Οἱ Νεοϋρκέζοι θέλησαν να μιμηθοῦν
τούς Λονδρέζους, μέ τό σλόγκαν τῆς ἀθεΐας, πού
εἶχαν τοποθετήσει σέ λεωφορεῖα τοῦ
Λονδίνου: «Πιθανόν νά μή ὑπάρχει Θεός. Ἀπολαῦστε τή ζωή σας».
Καί δώσανε, βέβαια, τήν ἀπάντηση, ἄλλες ὁμάδες πιστῶν χριστιανῶν, μέ δικά τους
συνθήματα, ἕνα ἀπ’ τά ὁποῖα ἦταν τό ψαλμικό τοῦ Δαβίδ: «εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ
αὐτοῦ, οὐκ ἔστι Θεός»!
Τώρα λοιπόν, καθώς ἀναφέρει ἀνταπόκριση
ἀπό τή Νέα Ὑόρκη: «Σέ διαφημιστική
καμπάνια προχώρησαν ἀθεϊστικές ὀργανώσεις
στό μετρό τῆς Νέας Ὑόρκης». Καί ποιό ἦταν το δικό τους σλόγκαν; Ὅτι, «Ἕνα ἑκατομμύριο Νεοϋρκέζοι νιώθουν πολύ καλά, χωρίς νά πιστεύουν στόν Θεό. Ἐσεῖς;». Μέ ὑποκρισία θέτουν καί το ἐρώτημα:
«Ἐσεῖς»; Αὐτό τό παραπλανητικό ἐρώτημα
ἀντικρύζουν στους σταθμούς οἱ ἐπιβάτες τοῦ μετρό. Ἡ ἀθεΐα παραπλανᾶ δεν ἐρευνᾶ.
Μέθοδός της εἶναι γιά πάντα ἡ παραπλάνηση και ὄχι ἡ ἀλήθεια καί ἡ εἰλικρίνεια.
Οἱ ἄθεοι θορυβοποιοῦν δέν ἐλέγχουν, οὔτε ἐξετάζουν. «Νά λυπηθοῦμε αὐτούς, πού εἶναι
ἄθεοι ἀπό ματαιοδοξία», γράφει στίς «Σκέψεις» του ὁ Πασκάλ. Νά τούς
λυπηθοῦμε γιατί εἶναι δυστυχεῖς. Νά τους λυπηθοῦμε γιατί δέν τούς λείπει ἡ
γνώση. Τούς λείπει ἡ ἔρευνα καί ἡ πίστη. Δέν εἶναι ἄθεοι ἀπό ἀποδείξεις, ἀλλά ἀπό
ματαιοδοξία. Οἱ ἄθεοι παλεύουν μέ τόν
ἑαυτό τους. Ἀγωνίζονται να πείσουν
τόν ἑαυτό τους για τήν ἀπιστία τους. Ἀλλά, τί παράδοξο! Παλεύουν ἐναγώνια γιά
νά πείσουν τόν ἑαυτό τους καί τούς ἄλλους, πώς, δέν ὑπάρχει Θεός. Μά, θά τους ρωτοῦσε
κανείς: Γιατί τόσος πόλεμος ἐνάντια σ’ ἕνα Θεό ἀνύπαρκτο; Γιατί πολεμᾶτε μιά σκιά;
Γιατί πολεμᾶτε τό... μηδέν; Μήπως ἡ ἀθεΐα σας εἶναι νόσος τῆς ψυχῆς προτοῦ γίνει
πλάνη τοῦ λογικοῦ; Κατά τόν Ἀριστοτέλη: «Πάντες
ἄνθρωποι περί Θεῶν ἔχουσιν ὑπόληψιν». Ἡ θεογνωσία καί ἡ πίστη εἶναι
φαινόμενο καθολικό και ἔμφυτο. Ἡ ἀθεΐα μοιάζει σαν κάτι ζιζάνια ἤ τσουκνίδες,
πού φυτρώνουν στόν κῆπο τῶν λουλουδιῶν. Ὅσο κι ἄν σήμερα ἐμφανίζεται μιά ἔξαρσι
τῆς ἀθεΐας, δέ θά μπορέσει ποτέ νά ἐπιβληθεῖ στή δύναμη, τήν ἔκταση καί τήν
καθολικότητα τῆς θρησκείας. Ἡ σύγχρονη ἀθεΐα εἶναι μᾶλλον ἀποτέλεσμα εὐμάρειας
καί εὐδαιμονισμοῦ. Ἐπειδή ἀπολαμβάνει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὅλες τίς ὑλικές καί
καταναλωτικές ἀνέσεις, ἔχει τήν ψευδαίσθηση τῆς πληρότητας καί δέ νοιάζεται
γιά ὅ,τι μεταφυσικό και θρησκευτικό. Τόν ἔχει τόσο ἀπορροφήσει τό ὁρατό —ἡ ὕλη—
ὥστε λησμόνησε ὁλότελα τό ἀόρατο, τό Θεό καί τὴν ψυχή. Τόν ἔχει γοητέψει τόσο τό
τώρα, ὥστε λησμόνησε το πέραν, τό αἰώνιο, τό ἀθάνατο. Σ’ αὐτούς τούς ἄπιστους εὐδαιμονιστές,
ἀπευθύνεται ὁ Πασκάλ καί τούς λέγει: «Θα
εἴχατε ἀμέσως τήν πίστη, ἄν εἴχατε ἐγκαταλείψει τίς ἀπολαύσεις». Ἐλέγχοντας
τήν ἀπιστία, ἀποκαλύπτει ταυτόχρονα, καί τήν αἰτία τῆς ἀπιστίας καί ἀθεΐας.
Ὁ ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ὁ νέος
Χρυσόστομος τῆς Σερβίας, ὅπως τόν ἔχουν ἀποκαλέσει, ἀπαντάει μ’ ἐπιστολή του σέ
κάποιο Ρῶσο, πού θρηνοῦσε γιά τήν πατρίδα του, πού την κυβερνοῦσαν οἱ ἄθεοι. Ἀνάμεσα
στ’ ἄλλα, λοιπόν, τοῦ γράφει τοῦτα τά προφητικά λόγια: «Οἱ σημερινοί καταπιεστές τῆς Ρωσίας προσκυνοῦν τό εἴδωλο τῆς ὕλης.Προσκυνοῦν τή βιομηχανία, προσκυνοῦν τό κράτος σάν Θεό. Αὐτοαποκαλοῦνται ἄθεοι κι
εἶναι εἰλικρινεῖς. Ἄν αὐτοονομάζονταν εἰδωλολάτρες καί πάλι τήν ἀλήθεια θά ἔλεγαν.
Μή ξεχνᾶς ὅτι ὁ καταπιεστής εἶναι ἡ πιό δυστυχής ὕπαρξη στη Ρωσία σήμερα, ὄχι ὁ
καταπιεζόμενος. Νά τούς θρηνήσεις πρέπει αὐτούς, ὄχι νά τούς κρίνεις. Θά μαραθοῦν
σάν τό χόρτο. Ἕνας ἕνας θά χάσουν τή λογική καί τή δύναμή τους. Ἀκόμα κι ἄν δέν
τό συνειδητοποιοῦν, λειτουργοῦν ὡς ἱεραπόστολοι τοῦ Θεοῦ. Ἐξακολουθοῦν νά κατευθύνουν
ὅλο τό νερό στό μύλο τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα καί μέ τά ἀστεῖα ἐπιχειρήματά τους ἐναντίον
τοῦ Χριστοῦ, ἐργάζονται γιά τό Χριστό. Ὅταν ἐξαφανιστοῦν σαν σκιές, τότε θά τό
δοῦν. Θά κλάψουν μέ λυγμούς τότε, πικρά, γιατί δέ θά τούς περιμένει τίποτ’ ἄλλο
παρά καταδίκη». Καί τελειώνει τήν ἐπιστολή του
μέ τήν προφητική και συγκλονιστική
τούτη πρόταση: «Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ὁ
βασανισμένος ρωσικός λαός θα γεμίσει τόν παράδεισο περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο
χριστιανικό λαό τῆς γῆς». (Βλπ: Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς: «Ἡ
Τραγωδία τῆς Πίστεως»).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐκφράζει τήν
καθολική διαπίστωση, ὅταν λέγει: «Ἀσθενοῦς
διανοίας
τό μή πιστεύειν, και μικρᾶς καί ταλαιπώρου». Ἡ ἀπιστία, δηλαδή, εἶναι γνώρισμα ψυχῆς ἄρρωστης, μικρῆς καί δυστυχισμένης. Ἑπομένως,
συμπληρώνει: «ὥσπερ το πιστεύειν ὑψηλῆς
καί μεγαλοφυοῦς ψυχῆς, οὕτω τό ἀπιστεῖν ἀλογωτάτης καί εὐτελοῦς και πρός τήν τῶν
κτηνῶν ἄνοιαν κατενηνεγμένης». Ὅπως ἀκριβῶς ἡ πίστη εἶναι γνώρισμα ἀνώτερης
καί μεγάλης ψυχῆς, ἔτσι ἡ ἀπιστία
εἶναι γνώρισμα ψυχῆς πολύ ἀνόητης
καί ἀσήμαντης, καί ἡ ὁποία κατέβηκε στό ἐπίπεδο τῶν ζώων. Προσθέτει μάλιστα, καί τόν τρόπο ἀπολογίας μας πρός τούς ἄπιστους: «Ὥστε,
λέγει, ὅταν μᾶς κατηγοροῦν μερικοί τήν πίστη, ἄς κατηγοροῦμε καί ἐμεῖς τήν ἀπιστία
τους, σάν δυστυχισμένους, μικρόψυχους, ἀνόητους, ἄρρωστους, καί μέ συμπεριφορά,
ὄχι
καλύτερη
ἀπ’ τά γαϊδούρια»! Ὁ λόγος τοῦ μεγάλου και οἰκουμενικοῦ ἱεράρχη, εἶναι
κάπως σκληρός, ἀλλά δέν ἀπέχει ἀπό
τόν ψαλμικό χαρακτηρισμό: «Εἶπεν ἄφρων
ἐν
καρδίᾳ αὐτοῦ
οὐκ ἔστι Θεός» (13, 3). Ἄλλωστε, τέτοιοι θεωροῦνταν οἱ ἄθεοι ἀπ’ τά παλιά τά χρόνια. Τό λιγότερο, εἶναι θορυβοποιοί
καί ἄθεοι ἀπό ματαιοδοξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου