Στίς 11 Μαρτίου 843, πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τότε, ἀναστηλώθηκαν οἱ ἅγιες
εἰκόνες καί μέ τήν πανηγυρική αὐτή τελετουργική πράξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος σηματοδοτήθηκε ἐπίσημα τό τέλος τῆς Εἰκονομαχίας καί ἡ Α´ Κυριακή τῆς
Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὀνομάσθηκε Κυριακή τῆςὈρθοδοξίας. Αὐτό τό σημαντικότατο γεγονός τιμᾶ σήμερα καί ἡ «Πανελλήνιος Ἕνωσις
Θεολόγων».
1.Ἡ Εἰκονομαχία ὡς ὅρος, προσδιορίζει μία ἀπό τίς μεγαλύτερες κρίσεις στήν ἱστορική
πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους μας. Γεγονός πρωτοποριακό στήν ἱστορία ὅλης τῆς Χριστιανοσύνης, πού συνετάραξε ὁλόκληρη τήν αὐτοκρατορία τῆς
Ρωμανίας/ Νέας Ρώμης, μέ κραδασμούς, πού ἔφθασαν ὡς τίς ἐσχατιές τῆς Ρωμαίικης Οἰκουμένης. Ἡ περιπέτει ααὐτή συγκλόνισε τόΒυζάντιο/Ρωμανία
περισσότερο ἀπό ἕνα αἰώνα, σέ δύο φάσεις (726-787 καί 813-843), θέτοντας σέ τεράστιο κίνδυνο τήν ἑνότητα Κράτους καί Ἐκκλησίας. Ἡ Εἰκονομαχία ὑπῆρξε ἡ
μεγαλύτερη οὐσιαστικά πολιτειοκρατική καισαροπαπική κίνηση στήν αὐτοκρατορία. Τό θεολογικό πρόβλημα τῶν ἁγίων Εἰκόνων, μέ ἀφετηρία
τόν ἐξεικονισμό τοῦ Θεανθρώπου καί τήν προσκύνηση τῆς εἰκόνος Του, ἦταν ὁ καμβάς, στόν
ὁποῖο ἀναπτύχθηκε ὅλος ὁ πολιτειακός προβληματισμός, ἀλλά καί τό μέσον, με τόν ὁποῖο
ἐκφράσθηκε ἡ κίνηση αὐτή, πού δέν εἶχε ὅμως ἀποκλειστικά θεολογικά κίνητρα. Ἦταν
προσπάθεια γιά εὐρύτερη θρησκευτική καί ἐκκλησιαστική μεταρρύθμιση, πού ἐπιδίωξε
ἡ Πολιτεία γιά την ἐπίτευξη τῶν δικῶν της στόχων.
Βέβαια γιά τόν προσδιορισμό τῶν
αἰτίων της διατυπώθησαν πολλές ἀπόψεις, προερχόμενες ἀπό την διαφορετική
προσέγγιση καί κατανόησή της. Χαρακτηρίζεται λ.χ. ὡς ρηξικέλευθη κοινωνική
μεταρρύθμιση καί ταξική σύγκρουση, μέ την διεκδίκηση ἀπό τήν Πολιτεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς
καί μοναστηριακῆς περιουσίας, ἀπό ἄλλους δέ ὡς ἀναζήτηση μιᾶς ὑψηλότερης
πνευματικότητας. Παράλληλα δε ὡς μονομαχία λόγω τῆς αὐξητικῆς τάσης τῆς δύναμης
τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἄλλοι βλέπουν, ἐξ ἄλλου,
στήν λαίλαπα αὐτή, σύγκρουση μεταξύ ἑλληνικῆς καί ἀνατολικῆς πνευματικότητας ἤ κυρίως
προσπάθεια γιά τήν ἀναδιάρθρωση τῶν κρατικῶν θεσμῶν μέ τήν ἀναθεώρηση τῶν
σχέσεων Ἱερωσύνης καί Βασιλείας ἤ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὅπως λέγεται στήν
σημερινή ὁρολογία. Δέν λείπουν ὅμως καί ἐκεῖνοι, πού βλέπουν τό πρᾶγμα ὡς ἀμιγές
θεολογικοεκκλησιαστικό πρόβλημα, πού γέννησε καί τά ὑπόλοιπα. Ἡ ταπεινή μου
γνώμη εἶναι, ὅτι ἡ εἰκονομαχική θύελλα περιέκλειε ὅλα αὐτά καί ἀκόμη
περισσότερα. Ἐπρόκειτο γιά θεμελιακή προσπάθεια καθολικῆς ἀναδιάρθρωσης, ἀλλαγῆς
–στή σημερινή πολιτική γλώσσα– ὅλου τοῦ βίου στήν πνευματική καί πολιτειακή–διοικητική του διάσταση. Ἡ θεολογική ὅμως ὄψη τῆς
ἔριδας, μέσα στό πνεῦμα τῶν καιρῶν, ἔδινε τήν δυνατότητα, σέ ἕνα κλίμα καθαρά πνευματικό να ἐκφρασθοῦν ὅλοι οἱ ὑπάρχοντες προβληματισμοί στή λειτουργία
τοῦ Κράτους καί οἱ ὑποβόσκουσες ἀντιθέσεις. Ἡ Θεολογία, σέ ὅλες τις ἐντάσεις της, προσέφερε ἔρεισμα στίς ὁποιεσδήποτε ἐπιδιώξεις, δίνοντας καί τήν
δυνατότητα ἐκφράσεως τῶν διαφόρων συγκρουσιακῶν τάσεων. Κεντρικόν καί δεσπόζον,
συνεπῶς, πρόβλημα στήν εἰκονομαχική ἔριδα ἦταν τό θεολογικό. Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικῆ Σύνοδος (787), μέ το ὁλοκλήρωμά της, τήν σύνοδο τοῦ 843 καί τό
«Συνοδικόν τῆςὈρθοδοξίας», πού συντέθηκε τότε κατά βάσιν ὡς ὁμολογία ὀρθοδόξου
πίστεως καί ἐπέκταση τοῦ δογματικοῦ ὅρου τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς, ὁλοκλήρωσαν
τελεσίδικα τό Χριστολογικό δόγμα, πού εἶχαν ἤδη διατυπώσει, ὡς ὁμολογία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, οἱ προηγούμενες Οἰκουμενικές
Σύνοδοι ἀπό τήν Γ´ (Ἔφεσος, 431) μέχρι τήν ΣΤ´(Κωνσταντινούπολη, 680).
Ἡ οὐσία τοῦ Χριστολογικοῦ προβλήματος, πού δημιούργησαν οἱ σχετιζόμενες μέ τό θέμα αἱρέσεις (Νεστοριανισμός,Μονοφυσιτισμός,
Μονοθελητισμός, Μονοενεργητισμός), ἐντοπίζεται στήν σχέση και τόν τρόπο ἑνώσεως
τῶν δύο φύσεων, θείας καί ἀνθρωπίνης, στό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Λόγου, πού εἶναι, κατά
τήν ἀποστολικοπατερική ἐμπειρία καί συνείδηση, ἡ βάση τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων
στόνΘεάνθρωπο. Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί Λαός τοῦ Θεοῦ, ὁμολογεῖ τόν «ἕνα
καί τόν αὐτόν Χριστόν…ἐν δύοφύσεσιν», πού ἔχουν ἑνωθεῖ «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» στο
Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ–Λόγου «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως και ἀχωρίστως» (Ὅρος Δ/
Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Αὐτό ὅμως σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ἔχει μαζί μέ τις δύο φύσεις
καί δύο ἐνέργειες καί θελήσεις, θέλων καί ἐνεργῶν ὡς Θεός, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος.
ἩΖ/Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τον Ὅρο της ἐπεκτείνει τό πρόβλημα στό δυνατόν τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Χριστοῦ λόγω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς του, ὡς καί τῆς προσκυνήσεως τῆς εἰκόνος
του. Τά περί τῶν εἰκόνων τῶν Ἁγίων καί τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεώς τους, εἶναι
συνέχεια καί ἐπέκταση τοῦ προβλήματος, ὅπως καί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ ὁποῖος «εἰ
καί ξύλον ὁρᾶται τῇ οὐσίᾳ», διά τοῦ ἐν αὐτῷ πάθους τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, «θείαν περιβέβληται δυναστείαν» (ἀπόστιχον Ἑσπερινοῦ,
Τρίτης πλ. α´Ἤχου).
Ἀθέτησις τῆς Χριστολογίας
2. Τό Χριστολογικό ὅμως δόγμα δέν εἶναι μόνο κατάφαση τῆς θείας φύσεως καί
οὐσίας εἰς τόν Θεάνθρωπο,ἀλλάταυτόγχρονακαί κατάφαση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εὐρύτερα
δέ τοῦ ἀνθρώπου ὡς πολίτη τοῦ κόσμου καί μέλους τῆς κοινωνίας. Ἡ σάρκωση τοῦ
Θεοῦ-Λόγου,ὡς πρόσληψη τοῦ ἀνθρωπίνου, εἶναι ἡ ρίζα καί βάση τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς
ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου και τῆς ἐξάρσεώς του ὑπεράνω ὅλης τῆς κτίσεως. Ἡἀξία δέ τοῦ ἀνθρώπου
ὡς πλάσματος Θεοῦ καί δυνάμει Θεοῦ κατά χάριν, συνδέεται με τόνσεβασμό προς τον ἄνθρωπο, κάθε ἄνθρωπο, τήν ἰσότητα ἐν
Χριστῷ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τῆς
ἐκμεταλλεύσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὁποιεσδήποτε κοινωνικές ἤ πολιτικές
δυνάμεις. Ἔτσι τό Χριστολογικό ζήτημα εἶναι συνάμα καί χριστιανικῆς
κοινωνιολογίας, χωρίς βέβαια τήν ἐλάχιστη ὑπόνοια γιά analogia
entis ἤ fidei. Συνεπῶς, κάθε ἐκτροπή καί παρέκκλιση στή στάση Θεσμῶν καί
Ἀρχῶν ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο και τήν ἀνθρώπινη κοινωνία συνιστᾶ ταυτόγχρονα
καί ἀθέτηση τῆς Χριστολογίας, κατά τόν ἀδιάψευστο λόγο τοῦ Χριστοῦ μας, «ἐφ᾽ ὅσον
ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ.
24,40). Γι᾽ αὐτό μολονότι τά πνευματικά φαινόμενα ἔχουν συγκεκριμένη θέση στόν ἱστορικό χρόνο καί χῶρο καί δέν ἐπαναλαμβάνονται αὐτούσια,
ὅπως τά φυσικά, ἐν τούτοις ὄψεις τῆς εἰκονομαχικῆς ἔριδας ἐπανέρχονται συχνά στην
ἱστορική σκηνή, αὐτό δέ συμβαίνει καί στήν ἐποχή μας. Ἡ στάση τῆς ὁποιασδήποτε Ἐξουσίας
ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο καί τούς θεσμούς, πού κατοχυρώνουν καί προστατεύουν τήν τιμή καί ἀξιοπρέπειά του, συνιστᾶ ἄμεση
ἀναφορά στο ἀρχέτυπό του τόν Ἰησοῦ Χριστό. Μποροῦμε, συνεπῶς, νά ὁμιλοῦμε γιά ἀνανέωση
τῆς εἰκονομαχίας στήν ἐποχή μας, ἡ ὁποία παρουσιάζει πολλά κοινά μέ τήν παλαιά
εἰκονομαχία μέ ἀνάλογη κρίση ἐκείνης τοῦ 8ου αἰώνα. Ἡἐποχή μας ἀποδεικνύεται
καί αὐτή κατάφωρα εἰκονοκλαστική, ὄχι μόνο λόγω τῶν ἀντιχριστιανικῶν τάσεών της,
ἀλλά κυρίως λόγω τῆς ἐφαρμοζομένης διεθνῶς
πολιτικῆς. Τό θλιβερό δέ εἶναι ὅτι τότε τό «Ἑλλαδικόν» ἦταν σαφῶς ἀντίθετο προς
την εἰκονομαχική πολιτική τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Νέας Ρώμης, φθάνοντας μέχρι τήν ἐπανάσταση
τοῦ (726)για την ἀπόκρουσή της.Ἡ ἄμεση ἤ ἔμμεση πολεμική κατά τοῦΧριστοῦ καί τῶν
ἐμψύχων εἰκόνων του, ὡς πολεμική κατά τῆς Πίστεως και Παραδόσεως τῶν Ἁγίων μας,
ποικιλοτρόπως ἐκδηλουμένη, εἶναι καθαρά εἰκονοκλαστική. Ἄλλωστε εἶναι ἱστορικά
βεβαιωμένο, ὅτι το τέλος τῆς εἰκονομαχικῆς ἔριδας το 843 δέν σήμανε καί ἐξάλειψη
τῶν τάσεων καί ἀρχῶν της. Μεμονωμένες ἀντιστάσεις ἔμειναν γιά πολύ χρόνο. Οἱ
τάσεις αὐτές, συνδεόμενες μέ τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία και θεομαχία, διαμορφώνουν,
σέ ἀνάλογο κοινωνικό κλίμα καί ἀνάλογο εἰκονοκλαστικό φρόνημα, ἐπανεμφανιζόμενο,
ὅτι οἱ ἱστορικές συγκυρίες τό ἐπιτρέπουν. Θά ἐπισημανθοῦν στή συνέχεια κάποιες
χαρακτηριστικές ἀντιστοιχίες στα νεώτερα χρόνια.
Τά πνευματικά δικαστήρια
3. Εἰκονοκλαστικές τάσεις και συμπεριφορές ἐκ μέρους τῆς πολιτικῆςἩγεσίας
καί τῆς συμπράττουσας συνήθως μέ αὐτήν Διανόησης, ἀναδύονται ἀμέσως μετά τήν ἵδρυση
τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Μία περιδιάβαση τῶν ἐνεργειῶν τῶν Εἰκονομάχων τοῦ 8ου αἰώνα
καί ἐκείνων στά ὅρια τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους δείχνει τίς μεταξύ τους παραλληλίες.
Ἡ βυζαντινή Πολιτεία, εἰσερχόμενη καί σ᾽ αὐτά τά Sacra Interna τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ ἄλλων, συντόμευσε τήν Θεία Λειτουργία,
κατάργησε ἀγρυπνίες καί ἄλλες ἀκολουθίες, ἁπλοποίησε τήν μοναστική ζωή καί τόν
τρόπο διαβιώσεως τῶν μοναχῶν, ἐδήμευσε τήν κτηματική περιουσία τῶν Ἱ. Μονῶν,
περιόρισε τόν ἀριθμό κληρικῶν καί μοναχῶν, ἐπέβαλε μετά τήν ἐκλογή τῶν ἐπισκόπων
τήν κύρωσή τους ἀπό το αὐτοκρατορικό Συμβούλιο, πολλά μοναστήρια κλείσθηκαν, ἐνῶ οἱ μοναχοί ἐκδιώχθηκαν ἀπό τίς Ἱ.Μονές τους, ἐξαναγκασμένοι
νά δεχθοῦν τό ἔγγαμο βίο, ἐπιστρέφοντας στον κόσμο. Ἀλλά καί μετά τό 1830 οἱ ἐκδυτικισμένοι
εὐρωπαϊστές καί,σύμφωνα μέ τά δεδομένα κάθε περιόδου, ἐκσυγχρονιστές (δηλ.
νεωτεριστές καί μετανεωτεριστές), φαίνεται ὅτι ἔχουν στίς ἀντορθόδοξες πρακτικές τους ὡς ὁδηγό τά πεπραγμένα τῆς παλαιᾶς Εἰκονομαχίας.
Ἤδη οἱ ὀπαδοί τῆς Βαυαροκρατίας ἔβαλαν στό στόχαστρό τους τά Μοναστήρια καί
τούς Μοναχούς. Γιατί; Διότι οἱ Εὐρωπαῖοι καί εὐρωπαϊστές γνώριζαν καλά ὅτι ὁ χῶρος
αὐτός ἐξασφαλίζει τήν συνέχεια τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης καί τῆς συνοχῆς τοῦ
Ἔθνους μας. Τό πνεῦμα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ παραμένει ἔκτοτε συνδεδεμένο μέ τόν ἐπαρχιωτισμό
καί τήν ἡττοπάθεια μπροστά στή Δύση, πολιτικά καί θρησκευτικά, δημιουργώντας
στό Ἔθνος συνείδηση προτεκτοράτου. Καί τόν 8ο αἰώνα Νεστοριανοί και Παυλικιανοί,
ἀλλά καί τό Ἰσλάμ καί ὁ Ἰουδαϊσμός, οἱ ξένες Δυνάμεις τῆς ἐποχῆς, μετακένωσαν
στό Γένος τά πνευματικά δηλητήριά τους, κάτι πού συνεχίζεται σήμερα ἀπό τίς Δυνάμεις τῆς
Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Νέας Τάξης. Ἡ ἀδυναμία βιώσεως τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης
ἀπό τούς ἐκδυτικισμένους Ἡγέτες μας ἐξασθενίζει τίς ἀντιστάσεις τους και τίς ἐκμηδενίζει,
ὁδηγώντας στην ἀδυναμία ὀρθῆς ἀποτίμησης τοῦ πολιτισμοῦ μας καί τῆς ἱστορίας
μας, μέ ἀποτέλεσμα νά αἰ σχύνονται για τήν ταυτότητά τους. Πῶς, λοιπόν, να ἀγωνισθοῦν
ὑπέρ τοῦ Ἔθνους και τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής του;
Οἱ Νέοι Εἰκονομάχοι
4. Ἔτσι στά ὅρια τοῦ λεγομένου «χωρισμοῦ Ἐκκλησίας-Πολιτείας», ἐπιδιώκονται
καί πραγματοποιοῦνται, βαθμιαία, πολιτειακά μέτρα, πού ἀποδομοῦν ὄχι μόνο τόν ἐκκλησιαστικό,
ἀλλά καί τόν ἐθνικό μας βίο. Τέτοιες ἐπιδιώξεις καί ἀποφάσεις μεταξύ ἄλλων εἶναι: Καθαίρεση τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων καί εἰκόνων ἀπό ὅλους
τούς δημόσιους χώρους· μεθόδευση τῆς κατάργησης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν,
ὡς καί τῆς συρρίκνωσης καί τελικά διάλυσης τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν· ἀπαίτηση ἐξαφάνισης
κάθε θρησκευτικοῦ περιεχομένου στίς ἐθνικές μας ἑορτές, ἀλλά καί κατάργησης
θρησκευτικῶν ἀργιῶν· ἐκδίωξη μέ νόμο τῶν Κληρικῶν ἀπό τά Σχολεῖα, τά Νοσοκομεῖα,
τίς Φυλακές καί τά Σώματα τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων· ὑπονόμευση τῆς Βαπτίσεως τῶν Ἑλληνοπαίδων·
ἐπιβολή πολιτικοῦ γάμου, πολιτικῆς κηδείας κ.ἄ. Στό πλαίσιο αὐτό ἤδη ἔχουν
μεταξύ ἄλλων ἐπιβληθεῖ: ἡ ἀποποινικοποίηση τῶν ἀμβλώσεων καί τῆς μοιχείας, τό αὐτόματο
διάζυγιο· ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τις ταυτότητες, γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν
Κέντρων ἐξαρτήσεώς μας· ἀπομάκρυνση τῶν Κληρικῶν ἀπό τά
Σχολεῖα καί παρακώλυση τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν
φορολόγηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὡς νά ἄνηκε στούς Κληρικούς καί ὄχι
στόν Λαό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί παρεμπόδιση τοῦ πνευματικοῦ της ἔργου, μέ τόν
περιορισμό τῶν χειροτονιῶν· θέσπιση τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν καί τῶν χριστιανῶν, ἐπαχθεῖς
φορολογήσεις καί περικοπές τῆς μισθοδοσίας τῶν πολιτῶν καί τῆς ἰατροφαρμακευτικῆς
περίθαλψής τους· σκανδαλώδης ἀποφυγή ἐφαρμογῆς τῶν νόμων καί ἀτιμωρησία, μέ ἀποτέλεσμα
τήν αὔξηση τῆς τρομοκρατίας και παρανομίας· διαιώνιση τῆς ἀνυπαρξίας ἀποφασιστικῆς
καί ὀρθολογικῆς μεταναστευτικῆς πολιτικῆς, πού ἀποβαίνει εἰς βάρος τῶν Πολιτῶν τῆς Χώρας μας, ἀλλά καί αὐτῶν τῶν μεταναστῶν μέ τήν διευκόλυνση τῆς
λαθρομετανάστευσης· μειοδοσία στά ἐθνικά μας θέματα καί ἀπεμπόληση τῶν ἐθνικῶν
μας κυριαρχικῶν δικαιωμάτων μας· ἀλλοίωση καί παραχάραξη τῆς ἱστορίας τοῦ Ἔθνους
μας καί προώθησή της στήν ἐκπαίδευση μέ τά σχολικά βιβλία. Οἱ κινήσεις ὅμως αὐτές
τῶν Νέων Εἰκονομάχων μας ἐνισχύονται καί σήμερα, ὅπως κατά τήν παλαιά Εἰκονομαχία, ἀπό τήν πέμπτη φάλαγγα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
χώρου, τους εἰκονομάχους Κληρικούς, Ἐπισκόπους καί Πρεσβυτέρους, τούς
«συνευδοκοῦντας τοῖς πράσσουσι» (Ρωμ. 1,32) τήν ἀνομία, ἐκπροσώπους τῆς ἀφελληνισμένης
καί ἀποχριστιανοποιημένης πολιτικῆς Ἡγεσίας. Ἡ διάσπαση δέ τῆς Ἱεραρχίας, καί
τότε καί σήμερα, εὐνοεῖ ἀποφασιστικά τήν προώθηση καί ἐπιβολή τῶν εἰκονομαχικῶν
καινοτομιῶν. Ὅπως τότε, ἔτσι καί σήμερα ὑπάρχουν δυστυχῶς «ὑδαρεῖς»–κατά τόν ἀείμνηστο
καθηγητή Χρ. Ἀνδροῦτσο, Κληρικοί, συσχηματιζόμενοι μέ τά μέτρα τῆς Πολιτικῆς Ἡγεσίας,
γιά λόγους προοδευτισμοῦ ἤ διεκδίκησης προσωπικῶν ὠφελημάτων. Ἐπειδή δέ τά
πνευματικά συμπορεύονται πάντοτε μέ τά πολιτικά καί πολιτειακά, πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε
ὅτι ἡ παλαιά Εἰκονομαχία εἶχε σημαντικό ἀντίκτυπο καί στά ἐθνικά θέματα. Οἱ ἀνατολικές ἐπαρχίες βρέθηκαν στήν διάθεση τῶν Ἀράβων καί οἱ εὐρωπαϊκές
τῶν Βουλγάρων. Τήν ἀκεραιότητα τοῦ Κράτους ἀπείλησε ἐξ ἄλλου ἡ ἐπανάσταση τοῦ «ἑλλαδικοῦ»
(θέματος) ὑπό την ἡγεσία τοῦ ἡρωϊκοῦ τουρμάχου τῶν Ἑλλαδικῶν Ἀγαλλιανοῦ. Εὐχόμεθα,
στήν σημερινή εἰκονοκλαστική, ἐθνικά καί πνευματικά, συγκυρία να μή ἀποσταθεροποιηθεῖ
καί στή Χώρα μας ἡ εἰρήνη καί ἡ κοινωνική ἠρεμία, ὅπως συμβαίνει ἤδη στον λοιπό
μεσογειακό χῶρο.
Μόνον μέ τήν Πίστιν καί τήν Μετάνοιαν
5. Ἡ ἐλπίδα ὅμως τοῦ Γένους μας κατά τήν παλαιά Εἰκονομαχία δεν χάθηκε καί ἐπανῆλθε
ἡ εἰρήνη. Και αὐτό ἔγινε μέ τά αἵματα τῶν Ὁμολογητῶν καί Μαρτύρων τῆς Πίστεως, ἀλλά
καί τήν συνετή πολιτική τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, τῆς ὁσίας, τῆς ὁποίας τό ἱερό λείψανο σώζεται ἀκέραιο στήν Κέρκυρα. Ἡ ἀναστήλωση
τῶν εἰκόνων τό 843 ὑπῆρξε ἔργο δικό της. Τόσο αὐτή, ὅσο καί ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία
τό 787, ἐδικαίωσαν τόν ἱστορικό κανόνα, ὅτι ἡ γυναικεία ἑτοιμότητα καί ἐπιμονή ὑπερισχύει,
διότι ἡ Γυναίκα εἶναι σταθερός φορέας τοῦ πολιτισμοῦ καί σέ κρίσιμες ἱστορικές περιόδους
ἀναδεικνύεται σωτήρας του. Βέβαια, ὅταν ἡ γυναίκα εἶναι φορέας τῆς Ὀρθοδοξίας
καί βαδίζει ὡς μικρή Παναγία τήν ὁδό τῆς ἁγιότητας, ὅπως ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα. Ὁ ὀρθόδοξος Κλῆρος καί ὁ πιστός Λαός ἐξάλλου
πλαισίωσαν τούς Ὁμολογητές τῆς Πίστεως, ὅπως ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός (†754) κατά την
πρώτη περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας καί ὁ Θεόδωρος Στουδίτης (†826) κατά τήν δεύτερη. Αὐτή εἶναι καί ἡ μόνη ἀπόλυτη δυνητική ἀντιστοιχία μεταξύ
τῆς παλαιᾶς εἰκονομαχικῆς περιόδου και τῆς σημερινῆς. Ἡ Χώρα μας δεν μπορεῖ νά ἐξέλθει
ἀπό τό οἰκονομικό τέλμα καί τήν πολιτική ἀσυδοσία, χωρίς ἀνθρώπους πίστεως καί
μετανοίας, βαδίζοντες στά ἴχνη τῶν Ἁγίων μας. Ὅπως καί στήν μακρόσυρτη δουλεία
τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ λύση ἔρχεται ἀπό τήν πλατειά λαϊκή βάση, τή ζυμωμένη μέσα στην
ἑλληνορθόδοξη παράδοση τοῦ Ἔθνους. Καί ἐπειδή αὐτή μπορεῖ μέν νά περιορίζεται, ἀλλά
δέν χάνεται ποτέ, δέν χάνεται καί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης, φορεύς τῆς ὁποίας εἶναι
ἡ «μαγιά» τοῦ Μακρυγιάννη. Τό σημερινό, ἄλλωστε, πρόβλημα δεν εἶναι ἡ ἐπιβίωση
τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ἠ ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ χωρίς τήν Ὀρθοδοξία τῶν ἁγίων Πατέρων
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου