«Διαθρησκειακὲς συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων».-- τοῦ πατρὸς Θεοδώρου Ζήση

Εἰς αὐτὸ το κείμενο ὑπάρχει ἕν μικρὸν κεφάλαιον ὑπὸ τὸν ὑπότιτλον:
«Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἐναντίον τοῦ Ἰσλάμ, ἀκόμη καὶ ὡς αἰχμάλωτοι καὶ ὑπόδουλοι».
Τὸ κεφάλαιον αὐτὸ ἔχει ὡς ἀκολούθως:


«Τολμοῦν πολλοὶ ὀπαδοὶ τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἢ μᾶλλον Συγκρητισμοῦ καὶ μάλιστα Πατριάρχες καὶ Ἀρχιεπίσκοποι, σὲ διακηρύξεις καὶ σὲ πανεπιστημιακὰ ἐγχειρίδια, νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ὁ Γεννάδιος Σχολάριος κ.ἄ. ἦσαν ὑπὲρ τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου καὶ ὅτι αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὰ πρότυπά τους. Θὰ εὐχόμασταν ἐκ βάθους ψυχῆς νὰ ἦσαν ὄντως πρότυπα, γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἡγέτες οἱ μεγάλοι αὐτοὶ Ἅγιοι καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς. Δυσ τυχῶς ὅμως δὲν εἶναι, διότι ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔχουν ἀπόλυτα ἀρνητικὴ καὶ ἀπορριπτικὴ θέση γιὰ τὸ Ἰσλάμ, τὴν ὁποία δὲν διστάζουν νὰ διατυπώσουν ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναγκάζονται νὰ προσέλθουν σὲ διάλογο μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, εἴτε ὡς αἰχμάλωτοί τους, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἴτε ὡς ὑπόδουλοι καὶ κατακτημένοι, ὅπως ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος. Σήμερα προσερχόμαστε μόνοι, ἐθελουσίως στοὺς διαλόγους καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἐξωτερικὴ ἀνάγκη ἢ βία ἀναγνωρίζουμε τὸν Μωάμεθ ὡς προφήτη καὶ βλέπουμε πολλὰ θετικὰ στὴ διδασκαλία του. Μὰ τότε πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ ἀμνηστεύσουμε τοὺς Χριστιανοὺς αἱρετικούς, ποὺ καταδίκασε ἡ Ἐκκλησία μὲ οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς Συνόδους, διότι ἀσφαλῶς αὐτοὶ ἔχουν πολὺ περισσότερα ὅμοια στοιχεῖα καὶ θετικά, ἀφοῦ ἡ κακοδοξία τους περιορίζεται σὲ ἕνα δύο συγκεκριμένα θέματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ὄχι στὴν ριζικὴ ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸ Ἰσλάμ.
Καὶ ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει καταδικάσει τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἔχει ἀναθεματίσει, ὅπως θὰ ἀκούσουμε νὰ ἐκφωνοῦνται τὰ ἀναθέματα τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅπως πᾶμε οὔτε τὸ ἐπίθετο Ὀρθόδοξος καὶ τὸ οὐσιαστικὸ Ὀρθοδοξία θὰ ἔχουν πιὰ νόημα, διότι αὐτὰ ἀντιπαρατίθενται στὰ κακόδοξος καὶ κακοδοξία, τὰ ὁποῖα ὅμως σήμερα “καθαίρονται”, καθαρίζονται ἀπὸ τὸ ἀρνητικό τους περιεχόμενο. Καταργοῦν λοιπὸν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἀρνοῦνται ὅσοι ἀμνηστεύουν τὶς αἱρέσεις, πολὺ περισσότερο τὶς θρησκεῖες. Εἶναι λοιπὸν σαφές, ὅπως διακηρύσσεται πλέον ἀπὸ μερικοὺς “προοδευτικούς” ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ἀφέσεως καὶ τοῦ αἱρετικοῦ, τοῦ ἑτεροδόξου καὶ τοῦ ἑτεροθρήσκου, δὲν ἰσχύει, δὲν ἔχει πέραση στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς συγχύσεως καὶ ἀναμίξεως τῶν πάντων, τοῦ φωτὸς πρὸς τὸ σκότος. Ὅλα εἶναι μόνιμα καὶ ἀποδεκτὰ καὶ στὸν τομέα τῆς πίστεως καὶ στὸν τομέα τῆς ἠθικῆς ζωῆς. Ἂς μᾶς ξεκαθαρίσουν λοιπὸν μερικοὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες ὅτι ἔχουν προσχωρήσει σ᾽ αὐτὴν τὴν “προοδευτικὴ” ἄποψη, γιὰ νὰ καθορίσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν στάση μας ἀπέναντί τους, τὴν ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ καθορίσουμε, διότι διαφορετικά, κοινωνοῦμε καὶ ἐμεῖς “τοῖς ἔργοις αὐτῶν τοῖς πονηροῖς” (Β´ Ἰω. 11). Ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε νὰ ἔχουμε κοινωνία ὄχι πρὸς τοὺς ἀκοινωνήτους, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἁγίους καὶ πιστοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν, νὰ πιστεύουμε ὅπως ἐπίστευαν ὅλοι οἱ πρὸ ἡμῶν Ἅγιοι Πατέρες, στοὺς ὁποίους πειθόμεθα καὶ ὑπακούουμε. Καλὴ ὑπακοὴ εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στοὺς Ἁγίους· κακὴ εἶναι στοὺς κακοδόξους καὶ στοὺς ὑποστηρικτάς των. Ἡ ἀνυπακοὴ στοὺς δεύτερους εἶναι ἁγία ἀνυπακοή· τοὺς καλοὺς ποιμένες ἀκολουθοῦν τὰ πρόβατα· ἀποφεύγουν τοὺς κακοὺς ὅτι “οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν” (Ἰω. 10, 5). Ὅλοι λοιπὸν οἱ Ἅγιοι ἀνεξαιρέτως ἔχουν ἀρνητικὴ καὶ ἀπορριπτικὴ θέση γιὰ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὸν “προφήτη” του. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς, τῆς καθαρὰ ἐρευνητικῆς ἔχει δίκαιο ὁ Ἀστέριος Ἀργυρίου, ὅταν διαπιστώνει, ὅτι: “Καθόλη τὴ βυζαντινὴ περίοδο καὶ μέχρι μιὰ ἀρκετὰ πρόσφατη ἐποχὴ ἡ ἀρνητικὴ στάση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ θὰ ἐπικρατήσει σ᾽ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ θεολογία” (Ἀστέριος Ἀργυρίου. “Κοράνιο καὶ χριστιανικὴ πίστη. Σκέψεις πάνω στὸν ἰσλαμοχριστιανικὸ διάλογο χτὲς καὶ σήμερα”, ἐν ΚΑΘ᾽ ΟΔΟΝ, τεῦχος 3, Σεπτ. Δεκ. 1992, σελ. 39. Τὸ ἴδιο συμπέρασμα προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴν παλαιότερη βασικὴ γιὰ τὸ θέμα μελέτη τοῦ Ε.Δ. Σδράκα, Ἡ κατὰ τοῦ Ἰσλὰμ πολεμικὴ τῶν Βυζαντινῶν Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1961). Τουλάχιστον δὲν ἐπιχειρεῖ νὰ νοθεύσει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ἀλλοιώσει, ὅπως μερικοὶ ἄλλοι, ποὺ θεωροῦν ὡς προδρόμους καὶ πρότυπα τῶν σημερινῶν διαλόγων τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Εἶναι μόνον λυπηρό, ποὺ ὁ ἐν λόγῳ ἐρευνητὴς στὴ συνέχεια δὲν συμφωνεῖ μὲ αὐτὴν τὴν καθολικὰ ἀρνητικὴ θέση τῶν ἁγίων καὶ ἐπαινεῖ σημερινοὺς ἐπιστήμονες, ποὺ βλέπουν θετικὰ τὸ Ἰσλάμ, γιατί λέγει τοὺς βοήθησαν σ᾽ αὐτὸ “ἡ γενναιότητα τῆς ψυχῆς τους καὶ ἡ βαθιά τους πίστη” σὰν νὰ ἐστεροῦντο αὐτὲς τὶς ἀρετὲς οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Γράφει ἐπὶ λέξει: “Οἱ ἐπιστήμονες ὅμως, ποὺ ἀνέφερα καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνάδελφοι καὶ μαθητές τους διακρίνονταν ἐπίσης, γιὰ τὴ γενναιότητα τῆς ψυχῆς τους καὶ γιὰ τὴν βαθιά τους πίστη. Οἱ δύο αὐτὲς ἀρετές, τὰ δύο αὐτὰ θεῖα χαρίσματα, τοὺς βοήθησαν ὥστε νὰ ἀναγνωρίσουν στὸ Ἰσλὰμ τὴ θρησκεία, ποὺ δοξολογεῖ τὸν ἴδιο μὲ μᾶς Θεό, τὸ Θεὸ τοῦ Ἀβραάμ, τὸν κοινὸ Πατέρα ὅλων τῶν πιστῶν. Οἱ ἴδιες ἀκριβῶς ἀρετὲς χαρακτηρίζουν καὶ ὅλους τοὺς χριστιανούς, καθολικούς, προτεστάντες καὶ ὀρθοδόξους, ποὺ τὰ πενῆντα τελευταῖα χρόνια, κυρίως ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 60 καὶ ὕστερα, ἀποφάσισαν νὰ ἐργαστοῦν γιὰ τὴν προώθηση τοῦ ἰσλαμοχριστιανικοῦ διαλόγου καὶ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη προσ έγγιση καὶ καλύτερη γνωριμία μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ἀποκεκαλυμμένων θρησκειῶν” (Αὐτόθι σελ. 40). Νά! λοιπόν. Οἱ ἐνάρετοι καὶ χαρισματοῦχοι ἐπιστήμονες τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας, σὲ διαφορετικὴ πορεία ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες χιλίων τετρακοσίων περίπου ἐτῶν. Τῶν Ἁγίων ὅμως ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ σοφία, ὡς καὶ τὰ θεῖα χαρίσματα, εἶναι ἀποδεδειγμένα θεόθεν καὶ ἁπτά· ἐμεῖς αὐτοὺς ἀκολουθοῦμε· οἱ ἄλλοι μποροῦν νὰ περιμένουν καὶ θὰ περιμένουν εἰς μάτην τὴν θεόθεν ἀναγνώριση τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν χαρισμάτων τους».         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου