Τη Ι΄ (10η) του μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ.

      Χαράλαμπος ο Άγιος Ιερομάρτυς, ο χαριέστατος και λαμπρότατος του Κυρίου θύτης και Αθλητής, απάσης της Ελλάδος το καύχημα και των πιστών το αγαλλίασμα, ήτο από την Μαγνησίαν και ιεράτευεν εις αυτήν επί πολλούς χρόνους, μέχρι των ημερών του ασεβεστάτου βασιλέως Σεβήρου του κατά τα έτη σκβ΄ -- σλη΄ (222-238) βασιλεύσαντος και Λουκιανού του ηγεμόνος, ότε συλληφθείς υπ’ αυτών υπέστη τον δια του Μαρτυρίου θάνατον δια την πίστιν και την αγάπην του Χριστού. Και πως, ακούσατε: Ο παμβασιλεύς και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός διδάσκει ημάς εις το θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι αν θέλωμεν να ακολουθήσωμεν οπίσω Αυτού πρέπει να απαρνηθώμεν πρότερον τον εαυτόν μας, να σηκώσωμεν και ημείς επί των ώμων τον Σταυρόν μας και ούτω να τον ακολουθήσωμεν.

Τούτο κατώρθωσαν πολλοί θαυμάσιοι και αγιώτατοι άνθρωποι, καθώς ήσαν οι Ασκηταί και Ερημίται, οι οποίοι απηρνούντο τον κόσμον και τα εγκόσμια, τας απολαύσεις του σώματος, τον πλούτον και την δόξαν και έφευγον εις τας ερημίας, περί ουδενός άλλου φροντίζοντες, ειμή μόνον περί του πώς να αρέσωσιν εις τον Ποιητήν και Πλάστην των Θεόν. Τοιούτοι εστάθησαν και οι σοφώτατοι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ένα και μόνον σκοπόν είχον, πώς να ωφελήσωσι ψυχάς ανθρώπων, πώς να επιστρέψωσι τους πεπλανημένους εις τα ορθά δόγματα της Εκκλησίας, πώς να στερεώσουν τους πιστούς εις την Ορθοδοξίαν. Δεν εφρόντιζον ούτοι ούτε δι’ ανάπαυσιν του σώματος, ούτε δια πλούτον και κτήματα, εξαιρέτως δε εστάθησαν τοιούτοι οι αγιώτατοι Μάρτυρες, οι γενναίοι στρατιώται του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, οι καλλίνικοι νικηταί της πλάνης και της ασεβείας και αυτού του κοσμοκράτορος διαβόλου, οι οποίοι όχι μόνον κατεφρόνησαν πλούτη και κτήματα και δόξας, αλλά και αυτό το ίδιον σώμα των παρέδωσαν εις μυρίας τιμωρίας και βασάνους ανηκούστους τόσον, ώστε και αυτήν την γλυκυτάτην ζωήν των κατεφρόνησαν και προέκριναν τον θάνατον. Αυτοί οι Μάρτυρες, βεβαιότατα, απηρνήθησαν τον κόσμον και τον εαυτόν των, επειδή εστερήθησαν την παρούσαν πολυπόθητον ζωήν και εσήκωσαν τον Σταυρόν των φυλάξαντες βεβαίαν και στερεάν την Ορθόδοξον πίστιν και την αγάπην του Χριστού, στοχαζόμενοι ορθώς, ότι δεν είχον ώδε μένουσαν πόλιν και δια τούτο ολοψύχως επεζήτουν την μέλλουσαν. Τούτου χάριν εδοξάσθησαν και ετιμήθησαν υπό του Θεού, όχι δε μόνον απολαμβάνουσι νυν την ουράνιον Βασιλείαν και χαίρουσιν αιωνίως με τον Χριστόν, δια τον οποίον έχυσαν το αίμα των, αλλ’ ακόμη και απανταχού της Οικουμένης τιμώνται και εορτάζονται και θέλουσι δοξασθή εις τον αιώνα τον άπαντα. Τοιούτος καλλίνικος και γενναίος στρατιώτης του Χριστού εστάθη ο σήμερον εορταζόμενος και τιμώμενος, ο Ιερομάρτυς και Μεγαλομάρτυς Χαράλαμπος, ο οποίος, ως είπομεν, ήτο πρότερον Ιερεύς εννομώτατος εις την επαρχίαν Μαγνησίας. Μετά δε ταύτα, όταν εβασίλευσεν  εις την Ρώμην ο δυσσεβής Σεβήρος, εις την Μαγνησίαν ήτο ηγεμών ο απηνής και ανήμερος Λουκιανός, όστις εβασάνιζε πολλούς Χριστιανούς δια να αρνηθώσι την ευσέβειαν και να προσκυνήσωσι τα αναίσθητα είδωλα, τότε και ο μακάριος Χαράλαμπος συνελήφθη από τον μιαρόν Λουκιανόν, όστις πληροφορηθείς, ότι εκεί εις την πόλιν της Μαγνησίας ήτο Ιερεύς των Χριστιανών ο Χαράλαμπος, όστις εξουθένει τους θεούς, διδάσκων παρρησία τον λαόν να πιστεύουν εις τον Χριστόν, εθυμώθη και έστειλε στρατιώτας να τον φέρωσι προς αυτόν. Ιδών δε αυτόν τον ηρώτησε διατί, κατεφρόνει τα είδωλα και τα βασιλικά δόγματα. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ υπακούω εις τα δίκαια και σωτήρια προστάγματα του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, ο δε Σεβήρος γράφει μάταια και ασύνετα λόγια, επειδή προστάζει να προσκυνώμεν δια θεούς αναίσθητα και άψυχα είδωλα και παραδίδει τας ψυχάς σας εις θάνατον· ο Δεσπότης μου όμως Χριστός δίδει ζωήν αιώνιον και μακαριότητα εις τους δούλους του και όστις επικαλεσθή το παντοδύναμον αυτού όνομα, φεύγουν οι δαίμονες, τους οποίους προσκυνείτε ως ανίσχυροι και πάσα ασθένεια ανίατος θεραπεύεται». Λέγει προς αυτόν ο άρχων· «Άφες την περιττολογίαν, γέρον, και κάμε ως φρόνιμος το συμφέρον σου· προσκύνησον τους θεούς πριν δοκιμάσης σκληρά βασανιστήρια». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εάν δεν βασανισθώμεν εδώ πρόσκαιρα, δεν κληρονομούμεν τα αιώνια αγαθά». Ταραχθέντες τότε οι άρχοντες έφερον τα δεινότερα κολαστήρια, λέγοντες· «Θυσίασον εις τους θεούς, κακή κεφαλή». Ο δε Άγιος είπε· «Μη γένοιτο να γίνω τόσον μωρός και ανόητος, να προσκυνήσω τους αναίσθητους δαίμονας, τους οποίους σέβεσθε σεις και οι οποίοι φοβούμενοι την δύναμιν του Σταυρού φεύγουσιν απ’ αυτού». Τότε εγύμνωσαν αυτόν και λαβόντες χειράγρας κατεξέσχιζον από κεφαλής έως ποδών τας σάρκας του· ο δε μακάριος υπομένων γενναίως αυτήν την αβάστακτον βάσανον και εις όλον το σώμα δεινώς σπαραττόμενος έλεγε· «Ευχαριστώ σας, αδελφοί, ότι βασανίζοντές μου το σώμα προξενείτε εις την ψυχήν μου, εις τον μέλλοντα αιώνα, αιωνίαν μακαριότητα». Ταύτα λέγοντος του Αγίου, οι υπηρέται εθαύμαζον και έλεγον προς τους άρχοντας· «Την ατιμίαν νομίζει τιμήν ούτος ο άνθρωπος και την βάσανον άνεσιν· μήπως και είναι αυτός ο Χριστός και ήλθε να μας δοκιμάση και δια τούτο αι χειράγραι αποστομώνονται και δεν ξεσχίζουσι πλέον τας σάρκας του»; Ταύτα ακούσας ο παριστάμενος εκεί δουξ εθυμώθη και υβρίζων τους υπηρέτας, ότι ήσαν αμελείς και αδύνατοι, ήρπασε τας χειράγρας από τας χείρας αυτών και ήρχισε να ξεσχίζη το σώμα του Αγίου με πολλήν οργήν, ο θεόργιστος· αλλά, παρευθύς, έφθασεν η θεία δίκη τον άδικον και εκόπησας, ω του θαύματος, από τους αγκώνας αι χείρες του, κρεμασθείσαι εις το σώμα του Μάρτυρος, αυτός δε ο δείλαιος έπεσε κατά γης ορυόμενος και κραυγάζων· «Βοήθει μοι, ηγεμών, διότι μάγος είναι ούτος ο άνθρωπος». Πλησιάσας τότε ο ηγεμών και ιδών τας χείρας του δουκός κρεμαμένας από το σώμα του Μάρτυρος, έπτυσεν εις το πρόσωπον του Αγίου και παρευθύς εστράφη το πρόσωπόν του εις τον τράχηλον και έμεινεν ελεεινόν θέαμα. Τότε ο λαός όλος της πόλεως της Μαγνησίας φοβηθέντες παρεκάλουν τον δίκαιον λέγοντες· «Απόστρεψον αφ’ ημών την οργήν του Κυρίου, Όσιε· ούτω σε προστάζει ο Χριστός, να μη αποδίδης κακόν αντί κακού, αλλά να ευεργετής τους μισούντας σε». Λέγει προς αυτούς ο Άγιος· «Ζη Κύριος ο Θεός μου· δεν είναι δόλος εις την γλώσσαν μου, αλλά ο Κύριος επαίδευσεν αυτούς ως κακούς, δια να δώση εις σας ζωήν αιώνιον». Τότε το πλήθος όλον εβόησε προς Κύριον, λέγοντες· «Μη μας απολέσης, Δέσποτα, αλλά συγχώρησόν μας εις όσα επταίσαμεν». Ούτω δε πολλοί επίστευσαν. Ο δε δουξ παρεκάλει τον Άγιον, λέγων· «Άγγελε του Θεού και ουράνιε άνθρωπε, βοήθησόν μοι τον ταλαίπωρον. Ιδού έχεις το βάρος των χειρών μου επάνω σου και εγώ υποφέρω πόνους και βάσανον· λοιπόν ιάτρευσόν με να λυτρωθώ από τας οδύνας μου και συ από βάρος και μέριμναν και εάν λάβω την ίασιν να πιστεύσω εις τον Θεόν σου βέβαια». Τότε προσηυχήθη ο Άγιος λέγων προς Κύριον· «Ευχαριστούμεν σοι, Δέσποτα, ότι φυλάττεις ημάς πάντοτε· επίβλεψον και νυν επί την ταπείνωσιν των πεπεδημένων δούλων σου και λύσον αυτούς από τα δεσμά εις δόξαν του Αγίου σου Ονόματος». Τότε ήλθε φωνή εκ του ουρανού λέγουσα· «Χαίροις, Αθλητά Χαράλαμπε, Αγγέλων συνόμιλε και Αποστόλων ομότροπε· επήκουσα την δέησίν σου και δίδω εις τους ασεβείς την ίασιν». Παρευθύς τότε ιατρεύθησαν οι τιμωρηθέντες και πιστεύσας ο δουξ εβαπτίσθη εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· ο δε ηγεμών έπαυσε τον διωγμόν κατά των Χριστιανών, έως ότου αναφέρη εις τον βασιλέα τα γενόμενα. Συνήγοντο τότε προς τον Άγιον όλοι οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των πέριξ και εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών εβαπτίζοντο· πολλά δε θαύματα και ιάματα ετέλει καθ’ εκάστην ο Άγιος εις τους ασθενείς. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί επεριπατούσαν, δαίμονες έφευγον, νεκροί ανασταίνοντο και πάσα νόσος και ασθένεια ιατρεύετο. Ταύτα βλέπων ο ηγεμών απήλθεν εις τον βασιλέα και του ανηγγειλε δια τον Άγιον άπαντα τα γενόμενα, ως ανωτέρω είπομεν. Ο δε ασεβής Σεβήρος, ταύτα ακούσας, εθυμώθη και έλεγε· «Δια τι αμελείτε, θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύετε από την γην τους ασεβείς εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουσι»; Ταύτα δε ειπών απέστειλεν ευθύς τριακοσίους στρατιώτας, προστάξας αυτούς να καρφώσουν εις όλην την ράχιν του Μάρτυρος καρφία, και έπειτα να τον σύρωσιν από την Μαγνησίαν έως την Αντιόχειαν. Οι δε, απελθόντες, εκάρφωσαν τους ήλους με πολλήν ασπλαγχνίαν εις όλον το σώμα του Μάρτυρος και δέσαντες αυτόν από την γενειάδα, τον ετραβούσαν ανηλεώς οι απάνθρωποι. Είτα τον εκάθισαν εμπαικτικώς επάνω εις ίππον, αφού δε εβάδισαν δέκα πέντε στάδια ελάλησε ταύτα μεγαλοφώνως ο ίππος, λέγων· «Ω τρισκατάρατοι στρατιώται, υπηρέται του βασιλέως διαβόλου, δεν βλέπετε ότι μαζί με τούτον τον άνθρωπον είναι ο Θεός και το Πνεύμα το Άγιον; Λύσατέ τον, σκληροτράχηλοι, δια να λυθήτε και σεις από δεσμά αόρατα».

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου