ΕΙΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΜΕ ΘΕΜΑ:
«ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»
Καί λέγομε ὅτι ἦταν εἰλικρινέστερος καί συνεπέστερος, διότι δέν ἐχρησιμοποίησε τήν μέθοδο τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τῆς εἰσηγήσεώς του δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά διαστρέφη, νά ἀλλοιώνη καί κυριολεκτικά νά στραγγαλίζη τήν διδασκαλία καί τόν βίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου· οὔτε ἐχρησιμοποίησε τήν μέθοδο τοῦ δευτέρου εἰσηγητοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη, ὁ ὁποῖος ἐπέταξε στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἀσχολήθηκε μέ κάποια παραδείγματα ἀπό τήν Ἱστορία, τά ὁποῖα, ὅταν ἀνεφέροντο σέ Ἁγίους, τά διέστρεφε ἀρκούντως, ἐνῶ, ὅταν ἀνεφέροντο σέ διάφορα ἄλλα γεγονότα, ἦσαν ὄχι πρός μίμησι, ἀλλά πρός ἀποφυγή.
Ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος λοιπόν ἀνεφέρθη κατ’ ἀρχάς εἰς τήν λειτουργική ἑνότητα καί τή θέσι τοῦ Ἐπισκόπου μέσα σ’ αὐτήν, ὅπως ἐπίσης καί σέ κάποιες διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων, σχετικές μέ τό θέμα τό ὁποῖο διεπραγματεύετο καθώς καί κάποια παραδείγματα ἀπό τόν βίο τους. Ἔκανε ἀκόμη καί κάποια ἀναφορά στούς δύο Κανόνες (31ον Ἁγίων Ἀποστόλων καί 15ον Πρωτοδευτέρας Συνόδου) καί τελικά κατέληξε μέ τή μόνιμη ἐπωδό τῶν ἐφησυχαστῶν καί χαρτοπολεμιστῶν, δηλαδή μέ τήν τακτική τῶν συγχρόνων γερόντων.
Ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀνέφερε, ἄν ἐλέγοντο χωρίς σκοπιμότητα καί κυρίως χωρίς τίς διπλωματικές ἐπεξηγήσεις, οἱ ὁποῖες ἀποσκοποῦσαν στήν ἀποπλάνησι ἀπό τήν ἀλήθεια καί στήν ἐξαγωγή τῶν συμπερασμάτων πού ἐνδιέφερε τούς διοργανωτές τῆς Ἡμερίδος, θά ἦσαν ὅλα ὑπέρ τῆς ἀμέσου ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, πλήν βεβαίως τῆς κατακλεῖδος, δηλαδή τῆς τακτικῆς τῶν συγχρόνων γερόντων. Οἱ διπλωματικές ὅμως ἐπεξηγήσεις καί παρεμβάσεις τοῦ π. Ἰωάννου Φωτόπουλου στήν διδασκαλία καί τόν βίο τῶν Ἁγίων, ὡδηγοῦσαν στά συμπεράσματα τά ὁποῖα ἦσαν ἐπιθυμητά καί ἀποδεκτά ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές.
Καί εἰς αὐτήν βεβαίως τήν εἰσήγησι δέν ἔλλειψαν οἱ ἀλλοιώσεις τῶν κειμένων, οἱ κατάλληλες περικοπές των καί ἀποσπασματικές ἀναφορές, καθώς καί ἡ ἀποσιώπησι ὅσων δέν ἐξυπηρετοῦσαν τόν στόχο τῶν διοργανωτῶν καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Πάντως, ἀκούστηκαν ἐκ μέρους του καί κάποιες ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες εἰσῆλθαν στήν ἴδια χοάνη τῆς στρατηγικῆς τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, ἀνεφέρθησαν ὡς ἐν παρόδῳ διά νά ἀλεσθοῦν κατόπιν στόν μύλο τῶν διπλωματικῶν ἐπεξηγήσεων καί παρουσιασθοῦν, τελικῶς, στόν γενικό πίνακα ὡς δῆθεν συνηγοροῦσες ἤ ἔστω μή ἀντιστρατευόμενες στήν ἐνσωμάτωσι καί παραμονή τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς.
Εἰς αὐτήν τήν κριτική μελέτη τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Ἰωάννου
Φωτόπουλου δέν θά ἀναφερθοῦμε λεπτομερῶς, διότι πολλά ἀπό αὐτά πού εἰσηγήθηκε τά σχολιάσαμε στήν κριτική μελέτη τῶν προηγουμένων εἰσηγήσεων, ἀλλά θά ἀσχοληθοῦμε ἀκροθιγῶς, ἁπλῶς καί μόνον γιά νά μή φανῆ στόν κάθε καλοπροαίρετο ἀναγνώστη, ὅτι ἀδικοῦμε τόν εἰσηγητή ἤ μεροληπτοῦμε ὑπέρ τῆς ἀποτειχίσεως.
Φωτόπουλου δέν θά ἀναφερθοῦμε λεπτομερῶς, διότι πολλά ἀπό αὐτά πού εἰσηγήθηκε τά σχολιάσαμε στήν κριτική μελέτη τῶν προηγουμένων εἰσηγήσεων, ἀλλά θά ἀσχοληθοῦμε ἀκροθιγῶς, ἁπλῶς καί μόνον γιά νά μή φανῆ στόν κάθε καλοπροαίρετο ἀναγνώστη, ὅτι ἀδικοῦμε τόν εἰσηγητή ἤ μεροληπτοῦμε ὑπέρ τῆς ἀποτειχίσεως.
Κατ’ ἀρχάς ξεκινώντας ὁ π. Ἰωάννης ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Εὐχαριστῶ γιά τήν πρόσκληση νά ὁμιλήσω γι’ αὐτό τό ἀκανθῶδες θέμα τῆς ἀποτειχίσεως».
Πῶς ἀλήθεια τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἀπό ἁπλό καί ξεκάθαρο, ἔγινε ἀκανθῶδες; Ὅταν δηλαδή στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχουν περισσότερα ἀπό εἴκοσι (20) χωρία, στά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὁμιλεῖ ξεκάθαρα δι’ αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι, ὅταν ὅλη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμιλεῖ δι’ αὐτήν, ὅταν τέλος οἱ ἱεροί Κανόνες τό κατοχυρώνουν, πῶς εἶναι ἀκανθῶδες, π. Ἰωάννη, αὐτό τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Θά ἔπρεπε νά θεωρῆταιἀκανθῶδες τό θέμα τῆς ἐνσωματώσεως καί ἐκκλησιαστικῆς παραμονῆς εἰς αὐτούς, διότι αὐτό ἀντίκειται στήν Ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί θά ἔπρεπε, ἐπειγόντως, νά ἀσχοληθοῦμε μόνον μέ αὐτούς, διότι εἶναι παραβάτες τῶν εὐαγγελικῶν καί πατερικῶν ἐνταλμάτων καί παρακαταθηκῶν, θά ἔπρεπε δέ διαρκῶς νά προσπαθοῦμε νά τούς πείσουμε διά τό δέον γενέσθαι καί βεβαίως, ἄν χρειάζεται, νά τούς οἰκονομήσωμε γιά τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία των.
Παρά ταῦτα ἐσεῖς θεωρεῖτε ἀκανθῶδες τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως, δηλαδή τῆς Ὀρθοδόξου στάσεως καί πορείας ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τήν δέ ἐνσωμάτωσι καί ἀλληλοπεριχώρησι μέ τούς αἱρετικούς, δηλαδή τήν παρανομία, τήν θεωρεῖτε διάκρισι, σύνεσι, παραμονή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας κλπ.
Εἶναι σάν νά ἐγίνετο αὐτή ἡ Ἡμερίδα τήν ἐποχή τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων καί, κάποιος εἰσηγητής, νά διεκήρυττε ὅτι εἶναι ἀκανθῶδες τό θέμα τῶν διωγμῶν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί πρέπει νά συμβιβασθοῦμε, κοινῶς «νά τά βροῦμε» μέ αὐτούς ἤ, ὅταν συλλαμβάνεται κάποιος Χριστιανός ἀπό αὐτούς, νά συμβιβάζεται διά νά γλυτώση τά μαρτύρια καί νά παραμένη συγχρόνως μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἤ, τό χειρότερο, νά ἐδήλωνε ὁ εἰσηγητής ὅτι εἶναι ἀκανθῶδες τό θέμα καί δέν γνωρίζουμε τί πρέπει νά κάνωμε ἤ ὅτι χρειαζόμαστε κάποιους Ἁγίους νά μᾶς καθοδηγήσουν στήν πορεία μας ἤ δέν ἔχουμε τόν θεῖο φωτισμό καί τήν ἄσκησι τῶν Ἁγίων καί πρέπει νά συνοδοιπορήσωμε μέ τούς ἀπίστους «ἄχρι καιροῦ».
Τό θέμα τελικῶς τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς εἶναι ὄντως ἀκανθῶδες, δι’ ἄλλο ὅμως λόγο· ἐπειδή δηλαδή τό ἐφέραμε, μέ τίς δολιχοδρομίες καί τούς συμβιβασμούς μας, στά μέτρα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί ἐπειδή δέν ἐπιθυμοῦμε νά σηκώσωμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ στήν προκειμένη περίπτωσι, ὥστε νά ὑποστοῦμε τόν ὀνειδισμό Του. Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἐφευρίσκουμε πονηρές δικαιολογίες, ὅπως τόν κίνδυνο τῆς δημιουργίας σχισμάτων, τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν Ἐκκλησία κλπ., γιά τά ὁποῖα οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή ὡμίλησε, οὔτε οἱ Ἅγιοι, οὔτε οἱ ἱεροί Κανόνες, ἀπεναντίας μάλιστα, δηλώνεται ἀπερίφραστα ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς δέν δημιουργεῖ σχίσμα, διότι γίνεται ἀπό ψευδεπισκόπους, ψευδοδιδασκάλους καί λύκους.
Τελικῶς συμβαίνει αὐτό τό ἐξωφρενικό καί ἀδιανόητο. Οἱ μέν Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι νά βαδίζουν μεθοδευμένα πρός τήν αἵρεσι, ἀδιαφορώντας γιά τά σχίσματα, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές νά μήν ἀπομακρύνωνται ἀπό αὐτούς, γιά τόν φόβο δῆθεν τῶν σχισμάτων! Μέ τήν στάσι των αὐτή ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ σχίσματος ἔχει διαστραφῆ μέσα των, ὥστε νά θεωροῦν ὅτι σχίσμα δέν εἶναι ἡ ἀπόσχισις ἀπό τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται διά τῆς ἐνσωματώσεως καί συμπορεύσεως μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, ἀλλά ἡ ἀπόσχισις ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τό ὁποῖο συντελεῖ οὐσιαστικά στήν σωτηρία καί στήν ἀποφυγή τοῦ σχίσματος. Δηλαδή πρεσβεύουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές τήν Ἐκκλησία τῆς Ν. Ἐποχῆς ἡ ὁποία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ π. Ἰωάννης ἐγκωμιάζοντας τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς ὅτι δῆθεν σηκώνει τό βάρος καί τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ ἀνέφερε καί τά ἑξῆς:
«Ἐνθυμοῦμαι τόν μακαριστό π. Ἀντώνιο πού ἔλεγε ὅτι, ἐάν κάνουμε τό καλό καί δέν βρίσκουμε τόν μπελά μας, κάτι δέν πηγαίνει καλά».
Ἐδῶ φαίνεται π. Ἰωάννη, πέραν τῶν φιλοφρονήσεων δι’ εὐνοήτους λόγους πρός τόν Πειραιῶς, ὅτι κάτι δέν πάει καλά στήν συλλογιστική σας. Διότι αὐτός πού ἀγωνίζεται Ὀρθόδοξα βρίσκει ὄντως τόν μπελά του, ἀλλά ἀπό τούς αἱρετικούς καί τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Ὅταν ὅμως ὁ Πειραιῶς συμπορεύεται, «τά πηγαίνει καλά» καί «τά βρίσκει» κοινῶς μέ τούς αἱρετικούς καί βρίσκει τόν μπελά του ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, τότε ὄντως κάτι δέν πηγαίνει καλά, ἀλλά μέ διαφορετική ἔννοια, δηλαδή ὑπάρχει πρόβλημα μέ τόν ἀγῶνα του καί τήν Ὀρθοδοξία του. Ὁ Χριστός «εὑρῆκε τόν μπελά Του» καί κυνηγήθηκε ἀπό τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, οἱ Ἅγιοι εὑρῆκαν τόν μπελά τους ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί τούς αἱρετικούς, οἱ Ὅσιοι ἀπό τούς πειρασμούς τοῦ διαβόλου καί τώρα, ἐσεῖς, διαστρέφετε πλήρως τήν ἔννοια τῶν λόγων καί τούς ἀποδίδετε ὅ,τι ἰσχύουν γιά τούς Ὀρθοδόξους!
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, αὐτό ὡς ἐπουσιῶδες τό ἀντιπαρερχόμεθα, ἐπειδή ἀναφέρεται προσωπικῶς σέ Ἐπίσκοπο καί τέτοιους ἐπαίνους ὄχι μόνον τούς ἐπιθυμοῦν οἱ δεσποτάδες, ἀλλά εἶναι ἡ χαρά καί ἡ ζωή των. Σκεφθεῖτε μόνο π. Ἰωάννη, ὁ Μ. Ἀθανάσιος, γιά παράδειγμα, ἤ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Ἐπίσκοποι νά ἐσήκωναν τό βάρος καί τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τόν σηκώνει σήμερα ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς, θά εἶχε ἀσφαλῶς ἐκλείψει ἡ πίστις καί ἡ σώζουσα ἀλήθεια ἀπό τήν γῆ.
Ἀρχίζετε τόν λόγο σας μέ μία πολύ ὡραία λειτουργική ἀναφορά γιά νά δηλώσετε ὅτι στήν Θ. Λειτουργία ἐνσωματούμεθα ὅλοι μέ τόν Χριστό ὡς μέλη πρός τήν κεφαλή, καί μεταξύ μας ὡς μέλη ἐκ μέρους. Ἐδῶ, μεταξύ ἄλλων ἀναφέρετε καί τά ἑξῆς: «Ὁμολογεῖται κοινὴ πίστις ἡ Ὀρθόδοξος, μνημονεύεται τρεῖς φορὲς ὁ τοπικὸς Ἐπίσκοπος ὡς ἐγγυητὴς καὶ φύλαξ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας».
Αὐτή εἶναι ὄντως μία Ὀρθόδοξος διδασκαλία, τήν ὁποία ὅμως στήν πράξι τήν ἀναιρεῖτε καί τήν ἀκυρώνετε, ὄχι μόνον ἐσεῖς, ἀλλά καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀντιοικουμενιστές, διότι μνημονεύετε ὄχι τόν ἐγγυητή καί φύλακα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά τόν ἐγγυητή καί φύλακα τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως. Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἐνσωματώνετε καί συντάσσετε μέ τόν Χριστό δημοσίως καί ἐκκλησιαστικῶς ὄχι κάποιο τυχαῖο μέλος τοῦ σώματος (αὐτό θά ἦτο πολύ μικρότερο κακό), ἀλλά αὐτόν, πού εἶναι ἡ ὁρατή εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, τοῦ παρόντος ἀοράτως καί ὁρατοῦ μόνον διά τῶν μετουσιωμένων τιμίων δώρων. Διακηρύσσετε λοιπόν δημοσίως, ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ὁρατή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι τελικῶς ὅ,τι εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι καί ὁ Χριστός, κατά τόν τύπο τῆς εἰκόνας καί τοῦ πρωτοτύπου καί κατά τόν τύπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολασ. 1,15).
Αὐτό θεωρῶ, π. Ἰωάννη, ὅταν μάλιστα γίνεται ἐν γνώσει, πώς ἐγγίζει τά ὅρια τῆς βλασφημίας, καί ὄχι αὐτά τά ὁποῖα προσάγετε γιά κάποιες θέσεις τῶν ἀποτειχισμένων, τίς ὁποῖες ἀναφέρετε ἀποσπασματικά καί ὅπως σᾶς ἐξυπηρετοῦν. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ἀπαγορεύεται στήν Θ. Λειτουργία νά μνημονεύεται αἱρετικός Ἐπίσκοπος ὡς Ὀρθόδοξος.
Ὅταν ἐπιπλέον μνημονεύεται ὁ Οἰκουμενιστής Ἐπίσκοπος, ὁμολογεῖται πάλι κοινή πίστις, ὄχι ὅμως ἡ Ὀρθόδοξος, ἀλλά ἐκείνη τῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη: «οἵα ἡ κεφαλή τοιοῦτο καί τό σῶμα» καί ἀλλοῦ «οἷον τό ἄρχον τοιοῦτον καί τό ἀρχόμενον». Ὁ Ἐπίσκοπος τότε ὁμολογεῖται ὅτι εἶναι ἐγγυητής καί φύλαξ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δέν ὑπάρχει νομίζω ἐπισημότερη καί ἐγγυρότερη ἀναφορά γιά τήν ἔνταξί μας στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό αὐτήν τήν λειτουργική μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Δι’ αὐτῆς ἀκυρώνεται ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ὅπως δηλαδή δέν θά εἶχε ἰσχύ ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως σέ μία Θ. Λειτουργία πού θά ἐμνημονεύετο ἕνας εἰκονομάχος ἤ μονοφυσίτης Ἐπίσκοπος.
Τώρα τά περί καταδικασμένων καί μή καταδικασμένων αἱρετικῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἐφευρέματα τῆς Ν. Ἐποχῆς πρός ἀποπλάνησι τῶν Ὀρθοδόξων καί ἔνταξί των «ἄχρι καιροῦ» στό μαντρί τῆς αἱρέσεως. Ἀπόδειξις τούτου εἶναι ὅτι, εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι, τῶν μή καταδικασμένων αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, οἱ Πατέρες καί οἱ ἱεροί Κανόνες μᾶς ἔδωσαν τήν λύσι καί τήν ὁδό τῆς ἀποτειχίσεως καί τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως, διά νά εἴμεθα ἐνσωματωμένοι διά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μέ τόν Χριστό ὡς μέλη τοῦ σώματός Του. Αὐτό βεβαίως τό καταντήσαμε «ἀκανθῶδες θέμα», διότι προφανῶς, ὅπως προανέφερα, ἔτσι ἐξυπηρετεῖ τήν προαίρεσί μας καί μέχρις ἐκεῖ μᾶς ἐπιτρέπουν νά σταθοῦμε οἱ Οἰκουμενιστές, δηλαδή προφορική καί γραπτή ὁμολογία καί πρακτικά συμπόρευσι μαζί των διά τῆς λειτουργικῆς των κυρίως ἀναγνωρίσεως καί μνημονεύσεως.
Κατωτέρω, μετά ἀπό κάποιες ἀσαφεῖς καί θολές ἀναφορές δι’ αὐτούς πού ἀκολουθοῦν τόν ζηλωτισμό καί δι’ αὐτούς πού ἀκολουθοῦν τόν Οἰκουμενισμό, ἀναφέρετε, π. Ἰωάννη, στήν εἰσήγησί σας, τά ἑξῆς ἀξιόλογα καί ἄξια σχολιασμοῦ:
«Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ σῶμα της, ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν, καθιστᾶ ἀκοινωνήτους ὅσους σφάλλουν περὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ διασποῦν τὴν ἑνότητά της. Εἶναι ἀδύνατον ἐκκλησιολογικῶς στὸ ἄμωμο σῶμα τοῦ Χριστοῦ νὰ συνυπάρξει ὁ αἱρετικὸς ἢ ὁ βαρέως ἁμαρτάνων μὲ τοὺς ἑνωμένους ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ Εὐχαριστίᾳ Χριστιανούς. Πολὺ περισσότερο ἀποκόπτει ἡ Ἐκκλησία τοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀντί νὰ φροντίζουν καὶ νὰ ἐγγυῶνται μὲ τὴν διδασκαλία, τὶς νουθεσίες, τὰ ἐπιτίμια καὶ τὶς πράξεις τους τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα ποὺ φέρει στὴν σωτηρία, διασποῦν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια».
Ὄντως π. Ἰωάννη, δέν θά ὑπῆρχαν λόγια νά ἐκθειάσουμε τίς θέσεις σας, ἄν αὐτά δέν ἦταν μόνο λόγια καί πομφόλυγες(σαπουνόφουσκες) καί ἄν αὐτά συνοδεύοντο μέ τήν ἐν τῇ πράξει ἐφαρμογή των. Διότι ἐφ’ ὅσον, σύμφωνα μέ τά λόγια σας, «εἶναι ἀδύνατον ἐκκλησιολογικῶς στό ἄμωμο σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά συνυπάρξη ὁ αἱρετικός», πῶς αὐτό τό ὁμολογουμένως ἀδύνατο τό καθιστᾶτε δυνατόν; Μέ ποιά ἐξουσία, μέ ποιά εὐλογία βεβηλώνετε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐσεῖς μάλιστα οἱ τόσο εὐαίσθητοι, οἱ ὁποῖοι θέλετε Ἁγίους γιά τήν κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως, Ἁγίους γιά τήν Συνοδική καταδίκη της, ἐσεῖς, τέλος πάντων, πού θέλετε νά ἀκολουθῆτε τούς συγχρόνους γέροντες, προκειμένου νά μήν πλανηθῆτε; Ἐάν εἶναι ὄντως ἀδύνατη αὐτή ἡ συνύπαρξις στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε γιατί θέτετε ἐκτός Ἐκκλησίας τούς ἀποτειχισμένους, αὐτούς δηλαδή πού ὄντως θεωροῦν ἀδύνατη αὐτή τήν συνύπαρξι, καί ἐντός Ἐκκλησίας αὐτούς πού βεβηλώνουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Ποιος σᾶς ἔδωσε τό δικαίωμα καί τό ἀξίωμα τοῦ θυρωροῦ στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἀνοίγετε καί νά κλείνετε αὐτοβούλως, καί μάλιστα σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς αἱρέσεως, τήν θύρα στούς προσερχομένους;
Μέ τά λόγια σας αὐτά, π. Ἰωάννη, μπαίνω στόν πειρασμό νά θίξω καί κάποια ζητήματα πολύ ἐπίκαιρα στίς ἡμέρες μας. Εἴπατε ὅτι: «ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ σῶμα της, ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν, καθιστᾶ ἀκοινωνήτους ὅσους σφάλλουν περὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ διασποῦν τὴν ἑνότητά της».
Ἐδῶ ἀποδεικνύετε ὅτι δέχεσθε τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἑνότης δέν διασπᾶται μέ τήν ἀποτείχισι, ἀλλά μέ τήν αἵρεσι. Αὐτό ἄλλωστε διδάσκει καί ὁ πολυσυζητημένος 15οςἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ὅταν λοιπόν ἡ ὑπάρχουσα Σύνοδος, ὄχι μόνον δέν ἀποκόπτει τούς αἱρετικούς ἀπό τό σῶμα της, ὄχι μόνον τούς καλύπτει καί συμφωνεῖ μαζί των, ἀλλά ἐπί πλέον τούς ἀποστέλλει ὡς ἐκπροσώπους της στούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς και στίς προπαρασκευαστικές ἐργασίες γιά τήν μελλοντική πανορθόδοξο Σύνοδο τοῦ 2016, ἐνῶ καθαιρεῖ καί ἀποκόπτει ἀπό τό σῶμα της ὅσους ἀντιδροῦν πρός τήν αἵρεσι καί ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτούς τούς Ἐπισκόπους, τότε θέλουμε νά μᾶς διευκρινίσετε, π. Ἰωάννη, ἡ Σύνοδος αὐτή, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων, εἶναι Ὀρθόδοξος ἤ αἱρετική; Διότι ἐμεῖς γνωρίζομε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Σύνοδος καθαιρεῖ καί ἀποκόπτει, ὅπως εἴπατε κι ἐσεῖς ἐξάλλου, τούς αἱρετικούς, ἡ δέ αἱρετική Σύνοδος καθαιρεῖ καί ἀποκόπτει τούς Ὀρθοδόξους, ὅπως π.χ. ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου καθήρεσε τόν Μ. Ἀθανάσιο, ἡ ληστρική Σύνοδος τῆς Ἐφέσου καθήρεσε τόν ἅγιο Φλαβιανό καί τόν ἐφόνευσε, ἡ Σύνοδος τῆς Δρυός καθήρεσε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἡ Σύνοδος τῆς Ἱέρειας καθήρεσε καί ἀναθεμάτισε τούς ἁγίους Γερμανό Κων/πόλεως καί Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό κλπ.
Τό χειρότερο ὅμως ἀπό ὅλα εἶναι ὅτι ἐσεῖς, αὐτήν τήν Σύνοδο, τήν ἀναγνωρίζετε ὡς Ὀρθόδοξο καί, τό πλέον ἀθλιότερο καί ἐξωφρενικό, ὅτι ἀναμένετε αὐτή ἡ Σύνοδος νά καταδικάση τήν αἵρεσι, ὥστε νά ἐγερθῆτε ὡς παληκάρια καί νά ξιφουλκίσετε κατά τῶν αἱρετικῶν. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής διδάσκει ὅτι ἐκ τῶν πράξεών της κρίνεται ἡ Σύνοδος, ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος ἤ αἱρετική καί ἐσεῖς, ἀντιθέτως, διδάσκετε ὅτι ἡ Σύνοδος κρίνεται ὡς Ὀρθόδοξος ἐκ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς.
Στό τέλος, αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῆς εἰσηγήσεώς σας, ἀναφέρετε ὅτι οἱ αἱρετικοί ποιμένες ἀντί νά διασφαλίσουν τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα, ἡ ὁποία φέρει τήν σωτηρία, «διασποῦν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια». Παρ’ ὅλα αὐτά πού εἰσηγεῖστε, προτιμᾶτε τήν ἑνότητα πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἀπό τήν ἀποτείχισι, ἐπειδή δῆθεν ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά προκληθῆ σχίσμα. Δέν εἶναι ὅμως ἀσυγκρίτως καλύτερο ἡ ὕπαρξι ὄχι ἑνός, ἀλλὰ πολλῶν σχισμάτων, μέ σκοπό κάποιοι νά γλυτώσουν ἀπό τό στόμα τοῦ λύκου, παρά μία τέτοιου εἴδους ἑνότητα, κατά τήν ὁποία χέρι–χέρι ὁδηγούμεθα στήν ἀπώλεια κατά τόν τύπο τοῦ χοροῦ τοῦ Ζαλόγγου;
Εἶναι ὄντως ἀδιανόητη ἡ λογική σας, ἀπό τήν μία νά ὁμολογῆτε τό ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ αἱρετικοί ποιμένες καί ἀπό τήν ἄλλη νά διδάσκετε νά μήν ἀπομακρυνθῆ κανείς ἀπό αὐτούς, χάριν μάλιστα μιᾶς αἱρετικῆς καί ὄχι Ὀρθοδόξου ἑνότητος, πρός ἀποφυγήν τῶν σχισμάτων.
Κατωτέρω δίδετε, π. Ἰωάννη, κάποιες ἑρμηνεῖες τοῦ «καθαιρείσθω» καί «ἀφοριζέσθω», ποινές τίς ὁποῖες ἐπιβάλλουν οἱ ἱεροί Κανόνες ὡς ἐπιτίμια διά τούς ἁμαρτάνοντας. Ἐδῶ προφανῶς συγχέετε τά πράγματα, διότι αὐτά τά ἐπιτίμια, τά ὁποῖα ἐπιβάλλουν οἱ ἱεροί Κανόνες δι’ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα, καί πρέπει νά ἐνεργήση ἡ Σύνοδος τόν ἀφορισμό ἤ τήν καθαίρεσι γιά νά ἰσχύση, τόν ἐπεκτείνετε δολίως καί γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Ἔτσι ταυτίζετε τά θέματα τῆς πίστεως, ὡς πρός τήν ἀντιμετώπισί των, μέ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα τῶν Ἐπισκόπων, ὅπως δηλαδή πρεσβεύουν καί οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς καί φυσικά ὅλοι οἱ Ἀντιοικουμενιστές.
Στό σημεῖο αὐτό μέ τήν διδασκαλία σας παραβαίνετε βασικές ἐντολές καί διδασκαλίες τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων. Διότι ὁ Θεός διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐδίδαξε ὅτι ὁ αἱρετικός εἶναι αὐτοκατάκριτος (Τιτ. 3, 10-11) καί ἀναθεματισμένος (Γαλ. 1, 8-9)· ὁ δέ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής (ἐσεῖς ὁ ἴδιος ἀναφέρετε τήν διδασκαλία του αὐτή στήν εἰσήγησί σας) διδάσκει, ἐναρμονισμένος ἀπολύτως μέ τήν Ἁγία Γραφή, γιά τούς Μονοθελητές: «Οἱ τοίνυν ὑφ᾿ ἑαυτῶν κατακριθέντες καὶ ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων, καὶ τῆς μετὰ ταῦτα ἐπὶ τῆς ὀγδόης ἰνδικτιῶνος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσι μυσταγωγίαν· ἢ ποῖον πνεῦμα τοῖς παρὰ τῶν τοιούτων ἐπιτελουμένοις ἐπιφοιτᾷ;»· ὁ δέ 15ος, τέλος, Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τούς ὀνομάζει ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους.
Ἄν ὅμως χρειάζεται, ὅπως διδάσκετε, ἡ συνοδική καταδίκη γιά νά κατακριθῆ ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος, τότε οὔτε αὐτοκατάκριτος εἶναι μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, οὔτε ἀναθεματισμένος, οὔτε ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακεκριμένος, οὔτε τέλος ψευδεπίσκόπος καί ψευδοδιδάσκαλος καί, ὡς ἐκ τούτου, κάνουμε σχίσμα ἄν ἀποτειχισθοῦμε ἀπό αὐτόν. Τώρα ποιόν νά πιστεύσωμε, π. Ἰωάννη, τόν Θεό καί τούς Ἁγίους ἤ ἐσᾶς καί τούς ἄλλους Ἀντιοικουμενιστές, κρίνετέ το ἐσεῖς καί ἀπαντεῖστε μας.
Περαίνοντας τόν λόγο μου ἐπί τοῦ θέματος τούτου, σᾶς ἀναφέρω καί μία ἀκόμη σαφέστερη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι εἶναι αὐτοκατάκριτοι καί ἀναθεματισμένοι καί πρό τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Ἡ ἀπόφασις δηλαδή τῆς Συνόδου δέν ἐπιβάλλει εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι τήν ποινή πρός τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ἀλλά τήν ἐπικυρώνει καί τήν ἀναγνωρίζει καί προστατεύει δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τό Ὀρθόδοξο ποίμνιο.
Ὅταν λοιπόν ἔφεραν τόν ἅγιο Μάξιμο ἀπό τήν ἐξορία πρός ἐξέτασι ἐνώπιον τῆς Συγκλήτου, μεταξύ τῶν ἄλλων τοῦ ἀνέφεραν ὅτι οἱ Ρωμαῖοι συνεφώνησαν μέ τούς Βυζαντινούς στήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί θά συλλειτουργοῦσαν τήν ἑπομένη Κυριακή. Ὁ ὅσιος δέν τό ἐπίστευσε αὐτό, καί τότε οἱ ἄρχοντες τοῦ θέτουν τό θέμα αὐτό ὑποθετικά καί ζητοῦν νά μάθουν τήν στάσι του σ’ αὐτήν τήν περίπτωσι. Ὁ ὅσιος τότε δέν ἀπάντησε μέ δικά του λόγια ἀλλά μέ τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά ὁποῖα ἐδήλωσε σαφῶς ὅτι εἶναι τά λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ἐκφωνηθέντα ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί τά ὁποῖα ἔχουν ἰσχύ καί ἐνεργοῦν σέ κάθε αἱρετικό, χωρίς ἀποφάσεις Συνόδου:
«Καί τί ἔχεις ποιῆσαι, τῶν Ρωμαίων ἑνουμένων τοῖς Βυζαντίοις; Ἰδού γάρ χθές ἦλθον οἱ ἀποκρισιάριοι Ρώμης, καί αὔριον τῇ Κυριακῇ κοινωνοῦσι τῷ πατριάρχῃ, καί πᾶσι δῆλον γίνεται, ὅτι σύ διέστρεφες τούς Ρωμαίους· ἀμέλει, σοῦ ἀπαρθέντος ἐκεῖθεν, συνέθεντο τοῖς ἐνταῦθα. Καί εἶπε πρός αὐτούς· Οἱ ἐλθόντες, οἱονδήποτε πρόκριμα τῷ θρόνῳ Ρώμης, κἄν κοινωνήσωσιν, ἐπάν οὐκ ἤγαγον πρός τόν πατριάρχην ἐπιστολήν, οὐ ποιοῦσι, καί οὐ πείθομαι πάντως ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἑνοῦνται τοῖς ἐνταῦθα, εἰ μή ὁμολογήσωσι τόν Κύριον ἡμῶν καί Θεόν, καθ’ ἑκατέραν τῶν ἐξ ὧν, ἐν οἷς τε καί ἅπερ ἐστίν, εἶναι φύσει θελητικόν τε καί ἐνεργητικόν τῆς ἡμῶν σωτηρίας. Καί λέγουσιν· Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς; Καί εἶπε· Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμα τι νομοθετοῦντας» (ΕΠΕ 15,Γ, 92).
Τό Ἅγιον Πνεῦμα λοιπόν δέν δεσμεύεται ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, οὔτε προσαρμόζεται σύμφωνα μέ αὐτές διά τά θέματα τῆς πίστεως, ἀλλά ἡ Σύνοδος, διά νά εἶναι Ὀρθόδοξος, πρέπει νά προσαρμόζεται ἀπολύτως μέ τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν. Ἄν ἐπίσης διά τά θέματα τῆς πίστεως, προκειμένου νά ἰσχύσουν οἱ ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται ἀπόφασις τῆς Συνόδου, τότε ἡ Σύνοδος προηγεῖται καί θεωρεῖται ἀνωτέρα τοῦ Θεοῦ καί, συνεπῶς, ὁ Θεός ὑποτάσσεται καί ὑπάκούει τρόπόν τινά στήν Σύνοδο καί ἀναμένει τίς ἀποφάσεις της διά νά ἰσχύσουν οἱ λόγοι Του. Τότε ἡ Ἐκκλησία καθίσταται ἕρμαιο τῶν ἀποφάσεων ἑκάστης Συνόδου, ἡ ὁποία γίνεται παντοδύναμος, καί ὁ Θεός ἀδύναμος, ἐφ’ ὅσον δέν ἰσχύουν οἱ ἀποφάσεις καί ἐντολές Του, χωρίς ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Δι’ αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος θεωρεῖ δεδομένο καί ἐν ἰσχύει τόν ἀναθεματισμό ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ χωρίς ἀπόφασι Συνόδου.
Αὐτά διδάσκουν οἱ Ἅγιοι καί, προφανῶς, αὐτά τά ὁποῖα εἰσηγηθήκατε εἰς αὐτό τό σημεῖο, εἶναι ἀνθρώπινες διδασκαλίες καί μάλιστα προσαρμοσμένες στίς ἐπιταγές τῆς Ν. Ἐποχῆς. Θά συνέφερε ἀσφαλῶς στούς Οἰκουμενιστές διά τά θέματα τῆς πίστεως νά προηγεῖτο ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου καί νά ἀκολουθοῦσε ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ. Εἰς τήν περίπτωσι ὅμως αὐτή δέν θά εἴχαμε ἑνότητα πίστεως, ἀλλά ἑνότητα Συνοδική καί Ἐπισκοποκεντρική. Διότι ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως, πέραν τῶν ἄλλων, σημαίνει ὅτι ἑνούμεθα γύρω ἀπό αὐτά τά ὁποῖα διδάσκει καί ἐντέλλεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Θά συνεχίσωμε μέ τήν ἀναφορά σας στήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι: «Ἀναδιφώντας τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορία παρατηροῦμε πώς, ὅταν ἐμφανίζεται κάποια κακοδοξία στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται ἕνας συναγερμὸς καὶ συντονισμὸς ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ἐξ ἐνστίκτου, ὅπως ἀτυχῶς εἰπώθηκε, ἀλλὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σκοπὸς ὅλων γίνεται νὰ ἐξοστρακιστεῖ ὁ αἱρετικὸς ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα, ἢ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ποιμένα οἱ πιστοί, εἰδικὰ ὅταν ὁ τελευταῖος, καταχρώμενος τῆς ἐξουσίας καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων λυμαίνεται τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀνεκτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὸν αἱρετικό. “Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;”».
Ἐδῶ προφανῶς, π. Ἰωάννη, τά ἁπλά καί αὐτονόητα θέλετε νά τά κάνετε δυσεπίλητα καί ἀκατανόητα. Δι’ αὐτό χωρίζετε προφανῶς τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι ἀπό τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ ἐξ ἐνστίκτου ὅμως ἀποτείχισις εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ὄχι αὐτή τήν ὁποία τεχνηέντως σερβίρετε ἐσεῖς. Διότι ἡ ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισις συμφωνεῖ μέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή, μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί μέ ὅλη τήν περί αἱρετικῶν ποιμένων διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Αὐτή ὅμως τήν ὁποία ἐσεῖς εἰσάγετε εἶναι ἄγνωστη στίς Γραφές καί στούς Ἁγίους, ὁδηγεῖ στόν συναγελασμό καί στή συνύπαρξι μέ τούς αἱρετικούς, ὁδηγεῖ στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ὁδηγεῖ ἀβίαστα στό σημερινό κατάντημα τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐνσωματωμένοι κατ’ οὐσίαν ἐκκλησιαστικῶς καί κατ’ ἐπίφασιν ἀντιμαχόμενοι.
Ὁ συναγερμός αὐτός ἐπίσης, γιά τόν ὁποῖο ὁμιλεῖτε, ἐνεργοποιεῖται ὅταν εἶναι δυνατόν νά ἐκδιωχθοῦν οἱ αἱρετικοί ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὅταν ὅμως οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι καλύπτουν τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς συναδέλφους των ἐπί δεκαετίες, ὅταν προχωροῦν προσηλωμένοι σταθερά στίς ἀρχές καί τόν τελικό σκοπό τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμού, ὅταν ὑπάρχει τέτοιος ἐθισμός τῶν Ὀρθοδόξων στήν αἵρεσι, σέ σημεῖο νά βλέπωμε τόν Πατριάρχη μέ τόν Πάπα, νά συλλειτουργοῦν καί νά δίδουν τόν ἀσπασμό τῆς λειτουργικῆς ἀγάπης καί νά μᾶς φαίνεται πλέον ὡς κάτι φυσιολογικό, τότε, καταλάβετέ το ἐπιτέλους, τότε οἱ Ὁμολογίες Πίστεως καί οἱ διαμαρτυρίες εἶναι ἁπλός χαρτοπόλεμος (ὅσο καί ἄν σᾶς κακοφαίνεται αὐτός ὁ χαρακτηρισμός) καί ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεώς μας.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἀγῶνας δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τούς ἀντιρρητικούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι συνοδεύοντο πάντοτε μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, μέ τούς διωγμούς καί τά μαρτύρια.
Ἐσεῖς ἔχετε ἐφεύρει νέα μέθοδο καί τρόπο ἀγῶνος, ἀντιαγιογραφικό, ἀντικανονικό καί ἀντιπατερικό, διά τοῦ ὁποίου ἐπιδεικνύετε θεωρητικά μία ἀντίδρασι, ἡ ὁποία δέν ἐμποδίζει τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως καί, συγχρόνως, συνοδοιπορεῖτε μέ τήν αἵρεσι πρακτικά, εἶστε ἐνσωματωμένοι ἐκκλησιαστικά καί, τό χειρότερο, ἔχετε ἐφεύρει καινούριες θεωρίες γιά νά δικαιολογήσετε αὐτή τήν νεοεποχίτικη στάσι σας.
Ποία αἵρεσις κατεστάλη καί ἐνικήθη χωρίς μαρτύρια, διωγμούς καί θανάτους; Ἐσεῖς ἀπό τή μία ἐκθειάζετε τούς Ἁγίους δι’ αὐτούς τούς ἀγῶνες των καί συγχρόνως ὁδηγεῖτε στήν ἀπραξία καί τό βόλεμα τούς Ὀρθοδόξους, χάριν δῆθεν μίας σάπιας καί αἱρετικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος καί χάριν τῆς προλήψεως καί ἀποφυγῆς τῶν σχισμάτων.
Ἐσεῖς, πάτερ, ἐπικαλεῖσθε ἐπιτέλους ἕνα ἁγιογραφικό χωρίο, στό ὁποῖο ὁ Θεός διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου διδάσκει ὅτι δέν ὑπάρχει κοινωνία φωτός καί σκότους, πιστοῦ καί ἀπίστου καί, συγχρόνως, πράττετε τά ἄκρως ἀντίθετα, ἑνώνοντας ἐκκλησιαστικά τούς αἱρετικούς μέ τούς Ὀρθοδόξους, δηλαδή τό φῶς μέ τό σκότος, τόν πιστό μέ τόν ἄπιστο καί δηλώνοντας ἐμπράκτως ὅτι ἡ ἰδική σας διδασκαλία ὑπερτερεῖ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διότι προφανῶς προλαμβάνετε τή δημιουργία σχισμάτων.
Ἐρχόμενοι, τέλος, στήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι, θέλω νά ὑποβάλω τήν ἐρώτησι, πάτερ Ἰωάννη, γιατί δέν σᾶς ἀρέσει αὐτή ἡ ἔκφρασις; Μήπως ἀντιτίθεται στήν Ἁγία Γραφή ἤ στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων; Ἤ μήπως σᾶς ἐνοχλεῖ, διότι ἀντιτίθεται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, στόν χαρτοπόλεμο καί στό βόλεμα καί κυρίως στή νεοεποχίτικη συνύπαρξι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς;
Ὅταν οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες δηλώνουν ἀπερίφραστα ὅτι ὁ αἱρετικός εἶναι λύκος καί μάλιστα λύκος βαρύς καί λύκος ἀραβικός, θέλει ἄραγε νά ἔχη κάποιος εἰδικό φωτισμό καί ἰδιαίτερο χάρισμα ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα γιά νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό αὐτόν;
Νομίζω ὅτι οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες ὡμίλησαν τόσο ἁπλοϊκά στό συγκεκριμένο θέμα καί, μάλιστα, μέ μία τόσο ἀνάγλυφη καί παραστατική παρομοίωσι, ὥστε νά μήν ὑπάρξη κανένας προβληματισμός περί τοῦ πρακτέου, ἐκτός ἀπό ἐκείνους πού θέλουν, κατά τό δή λεγόμενο, σάν τήν σουπιά νά θολώσουν τά νερά, τά εὔκολα νά τά κάνουν δύσκολα, τά εὐδιάκριτα καί πασίδηλα, ἀόρατα καί θολά καί, τέλος πάντων, αὐτοί μόνο νά μήν τά κατανοοῦν, νά ἰσχυρίζωνται ὅτι χρειάζεται ἰδιαίτερος φωτισμός ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ὑπέρμετρη διάκρισι (γιά νά προβῆ κάποιος σέ μία τέτοια ἐνέργεια), ἀφήνοντας κατ’ οὐσίαν τά πρόβατα νά συναγελάζωνται μέ τούς λύκους.
Ἐξάλλου τό παράδειγμα πού ἐσεῖς ὁ ἴδιος επικαλεσθήκατε γιά τήν ἄμεσο ἀντίδρασι τῶν πιστῶν ἐντός τοῦ Ναοῦ ἐπί Νεστορίου, δέν ἦταν ἀναμφισβήτητα μία ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισις τοῦ λαοῦ ἀπό τόν λυκοποιμένα πού ἐξεφώνησε βλασφημία‒αἵρεσι γυμνῇ τῇ κεφαλῇ καί μάλιστα πρό συνοδικῆς διαγνώμης;
Ἄν ἐσεῖς, π. Ἰωάννη, καί ὅλοι βεβαίως οἱ Ἀντιοικουμενιστές, χρειάζεσθε εἰδικό φωτισμό καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι νά πορευθῆτε, προκειμένου νά ἀπομακρυνθῆτε ἀπό τόν λύκο, κατανοοῦμε ἀβίαστα πόσο φωτισμό καί θεία ἔμπνευσι πρέπει νά ἔχετε ὅταν χρειασθῆ νά καθαιρεθῆτε ἀπό τούς αἱρετικούς, νά διωχθῆτε ἀπό τίς θέσεις σας καί νά ὑποστῆτε οἱοδήποτε δεινό καί ὀνειδισμό.
Θά πρέπει νά γνωρίζετε ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές σᾶς θεωροῦν ὡς πρότυπα πρός μίμησι καί σᾶς προβάλλουν ὡς παράδειγμα γνησίου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, κάθε φορά πού χρειάζεται νά ἀποτρέψουν κάποια ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι καί νά καθησυχάσουν τά ἀνησυχοῦντα πνεύματα τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἐνθυμοῦμαι συγκεκριμένα ὅτι εἰς τό Ἅγιον Ὄρος, ὅταν συζητούσαμε μέ διαφόρους Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί ἄλλους (στό ἀρχονταρίκι κάποιας μονῆς καί ἀλλοῦ), πάντοτε μᾶς ἔφεραν ὡς παράδειγμα τόν π. Γεώργιο τόν Καψάνη, ὁ ὁποῖος ὡμιλοῦσε μέν γιά τά θέματα αὐτά καί διεμαρτύρετο, ἀκολουθοῦσε ὅμως καί ἐμνημόνευε τόν Πατριάρχη πρακτικά. Ἐσεῖς ἀντιθέτως ἔχετε τήν ψευδαίσθησι ὅτι, μέ τόν χαρτοπόλεμο πού ἐφαρμόζετε, προκαλεῖτε πονοκέφαλο καί ἐκνευρισμό στούς Οἰκουμενιστές, ἐνῶ δι’ αὐτούς εἶστε ἡ βιτρίνα καί τό πρότυπον τῆς ὑποταγῆς σ’ αὐτούς τούς αἱρετικούς, σύμφωνα μέ τή νέα ἐκκλησιολογία τῆς συνυπάρξεως τήν ὁποία ἔχετε εἰσαγάγει.
Κατωτέρω στήν εἰσήγησί σας ἀναφέρετε τά ἑξῆς σχετικά μέ τόν πρωταγωνιστικό ρόλο τῶν Ἁγίων στήν καταπολέμησι τῶν αἱρέσεων:«Πάντοτε ὄντως, ὅταν ἐμφανιστεῖ μιὰ αἵρεση, ἔχουμε κυριαρχοῦσα στὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν αἱρέσεων τὴν παρουσία ἑνὸς τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὅπως ξέρουμε τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ ἁγίου Κυρίλλου μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Νεστοριανισμοῦ, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου στὴν β’ φάση τῆς Εἰκονομαχίας καὶ σὲ ἄλλες αἱρέσεις χθόνιες, ποὺ δὲν ἐντοπίζονται εὔκολα ἀπὸ τοὺς πολλούς, τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Φωτίου στὴν μάχη κατὰ τοῦ filioque καὶ τῆς Παπικῆς..., τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Βαρλααμισμοῦ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ κατὰ τὴν περίοδο τῶν προσπαθειῶν ἑνώσεως μὲ τὸν Παπισμό».
Στό σημεῖο αὐτό, π. Ἰωάννη, ἄθελά σας ἐκθέτετε τούς σημερινούς ἁγίους Γέροντες, οἱ ὁποῖοι, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, δέν ἀνέλαβον πρωταγωνιστικό ρόλο διά τήν καταπολέμησί της, ὑποβαθμίζοντας τὴν σημασία της λόγῳ τῆς συγχύσεως ποὺ διὰ τῆς ἀγαπολογίας καὶ τῆς δολιότητος ἡ αἵρεσι προεκάλεσε, λόγῳ τοῦ φόβου τῶν σχισμάτων ἢ ἄλλων δικαιολογιῶν, καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει ἔδωσαν δι’ αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς κακό παράδειγμα, διά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἐσεῖς ἀναφέρατε σέ ἄλλο σημεῖο τῆς εἰσηγήσεώς σας τά λόγια τοῦ π. Παϊσίου, ὅτι δηλαδή, ὅταν θά πρέπει ὁ Θεός θά παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους τούς Παλαμᾶδες διά νά ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι κλπ. καί, ἐπίσης, τονίσατε ὅτι εἶπε, πώς δέν εἶναι καθόλου καλό νά ἀποχωριζώμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησία κάθε φορά πού πταίει ὁ Πατριάρχης. Ὁ δέ π. Πορφύριος, ὁ ὁποῖος δὲν πῆρε θέσι εἰς τό θέμα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σᾶς εἶπε, ὅταν τόν ἐρωτήσατε, ὅτι πρέπει νά εἴμεθα προσεκτικοί, ἐννοώντας, ὅπως διευκρινίσατε, τήν ἀποφυγή τῶν σχισμάτων.
Στήν εἰσήγησί σας, λοιπόν, ἀναφέρατε ὅτι οἱ Ἅγιοι πρωτοστατοῦσαν στήν καταπολέμησι τῶν αἱρέσεων καὶ πρὶν αὐτὲς καταδικαστοῦν ἀπὸ Σύνοδο, καί τώρα βλέπουμε νὰ μᾶς παρουσιάζετε τούς σημερινούς Ἁγίους νά μήν πρωτοστατοῦν στὴν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως ποὺ παραδέχεσθε ὅτι εἶναι παναίρεσι, ἀλλά καί νά ἐπιτρέπουν στούς Ὀρθοδόξους τήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι μέ τούς αἱρετικούς.
Τί συμβαίνει λοιπόν μέ τούς σημερινούς Ἁγίους; Ἤ ἄλλαξαν πορεία ἐν σχέσει μέ τούς παλαιούς ἤ ἄλλαξαν θεολογία καί ἐπείστηκαν ὅτι τό σχίσμα εἶναι μεγαλύτερο κακό ἀπό τήν αἵρεσι.
Ἐσεῖς, ὅπως καί ὅλοι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ὁμολογεῖτε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ ὑπουλώτερη καί χειρότερη ὅλων τῶν αἱρέσεων καί δι’ αὐτό τήν ὀνομάζετε παναίρεσι, ἐνῶ οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τήν ἀντιμετώπισαν σάν κάτι ἐπουσιῶδες καί ἄνευ ἰδιαιτέρας σημασίας. Πότε ὅμως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου π. Παϊσίου, θά στείλη ὁ Θεός τούς Παλαμάδες καί τούς Εὐγενικούς; Ὅταν ἐξουνιτισθῆ τελείως ὁ λαός, ὅταν χαθοῦν πλήθη Ὀρθοδόξων καί ὅταν ὁ ἐθισμός στήν αἵρεσι γίνη τέτοιος, ὥστε νά ἐκλαμβάνεται ἡ αἵρεσις ὡς Ὀρθοδοξία καί ἀγάπη;
Ἐσεῖς π. Ἰωάννη ἀναφέρατε ὅτι: «Πάντοτε ὅμως ὅταν ἐμφανισθῆ μία αἵρεσι, ἔχουμε κυριαρχοῦσα στόν ἀγῶνα κατά τῆς αἱρέσεως τήν παρουσία ἑνός τῶν ἁγίων Πατέρων» καί τώρα μέ τούς σημερινούς Ἁγίους βλέπουμε τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Μήπως λοιπόν, οἱ μέν Οἰκουμενιστές τούς προβάλλουν καί τούς ἀναγνωρίζουν, διότι οὐσιαστικῶς τούς βοηθοῦν στήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως μέ τήν θεωρία τῆς ἀποφυγῆς τῶν σχισμάτων καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ἀντιθέτως, τούς προβάλλουν, διότι τούς βοηθοῦν στόν ἐφησυχασμό καί στόν χαρτοπόλεμο;
Ἐμεῖς λοιπόν ἰσχυριζόμεθα γιά τούς συγχρόνους γέροντες ὅτι, ναί μέν εἶχαν ἁγία βιοτή, ἄσκησι, προσευχή κλπ., πλήν ὅμως εἰς αὐτό τό σημεῖο τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμού ὀλιγώρησαν καὶ ἔσφαλαν καί τό ἀντιμετώπισαν ὄχι ὀρθῶς, μέ συνέπεια νά γίνουν κακό παράδειγμα στοὺς Ὀρθοδόξους. Ἐσεῖς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, αὐτήν τήν παθητική καί λίαν ὑποτονική στάσι των στά θέματα τῆς πίστεως, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, τήν προβάλλετε ὡς ἀρετή, διάκρισι, ἀποφυγή σχισμάτων κλπ. καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀποδεικνύετε ὅτι οἱ σημερινοί Ἅγιοι διαφέρουν ἀπό τούς προγενεστέρους στήν ἀντιμετώπισι εἰδικά τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Τό ὅτι δέ τούς ἀκολουθεῖτε καί τούς προβάλλετε διά τά θέματα τῆς πίστεως καί μάλιστα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀποδεικνύει ὅτι ἔχετε ἀνεύρει καί ἐφεύρει ἕνα ἔρεισμα διά νά δικαιολογῆτε τήν στάσι σας καί τίς νέες θεωρίες σας, ἐφ’ ὅσον οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή, οὔτε οἱ ἱεροί Κανόνες, οὔτε οἱ παλαιοί Ἅγιοι σᾶς τό παρέχουν.
Καί αὐτοί μέν οἱ σύγχρονοι ἅγιοι γέροντες δέν ἐτήρησαν αὐτήν τήν παθητική καί ὑποτονική στάσι στά θέματα τῆς πίστεως ἀπό δειλία καί σκοπιμότητα, διότι ἔκαναν τόσους ἄλλους ἀγῶνες πού ἀπέδειξαν τό ἀγωνιστικό καί μαρτυρικό φρόνημά των, καὶ ἔζησαν μερικὲς δεκαετίες πρίν, ὅταν ἡ αἵρεσι δέν εἶχε τόσο ἐπεκταθεῖ καί κατεγνωσθεῖ, ἐσεῖς ὅμως, π. Ἰωάννη, μαζί μέ τον Μητροπολίτη Πειραιῶς καί τούς ἄλλους Ἀντιοικουμενιστές, ζεῖτε στὸ 2015 ποὺ ἡ αἵρεσις κατέστη πασιφανὴς καὶ στοὺς πλέον δύσπιστους, καὶ σαφῶς καί ἐν γνώσει προβάλλετε αὐτά τά λάθη καί τίς ἐλλείψεις των, ὡς νά ἐπρόκειτο περί ἀρετῶν, ἀναμφισβήτητα ἀπό ἔνοχη σκοπιμότητα καί δειλία καθώς καί πρός στήριξι τῶν ἀνεπέρειστων θεωριῶν σας.
Στὸ σημεῖο αὐτό, λοιπόν, ἡ εἰσήγησίς σας παρουσιάζει ἕνα κενό ἀγεφύρωτο, διότι ἀπό τήν μία πλευρά ὁμολογεῖτε τον πρωταρχικό ρόλο τῶν Ἁγίων στήν καταπολέμησι τῶν παλαιῶν αἱρέσεων, καί ἀπό τήν ἄλλη ἐπιδεικνύετε καί προβάλλετε πρὸς μίμησι τήν παθητική στάσι τῶν συγχρόνων ἁγίων γερόντων καί μάλιστα γιά μία πιό ὕπουλη καί λίαν ἐπικίνδυνη αἵρεσι.
Ἡ ἀντίθεσίς μας λοιπόν, ὡς ἐκ τούτου, δέν ἑστιάζεται στούς συγχρόνους ἁγίους γέροντες, διότι πιστεύομε ὅτι αὐτοί ἀστόχησαν εἰς τό σημεῖο αὐτό ἐν ἀγνοίᾳ των, ἀλλά στους Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει των, μή ἔχοντες ἄλλο ἔρεισμα πρός στήριξι τῶν νεοεποχίτικων θεωριῶν τους, προβάλλουν τά λάθη καί τίς ἐλλείψεις ὡς ἀρετές, μέ σκοπό νά ἀλλάξουν τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί νά εἰσαγάγουν τόν ἐφησυχασμό καί τόν χαρτοπόλεμο.
Ἐπειδή, π. Ἰωάννη, δέν εἶναι δυνατόν, οὔτε καί εὔκολο νά ἀναφερθοῦμε λεπτομερῶς σέ ὅλα τά σημεῖα τῆς εἰσηγήσεώς σας (διά τόν ἐπί πλέον λόγο ὅτι πολλά ἀπό αὐτά πού ὑποστηρίξατε τά ἀναλύσαμε στήν κριτική μας πρός στίς προηγούμενες εἰσηγήσεις), θά ἀναφερθοῦμε σέ κάποια συγκεκριμένα σημεῖα τῆς εἰσηγήσεώς σας, στά ὁποῖα πιστεύομε ὅτι γίνεται συστηματική ἀποπλάνησις διά νά ὁδηγηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι στίς θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Αὐτό δέν σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι μέ τά ὑπόλοιπα σημεῖα, τά ὁποῖα δέν θά σχολιάσωμε, συμφωνοῦμε ἤ ἀδυνατοῦμε νά ἀπαντήσωμε, ἀλλά θίγουμε τά οὐσιωδέστερα γιά νά κατανοήση ὁ οἱοσδήποτε καί τά ὑπόλοιπα καί, ἐπίσης, θίγουμε αὐτά τά ὁποῖα δέν ἐσχολιάσαμε στίς προηγούμενες εἰσηγήσεις.
Ἀναφέρετε λοιπόν, μεταξύ τῶν ἄλλων παραδειγμάτων, γιά νά στηρίξετε τίς ἀπόψεις σας, καί αὐτό τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὁ ὁποῖος δέν συμπεριέλαβε στά ἀναθέματα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας, οὔτε ἐπίσης διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι στά δίπτυχα τόν ἐμνημόνευαν, τά ἑξῆς: «Ἔτσι ὁ ἅγιος Κύριλλος... δὲν περιέλαβε στὰ ἀναθέματα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὀνομαστικὴ καταδίκη τοῦ τότε ἤδη κοιμηθέντος αἱρετικοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, δασκάλου τοῦ Νεστορίου. Οὔτε διέκοψε τὸ Μνημόσυνο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς ποὺ τὸν Μνημόνευαν στὰ δίπτυχά τους, γιατὶ φοβόταν τὰ σχίσματα ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν...».
Ἐδῶ πραγματικά, π. Ἰωάννη, παρουσιάζετε τήν νύκτα‒ἡμέρα καί ἀκόμη χειρότερα. Διότι τά σχίσματα τά ὁποῖα ἐφοβήθηκε ὁ ἅγιος Κύριλλος στήν περίπτωσι τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας ἦταν ὄντως σχίσματα, δηλαδή θά ἀπεσχίζοντο κάποιοι ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί θά ἀκολουθοῦσαν τήν διδασκαλία τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Αὐτά τά σχίσματα, ὄντως τά ἐφοβοῦντο οἱ Πατέρες. Τί σχέσι ὅμως ἔχει αὐτή ἡ περίπτωσις μέ τήν σημερινή αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στήν ὁποία οἱ ἀποσχιζόμενοι, δηλαδή οἱ ἀποτειχιζόμενοι φεύγουν ἀπό τήν αἵρεσι, καί ὄχι ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, καί συντάσσονται ἐν καιρῷ αἱρέσεως διά τῆς ἀληθοῦς πίστεως μέ τήν ἀληθινή Ἐκκλησία; Ὁ ἅγιος Κύριλλος δηλαδή, φοβήθηκε νά μήν ἀποσχισθοῦν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί ἐσεῖς, φοβᾶσθε νά μήν ἀποσχισθοῦν ἀπό τήν αἵρεσι, καί φέρετε ὡς παράδειγμα αὐτό τό ὁποῖο διδάσκει τά ἀντίθετα!
Εἶναι ὄντως, πάτερ, λυπηρό τό φαινόμενο αὐτό τῆς ἀλλοιώσεως καί διαστροφῆς τῶν κειμένων καί τῶν γεγονότων καί αὐτό ἀποδεικνύει περίτρανα τήν ἔλλειψι ἐπιχειρημάτων καί τό ἀστήρικτο καί ἔωλο ὑπόβαθρο τῆς διδασκαλίας καί τῆς πορείας τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
Ἀκοῦστε, σᾶς παρακαλῶ, στό σημεῖο αὐτό μία ὀρθόδοξο ἑρμηνεία τῆς στάσεως αὐτῆς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρός τούς μνημονεύοντας στά δίπτυχα τόν αἱρετικό Θεόδωρο Μοψουεστίας ἀπό τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη: «...Ἐπί τάς ἐρωτήσεις σου τρεπτέον τόν λόγον. Ἔφης ἄνθ’ ὅτου ὁ θεῖος Κύριλλος ᾠκονόμει μή ἀποσχίζεσθαι τῶν τῆς ἑώας ἐν διπτύχοις ἀναφερόντων τόν Θεόδωρον Μοψουεστίας, αἱρετικόν ὄντα, ἐπάν ὀρθότατα καί καιριώτατα τά τῆς εὐσεβείας δόγματα παρ’ αὐτοῖς ἐσέσωστο∙ οὕτω γάρ γέγραπται... ὅτι τῶν οἰκονομιῶν αἱ μέν πρός καιρόν γεγόνασι παρά τῶν πατέρων, αἱ δέ τό διηνεκές ἔχουσιν. οἷον διηνεκές μέν, ὡς ἀντί τῶν ὑποστάσεων παραχωρεῖσθαι τά πρόσωπα πρός τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῖς Ἰταλοῖς∙ πρός καιρόν δέ, οἷον τοῦ ἀποστόλου ἐπί τῆς περιτομῆς, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐπί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἷον καί τό νῦν τοῦ θείου Κυρίλλου∙ ἅ μέχρι τινός καιροῦ γινόμενα, οὐδέν ἔχει τό μεμπτόν οὐδέ τό κατά τι ἀπηχές καί ἔκνομον, ὑφειμένον δ’ οὖν ὅμως καί οὐκ ἄγαν ἀκριβές∙ τοῦτο γάρ ἡ οἰκονομία ἡ πρός καιρόν. μηδέ γάρ δυνατόν ἰατρόν τόν ἠρρωστηκότα θᾶττον ἀπαλλάξαι τῆς νόσου μήτ’ αὖ ἵππον ἀκρατῆ ἤ ξηρόν πτόρθον τόν μέν εὐχάλινον, τό δέ εὐθύτομον ἐξ αὐτῆς καταστήστασθαι, εἰ μή τοῖς κατά μικρόν ποππυσμοῖς τε καί κολακεύμασι, μαλαγαῖς τε καί ἐπικλήσεσι χρώμενον τόν τῶν τοιούτων ἐμπειρότατον. οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις ἐν ταῖς οἰκονομίαις, ὡς καί Κυρίλλῳ τῷ μεγάλῳ ἐν τῷδε˙ μικρόν γάρ πάντως ἀνέμενε τῶν ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές πρός τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπάν ὀρθοδόξως ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες; ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν οὐ ῥήματι, ἀναθεματίζει. ἔπειτα, ὅτε αὐτοῖς ἀνῆψεν ὁ τέλειος νοῦς, τότε αὐτοῖς συναφθέντος κατά πάντα τοῦ ἁγίου ἴσως. ἤ οὐχί καί ἡμεῖς τό αὐτό ποιοῦντες φαινόμεθα; ἔσθ’ ὅτε τινῶν ὁμογνωμόνων ἡμῖν κατά τι διαφερομένων, ἔνθα οὐ πολύ τό λυποῦν ἤ ἐξιστῶν τῆς ἀκριβείας, καί ὅμως καταδεχόμεθα τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν, ἵνα μή διά μικρόν τι, μικρόν ὕστερον δυνάμενον κατορθωθῆναι, ἀπολέσωμεν τό πᾶν· τοῦτο δέ ἀτέχνων καί οὐ μυστηρίων θεοῦ οἰκονόμων» (Φατ. 49,141,57).
Στήν θαυμάσια αὐτή διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τόν δεύτερο εἰσηγητή, π. Βασίλειο Παπαδάκη, ἀνήκει στά ἀναθεματισμένα δῆθεν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας κείμενα, ἀναφέρεται καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ ἅγιος Κύριλλος προέβη εἰς αὐτήν τήν οἰκονομία, καί ὁ χρόνος κατά τόν ὁποῖο γίνονται οἱ προσωρινές οἰκονομίες, καί τό δέον γενέσθαι διά νά εἶναι κάποιος Ὀρθόδοξος, δηλαδή τό νά ἀναθεματίζη ὅλους τούς αἱρετικούς, καθώς καί πολλά ἄλλα παρόμοια θέματα. Τί σχέσι ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά μέ τήν ἐπί δεκαετίες ὑπαγωγή τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν στούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές; Ἀπορῶ ὄντως, π. Ἰωάννη, πῶς αὐτά τά ὁποῖα συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς ἀποτειχίσεως, ἐσεῖς τά διαστρέφετε ὡς δῆθεν συνηγοροῦντα ὑπέρ τῆς ἐνσωματώσεως μέ τούς αἱρετικούς.
Μέ τήν μελέτη τῶν τριῶν εἰσηγήσεων αὐτῆς τῆς ἡμερίδος θέλω νά θίξω καί ἕνα ἄλλο σοβαρό θέμα, τό ὁποῖο προκύπτει ἀπό τήν συλλογιστική μέθοδο τῶν εἰσηγητῶν. Παντοῦ ἀναφέρετε, καί ἐσεῖς π. Ἰωάννη καί οἱ ἄλλοι εἰσηγητές, τό πόσο διάκρισι καί ἁγιότητα χρειάζεται εἰς τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως διά νά μήν δημιουργήσωμε σχίσματα καί ἄλλα τινά. Ἀπό ὅ,τι ὅμως ἀντιλαμβάνομαι, δέν χρειάζεται ἁγιότητα καί διάκρισις γιά νά ἀποφασίσωμε ἂν θὰ φύγωμε ἢ ἂν θὰ παραμείνωμε πλησίον τῶν λύκων καί ἐνσωματωμένοι μέ τούς αἱρετικούς! Ἄν γιά νά ἀκολουθήσωμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ περί ἀποτειχίσεως, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν σαφῶς μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων, χρειάζεται εἰδικός φωτισμός, ἁγιότης, διάκρισις κλπ., γιά νά παραβοῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων (ἔστω κατ’ οἰκονομίαν) δέν θά πρέπει φυσιολογικά νά χρειάζεται πολύ περισσότερη ἁγιότητα, φωτισμός καί διάκρισις, ἐφ’ ὅσον βαδίζομε σέ ἀπαγορευμένη ὁδό καί στήν συγκεκριμένη περίπτωσι εὑρισκόμεθα πλησίον τῶν λύκων;
Ἀπ’ ὅτι ὅμως μετά λύπης μου διαπιστώνω, π. Ἰωάννη, δέν σᾶς ἐπροβλημάτισε μέχρι τώρα αὐτό τό ζήτημα, ἀλλά μόνον ὁ φόβος τῆς δημιουργίας τῶν σχισμάτων, τόν ὁποῖο φόβο τόν ἔχει λύσει ὁ ἴδιος ὁ 15ος ἱερός Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, καί ἐπιμένετε νά μήν θέλετε νά τό καταλάβετε.
Ὁ φόβος ἄλλωστε τοῦ σχίσματος θά ὑπῆρχε μόνο σέ μία περίπτωσι· ἄν δηλαδή δέν ὑφίστατο αἵρεσις ὀργανωμένη, ἐξελισσομένη καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κηρυσσομένη, καί κάποιοι ἀπετειχίζοντο ἀπό Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, ἐπειδή τούς ἐξέλαβον δῆθεν ὡς αἱρετικούς. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ὅλοι (πλήν τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη) συμφωνοῦν ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις, ποῖος φόβος σχίσματος ὑπάρχει;
Καί στήν περίπτωσι κατά τήν ὁποία θά ἐγίνετο καθ’ ὑπόθεσιν ἕνα θαῦμα καί θά μετεστρέφοντο στήν Ὀρθοδοξία οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, θά κατεδικάζετο ἡ αἵρεσις Συνοδικῶς κλπ., πάλι δέν θά ὑπῆρχε κίνδυνος δημιουργίας σχίσματος, ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς ὅλοι οἱ ἀποτειχισμένοι θά ὑποτασσώμεθα πλέον καί θά μνημονεύαμε αὐτούς τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, διότι οὔτε Συνόδους ἐκάναμε, οὔτε νέες Ἐκκλησίες ἐδημιουργήσαμε, οὔτε διολισθήσαμε εἰς τό ἐλάχιστο ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ὑπαγορεύουν οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἄρα λοιπόν, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, θεωρεῖτε σχίσμα τήν ἴδια τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐγγίζει ὄντως τά ὅρια τῆς βλασφημίας, ὡς ἀντιαγιογραφικό καί ἀντιπατερικό.
Ἐπί τοῦ θέματος τούτου θά ἤθελα νά προσθέσω καί κάτι ἐξίσου σημαντικό. Τήν προσοχή διά τήν ἀποφυγή τοῦ σχίσματος πρέπει νά τήν ἔχουν μόνον ὅσοι θέλουν νά φύγουν μακριά ἀπό τούς αἱρετικούς καί τούς λύκους, ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι, οἱ κατ’ ἐξοχήν ἁρμόδιοι καί ὑπεύθυνοι διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πρόληψι τῶν σχισμάτων, δύνανται νά βαδίζουν ἐντεταγμένοι στήν αἵρεσι καί τή Νέα Ἐποχή; Καί ἄν, ἐν τελικῇ ἀναλύσει, θεωρηθῆ ἔστω ἡ ἀποτείχισις ὡς σχίσμα, ποῖοι εἶναι ὑπεύθυνοι δι’ αὐτό; Οἱ ἀπομακρυνόμενοι ἀπό αὐτούς λόγῳ τῆς ὑπακοῆς τους στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἤ οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τήν αἵρεσι Ἐπίσκοποι;
Ἄν πάλι οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι (ὁμιλῶ δι’ ὅλους, καί τούς ἀρχηγούς καί τούς συνοδοιπόρους) εἶχαν τόν ἐλάχιστο φόβο Θεοῦ καί τήν παραμικρή αἴσθησι τῆς εὐθύνης των, δέν θά ἠδύναντο ἐντός ἐλαχίστου χρονικοῦ διαστήματος, ὄχι μόνον νά προλάβουν τά σχίσματα, ἀλλά νά ἐξαλείψουν καί τά ἤδη ὑπάρχοντα; Ὁ τρόπος εἶναι ἁπλός καί δέν ἀπαιτεῖται εἰδικός φωτισμός καί ἁγιότης, ἀλλά ἁπλή ἀνθρώπινη λογική. Ἐφ’ ὅσον δηλαδή διαβλέπουν ὅτι κάτι ἐσκανδάλισε καί σκανδαλίζει τούς πιστούς καί τούς ὁδηγεῖ εἰς τό σχίσμα, νὰ τό διορθώσουν πάραυτα, νὰ ἐπαναφέρουν τήν ὀρθόδοξο πορεία καί τότε ὅλοι (κι αὐτοὶ ποὺ καταφεύγουν στὸ σχίσμα λόγῳ τῆς αἱρέσεως) θὰ ἑνώνονται γύρω ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι. Ἀκόμη καί τό θέμα τοῦ ἡμερολογίου, τό ὁποῖο ἐσκανδάλισε καί ἐταλάνισε τήν Ἐκκλησία καί ἔγινε αἰτία σχίσματος, τό ἐπαναφέρουν καί ἄς μήν ἀποτελεῖ θέμα πίστεως.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀποχωροῦν ἀπό τό Π.Σ.Ε., διακόπτουν τίς συμπροσευχές καί τούς λεγομένους θεολογικούς διαλόγους μέ ὅλα τά ἔκτροπα πού γίνονται σ’ αὐτούς, ἐπαναφέρουν τά ἀναθέματα τά ὁποῖα κατήργησαν, καταδικάζουν ὅλες τίς αἱρέσεις καί ἰδιαίτερα τίς σύγχρονες, δηλαδή τόν Παπισμό, τόν Μονοφυσιτισμό, τόν Προτεσταντισμό καί τόν Οἰκουμενισμό, σταματοῦν τήν ἐκκοσμίκευσι στήν Ἐκκλησία καί τήν πλήρη συμπόρευσι μέ τήν ἄθεη πολιτεία καί Μασωνία καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο θεωρηθεῖ θέμα πίστεως, τό ὁποῖο σκανδαλίζει τούς πιστούς. Τότε καί μόνο τότε, ἄν κάποιοι δέν ἑνωθοῦν μέ αὐτούς τούς Ἐπισκόπους καί δέν τούς μνημονεύσουν, θά δημιουργήσουν σχίσμα στήν Ἐκκλησία μέ ἀπολύτως δική τους εὐθύνη, λόγῳ δηλαδή τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀνυποταξίας των.
Ὅπως ὅμως καταλαβαίνετε, π. Ἰωάννη, τούς Ἐπισκόπους δέν τούς ἐνδιαφέρει ἡ ἑνότης ἐν τῇ πίστει τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά ἡ ἑνότης ἐν τῇ ἀποστασίᾳ μέ ὅλους τούς αἱρετικούς. Καί ἐσεῖς τώρα, εἰσηγεῖστε νά τούς ἀκολουθήσωμε, προκειμένου νά μήν κάνωμε σχίσμα. Αὐτή ἡ λογική εἶναι ὄντως ἀκατανόητη καί ἐξωφρενική καί χρειάζεται ἴσως πολύ φωτισμό ἀπό ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς γιά νά τήν κατανοήσωμε. Θά πρέπει μᾶλλον γιά νά τήν κατανοήσωμε νά ξεχάσωμε καί διαγράψωμε τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Δέν θέλω νά ἐπεκταθῶ ἄλλο στήν εἰσήγησί σας, ἐπειδή κινηθήκατε στό πνεῦμα τῶν δύο προηγουμένων ὁμιλητῶν τῆς στημένης αὐτῆς Ἡμερίδος καί ἤδη ἐγράψαμε ἀρκετά, ἀπό τά ὁποῖα κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης δύναται νά συμπεράνη καί τά ὑπόλοιπα. Δύναμαι ὅμως νά ἐπανέλθω σέ ὁ,τιδήποτε μοῦ ὑποδείξετε, ἐάν νομίσατε, ὅτι δέν τό ἀνέφερα λόγῳ ἐλλείψεως ἐπιχειρημάτων.
Θεωρῶ πάντως, π. Ἰωάννη, ὅτι ἡ προσφορά σας πρός τούς Οἰκουμενιστές εἶναι τόσο μεγάλη, ὅσο δέν τήν φαντάζεσθε, διότι ἐξασφαλίζετε τήν ἑνότητα, τήν ὁποία ἐπιδιώκουν, προκειμένου νά βαδίσουν τόν δρόμο τῆς ἀποστασίας πού ἐπέλεξαν καί γιά τόν ὁποῖο ἐκρίθηκαν ἄξιοι νά προαχθοῦν ὡς Ἐπίσκοποι.
Πρίν περάνω τόν λόγο μου θέλω να ὑποβάλω καί σέ σᾶς τίς δύο ἐρωτήσεις τίς ὁποῖες ἔθεσα καί στούς ὑπευθύνους τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς καί ἀρνήθηκαν νά ἀπαντήσουν, εἶμαι δέ ἕτοιμος καί ἐγώ νά ἀπαντήσω σέ ὅ,τι περαιτέρω μέ ἐρωτήσετε. Ἐπίσης ζητῶ συγγνώμη, π. Ἰωάννη, ἄν κάπου σᾶς ἐλύπησα ἤ δέν κατενόησα τά λεγόμενά σας καί σᾶς παρεξήγησα.
Οἱ ἐρωτήσεις λοιπόν οἱ ὁποῖες ἐτέθησαν καί τίς ἐπαναλαμβάνω εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία συνηγορεῖ ἤ ἔστω ταιριάζει μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Μέ ἄλλα λόγια πρός κατανόησι, ποῦ διδάσκεται εἰς τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρες ἡ παραμονή τῶν πιστῶν εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ ἀναγνώρισίς των εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἡ μνημόνευσίς των κλπ. μέχρι δηλαδή ἀποφάσεως τῆς Συνόδου;
2. Ποῦ διδάσκεται στήν Ἁγία Γραφή καί στούς ἁγίους Πατέρες ὅτι μέ τήν παραμονή μας εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, δέν ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι των, δέν συνοδοιποροῦμε μέ τήν αἵρεσι καί δέν μολυνόμεθα ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτή ἐπικοινωνία, ἔστω δηλαδή καί ἄν ἔχωμε ὀρθόδοξο φρόνημα.
Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ καί ὀλίγα τινά διά τήν δραματική συζήτησι μέ τήν ὁποία κατάληξε ἡ ἐν λόγῳ Ἡμερίδα.
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς.
Πηγή : https://paterikiparadosi.blogspot.ca/2017/01/blog-post_21.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου