι όχι μόνον ο όχλος, αλλά και αυτοί οι συγγενείς της την κατέκριναν, έδωκε κατ’ αυτής την απόφασιν να την καύσωσι, τον δε Παύλον να φραγγελώσωσι και έπειτα να τον διώξουν έξω της πόλεως. Ταύτα κελεύσας ο ανθύπατος ανέστη του θρόνου και απήλθεν εις το θέατρον με τον δήμον όλον, ίνα ίδωσι της κόρης τον θ΄νατον, η οποία δεν εσκέπτετο τόσον εαυτήν όσον τον πνευματικόν της πατέρα· όθεν εκοίταξε πέριξ να τον ίδη. Τότε εμφανίζεται εις αυτήν ο Δεσπότης Χριστός εις σχήμα του Παύλου καθεζόμενος εν μέσω του όχλου. Τούτον ιδούσα έλαβε θάρρος εν εαυτή, λέγουσα κατά μόνας· «Επειδή είμαι ολιγόψυχος και ανυπόμονος, ήλθεν ο διδάσκαλός μου Παύλος να με ενθαρρύνη». Ταύτα σκεπτομένη βλέπει τον Κύριον ανερχόμενον εις τους ουρανούς. Λαβούσα όθεν βεβαίαν πληροφορίαν δια την διδασκαλίαν του Παύλου, επορεύετο γαλλιωμένη εις το μαρτύριον. Οι δε παίδες και αι νεάνιδες εσύναξαν ξύλα δια να την κατακαύσουν. Εγύμνωσαν όθεν αυτήν και την έρριψαν εις το μέσον της φλογός. Ο δε ηγεμών, ιδών ταύτης το κάλλος και την ωραιότητα, εξεπλάγη και ελυπείτο σφόδρα, διότι έμελλε να απολεσθή τοιαύτη παρθένος υπέρκαλος και τόσον επόνεσεν η ψυχή του, ώστε εδάκρυσεν. Η δε μεγαλόψυχος κόρη, έχουσα έσω αυτής τον ένθεον έρωτα, όστις κατέκαιε την καρδίαν της, δεν εδειλία πυρ ένυλον και ομόδουλον, αλλ’ ίστατο άφοβος, και είχε τας χείρας και τα όμματα υψωμένα προς τον ουρανόν, προσευχομένη νοερώς και αναμένουσα εκείθεν την βοήθειαν· όθεν δεν απέτυχε της ελπίδος, αλλ’ εδροσίζετο μάλλον υπό του πυρός και δεν κατεφλέγετο. Έτι δε και βρονταί φοβεραί και αστραπαί εγένοντο εις τον αέρα, και ήλθε σκότος μέγα, συγχρόνως δε βροχή ραγδαία και χάλαζα τοσαύτη εις το θέατρον, ώστε εφόνευσε πολλούς ποθούντας να ίδωσι ταύτης την απώλειαν, το δε πυρ κατεσβέσθη και οι όχλοι διεσκορπίσθησαν. Η δε Αγία του Χριστού Μάρτυς μείνασα μόνη έβαλε τα ιμάτιά της και ανεχώρησεν εκείθεν, ζητούσα τον Παύλον, και ερωτώσα να μάθη που ευρίσκετο. Ο δε θείος Παύλος, αφού τον εμαστίγωσαν και τον έξωσαν της πόλεως, απήλθε μετά του Ονησιφόρου, της γυναικός και των τέκνων αυτού, και εκρύβησαν εις ένα παλαιόν τάφον, νηστικοί τρεις ημέρας. Εν δε παιδίον του Ονησιφόρου είπε προς τον Παύλον· «Κύριε, ο πατήρ μας δεν φροντίζει πλέον δι’ ημάς, και ιδού αποθνήσκομεν από την πείναν· λοιπόν βοήθησέ μας». Ο δε Παύλος, εκδυθείς το επανωφόριόν του, του το έδωσε να το πωλήση, δια να αγοράση άρτους. Απελθών λοιπόν ο νέος εις την αγοράν, και ιδών την Αγίαν υγιά και ελευθέραν, εθαύμασε, διότι ενόμιζεν ότι πλέον είχε γίνει πυρίκαυστος. Όθεν την ηρώτησε περί τούτου· η δε είπεν εις αυτόν ότι ο Κύριος την ελύτρωσε και εζήτει τον Απόστολον. Ο δε νέος είπεν· «Ακολούθει μοι, να σου δείξω αυτόν, όστις έχει τώρα ημέρας εξ νηστικός και προσεύχεται εις τον Θεόν δια σε». Η δε απελθούσα, εύρεν αυτόν γονυκλινή και λέγοντα ταύτα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, παρακαλώ την Χάριν σου, βοήθησον την δούλην σου Θέκλαν, και φύλαξον αυτήν, ίνα μη εγγίση αυτήν το πυρ». Αυτή δε ακούσασα ταύτα απ’ έξω του τάφου, εβόησε λέγουσα· «Ευλογητός ο Θεός ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην, διότι με ελύτρωσες του πυρός, ίνα ίδω τον Απόστολόν σου». Ο δε ακούσας την φωνήν και ιδών αυτήν, ηγαλλιάσατο λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου καρδιογνώστα, ότι επήκουσας της δεήσεώς μου». Ευφρανθέντες λοιπόν άπαντες εφιλεύθησαν άρτον και ύδωρ και ολίγα χόρτα και ενδυναμωθέντες ή μάλλον ειπείν από την θείαν Χάριν και δύναμιν, ήτις έτρεφε και υπέρ πάντα τα βρώματα, εδόξασαν  τον Θεόν. Μετά την ευχαριστίαν είπεν η Αγία προς τον Απόστολον· «Δέομαί σου να κόψης τας τρίχας της κεφαλής μου, δια να ενδυθώ ανδρικήν στολήν και να σε ακολουθήσω όπου απέλθης». Ο δε είπεν εις αυτήν· «Ο καιρός είναι αισχρός, και οι άνθρωποι εις το κακόν πρόθυμοι, και συ ωραία την όψιν· λοιπόν φοβούμαι μη σου τύχη άλλος πειρασμός χειρότερος του προτέρου και δεν δυνηθής να τον υπομείνης». Η δε απεκρίθη· «Μόνον σημείωσον εις εμέ την σφραγίδα του Χριστού, και ελπίζω εις αυτόν, μη μου άψηται ουδεμία βάσανος». Ο δε είπεν αυτή· «Μακροθύμησον, και θα έλθη εις σε η δωρεά του Θεού». Έπειτα λέγει του Ονησιφόρου· «Υπάγετε εις την οικίαν σας, και ευχαριστώ την αγάπην σας, εγώ δε υπάγω όπου με προστάξη ο Κύριος». Αποχαιρετήσας λοιπόν αυτούς, απήλθεν ο Παύλος εις ντιόχειαν, ακολουθούσης αυτόν της Αγίας· και καθώς εισήλθον εις την πόλιν, τους υπήντησεν ο πρώτος των μεγιστάνων, το όνομα Αλέξανδρος, πολύς εις την κακίαν και εις την πολιτείαν άσωτος, όστις, ιδών την Θέκλαν τοσούτον ωραίαν, εμέθυσεν εξ έρωτος και λέγει του Παύλου· «Λάβε, άνθρωπε, όσα χρήματα θέλες απ’ εμού, και δός μοι την κόρην αυτήν». Ο δε απεκρίθη: «Εγώ, κυριέ μου, δεν την ηξεύρω, ούτε την ορίζω». Ο δε Αλέξανδρος, ως παρρησίαν πολλήν έχων και ηγεμών υπάρχων της πόλεως, ήρπασε την κόρην με αναισχυντίαν και κατεφίλει αυτήν. Η δε έσπρωχνεν αυτόν ανδρείως και έλεγε μεγαλοφώνως· «Μη δυναστεύης την δούλην του Θεού, αναιδέστατε, ότι εγώ είμαι πρώτη των Ικονίων, και διότι δεν θέλω να υπανδρευθώ με έδιωξαν της πόλεως». Ταύτα λέγουσα και σύρουσα το ιμάτιόν του το εξέσχισε, και κατήσχυνεν αυτόν ενώπιον πάντων. Ο δε εντραπείς, εφοβέρισεν αυτήν λέγων, ότι, εάν δεν του υπακούση θα την δαβάλη εις τον ανθύπατον να την θανατώση, όπερ και εγένετο. Κατέκριναν λοιπόν αυτήν να την ρίψουν εις τα θηρία ως ιερόσυλον, καθό τολμήσασαν να σχίση του ηγεμόνος το ιμάτιον. Η Αγία εζήτησε χάριν παρά του ανθυπάτου, να την παραδώση εις χείρας τινός γυναικός εντίμου, να την φυλάττη αμόλυντον έως την τρίτην ημέραν, οπότε ήθελε να θηριομαχήση. Ο δε υπήκουσε και παρέδωκεν αυτήν μιάς γυναικός χήρας ευγενεστάτης και πλουσίας, Τρυφαίνης ονόματι, της οποίας απέθανε προ ολίγου μία θυγάτηρ, Φαλκονίλλα ονομαζομένη. Έλαβε λοιπόν την Θέκλαν η Τρύφαινα και τόσον την ηγάπησεν εκείνας τας τρεις ημέρας, βλέπουσα τοιούτον αγγελικόν πρόσωπον και ακούουσα τοιαύτα μελίρρυτα λόγια, ώστε επόνει η ψυχή της να την χωρισθή, και έκλαιεν όταν την ωδήγουν εις τον τόπον της καταδίκης. Καταφρονήσασα δε την αξίαν του γένους της, ηκολούθησε και αυτή με άλλας γυναίκας, και επήγαν εις το θέατρον να ίδωσι το αποβησόμενον. Έκλαιον δε αι νεάνιδες πάσαι, και εσυμπονούσαν αυτήν, και κατελάλουν την αδικοκρισίαν ταύτην. Οι δε υπηρέται έδεσαν την Μάρτυρα και την έρριψαν εις το μέσον των θηρίων, όπου ήτο μία λέαινα αγριωτάτη πάντων, η οποία, ως έφθασε πλησίον της Αγίας, μετέβαλε την αγριότητα εις πραότητα και έλειχε με την γλώσσαν τους πόδας της. Ήτο δε η επιγραφή της καταδίκης αύτη: «Ως ιερόσυλος κατεδικάσθη εις θάνατον». Ταύτα βλέπων ο μεν όχλος εξίσταντο λέγοντες· «αδίκως κατεκρίθη η ανεύθυνος»· η δε Τρύφαινα, ενδυναμωθείσα υπό της θείας Χάριτος, εισήλθεν ανδρείως εις τα θηρία και λαβούσα την Μάρτυρα απήλθον εις την οικίαν της αγαλλιώμεναι. Την νύκτα εκείνην βλέπει εν οράματι την θυγατέρα της η Τρύφαινα κατ’ οικονομίαν Θεού και φιλανθρωπίαν ανείκαστον, ήτις λέγει εις αυτήν· «Μήτερ μου, αγάπα αυτήν την ξένην Θέκλαν, και έχε την αντ’ εμού θυγατέρα σου, ότι είναι δούλη του Θεού, και δύναται να κάμη δέησιν και να με βάλη ο Κύριος εις τον τόπον των Δικαίων». Έξυπνος δε γενομένη η Τρύφαινα, είπε της Αγίας· «Τέκνον μου δεύτερον, κάμε μου παρακαλώ σε την καλωσύνην αυτήν, και δεήσου του Χριστού σου να αναπαύση την θυγατέρα μου εις ζωήν την αιώνιον, ότι μου το εζήτησε δια οράματος». Τότε η Αγία ευθύς άρασα τας χείρας και την φωνήν εις ουρανούς, είπε: «Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, Υιέ του αληθούς και ζώντος Θεού, επάκουσόν μου της δούλης σου, και ανάπαυσον την Φαλκονίλλαν εις την ζωήν την αιώνιον, κατά το θέλημά σου το άγιον». Εχαίρετο όθεν η Τρύφαινα ακούουσα ταύτα, ελυπείτο όμως δια την Θέκλαν και έκλαιε, μαθούσα ότι ήρχετο πάλιν ο Αλέξανδρος δια να την συλλάβη και να την θανατώσουν. Πράγματι δε εις ολίγην ώραν έφθασε λέγων ταύτα: «Κυρία, ο ανθύπατος κάθηται εις το κριτήριον, και όλος ο δήμος συνήχθη να ίδωσι της Θέκλης τον θάνατον. Λοιπόν απόστειλον αυτήν τάχιστα». Η δε υβρίσασα αυτόν, απεδίωξεν άπρακτον. Μετά δε ολίγον διάστημα ήλθον οι υπηρέται του ανθυπάτου, να την αρπάσουν βιαίως. Η δε Τρύφαινα, μη δυναμένη ν’ αντισταθή, έλαβεν αυτήν εκ της χειρός, και απήρχετο κλαίουσα και λέγουσα ταύτα· «Οίμοι τη αθλία! Προ ολίγων ημερών συνώδευσα εις τον τάφον την Φαλκονίλλαν μου, και πάλιν τώρα στερούμαι σε την δευτέραν φιλτάτην μου θυγατέρα». Η δε Αγία, βλέπουσα της Τρυφαίνης την ευσπλαγχνίαν τε και συμπάθειαν, εδάκρυσε λέγουσα· «Κύριέ μου και Βασιλεύ, εις τον οποίον πιστεύω, απόδος τον μισθόν άξιον της Τρυφαίνης, διότι τοσούτον με ηγάπησε και εφύλαξε την παρθενίαν μου». Θόρυβος δε και βοή μεγάλη εγένετο, όταν ήρπασαν οι δήμιοι την Θέκλαν· και γυμνώσαντες αυτήν έρριψαν εις τα θηρία, και απέλυσαν κατ’ αυτής λέοντας και άρκτους φοβεράς. Η δε λέαινα εκείνη η αγριωτάτη εστάθη πλησίον της Αγίας, απαντώσα τα άλλα θηρία, και δεν τα άφηνε να την εγγίσωσι. Τότε μία άρκτος μεγάλη έδραμε να ξεσχίση την Μάρτυρα, η δε λέαινα ηναντιώθη ισχυρώς και την εθανάτωσε. Ταύτα ιδών ο Αλέξανδρος έρριψεν έσω εις τον λάκκον ένα λέοντ μεγαλώτατον και φοβερόν, όστις ήτο συνηθισμένος να τρώγη ανθρώπους, και τότε τον είχεν από σκοπού νηστικόν επί πολλάς ημέρας. Η δε λέαινα πάλιν επανέστη κατά του λέοντος και επολέμησαν ώραν πολλήν τοσούτον ισχυρώς και ανδρείως, ώστε εξέψυχαν και τα δύο την αυτήν ώραν. Ταύτα βλέπων ο ηγεμών εκέλευσε να βάλουν και άλλα θηρία πολλά· αλλά μάτην εκοπίαζεν ο δύστηνος, ότι όλα εστέκοντο ως αρνία ήμερα έμπροσθεν της Αγίας. Λαβόντες όθεν εκείθεν την Αγίαν την ωδήγησαν εις μίαν βαθυτάτην και φοβεράν λίμνην, εντός της οποίας ήσαν φώκαι πολλαί. Η δε Αγία, ως είδε την λίμνην, έπεσε εις αυτήν λέγουσα ταύτα: «Εις το όνομά σου, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, λαμβάνω σήμερον το άγιον Βάπτισμα». Αι δε γυναίκες έκλαιον νομίζουσαι ότι θα φαγωθή από τας φώκας, και θ’ αφανισθή τοσούτον κάλλος, και την παρεκίνουν να μη εισέλθη· αλλ’ ευθύς κατήλθεν εξ ύψους θεία βοήθεια, εν είδει πυρός και αστραπών, εκ του οποίου ενεκρώθησαν αι φώκαι, νεφέλη δε εσκέπασε την Θέκλαν δια να μη την βλέπουν γυμνήν οι περιεστώτες. Έρριψαν δε εις την λίμνην άλλα θηρία αγριώτατα, αλλά αι γυναίκες έρριψαν έσω νάρδον, κασίαν και άμωμον, δια να αποκοιμηθούν τα θηρία από την ευωδίαν των μύρων και να μη την βλάψωσιν, όπερ και εγένετο. Τότε ο Αλέξανδρος είπε προς τον ανθύπατον· «Έχω δύο ταύρους αγριωτάτους και φοβερωτάτους, και ας την δώσωμεν εις αυτούς να την θανατώσουν». Ο δε απεκρίθη· «Κάμε ό,τι θέλεις εις αυτήν συ, ότι εγώ πλέον δεν βάλλω χείρα επ’ αυτής». Δέσαντες λοιπόν αυτήν την έβαλον εις τους ταύρους, τους οποίους κατέκαιον με πεπυρωμένα σίδηρα και τους εκέντων δια να αγριεύσουν χειρότερα· αλλά και τότε αυτοί μεν έμειναν άπρακτοι, τα δε δεσμά της Αγίας ελύθησαν, το πυρ εσβέσθη και αυτή ίστατο αβλαβής. Η δε Τρύφαινα, βλέπουσα όλα ταύτα τα μαρτύρια και τας θλίψεις, ελιποθύμησε και έπεσεν εις την γην ως νεκρά. Ο δε Αλέξανδρος εφοβήθη, διότι η Τρύφαινα ήτο συγγενής τού Καίσαρος, και λέγει εις τον ανθύπατον· «Κέλευσον να εκβάλωσιν έξω την Θέκλαν, και ας υπάγη όπου θέλει, να μη το μάθη ο βασιλεύς δια την Τρύφαιναν και μας θανατώση». Προσκαλέσας δε ο άρχων την Αγίαν, είπεν εις αυτήν· «Τις είσαι; Δια ποίαν αιτίαν  δεν σε έβλαψαν τα θηρία»; Η δε απεκρίθη· «Δούλη είμαι Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού, όστις έχει ζωής και θανάτου την εξουσίαν, και όστις πιστεύει εις αυτόν, δεν του εγγίζει τις βάσανος, ο δε απιστήσας λαμβάνει τον αιώνιον θάνατον». Ταύτα ακούσας ο άρχων εκέλευσε και την ενέδυσαν. Η δε είπεν εις αυτόν: «Ο Θεός να σε ενδύση σωτηρίαν εν ημέρα κρίσεως». Τότε έγραψε γράμμα ο άρχων προς τους Ικονίους λέγων: «Σας χαρίζω την θεοσεβή Θέκλαν». Εχάρησαν όθεν πάσαι αι γυναίκες, και φωνή μεγάλη εδόξαζον τον Κύριον, λέγουσαι: «Εις Θεός μέγας ο λυτρώσας εκ τόσων κινδύνων την δούλην Του». Η δε Τρύφαινα συνελθούσα ενηγκαλίσατο την Θέκλαν αγαλλομένη και λέγουσα· «Τώρα πιστεύω, ότι ζη και η θυγάτηρ μου Φαλκονίλλα. Ελθέ λοιπόν εις τον οίκον μου, φίλτατον τέκνον, να σου γράψω όλα μου τα υπάρχοντα». Έμειναν δε ομού ημέρας τινάς, διδάσκουσαι τον σωτήριον λόγον, και επέστρεψαν πολλάς εις θεογνωσίαν αληθινήν. Η Θέκλα όμως δεν ηδύνατο να υπομένη την του Αποστόλου στέρησιν, αλλά απέστειλεν εις διαφόρους τόπους ζητούσα τούτον και μαθούσα ότι εδίδασκεν εις τα Μύρα της Λυκίας, ενεδύθη ανδρικήν στολήν και λαβούσα μετ’ αυτής πολλούς νέους απήλθε προς αυτόν μετά πόθου και θερμού πνεύματος. Ο δε Παύλος, ιδών αυτήν εξαίφνης με τόσον πλήθος ανδρών, εθαύμασεν, ακούων μάλιστα όσα έπαθεν εις Αντιόχειαν. Η Θέκλα είπεν εις τον Απόστολον περί της Τρυφαίνης και του πολλού χρυσίου και αργυρίου, τα οποία διεμοίραζεν εις πτωχούς Χριστιανούς. Αφού δε ηυφράνθησαν πνευματικώς ημέρας τινάς, ο Παύλος λέγει εις αυτήν· «Γινώσκω, φιλτάτη μου θύγατερ, ότι ελυπήθης, διότι σε εγκατέλειψα· αλλά ήξευρε, ότι δια το συμφέρον σου το έκαμα, δια να μη θαρρής εις εμέ, αλλά εις τον Κύριον να ελπίζης εξ όλης καρδίας σου και όχι εις φίλους και συγγενείς σου· και ούτως εγένετο και εφάνης ανωτέρα τόσων βασάνων με την δύναμιν και βοήθειάν Του». Η δε απεκρίθη· «Την αυτήν γνώμην είχον και εγώ, μάρτυς μου ο Κύριος, ότι το έκαμες δια το όφελός μου και δεν εφοβούμην καμμίαν βάσανον. Μόνον δια την παρθενίαν μου ελυπούμην, μήπως και πάθω βιαίως τίποτε· αλλά ο Δεσπότης μου Χριστός, ο εκ της Αειπαρθένου γεννηθείς, με εφύλαξε καθαράν και άμωμον». Τότε της είπεν ο Απόστολος: «Θέλημα του Κυρίου είναι να υπάγης ταχέως εις την πατρίδα σου». Η δε, ως μαθήτρια καλή και υπήκοος δεν ηθέλησε να εναντιωθή ποσώς εις το πρόσταγμά του, αλλά κλίνασα την κεφαλήν προσεκύνησε, και ευλογηθείσα παρ’ αυτού ανεχώρησε, και απήλθεν εις Ικόνιον εις την οικίαν του Ονησιφόρου, και πίπτουσα εις το έδαφος, όπου πρώην εκάθητο διδάσκων ο θείος Απόστολος, κατέβρεχεν αυτό δια θερμών δακρύων εξ ευλαβείας λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο Θεός μου, διότι εφώτισάς με εις τούτον τον οίκον και εγνώρισά Σε. Συ μόνος είσαι Θεός αληθής, ότι εκ του πυρός και εκ των θηρίων με έσωσας, και σοι μόνω πρέπει δόξα τε και προσκύνησις εις τους αιώνας· αμήν». Ο Ονησιφόρος και πάντες οι μετ’ αυτού ηυφράνθησαν, ακούσαντες τα κατ’ αυτήν, και εδόξασαν τον Κύριον. Η δε Μάρτυς, ευρούσα νεκρόν τον Θάμυριν, την δε μητέρα της έτι ζώσαν, απήλθε προς αυτήν, και επάσχισε πολύ να την επιστρέψη προς την ευσέβειαν, αλλά δεν ηδυνήθη. Όθεν εξελθούσα της πόλεως, επήγεν εις το μνημείον όπου ήτο ο Παύλος κεκρυμμένος μετά του Ονησιφόρου, και προσευχομένη εδέετο του Κυρίου να την οδηγήση όπου είναι ευάρεστον. Έπειτα ανεχώρησεν εις την Σελεύκειαν πλησίον, επάνω εις εν όρος λεγόμενον Καλαμών, εις το οποίον την ωδήγησε μία νεφέλη φωτεινή· όθεν εννοήσασα ότι ήτο θέλημα του Κυρίου να κατοικήση εις εκείνο το όρος, ένθα εύρε και σπήλαιον, εισήλθεν εντός αυτού και διέτριψεν εκεί έτη πολλά, υπομείνασα διαφόρους και χαλεπούς πειρασμούς υπό των δαιμόνων, αλλά νικήσασα αυτούς Χάριτι και βοηθεία του Θεού. Εξήλθε δε η φήμη της Αγίας εις τόπους και πόλεις και ήρχοντο προς αυτήν γυναίκες πολλαί, και διδασκόμεναι τα προς σωτηρίαν άφηναν την δόξαν του κόσμου και ήρχοντο εκεί και ησκήτευον. Όχι δε μόνον τας ψυχάς εθεράπευεν η μακαρία, αλλά και τα σώματα, ει τι πάθος είχον, ιάτρευε δια της παρρησίας της προς Κύριον, και ήτο θαύμα εξαίσιον, ότι μόλις ως επλησίαζεν ο ασθενής εις το σπήλαιον, ευθύς εθεραπεύετο. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί περιεπάτουν και παράλυτοι ηγείροντο και δαιμονιώντες εθεραπεύοντο, και πάντες οι εν Σελευκεία οικούντες ηυχαρίστουν, ευρόντες ιατρόν τοσούτον εύσπλαγχνόν τε και άμισθον και μόνον οι ιατροί εσκανδαλίζοντο, ότι εις την Θέκλαν έτρεχον οι άρρωστοι πάντες, και επομένως εκινδύνευον να πτωχεύσωσι. Φθονήσαντες λοιπόν και πολλά θυμωθέντες, συμβούλιον έλαβον λέγοντες· «Αύτη η παρθένος είναι ιέρεια της μεγάλης Αρτέμιδος και δια την παρθενίαν της βοηθεί η θεά και τελεί τοιαύτα θαύματα· ας την μολύνωμεν σαρκικώς, να χάση ταύτην την χάριν». Ταύτα διασκεψάμενοι οι παμμίαροι, επλήρωσαν νέους τινάς ακολάστους να την βιάσωσιν, οίτινες απήλθον ευθύς εις το σπήλαιον, και έκρουσαν την θύραν· όθεν εξήλθεν η Αγία, γινώσκουσα εκ θείας Χάριτος την αιτίαν, δι’ ην εκείνοι οι αναίσχυντοι ήλθον εκείσε· πλην ηρώτησεν αυτούς τι εζήτουν. Οι δε είπον εις αυτήν ότι να κοιμηθώσι μετ’ αυτής παρεγένοντο. Η δε την αναισχυντίαν αυτών ακούσασα, είπεν· «Εγώ είμαι γραία δούλη ταπεινή του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, και εάν βουληθήτε και πράξητε πονηρόν εις εμέ, ζημίαν πολλήν θα πάθητε». Οι δε απεκρίθησαν· «Αδύνατον είναι να επιστρέψωμεν άπρακτοι». Ταύτα λέγοντες απεπειρώντο να την προσελκύσωσιν, η δε είπεν εις αυτούς εν ταπεινώσει· «Κ΄μετε υπομονήν, τέκνα μου, ολίγον, να ίδητε την δόξαν του Θεού». Ταύτα ειπούσα και εις τους ουρανούς τα όμματα άρασα ηύξατο· «Κύριε Παντοκράτορ, ο μόνος δυνατός και οίκτίρμων, η ελπίς των απηλπισμένων, η των αβοηθήτων βοήθεια, ο εκ πυρός και θηρών, Θαμύριδός τε και Αλεξάνδρου και βυθού διασώσας με, και ευδοκήσας εν εμοί να δοξασθή το Σον Πανάγιον όνομα, ρύσαι με εκ των χειρών των ανόμων τούτων, και μη αφήσης να υβρίσωσι την παρθενίαν μου, την οποίαν εις σε αφιέρωσα, ότι σε επιποθώ, Νυμφίε μου άμωμε, και σε προσκυνώ συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας· αμήν». Τότε γίνεται φωνή ουρανόθεν προς αυτήν λέγουσα· «Μη φοβού, Θέκλα δούλη μου αληθής, μετά σου γαρ ειμι· ιδού αυτή η πέτρα, η οποία είναι έμπροσθέν σου, ανοίγεταί σοι, ίνα είναι κατοικία σου αιώνιος». Τότε η Μάρτυς, ως είδε την πέτραν διανοιγείσαν, ευθύς εισήλθεν εις το σχίσμα, η δε πέτρα πάλιν εκλείσθη ως πρότερον και δεν εφαίνετο ποσώς ρήγμα. Εκείνοι δε οι βέβηλοι τούτο το θαύμα ορώντες εξεπλήττοντο, και μη δυνάμενοι τι άλλο να κάμωσιν, ήρπασαν το ωμόφορον αυτής, και έσχισαν μέρος τι ολίγον, και τούτο κατά θείαν οικονομίαν, άμα μεν εις πίστιν του γενομένου, άμα δε εις ευλογίαν και παραμυθίαν των μεταγενεστέρων ευσεβών τε και φιλοχρίστων. Ήτο δε η Αγία δέκα οκτώ ετών όταν ήρχισε το μαρτύριον, έκαμε δε την οδοιπορίαν εις τας περιόδους και εις την άσκησιν επί έτη εβδομήκοντα δύο (72), ώστε ήτο ενενήκοντα (90) ετών, όταν απήλθε προς Κύριον. Τοιούτον ήτο το τέλος της Πρωτομάρτυρος και Ισαποστόλου Θέκλης, τοιούτος ο Βίος, τα έπαθλα, και το υπέρ του Κυρίου μαρτύριον. Αυτήν ας έχωμεν και ημείς άγρυπνον αεί των ψυχών ημών φύλακα, και πρέσβυν ευπρόσωπον προς Θεόν, και οξείαν εν κινδύνοις αντίληψιν. Ης ταις πρεσβείαις και των αιωνίων τύχοιμεν αγαθών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω η δόξα και το κράτος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου