ΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ – Ο ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ -- Τοῦ Ἠλία Δ. Μπάκου Δρ. Θεολογίας–Φιλολόγου

Τὸ Συνοδικόν τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως αὐτὸ διαμορφώθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες καὶ ὑστέρα, ἀναγινώσκεται, ἀποσπασματικῶς βέβαια, τὴν Κυριακὴ τῆςὈρθοδοξίας καὶ περιλαμβάνει μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὸν ἀναθεματισμὸ τῶν αἱρέσεων καὶ αἱρεσιαρχῶν, κακοδοξιῶν τῆς θύραθεν —ἑλληνικῆς καὶ ἄλλης–φιλοσοφίας, καὶ διαφόρων εἰδωλολατρικῶν ἀντιλήψεων, ποὺ ἀναβιώνουν καὶ ἐμφανίζονται παράλληλα πρὸς τὸν βίο καὶ τὴ διδασκαλία τῆςὈρθόδοξης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Συνοδικὸν ὑπὲρ τῆςὈρθοδοξίας συντάχθηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 843 μὲ πρωτοβουλία τοῦ Πατριάρχη Μεθοδίου καὶ μὲ τὴ συναίνεση τῆς βασίλισσας Θεοδώρας. Χαρακτηρίστηκε «ὡς ἐτήσιος εὐχαριστία» καὶ καθιερώθηκε μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου τῆςὈρθοδοξίας κατὰ τῆς Εἰκονομαχίας καὶ πασῶν τῶν αἱρέσεων.
Ὁ ἑορτασμὸς αὐτὸς γίνεται τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία καλεῖται Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Κατὰ τὸν ἐτήσιο αὐτὸ ἑορτασμὸ τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναγινώσκονται ἀναθεματικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν γιὰ τὴν καταδίκη τῆς εἰκονομάχου αἱρέσεως καὶ τῶν ἄλλων αἱρέσεων καὶ τῶν διαφόρων κακοδοξιῶν Ἰουδαίων καὶ Ἑλλήνων, ποὺ ἐκδηλώθηκαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Μαζὶ μὲ τὴν εἰκονομάχο αἵρεση ἢ ἄλλως χριστομάχο ἀποστασία (= ἀθεΐα) καταδικάζονται καὶ ἰουδαϊκὲς καὶ ἑλληνικὲς ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες ἀντιβαίνουν πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι πρόκειται γιὰ κοινὸ ἀναθεματισμὸ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας. (Τὸ Συνοδικὸν αὐτὸ περιλαμβάνεται στὸ Τριώδιον, σσ. 144α–146β, ὡς συμβολικὸ κείμενο τῆς Ὀρθοδοξίας). Στὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας προστέθηκαν τὸν ΙΑ´-ΙΒ´ αἰῶνα καὶ τὰ «τοῦ Ἰταλοῦ Ἰωάννου Κεφάλαιον ια´» καὶ τῶν ὀπαδῶν του, καὶ ἄλλων «ὀρθολογιζόντων», οἱ ὁποῖοι συνανεμίγνυον ἑλληνικὲς φιλοσοφικὲς δοξασίες καὶ «συλλογισμοὺς» μὲ τὰ ὀρθόδοξα χριστιανικὰ δόγματα, καὶ κυρίως μὲ τὰ χριστολογικὰ καὶ ἐσχατολογικά. Ἀναλυτικώτερα:Μὲ τὴν προσθήκη–συμπλήρωση αὐτὴ τοῦ Συνοδικοῦ καταδικάζονται θεωρίες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων, ἀντικείμενες στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Πρῶτα–πρῶτα ὁ Ἰωάννης Ἰταλὸς ζητοῦσε μὲ βάση τὴν ἀρχὴ τῆς λογικῆς νὰ ἐξηγήσει τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως τῶν δύοφύσεων τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο τῆς θεώσεως τῆς σαρκὸς τοῦ Ἰησοῦ κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη. Δοθέντος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ἡ προσληφθεῖσα σάρκα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ οὔτε «φύσει» οὔτε «θέσει» θεώθηκε, ἄλλα «ὑπὲρφύσιν καὶ λόγον» καὶ καταδίκασε τὶς λογικὲς αὐτὲς ἀναζητήσεις τοῦ Ἰωάννου τοῦ Ἰταλοῦ μὲ ἀναθεματισμό. Ἐπίσης μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη Ἰταλὸ καταδίκασε καὶ ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἐπαγγέλλονται εὐσέβεια, ἐνῶ ἀνεμίγνυον «τὰ τῶν Ἑλλήνων δυσεβῆ δόγματα τῇ Ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ τῶν ἄλλων κτισμάτων». Τέλος ἀναθεματίζονται, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅσοι δὲν χρησιμοποιοῦν τὰ ἑλληνικὰ μαθήματα μόνο «διὰ παίδευσιν», ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ μύηση στὶς εἰδωλολατρικὲς δοξασίες καὶ ἐκλαμβάνουν αὐτὲς ὡς ἀληθεῖς. Στὴν περίοδο αὐτὴ ἐντάσσεται καὶ ἡ καταδίκη τοῦ Νικηφόρου Βασιλάκη καὶ τοῦ Σωτηρίχου Παντευγένου. Ὁ Νικηφόρος καὶ ὁ Σωτήριχος ὑποστήριζαν τὴν ἰδέα–ἄποψη ὅτι ὁ Χριστὸς ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ προσέφερε καὶ προσφέρει καὶ στὴ Θεία Εὐχαριστία τὸν ἑαυτό του,ὡς ἐξιλαστήριο θυσία στὸ Θεό, σύμφωνα καὶ μὲ τὴ λειτουργικὴ φράση–εὐχὴ «σὺ εἶ ὁ προσφέρων καὶ ὁ προσφερόμενος». Δίδασκαν ὅτι ἡ προσφορὰ αὐτὴ τῆς θυσίας ἔγινε καὶ γίνεται μόνο στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι ὅμως καὶ στὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ.
Τὴ διδασκαλία αὐτὴ ἀσπάστηκαν Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι. Ἀπάντηση σ᾽ αὐτὲς τὶς κακοδοξίες ἔδωσε ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1156, ἡ ὁποία ἀποφάνθηκε βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι «ὁ Χριστὸς προσέφερε καὶ προσφέρει ἑαυτὸν ὡς θυσίαν εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἁγία Τριάδα, ἑπομένως καὶ εἰς ἑαυτόν», σύμφωνα καὶ μὲ τὴ λειτουργικὴ εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, «σὺ γὰρ εἶ ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος». Δεύτερη Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1157 ἢ τὸ 1158, εὐρύτερη τῆς προηγουμένης, καταδίκασε ὁριστικά τοὺς ἀντιφρονοῦντες καὶ ἐμμένοντες στὶς κακοδοξίες τους (Βασιλάκη καὶ Παντεύγενο). Ὡς συνέχεια τοῦ ἀναθεματισμοῦ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Ἰταλοῦ ἀκολουθεῖ στὸ Συνοδικὸν ὁ ἀναθεματισμὸς τοῦ Ἐπισκόπου Λάμπης Δημητρίου. Ὁ Δημήτριος, στὴν προσπάθειά του νὰ καταπολεμήσει τὴν προσθήκη τοῦ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς παπικούς, διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ φράση τοῦ Χριστοῦ “ὁ πατήρ μου μείζων μοὺ ἐστιν” (Ἰω. 14, 28) ἀναφέρεται στὴ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ καί, κατὰ συνέπεια, ὁ Υἱὸς εἶναι κατώτερος τοῦ Πατρός. Σύνοδος συγκληθεῖσα στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1166 καταδίκασε τὴν ἑρμηνεία αὐτὴ ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Δημήτριο γιὰ τὴν ἐμμονή του στὴν αἵρεση, καθὼς καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ, τὸν Κωνσταντῖνο Βουλγαρίας—χρηματίσαντα Μητροπολίτη Κερκύρας— καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Εἰρηνικό. Ἡ συμπλήρωση τοῦ Συνοδικοῦ —στὴ σημερινή του μορφὴ—ἔγινε μὲ «τὰ κατὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου κεφάλαια», τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὶς Ἡσυχαστικὲς ἔριδες τοῦ 14ου αἰώνα, μεταξὺ τῶν ἡσυχαστῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῶν λατινιζόντων Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ καὶ Γρηγορίου τοῦ Ἀκινδύνου καὶ τῶν ὀπαδῶν τους. Τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία περὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ ἐκπροσωποῦσε ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, τοὺς δὲ ὀρθολογιστὲς λατινόφρονες ὁ Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Ἀκίνδυνος. Εἶναι γεγονὸς ὅτι τὴ διδασκαλία τῆςἘκκλησίας περὶ ἡσυχασμοῦ δηλαδὴ τὴν πνευματικὴ ὁρμὴ τοῦ Ὀρθοδόξου ἀνατολικοῦ μοναχισμοῦ γιὰ θεοπτία—καθαρὴ θεωρία καὶ μυστικὴ ἕνωση καὶ κοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ νοερὰ προσευχὴ διὰ τῆς θείας χάριτος ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 τὴν ἀνύψωσε σὲ θεῖον δόγμα. Ὁ δὲ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσέφερε τὴ θεωρητικὴ βάση γιὰ τὴ στήριξη καὶ ἀνάπτυξη τοῦ νέου θεολογικοῦ δόγματος, ὑπολανθάνοντος στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς μέρες μας οἱ φωνὲς κατὰ τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως ἐμφανίζονται κατὰ πολλαπλασιαστικὸ τρόπο, ἀδόκιμες καὶ ἄλογες. Μόλις γράψει κάποιος ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐμφανίζεται πλειάδα συγχορδίας γιὰ ἀναπαραγωγὴ τοῦ θέματος καὶ διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐνοχοποιοῦν τὴν Ὀρθοδοξία ὅτι δῆθεν ἔβλαψε τὸνἙλληνισμό, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται ὅτι μᾶλλον τὸ ἀντίθετο συνέβη. Τὸ λυπηρὸν εἶναι ὅτι στὸ ἅρμα αὐτὸ τῆς διαστρεβλώσεως καὶ ἀπαξιώσεως τῆς ἀλήθειας προσδένονται καὶ θεσμικὰ κορυφαῖα πρόσωπα τοῦ δημόσιου βίου, γιὰ νὰ φανοῦν, ἴσως, ἀρεστὰ καὶ στὸ χῶρο τῆς νεοειδωλολατρίας ἢ νὰ μὴ ὑστερήσουν στὸν νεοπροοδευτισμὸ τῆς ἐποχῆς μας. Γιὰ λόγους ἱστορικῆς ἀλήθειας
καὶ ἐπιστημονικῆς δεοντολογίας ὑπενθυμίζουμε —σὲ ὅσους σκόπιμα λησμονοῦν τὴ συμβολὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἰδιαίτερα στὸν Ἑλληνισμὸ— ὅτι ἡ
Ὀρθοδοξία διέσωσε τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ διότι προσέλαβε τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὴ μεταστοιχείωσε, τὴν ἀνέδειξε ὡς γλώσσα τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καὶ τὴ διεφύλαξε μαζὶ μὲ τὰ ἑλληνικὰ κείμενα ἀπὸ τοῦὉμήρου μέχρι σήμερα· αλλά καὶ διότι ἀπάλλαξε τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ μυθεύματα, τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου, καὶ προσέλαβε τὸν πεπερασμένο ὀρθὸ λόγο τῶνἙλλήνων καὶ τὸν ὑπερέβη —μὲ τὴν ἐπένδυσή του—μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστη τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια παρέλαβε καὶ ἀνέδειξε τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη καὶ πολλοὺς ἄλλους σὲ πρὸ Χριστοῦ χριστιανοὺς καὶ μάλιστα τοὺς ἀπεικόνισε μὲ τὸν χρωστήρα τοῦ ἁγιογράφου στοὺς νάρθηκες Ἱερῶν Ναῶν καὶ καθολικῶν Μοναστηριῶν. Ἀσφαλῶς, ὅμως, καταδίκασε τὰ περὶ ψυχῆς καὶ μετεμψυχώσεως καὶ ἄλλες εἰδωλολατρικὲς θεωρίες, ἀντικείμενες στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀμφισβήτησε τὸ θεσμὸ τῆς δουλείας, ποὺ ὑποστηρίζει ὁ Ἀριστοτέλης, καθὼς καὶ κάθε εἰδωλολατρικὴ ἐκδήλωση τῆς ζωῆς. Αὐτὴ ἡ κάθαρση τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ἀπὸ τὸ χριστιανισμὸ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν δύναται νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἀρνητική.Ἡ Ἐκκλησία προσέλαβε διακριτικὰ καὶ ἐπιλεκτικὰ ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμὸ ὅ,τι ὠφέλιμο καὶ ἀπέρριψε τὰ εἰδωλολατρικὰ πιστεύματα καὶ μυθεύματα τῆς ἑλληνοειδωλολατρίας. Ὅσον ἀφορᾶ, γενικότερα, στὴ σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ τὸν ὁρισμὸ τὸν δίδει ὁ Θεόδωρος Στουδίτης. Ὁ χριστιανισμὸς ὡς θρησκεία τῆς ἀποκαλύψεως δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν Ὁμηρικὴ φιλοσοφική: «οὐ δεόμενοι τῆς Ὁμήρου φλυαρίας», ὁ χριστιανισμὸς διακριτικῶς καὶ ἐπιλεκτικῶς παραλαμβάνει «τὸ ὠφέλιμον», διαχωρίζει καὶ διαστέλλει «τὸ περιττόν», διακρίνει τὸ ἦθος τῶν χριστιανῶν ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν Ἑλλήνων καὶ μάλιστα τῶν ρητόρων καὶ ἀπορρίπτει «τὸ μυθῶδες»: «οὐ τὸ

μυθῶδες ἄλλα τὸ ὠφέλιμον κατασχών, τὸ περιττὸν διεῖδε καὶ κατεφώρασεν... οὐ κατὰ ρητόρων δεῖν ᾤετο ἔχειν τὸ ἦθος» (Μιχαήλου μοναχοῦ, Βίος καὶ Πολιτεία Θεοδώρου Στουδίτου, ΡG 99, 117 CD, βλ. καὶ Ἠλία Μπάκου, Βυζαντινὴ ποίησις καὶ εἰκονομαχικαὶ ἔριδες, Ἀθῆναι 1992, σσ. 312–318).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου