Τη ΙΗ΄ (19η) του αυτού μηνός Ιουλίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΘΕΟΔΩΡΟΥ του κατά την Λαύραν του Αγίου Σάββα ασκήσαντος,

 έπειτα γεγονότος Αρχιεπισκόπου Εδέσσης· ου τον βίον έγραψεν ο Επίσκοπος Εμέσσης Βασίλειος.                                                                                             

Ανήρ τις από την Έδεσσαν, Συμεών ονόματι, έλαβε γυναίκα καλουμένην Μαρίαν και διήγον εναρέτως αμφότεροι. Δεν απέκτησαν δε άρρεν τέκνον, μόνον μίαν θυγατέρα, ήτις εγέννησεν εμέ τον Εμέσσης Επίσκοπον χρηματίσαντα. Μετέβαινον λοιπόν λυπούμενοι οι εμοί προπάτορες πολλάκις εις τον Ναόν του Κυρίου, δεόμενοι να τους δώση υιόν και να του τον αφιερώσουν εκ νεότητος. Και μίαν ημέραν, όπου ήτο το πρώτον Σάββατον των αγίων Νηστειών, απήλθε πάλιν η γυνή με τον άνδρα της εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, και εδέοντο του Θεού να τους δώση υιόν ως άνωθεν. Κατά την επομένην νύκτα είδον αμφότεροι εις το ενύπνιόν των τον Άγιον Θεόδωρον, και έλεγε ταύτα προς τον Μέγαν Παύλον·
«Ιδού, μαθητά του Κυρίου, πως παρακαλεί αυτό το ζεύγος, να γεννήσουν υιόν· λοιπόν δος εις αυτούς την αίτησιν, συ όστις έχεις μεγάλην παρρησίαν προς Κύριον». Ο δε απεκρίνατο· «Ο Κύριος θέλει δώσει εις αυτούς υιόν τάχιστα, και συ δος εις αυτόν την κλήσιν, ότι όντως δώρον Θεού έσται το τεχθησόμενον». Η μεν Μαρία εξύπνησε χαίρουσα, και έλεγε προς τον άνδρα το όραμα. Ο δε εβεβαίου, ότι είδε και αυτός τα όμοια. Εις ολίγας ημέρας συνέλαβεν η γυνή και εγέννησεν υιόν χωρίς λύπην και βάσανον. Όταν δε έγινε το τέκνον δύο ετών, το έφεραν εις τον Αρχιερέα και το εβάπτισεν, ονομάσας αυτό, ως δώρον Θεού, Θεόδωρον. Όταν δε έγινε πέντε ετών, τον έβαλαν εις τα γράμματα, εις τα οποία έκκαμε δύο έτη και καν ένα μάθημα δεν έμαθε. Τον ωνείδιζον λοιπόν οι γονείς και οι συσχολίται, ο δε διδάσκαλος τον ερράπιζεν, όλοι δε οι επίλοιποι τον ενέπαιζον. Όθεν μετέβη μίαν εορτήν, όταν έμελλε να λειτουργήση ο Αρχιερεύς, και εκρύβη πρότερον υποκάτω εις την αγίαν Τράπεζαν. Καθώς δε ελειτουργούσαν, απεκοιμήθη ο Θεόδωρος· και βλέπει ένα παιδίον ωραιότατον, το οποίον του έδιδε κηρόμελον, λέγον να γίνη Μοναχός και του έδωκε ράβδον ποιμαντικήν εις την χείρα του. Τότε ο Θεόδωρος εγνώρισεν, ότι ήτο ο Δεσπότης Χριστός, όστις τον εχειροτόνησεν Αρχιερέα με την ποιμαντορικήν ράβδον όπου του έδωκεν. Όθεν έπεσεν εις τους αγίους πόδας του, λέγων· «Ευλόγησόν με, Δέσποτα, να μάθω τα ιερά γράμματα». Και καθώς τον ηυλόγησεν ο Κύριος εξύπνησε και εβγήκεν από την αγίαν Τράπεζαν. Τότε τον ηρώτησεν ο Αρχιερεύς τι εζήτει εκεί και του είπεν όλην την αλήθειαν. Όθεν θαυμάζων ο Αρχιεπίσκοπος τον έκαμεν αναγνώστην· από ταύτην την ώραν επρόκοπτε με πόσην ευκολίας εις τα μαθήματα, ώστε δεν εχρειάζετο να του το ειπή δεύτερον ο διδάσκαλος, αλλά με μίαν φοράν το εμάνθανεν. Όθεν όλοι τον αγαπούσαν και τον εφήμιζον δια την φιλομάθειαν του. Έμαθε λοιπόν εις ολίγους χρόνους Γραμματικήν, Ρητορικήν και Φιλοσοφίαν θαυμασιώτατα. Όταν δε ήτο ετών δεκαοκτώ, οι γονείς του απέθανον. Ο δε νέος εμοίρασεν εις δύο όλην την περιουσίαν του, και έδωκε το ένα μέρος εις την αδελφήν αυτού, και μητέρα του, τα δε επίλοιπα εμοίρασεν εις πτωχούς, δεν εκράτησε δε τίποτε δια τον εαυτόν του, αλλ’ υπήγεν εις την Αγίαν Πόλιν, προσκυνήσας δε τον Τάφον του Κυρίου, έβρεχεν αυτόν με την ροήν των δακρύων του. Ομοίως και τον Γολγοθάν και όλους τους άλλους Αγίους Τόπους προσκυνήσας, ήλθεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, όπου παρεκάλεσε τον Καθηγούμενον Ιωάννην να τον κάμη Μοναχόν. Ούτος τον εδίδαξε πρότερον τας τάξεις της μοναδικής πολιτείας με πάσαν ακρίβειαν, και κατόπιν τον έκειρεν, έμεινε δε εις την υπακοήν του υποστηρίζων το γήρας του γέροντος αυτού και ελαφρύνων τους πόνους του. Αυτός δε εβασάνιζε την σάρκα του με τας υπηρεσίας της Μονής και άλλας σκληραγωγίας, την δε ψυχήν έτρεφε με την μελέτην της θείας Γραφής και ανάγνωσιν. Όταν είχεν εις την υπακοήν χρόνους δώδεκα, ήλθεν εις το τέλος της ζωής ο γέρων αυτού Ιωάννης, ο της Λαύρας Ηγούμενος, ο δε Θεόδωρος του εζήτησε την ευλογίαν, ίνα μετά την εκείνου κοίμησιν απέλθη εις την ησυχίαν. Τότε ο γέρων τον ηυχήθη εξ όλης ψυχής και του ηυλόγησε την αναχώρησιν, λέγων· «Ύπαγε, τέκνον μου φίλτατον· εις τον Θεόν σε παραδίδω και Αυτός να σε οδηγήση εις το άγιόν Του θέλημα». Του υπέδειξε δε και το κελλίον εις το οποίον θα έμενε και ούτως ο μεν γέρων απήλθε προς Κύριον, ο δε νέος, τας ευχάς του πατρός ως όπλα λαμβάνων, εξήλθεν εις το της ησυχίας στάδιον. Έκαμε δε εις το κελλίον αυτό χρόνους είκοσι τέσσαρας αγγελικήν πολιτείαν διάγων. Δεν είχε ράσον δεύτερον ούτε σακκούλι, ούτε άλλο αγγείον σωματικόν τελείως, μόνον εις την πίστιν και αρετήν ήτο πλούσιος. Έτρωγεν άρτον ολίγον και ύδωρ σύμμετρον, εκοιμάτο δύο ώρας δια την ανάγκην της φύσεως και τότε ηγείρετο και έστεκεν εις την προσευχήν έως την τρίτην ώραν της ημέρας ασάλευτος, ώσπερ να ήτο χαλκούς ανδριάς και στήλη τις λιθίνη· αντιμαχόμενος δε καθ’ ημέραν με τα πνεύματα της πονηρίας, τα εδίωκε μακράν με τα βέλη της προσευχής ο μακάριος. Είχε δε και ένα συγγενή κατά σάρκα, νέον την ηλικίαν, εις δε την γνώσιν πρεσβύτερον. Ούτος ο καλός νεανίας ήτο εις την Έδεσσαν, και ακούσας τας αρετάς του Θεοδώρου επήγε και τον εύρε, πίπτων δε εις τους πόδας αυτού τον παρεκάλει να τον κουρεύση, να μείνη εις την συνοδείαν του. Ο δε Θεόδωρος εγνώρισε με την διορατικήν του Πνεύματος ενέργειαν την ευγένειαν της ψυχής του νέου, και τον εκουρευσεν ευθύς χωρίς δοκιμασίαν· ονομάσας δε αυτόν Μιχαήλ, τον ενέδυσε το μοναχικόν σχήμα. Έμεινε λοιπόν ο θαυμάσιος Μιχαήλ υποτασσόμενος εις όλα εις τον Γέροντά του, και έκαμνεν όσα εις εκείνον εφαίνοντο αρεστά. Είχον δε και εργόχειρον δια να φεύγουν οι κακοί λογισμοί και έπλεκαν ζεμπίλια. Τον καιρόν εκείνον ήλθεν ο βασιλεύς της Περσίδος Αδραμέλεχ με την γυναίκα του, Σεϊδην ονόματι, ως περιηγηταί εις τα Ιεροσόλυμα. Ο δε τίμιος Θεόδωρος έστειλε τον Μιχαήλ να πωλήση εις την Ιερουσαλήμ το εργόχειρόν των, να αγοράση παξιμάδια· ο δε επήγε λαμβάνων την ευχήν του γέροντος. Όταν δε επλησίασεν εις το ξενοδοχείον της Λαύρας του Αγίου Σάββα, εχαιρέτησε τους Μοναχούς, αφήσας δε εκεί τα σκεύη, επήγεν εις τον Άγιον Τάφον. Αφού λοιπόν προσεκύνησε μετά δακρύων πολλών κατέβη πάλιν εις το ξενοδοχείον· λαβών δε τα σκεύη επήγεν εις την αγοράν. Εκεί τον συνήντησεν ο ευνούχος της προρρηθείσης βασιλίσσης Σεϊδης και του λέγει· «Νεανίσκε, ακολούθει μοι, και εγώ αγοράζω αυτά όπου κρατείς και θα σου δώσω όσα χρήματα θέλεις». Ο δε Μιχαήλ, μη ηξεύρων ποσώς πανουργίαν, ηκολούθει ως αρνίον άκακον, έως ου έφθασαν εις την θύραν της νέας Αιγυπτίας· εισελθόντες δε εις την οικίαν, ανήγγειλεν ο ευνούχος εις την βασίλισσαν δια τον Μοναχόν και τον εκάλεσεν επάνω η πικρά λέαινα. Ήτις, ωε είδε τον νέον, ετρώθη εις την καρδίαν σατανικόν έρωτα, διότι ο Μιχαήλ ήτο είκοσιν ετών, πολλά ωραίος και μεγαλόκορμος, η δε ευπρέπεια του σώματος εφανέρωνε την της ψυχής ωραιότητα· μόνον ήτο χλωμός και αδύνατος από την πολλήν εγκράτειαν. Τότε ηρώτησεν αυτόν η βασίλισσα τις και πόθεν ήτο. Ο δε απεκρίνατο· «Μοναχός είμαι πτωχός, από την Μονήν του Αγίου Σάββα». Αύτη του λέγει· «Σε βλέπω αδύνατον και σε λυπούμαι· λοιπόν εάν είσαι δούλος ή αιχμάλωτος, να σε ελευθερώσω· αν είσαι ασθενής, να σε ιατρεύσω· ει δε και είσαι πτωχός, να σου δώσω όσον πλούτον χρειάζεσαι». Ταύτα ακούσας ο καλός νέος ύψωσεν εις τον ουρανόν την καρδίαν του και κατά νουν ευξάμενος απεκρίνατο· «Ήμην ένα καιρόν του κόσμου και του δαίμονος αιχμάλωτος, αλλά με την χάριν Χριστού του Θεού ελυτρώθην· δούλος ήμην της αμαρτίας, λαβών δε ο Δεσπότης δούλου μορφήν με ηλευθέρωσεν, ασθενούντα με εθεράπευσε, πτωχεύοντα Αυτός με επλούτησε και δεν χρειάζομαι τίποτε». Λέγει του πάλιν η δολία· «Ω νεανίσκε, χαρά εις εσέ, αν γίνης φίλος μου· πρόσεχε όμως να υπακούσης εις ό,τι σου λάγω, ίνα μη σε μισήσω και σε θανατώσω με πολλούς δαρμούς και δεινά κολαστήρια». Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ έχω φίλον τον Θεόν και δεν καταδέχομαι την φιλίαν σου και όσας τιμωρίας μου δώσεις, τόσας τρυφάς μου προξενείς εις τον Παράδεισον». Λέγει του πάλιν η λέαινα· «Ω τρισάθλιε, ποίων αγαθών υστερείς τον εαυτών σου! Δεν είμαι ωραία και ποθητή και αξία πάσης επιθυμίας, ταλαίπωρε»; Λέγει ο Μιχαήλ· «Μάλιστα, είσαι άσχημη και βρωμισμένη υπέρ την κόπρον και τον βόρβορον». Τότε η ασπίς εκείνη εθυμώθη πολλά και προστάσσει να τον απλώσουν εις την γην οι δούλοι της, να τον δείρουν ανηλεώς, και καθώς τον ερράπιζον, αυτή του έλεγεν· «Επειδή τας μεγάλας μου τιμάς και δωρεάς δεν κατεδέχθης, εγώ θα σε θανατώσω κακώς πανάθλιε». Αυτός δε ο τρισμακάριος, ώρας πολλάς μαστιγούμενος, υπέμενεν ανδρείως τας οδύνας, με την ελπίδα των μελλουσών απολαύσεων. Αφού τον έδειραν όσον ήθελε, τον έστειλε με δύο ευνούχους δεδεμένον προς τον βασιλέα η παμβέβηλος και του έγραψεν αντιθέτως την υπόθεσιν, ούτω λέγουσα· «Ούτος ο δεινός και αναίσχυντος Μοναχός ετόλμησε να με υβρίση. Λοιπόν ή τούτον θανάτωσον ή εγώ θα αποθάνω από την θλίψιν μου». Ταύτα ο Πέρσης αναγινώσκων, εγνώρισεν ότι ψευδώς τον εσυκοφάντησεν η βασίλισσα. Πλην ως φιλογύναικος δεν ηθέλησε να λυπήση την σύζυγον και προστάσσει να φέρουν εκεί τον Όσιον, όστις εισήλθε χωρίς να τον προσκυνήση τελείως. Βλέπων ο βασιλεύς προς αυτόν με θυμόν, τον ηρώτησε λέγων· «Τι αποκρίνεσαι προς την κατηγορίαν ταύτην, αναίσχυντε; Εγώ νομίζω ότι είσαι πταίστης και υπεύθυνος αναπολόγητος». Ούτος είπε κεκαλυμμένως την υπόθεσιν, δια να μη ηξεύρουν οι παριστάμενοι την αιτίαν, ότι δια την γυναίκα του επρόκειτο. Ο δε Μιχαήλ απεκρίνατο· «Τρία πράγματα πρέπει να φυλάττη ο βασιλεύς υπέρ πάντα· φόβον Θεού, ελεημοσύνην εις τους ανθρώπους και δικαιοσύνην εις τας κρίσεις του». Ο βασιλεύς ικανοποιημένος από την συνετήν ταύτην απόκρισιν του Αγίου επρόσταξε και τον έλυσαν. Έπειτα τον ηρώτησε πόθεν ήτο· ο δε είπεν· «Από τον Άγιον Σάββαν». Λέγει προς αυτόν ο Πέρσης· «Με τα λόγια σου θέλω να σε κρίνω. Εσύ είπες ότι ο βασιλεύς πρέπει να κάμνη δικαιοσύνην· λοιπόν όταν μου τύχη τις κλέπτης ή μοιχός, τι ορίζουν οι νόμοι να κάμω εις αυτόν τον ένοχον»; Λέγει εις αυτόν ο Όσιος· «Άνθρωπός τις κατώκει πλησίον ενός βασιλίσκου δράκοντος, όστις μόνον με το βλέμμα του θανατοί τους ορώντας. Φεύγων λοιπόν τον πονηρόν γείτονα, έπεσεν εις ένα βλοσυρόν και φοβερόν λέοντα». Λέγει ο Πέρσης· «Γνωρίζω της παραβολής την δύναμιν, αλλά μη φοβηθής το βλοσυρόν του λέοντος, μόνον άκουσόν μου εις τούτο, όπου σε συμβουλεύω, διότι λυπούμαι την νεότητά σου να σου δώσω πρόωρον θάνατον, και θέλω να σε κάμω τέκνον μου, να σε τιμήσω περισσότερον από τους άρχοντάς μου, να ορίζης όλην την περιουσίαν μου, μόνον να αρνηθής την θρησκείαν σου». O δε απεκρίνατο· «Εγώ, βασιλεύς, είμαι δούλος του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, και δεν χωρίζω από την πίστιν των Χριστιανών ουδέποτε». Λέγει ο βασιλεύς· «Λοιπόν σου αρέσει αυτό το άσχημον σχήμα όπου φορείς και θλίβεις την σάρκα σου»; Λέγει εις αυτόν ο μακάριος Μιχαήλ· «Περισσότερον σεμνύνομαι εις τούτο και χαίρομαι, παρά συ εις τα πολύτιμα φορέματά σου». Θέλων τότε ο βασιλεύς να νικήση τον Μάρτυρα δια του λόγου, λέγει προς αυτόν· «Εγώ τας Γραφάς όλας ανέγνωσα, την Παλαιάν Διαθήκην και το Ευαγγέλιον, αλλά δεν σας προστάσσει να φεύγετε τον γάμον και τα κρέατα». Ο δε Μιχαήλ απεκρίνατο· «Εις δύο είναι μοιρασμένη η τάξις μας, μοναδικόν βίον και λαϊκόν· οι μεν λαϊκοί έχουν συγχώρησιν να τρώγουν κρέας και να έχουν γυναίκα νόμιμον, ημείς δε οι Μοναχοί απέχομεν από ταύτα, επειδή νεκροί εις τον κόσμον κατά την σάρκα λογιζόμεθα και δεν κοινωνούμεν γάμων, δια να μη φροντίζωμεν και μεριμνώμεν πώς να αρέσκωμεν του κόσμου και των γυναικών, καθώς είπεν ο Απόστολος, αλλά μόνον εις τον Κύριον να δουλεύωμεν». Λέγει του ο Πέρσης· «Ο Παύλος σας επλάνησε και ζημιώνεσθε και τους δύο κόσμους, την τε παρούσαν ζωήν και την μέλλουσαν». Λέγει ο Όσιος· «Εβλασφήμησας· ότι ο Παύλος μάλιστα έσωσε τα έθνη και μας εδίδαξε πώς να σωθώμεν, να απολαύσωμεν εκείνα τα αγαθά, όπου δεν είδε όμμα, ούτε νους να καταλάβη δύναται». Ο δε συγκοινωνός του βασιλέως ήτο Ιουδαίος και είπεν εις τον Μιχαήλ· «Ο Παύλος δεν ήτο Εβραίος»; Λέγει ο Μιχαήλ· «Ναι· αλλά εκήρυξε του Χριστού τα δόγματα και διδάγματα· και καταργήσας την σκιάν του παλαιού νόμου, έδειξε την χάριν της αληθείας, την οποίαν ο νόμος και οι Προφήται προεκήρυξαν». Λέγει του πάλιν ο βασιλεύς· «Κάμε τον λόγον μου, ομολόγησον τον Μωάμεθ προφήτην Χριστού και απόστολον, να σε κάμω τέκνον μου». Τότε ηρώτησεν ο Μιχαήλ τον βασιλέα λέγων· «Συ, βασιλεύς, ομολογείς τον Χριστόν Υιόν Θεού»; Ο δε είπε· «Ναι, και μαρτυρώ τούτο κατ’ αλήθειαν». Έπειτα λέγει και προς τον Εβραίον ο πάνσοφος· «Και συ, Ιουδαίε, μαρτυρείς, ότι με τον Λόγον του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν, και με το Πνεύμα του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών»; Και ο Εβραίος έστερξε λέγων· «Ούτως είναι η αλήθεια». Τότε ο Μάρτυς της αληθείας, πλησθείς Πνεύματος Αγίου, εβόησε λέγων· «Ιδού ότι σεις μαρτυρείτε την πίστιν μου αληθινήν, αν και καθώς πρέπει δεν πιστεύετε· αλλ’ εγώ δεν μαρτυρώ την πλάνην σας, άπαγε· ότι ο Μωάμεθ ούτε προφήτης είναι, ούτε απόστολος, αλλά πλάνος και απατεών, και του Αντιχρίστου πρόδρομος. Και συ, Ιουδαίε, γνώριζε πως ήλθεν ο Χριστός εις τον κόσμον, γεννηθείς εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Αειπαρθένου. Λοιπόν μη εκδέχεσαι πλέον δευτέραν γέννησιν, αλλά γίνωσκε βέβαια, ότι εκείνος, όπου περιμένεις, είναι ο παμμίαρος Αντίχριστος, του οποίου ωνομάσθη ο απατεών Μωάμεθ πρόδρομος». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, οι μεν Σαρακηνοί εθυμώθησαν, οι δε Χριστιανοί ηυφράνθησαν. Τότε του λέγει ο βασιλεύς οργιζόμενος· «Κάμε ένα από τα δύο ταύτα· ή αρνήσου την πίστιν σου, ή θα σου δώσω πικρόν θάνατον». Ο αθλητής απεκρίνατο· «Κάμε ένα από ταύτα τα τρία, ή άφες με να υπάγω εις τον γέροντά μου, επειδή ποσώς δεν έπταισα, ή στείλε με προς τον Χριστόν με το μαρτύριον, ή γίνου και συ Χριστιανός, να βασιλεύσης αιώνια εις τους ουρανούς». Θυμωθείς εις ταύτα ο τύραννος επρόσταξε να κάμουν ανθρακιάν μεγάλην, επάνω εις την οποίαν έστησαν γυμνόποδα τον Μάρτυρα, όστις έστεκεν ώραν πολλήν υπό του πυρός καταφλεγόμενος και δεν εσάλευσε τελείως, ούτε σκυθρωπόν σχήμα έδειξεν, αλλ’ είχε φαιδράν την όψιν με υπομονήν θαυμάσιον. Μετά ταύτα εξάγων αυτόν από την πυράν, επρόσταξεν ο τύραννος να φέρουν ένα φάρμακον, το οποίον εθανάτωνεν ευθύς τον άνθρωπον, όστις το έπινε. Και λέγει προς τον Όσιον· «Τώρα ήλθε το τέλος σου· λοιπόν ή κάμε τον λόγον μου ή πίε αυτό το θανάσιμον ποτήριον». Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ και προς δηλητήρια φάρμακα, και προς ξίφη, και πυρ, και πάσαν άλλην βάσανον είμαι έτοιμος, μόνον τον Χριστόν μου να μη υστερηθώ, όστις είναι η ζωή μου και άνεσις». Τότε ενώσαντες οι Σαρακηνοί το φάρμακον με ολίγον μέλι το έδωκεν ο βασιλεύς εις τον Μάρτυρα λέγων· «Λάβε το πικρόν του θανάτου με γλυκύτητα μέλιτος». Ο δε Μάρτυς έκαμε τον Σταυρόν εις το ποτήριον, και πίνων αυτό έμεινεν αβλαβής με την θείαν βοήθειαν. Όθεν θαυμάσας ο βασιλεύς ηθέλησε να δοκιμάση του φαρμάκου την δύναμιν και φέροντες ένα κατάδικον, τον οποίον ήθελε να θανατώση, του έδωκεν ο βασιλεύς από εκείνο το φάρμακον και ευθύς εκείνος εξέψυχε και ερράγη όλον το σώμα του. Ο δε Μάρτυς εστέκετο αβλαβής, δοξάζων τον Κύριον. Τότε οι μεν Χριστιανοί εχάρησαν, οι δε Σαρακηνοί κατησχύνθησαν και εφώναζαν προς τον τύραννον· «Ή τούτον θανάτωσον ή όλους τους Χριστιανούς εξάλειψον». Όθεν επρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Και λαμβάνοντες αυτόν οι στρατιώται, ίνα τον οδηγήσουν εις τον τόπον της τελειώσεως, ηκολούθησαν όλος ο λαός, Χριστιανοί τε και Άραβες. Ο δε Μάρτυς, σταθείς κατ’ ανατολάς και υψώσας προς ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, ούτως ηύξατο: «Δέσποτα παντοκράτορ, Ύψιστε Βασιλεύ, Άγιε Αγίων, ευχαριστώ σοι ότι με ηξίωσας να τελειώσω τον αγώνα τούτον, και σε παρακαλώ να μη με κατασπάση εις τον βυθόν της απωλείας ο πονηρός δράκων, αλλ’ ας παραλάβουν την ψυχήν μου Άγιοι Άγγελοι, να την οδηγήσουν εις Μονάς αναπαύσεως· ότι Σε επεπόθησα, Κύριε, και Σε υμνώ και μεγαλύνω, τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, την μίαν βασιλείαν τε και θεότητα. Ότι Σου εστιν η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Και προσκυνήσας τω Θεώ έκλινε την κεφαλήν ο μακάριος και την απέκοψεν ο δήμιος. Ελθόντες δε οι Μοναχοί του Ξενοδοχείου της Λαύρας να πάρουν το άγιον αυτού λείψανον, οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων δεν το άφησαν λέγοντες· «Εδώ όπου εμαρτύρησε πρέπει να μείνη και το άγιόν του λείψανον εις αγιασμόν και ευλογίαν μας». Οι δε Μοναχοί αντέλεγον, ότι ήτο θρέμμα της ερήμου και τέκνον του Οσίου Σάββα, και πρέπει να ενταφιασθή εις την Λαύραν. Έκαμαν δε τόσην φιλονεικίαν, ώστε το έμαθεν ο βασιλεύς, και κρίνων δίκαια, επρόσταξε να τον πάρουν εις την Λαύραν. Αυτήν την ημέραν εφανέρωσεν ο Κύριος με αποκάλυψιν την άθλησιν του Οσίου προς τον μέγαν Θεόδωρον, όστις εχάρη πολύ και εδήλωσεν εις όλην την αδελφότητα λέγω· «Ο αδελφός μας Μιχαήλ ετελείωσε τον μαρτυρικόν αγώνα εις την Αγίαν Πόλιν σήμερον». Ευθύς δε έστειλε Μοναχούς να λάβουν το άγιον λείψανον. Οι δε απελθόντες επήραν αυτό την νύκτα, και το έφερναν προς την Λαύραν ψάλλοντες. Τότε έδειξεν ένα μέγα θαυμάσιον ο των θαυμασίων Θεός, ως πάντα δυνάμενος ήλθε δηλαδή από τον ουρανόν στύλος πύρινος, όστις εξέπεμπε φως άπειρον και έλαμπεν όλον εκείνο το περίχωρον, επροπορεύετο δε το φως εκείνο του μαρτυρικού σώματος τόσον ώστε και ο λαός της Αγίας Πόλεως έβλεπον εκείνον τον στύλον του πυρός όπου συνώδευσεν έως την Λαύραν το άγιον λείψανον. Τότε εξήλθε και ο Μέγας Θεόδωρος εις απάντησιν, χύνων ως ποταμόν τα δάκρυα, οι δε αδελφοί όλοι με τον Καθηγούμενον, κρατούντες λαμπάδας και θυμιάματα και ψάλλοντες ύμνους μαρτυρικούς και τροπάρια, το έφεραν εις το Κυριακόν. Ήτο δε εις την Λαύραν ένας αδελφός ασθενής, το όνομά του Γεώργιος, όστις έκειτο τρεις χρόνους ακίνητος, τον οποίον πολλάκις και ο Μιχαήλ υπηρέτησε. Τότε λοιπόν ούτος ο Γεώργιος παρεκάλει όλους τους Μοναχούς να τον σηκώσουν, να υπάγη και αυτός εις την Εκκλησίαν, να ασπασθή εις αγιασμόν το άγιον εκείνο λείψανον· αλλ’ ουδείς τον ήκουσεν, ότι έκαστος εφρόντιζε δια τον εαυτόν του. Λυπούμενος λοιπόν εις τούτο ο άρρωστος, είπε ταύτα μετά δακρύων και πίστεως· «Αδελφέ Μιχαήλ, εάν έτυχες παρρησίας προς Κύριον, ενθυμήσου και εμέ τον φίλον σου, και παρακάλεσον τον Δεσπότην μας να με δυναμώση να έλθω και εγώ να προσκυνήσω το άγιό σου λείψανον». Ταύτα λέγων (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ παντοδύναμε!) ευρέθη όλος υγιής, και επήδησεν όρθιος ο πρώην ακίνητος· τρέχων δε εις την Εκκλησίαν, κατησπάζετο τον Άγιον και έλεγε ταύτα κλαίων· «Αληθώς, αδελφέ ποθεινότατε, μεγάλην παρρησίαν εύρες προς Κύριον· όντως τελείαν έδειξας την αγάπην σου προς εμέ τον ταλαίπωρον· ζώντος σου, πολλάκις με υπηρέτησες, και μεταστάς προς τα ουράνια, εις μίαν στιγμήν με ιάτρευσες». Ενεταφίασαν λοιπόν εκείνο το τίμιον λείψανον εις την θήκην των λοιπών Οσίων Πατέρων, όσοι πρωτύτερα εμαρτύρησαν. Από τότε δε ηγωνίζετο περισσότερον ο Μέγας Θεόδωρος, αγρυπνών, νηστεύων και προσευχόμενος, και αναβάσεις εις την καρδίαν θέμενος και εις υψηλάς θεωρίας καθ’ εκάστην προκόπτων. Τον καιρόν εκείνον, όπου ήτο η αγία και μεγάλη Εβδομάς, ήλθεν ο Πατριάρχης της Αντιοχείας με τους Επισκόπους του δια χρείαν τινά εις Ιεροσόλυμα. Κθώς δε ήσαν ομού οι δύο Πατριάρχαι με τους Αρχιερείς των, ήλθον τινές Ιερείς τε και λαϊκοί από την Έδεσσαν, και έδωσαν γράμμα εις την Ιεράν Σύνοδον, και εδέοντο να τους δώσουν ένα Αρχιερέα γραμματισμένον και ενάρετον, διότι ετελεύτησεν από πολύν καιρόν ο Μητροπολίτης των και εσηκώθησαν πολλοί αιρετικοί διαστρέφοντες τον λαόν και οδηγούντες πολλούς εις απώλειαν. Τότε ο αγιώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, πεφωτισμένος από τον Θεόν, είπε ταύτα· «Δεν είναι άλλος άξιος δια την υπηρεσίαν ταύτην ως ο θαυμαστός ησυχαστής Θεόδωρος, όστις ευρίσκεται εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, ευαγγελικώς πολιτευόμενος». Ως ήκουσε ταύτα η Ιερά Σύνοδος, όλοι έστερξαν και τον εψήφισαν Εδέσσης Αρχιεπίσκοπον. Ευθύς τότε του έγραψεν ο Ιεροσολύμων να έλθη εξ αποφάσεως εκεί εις την Σύνοδον, αλλά την αιτίαν δεν εφανέρωσεν. Όταν ήλθε, του ανήγγειλαν δια την θείαν βούλησιν. Έκλαυσε τότε πικρώς ο Όσιος και έλεγε· «Μη γένοιτο, Δεσπόται μου Άγιοι, να πάρω τόσον βάρος επάνω μου· ότι καθώς όταν βάλη τις πολύ φορτίον εις μικρόν πλοιάριον πνίγεται, ούτω και εγώ, εάν βάλετε τόσον βάρος εις την ψυχήν μου, κινδυνεύω εις θάνατον». Οι δε Αρχιερείς τον παρηγόρησαν και ενουθέτησαν να μη εναντιούται εις το Πνεύμα το Άγιον. Πολλά επάσχισαν δια να στέρξη, και δεν ηθέλησεν. Όθεν και μη θέλοντα τον εχειροτόνησαν και οι δύο όπου ελειτούργησαν ομού την μεγάλην Πέμπτην. Ο δε Θεός, δια να φανερώση ότι ήτο άξιος της αρχιερωσύνης, έδειξε την ώραν εκείνην ένα θαυμάσιον· ήλθε μία λευκή περιστερά, και εκάθησεν εις την ιεράν κεφαλήν του χειροτονουμένου. Ταύτην όχι μόνον οι Πατριάρχαι, αλλά και οι Επίσκοποι και οι Ιερείς την είδον και εχάρησαν, δοξάζοντες τον Κύριον. Μετά την ιερουργίαν τον εκράτησαν οι Πατριάχαι και εφιλεύθησαν, έμεινε δε εκεί έως την Λαμπράν όπου ελειτούργησε με τους Πατριάρχας, την δε Δευτέραν επήγεν εις την Λαύραν, όπου έκαμε τρεις ημέρας· και τότε, αποχαιρετήσας τους Πατέρας, επήγεν εις την Αγίαν Πόλιν, προσκυνήσας δε όλους τους Αγίους Τόπους εκίνησεν εις οδοιπορίαν με τους Εδεσσηνούς προς την Έδεσσαν· πάλιν δε εγύριζε την κεφαλήν και βλέπων την πόλιν έκλαιε, και ταλανίζων εαυτόν επορεύετο. Ήμην δε και εγώ ο Βασίλειος, όπου έγραψα ταύτα, με άλλους δύο αδελφούς εις την συνοδείαν του. Καθώς δε εφθάσαμεν εις τον ποταμόν Ευφράτην, εμείναμεν εις ένα τόπον χλοερόν· τότε ενθυμηθείς της Αγίας Πόλεως και της Λαύρας ανέγνωσε τον ψαλμόν τούτον με δάκρυα λέγων· «Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν» και τα εξής. Ταύτα λέγων μετενόησε, και ήθελε να στρέψη πάλιν εις την Λαύραν. Καθώς όμως απεκοιμήθη ολίγον, είδεν όψιν θείαν και του λέγει· «Θεόδωρε, δεν πρέπει να μιμηθής τον οκνηρόν δούλον, όστις έκρυψε το τάλαντον, αλλά εκείνον, όστις εδιπλασίασε τα πέντε και έγινεν εξουσιαστής δέκα πόλεων. Σήκωσε και συ τον ζυγόν του Χριστού, τον οποίον σου έδωσαν». Εξυπνήσας ο Θεόδωρος εκατάλαβε την δύναμιν της οράσεως και έλεγε· «Ας γίνη του Κυρίου το θέλημα». Από τότε εσπούδαζε να αυξήση το εμπιστευθέν εις αυτόν τάλαντον. Όταν δε εφθάσαμεν εις την Έδεσσαν, μας προϋπήντησαν όλοι της πόλεως με πολλήν ευλάβειαν, και μας υπεδέχθησαν ως έπρεπε. Την Κυριακήν ελειτούργησεν ο Άγιος και ηυλόγησε το ποίμνιον διδάξας τα προς σωτηρίαν, πάντες δε ηυφράνθησαν. Άλλην ημέραν εξήλθεν από την πόλιν ο Άγιος και βλέπων έξωθεν στύλους πολλούς ηρώτησε τις τους έστησε· και είπον: «Εις τον καιρόν του ευσεβούς βασιλέως Μαυρικίου τους έκτισαν, και κατώκησαν εις αυτούς πολλοί στυλίται». Ερωτήσας τότε εάν ήτο ακόμη τις, του είπον πως ήτο ένας μόνον, πολύ γέρων, ονόματι Θεοδόσιος, όστις από το πολύ γήρας παραλαλεί πολλάκις άκαιρα λόγια. Ταύτα ακούσας ο θείος Θεόδωρος εννόησεν ότι ήτο ενάρετος ο στυλίτης, και πηγαίνων εις αυτόν αυτός μόνος και χαιρετήσας αυτόν, τον παρεκάλεσε λέγων: «Δέομαί σου, Πάτερ τιμιώτατε, ειπέ μοι λόγον σωτηρίας και στήριξον την καρδίαν μου, ότι πολλά λυπείται δια το βάρος της Αρχιερωσύνης, όπου με εφόρτωσαν». Λέγει του ο Θεοδόσιος: «Εγώ να σοι είπω ει τι με φωτίσει ο Κύριος, αλλά πρόσεχε και φυλάττου να μη ομολογήσης τινός άλλου όσα σου είπω, έως να πάρη την ψυχήν μου ο Κύριος. Μη λυπήσαι δια την αρχιερωσύνην, όπου έλαβες, ότι όλα τα προσκόμματα θέλει ευοδώσει ο παντοδύναμος, να διασκεδάση από την Εκκλησίαν του όλους τους αιρετικούς, όσοι μελετώσι κατά σου δεινά και άδικα, και να σου δώση χάριν να επιστρέψης τον βασιλέα των Περσών εις την ευσέβειαν, όταν τον ιατρεύσης πρότερον από την σωματικήν ασθένειαν· εκείνος δε θέλει σου δώσει όσα χρειάζεσαι εις βοήθειαν». Τότε ο τίμιος Θεόδωρος ηρώτησε πάλιν τον Όσιον λέγων· «Λέγε μοι, Πάτερ πνευματικέ, πόσους χρόνους έχεις εις τούτον τον κίονα και τις ήτο η αιτία και ανέβης»; Ο δε Γέρων, εκ βάθους καρδίας στενάξας, απεκρίνατο· «Όταν ήμην νέος, έφυγα από τον κόσμον ομού με ένα αδελφόν μου μεγαλύτερον· και πηγαίνοντες εις Μοναστήριον, εκάμαμεν χρόνους· τότε με το θέλημα του πνευματικού μας Πατρός επήγαμεν εις την της Βαβυλώνος έρημον· εκεί δε ευρίσκοντες σπήλαια εμείναμεν, τρεφόμενοι από τα χόρτα και ακρόδρυα, ευχαριστούντες τον Κύριον. Όταν εκάμαμεν ικανόν καιρόν, είδον τον αδελφόν μου από μακράν ένα στάδιον, όπου εσύναζε χόρτα, και έκαμε τον Σταυρόν του, ώσπερ να έβλεπε πράγμα φοβερώτατον· φεύγων δε επήγεν εις το σπήλαιον και εκρύβη. Εγώ δε εθαύμασα και επήγα ύστερα κρυφίως από αυτόν, να ιδώ τι εφοβήθη· βλέπω τότε ένα σωρόν χρυσά φλωρία· και κάμνων τον Σταυρόν μου, έβγαλα το ράσον μου, και απλώσας αυτό εις την γην το εγέμισα όσα ηδυνάμην να σηκώσω. Χωρίς τότε να ομιλήσω του αδελφού επήγα εις την πόλιν, και αγοράζων ένα τόπον εύμορφον, με πηγάς και δένδρα περιτειχισμένον, έκτισα Εκκλησίαν πλουσίαν με κελλία, νοσοκομείον, ξενοδοχείον και ει τι άλλο έκαμνε χρεία δια Κοινόβιον. Αφού έβαλα αδελφούς και προεστώτα χρήσιμον, του έδωσα χίλια χρυσά δια τας χρείας του Μοναστηρίου, τα δε υπόλοιπα εμοίρασα εις πτωχούς άπαντα, χωρίς εγώ να κρατήσω καν ένα δηνάριον, ούτε να εξοδεύσω εις τρυφήν και τροφήν μου τίποτα, αλλά πάντα εις ιερών οίκων οικοδομάς και εις χείρας πενήτων τα εξώδευσα». Ταύτα λέγων ο Όσιος εκείνος Γέρων εθρήνει και εστέναζεν, σφογγίσας δε τα δάκρυά του συνέχισεν λέγων· «Επιστρέψας μετά ταύτα εις την έρημον, δια να εύρω τον αδελφόν μου, μου ήλθε λογισμός υψηλοφροσύνης, λέγων ότι ο αδελφός μου δεν ήξευρε να οικονομήση καλά το χρυσίον, όπου εύρε, και εζημιώθη τον μισθόν· αλλ’ εγώ έκαμα καλά, όπου έπραξα πράγμα θεάρεστον. Ταύτα ο άφρων συλλογιζόμενος, ιδού είδα τον Άγγελον, όπου μας συνώδευσε την πρώτην φοράν, όταν επήγαμεν εις την έρημον και μου λέγει· «Τι κενοδοξείς; Και διατί αναβαίνουσι λογισμοί αυταρεσκείας εις την καρδίαν σου; Γίνωσκε ότι όλος ο κόπος και μόχθος σου του τόσου καιρού, αι οικοδομαί των Εκκλησιών και Μοναστηρίων και αι ελεημοσύναι, όπου εμοίρασες εις τους πένητας, δεν συγκρίνονται με το πήδημα του αδελφού σου, όταν εύρε το χρυσίον και το εκαταφρόνησε, δια να φυλάξη την εντολήν του Θεού, του οποίου εσπούδασε να αρέση με ακτημοσύνην παντέλειον· αλλ’ εσύ εφρόντισες να αρέσης τοις ανθρώποις. Δια τούτο η πράξις εκείνου ασυγκρίτως είναι θεαρεστοτέρα και δεν φθάνεις εσύ εις τα μέτρα του. Λοιπόν επειδή κατακαυχάσαι μάταια, να μη αξιωθής να ιδής το πρόσωπόν του όλην σου την ζωήν, ούτε να επιτύχης της συνομιλίας και συναυλίας μου, έως να κλαύσης επτά εβδομάδας χρόνους με πολλήν ταπείνωσιν». Μετά μικρόν λέγει πάλιν ο ΄Οσιος· «Αφού είπε ταύτα ο Άγγελος ανελήφθη. Εγώ δε επήγα εις το σπήλαιον του αδελφού μου, και δεν τον εύρον, και κλαίων τον εζήτουν μίαν εβδομάδα εις την έρημον, φωνάζων. Και την εβδόμην ημέραν μου ήλθε φωνή από τον Άγγελον, λέγουσα· «Ύπαγε εις την Έδεσσαν, ανάβα εις τον στύλον του Αγίου Γεωργίου, και εκεί μετανόησον θερμώς, έως να σε ελεήση ο Κύριος». Λοιπόν λυπούμενος και κλαίων αφήκα την κατοικίαν μου έρημον, και ήλθα εδώ, περιπατήσας ημέρας τεσσαράκοντα· ανελθών δε εις τούτον τον στύλον έμεινα ησυχάζων τεσσαράκοντα εννέα (49) χρόνους, πολλούς πολέμους και λογισμούς από τους δαίμονας δοκιμάσας. Τον πεντηκοστόν χρόνον, την νύκτα της Αγίας Αναστάσεως, έλαμψεν εις την καρδίαν μου φως γλυκύτατον και εσκόρπισε τα νέφη των παθών, επέρασα δε όλην εκείνην την νύκτα άγρυπνος με δάκρυα κατανύξεως. Κατά δε την τρίτην ώραν της ημέρας, καθώς ηυχόμην, ήλθεν Άγγελος και μου λέγει· «Ειρήνη σοι και σωτηρία από τον Κύριον». Εγώ δε είπον εις αυτόν· «Διατί με εγκατέλιπες και απέρριψάς με από προσώπου σου, εχώρισάς με από τον αδελφόν μου, και έπαθα τόσα βάσανα»; Είπεν ο Άγγελος· «Δια την υψηλοφροσύνην σου και την του αδελφού σου κατάκρισιν και εξουθένωσιν δεν εφαινόμην προς σε, πλην δεν σε αφήκα μοναχόν πώποτε, αλλ’ ιστάμην αοράτως φυλάττων σε, καθώς ο Κύριος με επρόσταξε. Τώρα δε, επειδή εταπεινώθης, σε ενεθυμήθη ο Κύριος και με έστειλε να είμαι ορατώς μαζί σου πάντοτε· σου δίδει δε χάριν να γνωρίζης τους δικαίους και αμαρτωλούς και να προβλέπης τα μέλλοντα. Ζη δε και ο αδελφός σου, και σπούδασον να ενωθήτε εις Βασιλείαν την αιώνιον». Ταύτα ακούσας από τον Γέροντα ο Αρχιερεύς εχάρη, ότι εύρε τοιούτον θησαυρόν πολύτιμον· και λαμβάνων συγχώρησιν, ανεχώρησε δοξάζων τον Κύριον. Εδίδασκε δε καθ’ εκάστην ποιμαίνων τα λογικά πρόβατα και ανατρέπων τα των αιρετικών δόγματα με σοφώτατα συγγράμματα και διδάγματα· τους δε αιρεσιάρχας αυτών παρρησία ανεθεμάτισεν· όθεν εθυμώθησαν και ήλθον εις τόσην αναισχυντίαν οι τρισκατάρατοι, ώστε ενέπαιζον και ωνείδιζον τους Ορθοδόξους όταν έψαλλον. Ήσαν δε ούτοι Νεστοριανοί, οίτινες εβλασφήμουν την Θεοτόκον οι ασεβέστατοι, και Μανιχαίοι, οίτινες ομολογούσι δύο αρχάς εις την Θεότητα, μίαν αγαθήν και άλλην πονηράν, και προσκυνούσι τον Ήλιον και την Σελήνην, και φλυαρούσι και άλλα βλάσφημα. Ήσαν δε και του Σεβήρου οι ομόφρονες, οι οποίοι αυτοί όλοι εμίσησαν πολύ τον Θεόδωρον ως ζηλωτήν της ευσεβείας θερμότατον, και εσυμφώνησαν να τον φονεύσουν και να καταστρέψουν την Εκκλησίαν της Μητροπόλεως. Αλλ’ ο Θεός επαίδευσε τους αδίκους δίκαια· διότι εκείνοι μεν όπου εσήκωσαν χείρας να κτυπήσουν τον Άγιον δεν ηδυνήθησαν να τας κατεβάσουν, αλλ’ εμαράνθησαν και έμειναν ως παράλυτοι. Τους άλλους δε όπου ώρμησαν να κρημνίσουν την Εκκλησίαν, εξήλθε φλοξ από μέσα και τους έκαυσε τα πρόσωπα· όθεν έμειναν όλοι των άπρακτοι. Επειδή λοιπόν δεν ημπόρεσαν να τελέσουν αυτήν την επιβουλήν, ετράπησαν εις άλλην, δια να λυπήσουν τον Άγιον. Έδωσαν δώρα εις τους Αμιράδες, όπου ώριζαν τότε τας πόλεις της Συρίας, και επήραν τα κτήματα της Εκκλησίας, ήτοι χωράφια και άλλα ακίνητα, όπου οι πιστοί αφιέρωσαν. Βλέπων ο Άγιος τας αδικίας όπου του έκαμαν, έβαλε καλήν βουλήν να υπάγη εις τον βασιλέα όπου ώριζεν όλην την Συρίαν, να του είπη τας επιβουλάς των αιρετικών, να παιδεύση τους αδίκους δίκαια. Λοιπόν παίρνων εμέ και άλλους Ιερείς και διακόνους, και περιπατήσαντες ημέρας πολλάς, εφθάσαμεν εις την Συρίαν, εις την οποίαν ήτο βασιλεύς ένας καλόγνωμος, Μαυϊας ονόματι, όστις ήτο μεν Αγαρηνός, αλλά κριτής δίκαιος και ηγάπα τους Χριστιανούς δια την ενάρετον πολιτείαν των. Όταν λοιπόν εφθάσαμεν εκεί, επήγαμεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών, και μας υπεδέχθη ο Μητροπολίτης ασμένως· αφού δε εφιλεύθημεν, μας ηρώτησεν έμπροσθεν των πρώτων γραφέων του βασιλέως και του άρχοντος των ιατρών, όπου έτυχαν εκεί εις την Μητρόπολιν, επειδή ήσαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και μας είπε τι εζητούμεν. Ο δε Άγιος είπε την αιτίαν. Συμπονέσας δε ημάς ο Αρχιερεύς παρεκάλεσε τους γραφείς και τον Αρχίατρον να αναφέρουν εις τον βασιλέα δια τον της Εδέσσης Επίσκοπον. Οι δε είπον, ότι δεν ήτο καιρός δια τότε, επειδή ο βασιλεύς είχε δεινήν ασθένειαν, ήτις λέγεται ελληνικά καρκίνος και άνθραξ, όστις τρώγει την σάρκα και δεν έχει θεραπείαν. Το δε χειρότερον, ότιήτο εις τα βλέφαρα και ετυφλώθη το φως του, και δεν ηδύναντο οι ιατροί να του δώσουν τινά ωφέλειαν. Μάλιστα από ταύτην την ασθένειαν του ήλθε και πνευμονία και έμελλε να αποθάνη εις ολίγας ημέρας. Ταύτα ακούσας ο Άγιος είπε προς αυτούς· «Τις ηξεύρει, κύριοί μου, μήπως και τον ιατρεύσω με την θείαν βοήθειαν»; Του λέγει δε ο ιατρός· «Εάν κάμης εις αυτόν τόσην ευεργεσίαν, σου δίδει ό,τι του ζητήσης ως δώρημα». Απελθών εις τον βασιλέα είπεν εις αυτόν· «Ο Επίσκοπος της Εδέσσης ήλθεν εδώ, όστις είναι ιατρός θαυμάσιος, και προσκάλεσέ τον, ίσως και σου δώση την ίασιν». Αποστείλας τότε ο βασιλεύς ανθρώπους προσεκάλεσε τον Άγιον, όστις προσήλθε φέρων μεθ’ εαυτού από το χώμα του Αγίου Τάφου, και τον επότησε με νερόν της αγίας κανδήλας, έχρισε δε την κεφαλήν αυτού, τα βλέφαρα, την καρδίαν και τα μετέφρενα, τον Χριστόν επικαλούμενος. Ούτω ποιήσας, επρόσταξε και τον αφήκαν μοναχόν να κοιμηθή. Καθώς δε ύπνωσεν, έφυγεν ευθύς η ασθένεια (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ παντοδύναμε!), τα οιδήματα και αι πληγαί από το πρόσωπον ηφανίσθησαν, οι οφθαλμοί εφωτίσθησαν, ο λαύρος πυρετός μετετράπη εις δρόσον γλυκυτάτην, ο πνεύμων εξεπρίσθη, και ανεκλήθη από τας πύλας του θανάτου ο απελπισθείς από όλους και ανεστήθη ο πρώην νεκρός νομιζόμενος. Ως εξύπνησεν ο βασιλεύς, βλέπων τοιούτον παράδοξον, εθαύμαζε πως ευρέθη εις μίαν στιγμήν όλως υγιής και άνοσος, ηυχαρίστει δε τον ιατρόν όσον ηδύνατο, και έκαμε μεγάλην τράπεζαν από την χαράν του, φιλεύων όλους τους μεγιστάνας και άρχοντας και πλήθος στρατιωτών. Δίδων δε του θαυματουργού Θεοδώρου βασιλικά και πολύτιμα χαρίσματα, τον ηρώτησε λέγων· «Τις είναι η αιτία, όπου ήλθες εδώ, άνθρωπε του Θεού και φως των οφθαλμών μου»; Ο δε Άγιος είπε την υπόθεσιν. Όθεν ο βασιλεύς, έχων πόθον άπειρον να χαροποιήση τον ευεργέτην του, έστειλεν ανθρώπους ευθύς προς τους Αμιράδες της Συρίας και της Αντιοχείας με απειλητικά γράμματα, να δώσουν όσα πράγματα της Εκκλησίας της Εδέσσης επήραν, τους δε αιρετικούς, όσοι δεν στέρξουν να γίνουν Ορθόδοξοι, να τους διώξουν έξω της πόλεως. Προς δε περισσοτέραν βεβαίωσιν, έστειλεν άλλον Αμιράν, προστάσσων να κάμη όσα γράφει απαρασάλευτα. Είτα λέγει προς την Επίσκοπον· «Ιδού έκαμα όσα με απρόσταξες· λοιπόν απόστειλον την συνοδείαν σου με τον Αμιράν, και συ πρόσμεινον με τον ανεψιόν σου, να συνευφρανθώμεν καλύτερα». Εστείλαμεν λοιπόν τρεις Ιερείς με τον Αμιράν· ως δε έφθασεν εις την Έδεσσαν, έδεσαν τους προεστούς των αιρετικών. Όταν δε ανεγνώσθη το πρόσταγμα του βασιλέως, εφοβήθησαν οι περισσότεροι και επίστευσαν, τους δε υπολοίπους εξώρισαν. Απέδωκαν δε και όλα τα πράγματα της Εκκλησίας και έγινεν ο χριστώνυμος λαός της Εδέσσης μία ποίμνη, με πολλήν ευφροσύνην και άπειρον αγαλλίασιν. Εν μια δε των ημερών είπε ταύτα ο βασιλεύς προς τον Επίσκοπον Θεόδωρον· «Ήθελα, φίλε ηγαπημένε μου, να είμεθα αχώριστοι πάντοτε εις τούτον τον κόσμον και εις τον μέλλοντα». Λέγει ο Άγιος· «Εν μέσω εμού και σου βλέπω θύραν ανοικτήν, εγώ δε είμαι από μέσα, συ όμως στέκεσαι έξωθεν και δεν θέλεις να έλθης· μετ’ ολίγον δε διάστημα κλείουν την θύραν και χωριζόμεθα». Ερωτήσας δε ο βασιλεύς να του διαλύση τις είναι η θύρα, είπεν ο Άγιος και άλλην παραβολήν· «Δύο άνθρωποι μετέβαινον εις μίαν πόλιν να ομιλήσουν του βασιλέως· ο ένας ήτο πτωχός και ο άλλος πλούσιος. Ούτος επεριπάτει οδόν ευρύχωρον, ο δε πτωχός στενήν και τεθλιμμένην· εσυμβούλευσε δε ο πτωχός τον πλούσιον λέγων. Η ημέρα είναι εις το τέλος και κλειδώνουσι τας μεγάλας θύρας της πόλεως, άφες λοιπόν αυτήν την οδόν και ελθέ μετ’ εμού, όπου ηξεύρω μίαν μικράν θύραν, εις την οποίαν κάθονται εντός πάντοτε άνθρωποι, και ανοίγουν καθενός όποιαν ώραν φθάση. Ο δε πλούσιος, συλλογιζόμενος της στενής οδού την κακοπάθειαν, επροτίμησε την ευρύχωρον· επειδή όμως ενύκτωσεν, έκλεισαν τας θύρας· όθεν έμεινε με την συνοδείαν του έξωθεν της πόλεως και τον έφαγαν τα θηρία. Ο δε πτωχός, ολίγον κακοπαθήσας, έφθασεν εις την θύραν και εισήλθε και τον εδέχθησαν εις πανδοχείον, όπου εύρε πάσαν ανάπαυσιν». Είπε δε και τρίτην παραβολήν ο Άγιος, την εξής· «Εάν σου έδειχνα μίαν βρύσιν αθανασίας, ικανήν να ανακαινίση την νεότητά σου, να γίνης εις την μορφήν εύμορφος και αθάνατος, πόσην χάριν μου εγνώριζες»; Ο δε βασιλεύς απεκρίνατο· «Εις όλα μου τα αγαθά θα σε έκαμνα συγκοινωνόν και συμμέτοχον». Τότε εξήγαγεν από το στήθος του ο Επίσκοπος το Ευαγγέλιον, λέγων· «Αύτη είναι η θύρα του Παραδείσου, η οδός της ζωής και η πηγή της αδανασίας, εάν ποθής να εύρης ζωήν αιώνιον, να μη αποθάνης ουδέποτε. Τις δε η θύρα, η οδός, η πηγή και ζωή η αιώνιος; Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, όστις έκαμε την οικουμένην άπασαν. Αυτός είναι Βασιλεύς αιώνιος. Αν έχης πόθον να βασιλεύσης αιώνια, γίνου δούλος εδώ πρόσκαιρα τοιούτου Θεού αγαθού και οικτίρμονος· άφες την μισητήν θρησκείαν του λαοπλάνου Μωάμεθ, όστις είναι του Αντιχρίστου πρόδρομος, και πίστευσον εις τον Χριστόν, να ιδής πόσης μακαριότητος αξιώνεσαι». Αυτά και άλλα πλείονα έλεγεν ο πάνσοφος Θεόδωρος, έφθασαν δε οι λόγοι του έως την καρδίαν του βασιλέως, συνεργούσης της θείας χάριτος, και κατανυγείς την ψυχήν παρεκάλεσε τον Επίσκοπον να του αναγνώση το Ευαγγέλιον. Ο δε προθύμως υπήκουσεν. Έπειτα του έγραψε το «Πιστεύω» εις την Συριακήν γλώσσαν και έκαμε κατηχούμενον αυτόν και άλλους τρεις δούλους πιστούς, όπου είχε, και τους ηγάπα υπέρμετρα. Μετά ταύτα προσεποιήθη ότι θα επήγαινε να κυνηγήση, και επήγαμεν εις την συνοδείαν του ο τε Αρχιερεύς και εγώ ο ανεψιός του Βασίλειος· φθάσαντες δε εις τον ποταμόν Τίγρητα, μας εξεχώρισεν ο βασιλεύς από την άλλην του συνοδείαν. Αφού δε εμείναμεν ημείς οι εξ μόνοι, εβάπτισε τον βασιλέα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, ονομάσας αυτόν Ιωάννην, τον οποίον εγώ ανεδέχθην. Έπειτα εβάπτισε τους άλλους τρεις ευγενείς παίδας, ανεδέχθη δε ο βασιλεύς τον πρώτον, εκείνος τον δεύτερον, τον δε τρίτον εγώ ο Βασίλειος. Κατόπιν επεστρέψαμεν εις τα βασίλεια, όπου ελειτούργησεν ο Ιεράρχης κρυφίως εις μίαν μικράν τράπεζαν, την οποίαν ηυτρεπίσαμεν και εκοινώνησεν αυτούς τα θεία Μυστήρια, έγινε δε εις όλον το παλάτιον χαρά μεγάλη και αγαλλίασις, και καθ’ εκάστην ενουθέτει τους νεοφωτίστους ο Θεόδωρος. Έκαμνε δε και σημεία μεγάλα εις τον λαόν και εξαίσια θαυμάσια, δια τα οποία οι μεν πιστοί έχαιρον, οι δε Ιουδαίοι και Ισμαηλίται εφθόνουν, βλέποντες πως εδίωκεν από τους ανθρώπους τα δαιμόνια, ιατρεύων πάσαν ασθένειαν ανίατον. Εξαιρέτως δε ένας αρχισυνάγωγος, νομομαθής και λόγιος, ή άλογος μάλλον ειπείν και ασύνετος, όστις, ως είδεν ανθούσαν την Εκκλησίαν μας, εθυμώθη παραλόγως ο αλογώτατος· προσελθών δε εις τον άρχοντα των δικαστών, τον επαρακίνησεν εις οργήν κατά των Χριστιανών με δωρήματα και τον εσυμβούλευσε να προστάξη να διαλεχθή ο Εβραίος με τους Χριστιανούς εις το παλάτιον περί πίστεως. Συναχθέντες λοιπόν εις τον βασιλέα οι κριταί με τον αρχιδικαστήν, καθώς και όλοι οι Χριστιανοί και Ιουδαίοι, είπε προς τον βασιλέα ο αρχισυνάγωγος· «Εις το μεγάλο βήμα της εξουσίας σου, βασιλεύ κράτιστε, ζητούμεν να γίνη εν μέσω ημών και των Χριστιανών διάλεξις, να βεβαιωθή η αλήθεια και να διωχθή το ψεύδος με δικαίαν ψήφον από το κράτος σου. Ότι δι’ αυτό και ο Θεός εμεγάλυνε των Περσών την δύναμιν, έβαλεν υποπόδιόν σου τους Γαλιλαίους, και δεσπόζεις τα Ιεροσόλυμα. Δια τούτο δεόμεθα να μας ακούσης μακροθύμως και να κάμης δικαίαν απόφασιν». Τότε είπε πολλάς βλασφημίας κατά του Χριστού ο άχρηστος, λέγων σαθρά τινα και ανίσχυρα λοιδορήματα. Έπειτα στραφείς προς τον Μητροπολίτην είπεν εις αυτόν· «Συ είσαι ο αρχηγός των Χριστιανών»; Ο δε μακάριος Θεόδωρος απεκρίνατο· «Ναι». Λέγει προς τον βασιλέα ο Εβραίος· «Αυτός λοιπόν ας μου αποκρίνεται». Λέγει ο Βασίλειος· «Δεν είσαι άξιος, ακάθαρτε και βέβηλε, να ακούης τον Άγιον, επειδή μέλλει να ιερουργήση σήμερον, αλλ’ εγώ ο μαθητής του σου αποκρίνομαι». Τότε ο Εβραίος, έχων το θάρρος του εις τα δώρα, όσα εις τον αρχιδικαστήν εχάρισε, δεν ήρχισεν από τας μαρτυρίας των Γραφών την διάλεξιν, αλλά με λόγια βλάσφημα κατά των Χριστιανών εμεγαλορρημόνει ο τρισκατάρατος, έχων τον αρχέκακον όφιν εις την καρδίαν του, όπου τον εδίδασκε, δια να διαστέψη τον βασιλέα από την ευσέβειαν. Ο δε Μέγας Θεόδωρος, πλησθείς Αγίου Πνεύματος, δεν τον αφήκε να πολυλογή, αλλά προστάσσων να σιωπήση είπεν εις αυτόν· «Εάν ήθελεςαναφέρει Μωσαϊκάς νομοθεσίας ή άλλας ρήσεις των προφητών, αγράμματε, ηθέλαμεν λύσει τα προβλήματα· αλλά επειδή ουδένα λόγον σοφόν ηξεύρεις, αλλά μόνον να λέγης βλασφημίας και άλλα όσα σου ερμηνεύει ο πατήρ σου ο διάβολος, να γίνουν την ώραν ταύτην τα χείλη σου άλαλα, επειδή ελάλησαν κατά του δικαίου Χριστού αναμίαν και ματαιότητα». Ευθύς τότε ο πρώην στρωμύλος και μεγαλορρήμων έγινε βωβός και άλαλος και δεν ηδύνατο να ομιλήση τελείως. Τότε οι μεν Ιουδαίοι κατησχύνθησαν, πολλοί δε από αυτούς, έτι δε και από τους Σαρακηνούς και Πέρσας, επίστευσαν εις τον Χριστόν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον. Ο δε βασιλεύς ωργίσθη κατά του Εβραίου ως βλασφήμου, και προστάσσει να τον δείρουν με βούνευρα και να φυλακισθή, τους δε άλλους Εβραίους να διώξουν με ραβδισμούς και αισχύνην πολλήν από το κριτήριον· τον δε αρχιδικαστήν δικαίως κατεδίκασε και τον εμέμφθη, ότι έκαμε του Εβραίου το θέλημα. Έχαιρε δε και ηγαλλιάτο τω πνεύματι εις τοιαύτην θαυματουργίαν και εβεβαιώθη εις την πίστιν του Χριστού καλλίτερα. Ο δε Ιουδαίος, όταν έμεινεν ημέρας τρεις εις το δεσμωτήριον, ήλθεν εις εαυτόν, γνωρίσας την πλάνην του· ότι ο πανοικτίρμων Θεός έβλυσε ρανίδα φιλανθρωπίας εις την καρδίαν του. Στέλλει λοιπόν γράμμα προς τον Μέγαν Θεόδωρον, υποσχεθείς να γίνη Χριστιανός και ζητών συγχώρησιν. Λοιπόν εξελθών από την φυλακήν, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, ζητών με νεύματα και σχήματα το άγιον Βάπτισμα, καθώς δε το ετελείωσε και έκαμεν υιόν φωτός τον εσκοτισμένον καλέσας αυτόν Σιμωνάν, όταν εξήρχετο από την ιεράν κολυμβήθραν ήλθεν εις αυτόν η θεία χάρις, ανοίξας δε το στόμα ελάλει, ευλογών τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, δοξάζων αυτόν συν τω ανάρχω Πατρί και τω ζωοποιώ Πνεύματι. Οι δε παρόντες, ορώντες τοιούτον θαυμάσιον, εξέστησαν. Ταύτα ακούσας και ο βασιλεύς προσεκάλεσεν αυτόν, και γνωρίσας ότι με όλην του την ψυχήν επίστευσε, τον εφιλοδώρησε πλουσιώτατα. Μετά ταύτα, όταν παρήλθεν ο χειμών, έλαβεν ο βασιλεύς Ιωάννης τον Μέγαν Θεόδωρον εις το δωμάτιόν του κρυφαίως και του λέγει· «Η ψυχή μου φοβείται, πάτερ πνευματικέ, όταν ενθυμηθώ τον θάνατον, μήπως και έλθη αιφνιδίως και με συλλάβη απροόπτως, με εκκόψη (φευ!) ως δένδρον άκαρπον και με εμβάλη εις το πυρ το ακοίμητον ως αμελή και απρόκοπτον. Επειδή δε έγινα Χριστιανός με την βοήθειαν του Θεού και την ιδικήν σου παρακίνησιν, δεν αναπαύεται η ψυχή μου να είμαι Χριστιανός μόνον κρυφίως, αλλά και να ομολογήσω εις το φανερόν τον Δεσπότην μου και να λάβω δια την αγάπην του θάνατον. Λοιπόν στήριξόν με μέ  τας ευχάς και διδασκαλίας σου, και λάβε χρυσίον πολύ να το διαμοιράσης άλλο εις τον Άγιον Τάφον και εις τα λοιπά Μοναστήρια, έτερον δε εις πτωχούς ερημίτας και άλλους πένητας, με τας ευχάς των οποίων καθόπλισόν με. Όταν δε κάμης αυτήν την υπηρεσίαν και επιστρέψης εις την Εκκλησίαν σου, εάν ακούσης ότι είμαι ζων, ελθέ να με εύρης με την θείαν βοήθειαν. Ει δε μάθης ότι ετελειώθην, μη έλθης, αλλά μνημόνευέ με εις τας ιερουργίας σου. Ναι, δέομαι της αρχιερωσύνης σου, αγιώτατε πάτερ, μη λησμονήσης του τέκνου σου». Τότε ο Άγιος έκλαυσε και επήνεσε τον βασιλέα λέγων· «Καλότυχος συ, βασιλεύ, και μακάριος, ότι ως γνωστικός γνωρίζεις τα πράγματα και καταφρονείς τα παρόντα ως ρευστά και μάταια και φροντίζεις δια τα μέλλοντα ως ατελεύτητα. Χαίρε λοιπόν και αγάλλου, ότι πολύς είναι εις τους ουρανούς ο μισθός σου και πλουσία η ανταπόδοσις. Εγώ μεν θα κάμω την διακονίαν, καθώς ώρισες. Συ δε ανάθες εις τον Δεσπότην Χριστόν όλην την ελπίδα σου, όστις σε εφώτισε και εζώωσεν όπου ήσουν νεκρός με τα αμαρτήματα. Λοιπόν αγάπησον αυτόν εξ όλης ψυχής και δυνάμεως, καθώς και αυτός ο πολυεύσπλαγχνος μας ηγάπησε και εσταυρώθη δι’ ημάς. Μας διδάσκει δε και ο θείος Παύλος ούτω λέγων· «Ποία θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή μάχαιρα θα μας χωρίση από την αγάπην του Χριστού»; Τοιαύτας έχοντες επαγγελίας, αγαπητέ, μη δειλιάσωμεν να πάθωμεν εδώ πρόσκαιρα πολλάς κολάσεις δια την σωτηρίαν μας, αλλά ας υπομείνωμεν δια τον Δεσπότην μας άπαντα, δια να μας αξιώση της βασιλείας Του, να έχωμεν πάντοτε δόξαν έρρητον και ευφροσύνην ανέκφραστον». Ταύτα ακούσας ο μακάριος βασιλεύς επληρώθη την ψυχήν ηδονής πνευματικής και αγαλλιάσεως· ασπασθέντες δε ο ένας τον άλλον, και ευλογήσας ο Άγιος τον βασιλέα, απεχαιρετίσθησαν μετά δακρύων αγαλλιάσεως, εκείνος δε του έδωκε δέκα στατήρας χρυσίου, και άργυρον καθαρόν είκοσι, χρυσά κειμήλια, ήτοι άγια ποτήρια, θυμιατά και άλλα εκκλησιαστικά αγγεία, με τα οποία υπηρετούμεν την ιεράν λειτουργίαν, είχον δε ταύτα πολλούς πολυτίμους λίθους, όπου ήξιζαν εκατονταπλασίως από τον χρυσόν περισσότερα. Του έδωσε και ιερατικά πολλά χρυσοϋφαντα, και άλλα δώρα πολύτιμα, βασιλικής χειρός και πίστεως επάξια. Τα οποία όλα αυτά τα πολύτιμα δώρα του έδωκε με πόθον θερμόν και χείρα άφθονον, δια να τα εύρη εις τον Παράδεισον, παραγγείλας εις αυτόν να κρατήση δια την επισκοπήν του της Εδέσσης όσα χρειάζεται, τα δε επίλοιπα να δώση εις τον Ναόν της αγίας του Κυρίου Αναστάσεως και εις άλλας Εκκλησίας, καθώς και τα χρήματα. Μας έδωκε δε και στρατιώτας να μας συνοδεύσουν, δια να μη μας τύχη εις τον δρόμον από κλέπτας ενόχλησις. Εξελθόντες λοιπόν την νύκτα από την Βαβυλώνα επήγαμεν πρώτον εις την Έδεσσαν, έπειτα εις τα Ιεροσόλυμα, όπου εμοιράσαμεν τα δώρα του βασιλέως, κατά την αγίαν του πρόσταξιν εις όλα τα Μοναστήρια· πολλοί δε πτωχοί επλούτησαν και πολλά Μοναστήρια ανεκαινίσθησαν με την πλουσίαν εκείνην ελεημοσύνην του ευλογημένου βασιλέως. Όταν ο βασιλεύς έμαθεν ότι διεμοιράσαμεν όσα μας έδωκεν, έβαλεν αρίστην βουλήν να τελειώση την ζωήν με μαρτύριον. Όθεν πρώτον μεν διένειμε τον επίλοιπον πλούτον του όσον ηδύνατο κρυφίως εις τους πτωχούς Χριστιανούς δίδων και του Μητροπολίτου πολύν και άπειρον, να τον κάμη ως βούλεται. Έπειτα προσκαλεί τους άρχοντας και τους λέγει· «Εις ολίγας ημέρας αναχωρώ από τούτον τον κόσμον, όθεν συναχθήτε όλοι εις την πεδιάδα αύριον, να σας είπω την διαθήκην μου». Έστειλε δε και κήρυκας, προστάσσων να συναχθούν όλοι εις το ιπποδρόμιον. Αυτός δε όλην την νύκτα μετά δακρύων προσηύχετο, το δε πρωϊ πριν ακόμη εξημερώση είχεν Ιερέα έτοιμον, όστις λειτουργήσας εις το εσωτερικόν του δωμάτιον, εκοινώνησε με τους τρεις του παίδας τα Θεία Μυστήρια. Έπειτα δίδων του ιερέως εκείνου πλούσια δωρήματα, ανέβη εις τον καλύτερον ίππον του και εξήλθεν ούτω λαμπρώς εστολισμένος εκεί όπου ήτο όλος ο λαός συνηγμένος, Πέρσαι, Ισμαηλίται, Ιουδαίοι και οι ευσεβείς Χριστιανοί, καθώς αυτός επρόσταξε. Ανέβη δε εις υψηλόν τόπον, δια να ακούσουν τους λόγους του βασιλέως. Όταν έγινε πολύ σιγή, ηγέρθη από τον θρόνον ο βασιλεύς, και εβόησε μεγαλοφώνως, λέγων ταύτα προς τον λαόν ο αείμνηστος· «Ακούσατε Πέρσαι, Αγαρηνοί, Εβραίοι, και ο εκλεκτός λαός του Χριστού, εγώ είμαι Χριστιανός, Ιωάννης ονομαζόμενος. Πιστεύω δε εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την μίαν και τρισυπόστατον Θεότητα· ότι άλλη πίστις δεν είναι αληθινή ειμή αυτή μόνη. Επειδή δε ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός είπεν, ότι όποιος με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, θα τον ομολογήσω και εγώ έμπροσθεν του Πατρός μου, δι’ αυτό τον ομολογώ και έμπροσθεν του ουρανού και της γης, Αγγέλων τε και ανθρώπων». Ταύτα ειπών εξήγαγεν από το στήθος του Σταυρόν πολύτιμον, ολόχρυσον, με πολυτίμους λίθους κατεσκευασμένον· υψώσας δε αυτόν κατά ανατολάς, επροσκύνησε τρις και τον εκαταφίλησε, λέγων· «Τον Σταυρόν σου προσκυνώ, Χριστέ, τον τίμιον, σε γινώσκω Θεόν και Κύριον και Σωτήρα μου, και σοι την δόξαν αναπέμπω, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω Παναγίω και Ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ομοίως και οι τρεις Παίδες τα αυτά συνωμολόγησαν». Ταύτα ακούσας ο λαός πρώτον μεν εξίσταντο και ίσταντο θαυμάζοντες. Έπειτα τους παρεκίνησεν ο διάβολος και έδραμον με μαχαίρας κατά του βασιλέως, να τον φονεύσωσιν. Οι δε τρεις δούλοι, ως πιστότατοι, τους ηναντιώθησαν ώραν πολλήν, όσον ηδύναντο, έως ου εφονεύθησαν οι τρισμακάριοι, τον Χριστόν επικαλούμενοι. Τότε, όταν απέκτειναν αυτούς οι μισόχριστοι, εκτύπησαν και τον φιλόχριστον βασιλέα με τα ξίφη και τας λόγχας. Εδέχετο δε ο μακάριος τας πληγάς χαίρων και λέγων ταύτα· «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Ούτως μετέστη ο μακάριος Ιωάννης από την επίγειον και πρόσκαιρον βασιλείαν προς την ουράνιον και αιώνιον, ίνα συμβασιλεύση με τον αθάνατον βασιλέα αεί και πάντοτε. Είχε δε τότε ο Μάϊος τριάκοντα. Εκείνοι δε οι φονείς και αχόρταγοι δεν εχόρτασαν, όταν τον εφόνευσαν, αλλά εσπαθοκοπούσαν ακόμη και το άγιον λείψανον οι μισόχριστοι. Οι δε φιλόχριστοί, ιδόντες τοιαύτην μισανθρωπίαν, εφοβήθησαν και έφυγον. Το δε σώμα του Μάρτυρος έρριψαν κάτω, και το εφύλαττον δια να μη το λάβουν οι πιστοί να το θάψωσι. Τη επαύριον εφάνη την νύκτα ο Άγιος Μάρτυς εις τουςαρχισατράπας της πόλεως και με πολύν θυμόν τους ηπείλει λέγων· «Δότε το σώμα μου εις τον Μητροπολίτην των Χριστιανών να το κηδεύση, ειδέ μη σας φονεύω πάραυτα». Όταν εξύπνησαν, εδιηγείτο ένας του άλλου την όρασιν, και παρεκάλεσαν τον Μητροπολίτην να το λάβη. Ούτος δε έστειλεν ένα Επίσκοπον και το έφερεν εις την Μητρόπολιν. Έπειτα έλαβον και τα άλλα τρία των δούλων λείψανα και τα ενεταφίασαν εις την αγίαν Εκκλησίαν, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Κύριον, όστις έδειξε πολλά σημεία και τέρατα εις τον τάφον του βασιλέως και Μάρτυρος. Δια τα οποία πολλοί από τους Πέρσας και Αγαρηνούς εβαπτίσθησαν, βλέποντες να γίνωνται καθ’ εκάστην μεγάλα θαυμάσια. Ο δε Μέγας Οεόδωρος διήγεν εις την Επισκοπήν του μεγάλην σκληραγωγίαν και άσκησιν, τρώγων μόνον μίαν φοράν την εβδομάδα και όλας τας νύκτας ευχόμενος. Όθεν και ο Δεσπότης Χριστός έδιδεν εις αυτόν πλουσίαν την χάριν του και εθεράπευε πάσαν ασθένειαν. Ήρχοντο δε προς αυτόν από όλην την Συρίαν πλήθος ασθενών και τους ιάτρευεν εις μίαν στιγμήν δίχως βότανα, δωρεάν. Τα θαύματα ταύτα βλέποντες οι Ισμαηλίται επίστευον εις τον Χριστόν, καθ’ εκάστην δε επληθύνοντο οι ευσεβείς, οι δε ασεβείς ωλιγόστευον. Ούτω λοιπόν πολιτευσάμενος και διαλάμψας με ένθεα κατορθώματα και ποταμούς θαυμάτων τελέσας ο Μέγας Θεόδωρος, μετά τρεις χρόνους από της του βασιλέως Ιωάννου αθλήσεως ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον. Προγνωρίσας δε την μετάστασιν αυτού εσύναξεν όλα του τα λογικά πρόβατα, Ιερείς και λαϊκούς, και εδίδαξεν αυτούς να ίστανται εις την Ορθόδοξον πίστιν στερεοί και αμετακίνητοι, να έχουν προς αλλήλους αγάπην εν Χριστώ και ομόνοιαν, και απλώς ειπείν να φυλάττουν όλας τας εντολάς του Κυρίου, δια να εύρουν ζωήν αιώνιον. Ταύτα ειπών, ησπάσθη αυτούς και τους απεχαιρέτησε· πηγαίνων δε εις τα Ιεροσόλυμα εισήλθεν εις τον Ναόν της Αγίας Αναστάσεως και προσευχόμενος έβρεξε με τα δάκρυα το άγιον εκείνο έδαφος. Ομοίως και τον Άγιον Τάφον και όλους τους άλλους Ιερούς Τόπους αποχαιρετήσας με δάκρυα, επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, όπου έζησεν άλλας τρεις εβδομάδας εις το ασκητικόν κελλίον του, φιλεύων τους αδελφούς με θεόσοφα λόγια. Ολίγον δε ασθενήσας, εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια και λέγων· «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», απήλθεν εις τα ουράνια, τον ενεταφίασαν δε πλησίον του Οσιομάρτυρος Μιχαήλ του συγγενούς του, εις τας ιθ΄ (19) του Ιουλίου μηνός. Ετέλεσε δε και μετά την κοίμησιν θαυμάσια πάμπολλα, εις δόξαν και αίνεσιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα τιμή και προσκύνησις, συν τω ομοουσίω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου