Τη ΚΔ΄ (24η) του αυτού μηνός Σεπτεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΚΟΠΡΙΟΣ.

Κόπρις ο Όσιος πατήρ ημών εγεννήθη  εις τινα κοπρίαν, ευρισκομένην έξωθεν του Μοναστηρίου του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, διότι διωκομένη η μήτηρ αυτού από τους Αγαρηνούς, ομού με άλλους πολλούς πλησιοχώρους και καταφεύγουσα προς τον Άγιον Θεοδόσιον δια να σωθή από τας χείρας των ασεβών, εκρατήθη από τα κοιλοπονήματα. Και ευρίσκουσα την εκεί κοπρίαν, εγέννησεν επάνω εις αυτήν. Αφού δε επέρασαν οι Αγαρηνοί, ευρίσκοντες οι Μοναχοί το βρέφος εν τη κοπρία, κατά προσταγήν του Αγίου Θεοδοσίου έλαβον αυτό και επωνόμασαν Κόπριν. Έτρεφον δε αυτό με γάλα αιγός, η οποία έβοσκε μεν ομού με τας άλλας αίγας, όταν δε ήρχετο ο καιρός δια να θηλάζη το παιδίον, τότε διεχωρίζετο από τας άλλας και μόνη κατέβαινεν από το βουνόν. Και αφού εθήλαζε το παιδίον, πάλιν επέστρεφεν εις την συνήθη της βοσκήν. Και τούτο εποίει, έως ου το παιδίον ηύξησε και έτρωγε στερεωτέραν τροφήν. Ούτος λοιπόν, όταν έφθασεν εις ηλικίαν τελειοτέραν, έγινεν αγαπητός εις τον μέγαν Θεοδόσιον. Και επειδή εφύλαξεν αμόλυντον το κατ’ εικόνα, δια τούτο ηξιώθη και της του Πνεύματος Χάριτος, και τα θηρία υπέτασσε.
Διότι μίαν φοράν ευρίσκων άρκτον τινά, ήτις έτρωγε τα μαρούλια του κήπου, έλαβεν αυτήν από το ωτίον και εξήγαγε του κήπου. Και επιτιμήσας αυτήν με την ευχήν του μεγάλου Θεοδοσίου την άκαμε να μη έμβη πλέον εις τον κήπον. Αλλά και αναβαίνων ποτέ εις το βουνόν ομού με τον όνον του Μοναστηρίου δια να κόψη ξύλα, επειδή μία άρκτος επλήγωσε τον όνον εις το μηρίον, εκράτησεν ο Όσιος την άρκτον, και εφόρτωσεν εις αυτήν τα ξύλα, ειπών· «Δεν θα σε αφήσω πλέον, αλλά συ θα κάμνης την υπηρεσίαν του όνου, τον οποίον επλήγωσας, έως ου υγιάνη εκείνος». Και λοιπόν δια της ευχής του Αγίου Θεοδοσίου υπετάσσετο εις αυτόν η άρκτος και έφερε τα ξύλα. Ούτος μίαν φοράν υπηρετών εις το μαγειρείον και βλέπων, ότι ο λέβης έβραζε και εχύνετο έξω το μαγειρευόμενον όσπριον, επειδή δεν εύρε την συνειθισμένην χουλιάραν, έβαλε γυμνήν την χείρα του μέσα εις τον λέβητα εκείνον και, ω του θαύματος! ευθύς έπαυσε το υπερβολικόν βράσιμον, χωρίς να πάθη παραμικράν βλάβην η χειρ του. Επειδή δε ήτο εστολισμένος με παν είδος αρετής, και μέχρι του γηρατείου του, δεν ημέλησε την άσκησιν (διότι αν και ήτο ετών ενενήκοντα, όμως ο τρισμακάριστος πάντοτε ίστατο εις τόπον απόκρυφον και προσηύχετο), δια ταύτα, λέγω, τα ένθεα αυτού κατορθώματα ηξιώθη να βλέπη τον μέγαν Θεοδόσιον, μετά τον εκείνου θάνατον, ο οποίος εφαίνετο εις αυτόν και συνέψαλλε μετ’ αυτού. Ακολούθως ήκουσε και μίαν φωνήν αυτού του ιδίου Θεοδοσίου, ήτις έλεγεν εις αυτόν ταύτα· «Αδελφέ Κόπρι, ιδού έφθασεν ο καιρός του θανάτου σου. Όθεν ελθέ προς εμέ, δια να αναπαυθής εις τον ετοιμασθέντα σοι τόπον της αναπαύσεως». Λάμψας λοιπόν ο Όσιος ούτος μεταξύ των Αγίων εκείνων Πατέρων ως ήλιος, εστολισμένος μάλιστα και με το λαμπρόν της ιερωσύνης αξίωμα, μετ’ ολίγας ημέρας, αφού ήκουσε την άνωθι φωνήν, ησθένησεν ολίγον. Και αποχαιρετήσας όλους τους Πατέρας και αδελφούς, απήλθε προς Κύριον. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου