ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΝ ΕΡΕΥΝΑΝ -- Τοῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

1.
Τὸν 18ον αἰώνα συντελεῖται νέα, πολυεπίπεδη καὶ πολυσήμαντη, συνάντηση τῆς ἑλληνορθόδοξης Ἀνατολῆς μὲ τὴν διαφωτιστικὴ Εὐρώπη, ἡ ὁποία στὰ βασικά της σημεῖα συνιστᾶ ἐπανάληψη τῆς ἀνάλογης διαδικασίας τοῦ 14ου αἰώνα (ἡσυχαστικὴ ἔριδα)1. Συνεχιστές, ἄλλωστε, τῶν Ἡσυχαστῶν καὶ τῆς παραδόσεώς τους, ποὺ ἄρδευε συνειδησιακὰ τὸ εὐρὺ λαϊκὸ σῶμα, ἦσαν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες γνωστοὶ ὡς Κολλυβάδες, ἐνῶ στὴ θέση τοῦ «λατινοέλληνος» Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ, τοῦ φορέα καὶ ἐκφραστῆ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ «παραδείγματος», βρίσκονται οἱ ταυτισμένοι μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ πραγματικότητα Διαφωτιστές. Πρόκειται γιὰ νέα φάση τοῦ μακρόσυρτου ἐθνικοῦ διχασμοῦ μας, ἀλλὰ καὶ μερικὴ κρίση ταυτότητος, ποὺ κατὰ κανόνα προκύπτει ἀπὸ τὴν συνάντηση μὲ τὴν μεταλλαγμένη πολιτισμικά, ἐκφραγκευμένη δηλαδή, δυτικὴ κοινωνία. Ἡ οὐσία αὐτοῦ τοῦ προβληματισμοῦ εἶναι ὅτι ἕνας νέος κόσμος εἰσβάλλει «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» (Ἑβρ. 1, 1) στὴν καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή, ποὺ ἡ ἐπιδιωκομένη ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν ἐπικράτησή του ἀπαιτοῦσε τὴν ἀνατροπὴ τοῦ κόσμου τῆς Ἑλληνορθοδοξίας2.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος, χῶρος μόνιμα εὐαισθητοποιημένος, γίνεται καὶ πάλι τὸ ἐπίκεντρο τῆς νέας ἀναμετρήσεως, μὲ πρωταγωνιστὲς τοὺς νεοησυχαστὲς Κολλυβάδες Πατέρες3.
Ἡ ἑρμηνεία τῆς στάσης τῶν Κολλυβάδων προϋποθέτει εἰδικὰ κριτήρια (πολιτισμικά, ἐπιστημονικά, κοινωνικὰ καὶ κυρίως θεολογικὰ) καὶ ἐσωτερικὴ–βιωματικὴ σχέση μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ Πατερικότητα, τέλεια γνώση τῆς «γλώσσας» τους καὶ τοῦ ἱστορικοῦ της ὑποβάθρου, ἀλλὰ καὶ ἀποστασιοποίηση ἀπὸ οἱαδήποτε ἐξαρτηματικὴ σχέση (π.χ. ἰδεολογικὴ) μὲ τὴν ἀντίπερα ὄχθη, καὶ πρὸ πάντων νηφαλιότητα καὶ ἐπιστημονικὴ οὐδετερότητα. Διαφορετικὰ θὰ μένει τὸ «κάλυμμα, ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει» τους (Β´ Κορ. 3, 14) βαρύ4. Κατ᾽ ἐξοχὴν αὐτὸ ἰσχύει στὴν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, τοῦ λογιότερου, πολυγραφότερου καὶ θεολογικότερου τῆς Κολλυβαδικῆς Ἡγεσίας, ποὺ γίνεται μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τοῦ κρίνοντος καὶ τῆς ὑποκειμενικῆς του ἀντιλήψεως περὶ ἐπιστήμης καὶ Ὀρθοδοξίας. Πόσο μᾶλλον, ὅταν ἀκόμη καὶ σὲ ἐπιστημονικὰ συνέδρια ἀποτολμᾶται ἡ θεώρησή του ἐν ἀγνοίᾳ τῶν νέων πορισμάτων τῆς ἔρευνας, ὁπότε προκύπτουν ἄκριτες ἀναπαλαιώσεις, μὲ ὅλες τὶς ἀδυσώπητες συνέπειες.

Σημειώσεις
1. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, «Ἡ Δυναμικὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ στὴ δράση τῶν Κολλυβάδων», στὸ: Σχέσεις καὶ Ἀντιθέσεις, Ἀθήνα 1998, σ.σ. 13–27.
2.Κατὰ τὸν ἕλληνα καθηγητὴ κ. Χρ. Γιανναρᾶ οἱ Κολλυβάδες συνιστοῦσαν «κίνημα ἀντίδρασης στὸν ἐκδυτικισμὸ καὶ τὴν ἀλλοτρίωση», ποὺ ἀποκαλύπτει «μίαν ἀπροσδόκητη γιὰ τὴν ἐποχὴ θεολογικὴ ἐγρήγορση καὶ ἐπίγνωση τῶν βιωματικῶν προτεραιοτήτων τῆς Ἐκκλησίας» (Ὀρθοδοξία καὶ Δύση,Ἀθήνα 1992, σ. 177).
3. Παραδοσιακοὶ κατ᾽ ἐξοχὴν (ὄχι συντηρητικοί!) καὶ κινούμενοι ἄνετα μέσα στὴν ἡσυχαστικὴ ἐμπειρία, οἱ Κολλυβάδες μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τὶς πνευματικὲς διαφοροποιήσεις τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Καὶ ἐνῶ δυτικοὶ ἐρευνητές, ὅπως ὁ N. Bonwetsch ἢ ὁ L. Petit (προτεστάντης καὶ ρωμαιοκαθολικός, ἀντίστοιχα), τοὺς
χαρακτήρισαν «δεῖγμα τῆς ἀφυπνιζόμενης ζωῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ἡ δική μας δυτικότροπη διανόηση ἐπιμένει νὰ τοὺς βλέπει ὑποτιμητικά, λόγω τῆς σύνδεσής τους μὲ τὸ ἀπορριπτόμενο ἀπ᾽ αὐτοὺς ὀρθόδοξο «Βυζάντιο». Τὸ πράγμα ὅμως δὲν εἶναι περίεργο, ἀφοῦ ἀντικολλυβάδες ἦσαν καὶ ἀρκετοὶ ἁγιορεῖτες, ξένοι πρὸς τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση. Ὁ μεγάλος σύγχρονος Σέρβος Ὀρθόδοξος θεολόγος, καθηγητὴς π. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, Μητροπολίτης Μαυροβουνίου, προκρίνει γιὰ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων τὸν χαρακτηρισμὸ «φιλοκαλικὴ ἀναγέννηση», ποὺ ἀποδίδει εὐστοχότερα τὴν οὐσία του.
4. Οἱ ἀντικολλυβάδες ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ κατηγοροῦν τοὺς Κολλυβάδες ὡς αἱρετικοὺς.

(2ον)

2. Ἡ θεολογικὴ ἀποτίμηση τοῦ κολλυβαδικοῦ κινήματος προωθήθηκε σημαντικὰ μὲ τὴν κλασικὴ πλέον, παρὰ τὴν συντομία της, μελέτη τοῦ π. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς (Μητροπολίτου Μαυροβουνίου)5, ἀλλὰ καὶ τὴν γαλλικὴ διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ π.
Γεωργίου Μαρνέλλου6. Μὲ εἰδικὰ (ἀπολογητικὰ) κριτήρια γράφθηκε τὸ βιβλίο τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη7, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖ τομὲς οὐσιαστικές, ἀνατρέποντας ἑρμηνευτικὰ παραστρατήματα. Τὸ πλεονέκτημα καὶ στὶς τρεῖς αὐτὲς ἐκδόσεις εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὴν πατερικὴ παράδοση, στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας ΚΑΙ ΜΟΝΟ μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἡ κατάρτιση καὶ ἡ προσφορά του. Τελευταῖα ἀμφισβητήθηκε ἡ eruditio τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου («πολυγραφότατος, ἀλλὰ ὄχι πολυμαθέστατος»)8. Θεωρήθηκε μειονέκτημα ἡ ἀπουσία σ᾽ αὐτὸν «πανεπιστημιακῶν σπουδῶν», ὡς καὶ ἡ μὴ μετάβασή του στὴν Εὐρώπη9. Αὐτὸ ὅμως πατερικὰ εἶναι ἀδιάφορο, ἂν ὄχι ἀρνητικό. Ἀκόμη καὶ ὁ «μείζων τοῦ Ἀριστοτέλους», κατὰ τὸν Ἔρασμο, Μέγας Βασίλειος, μὲ εὐρύτατες σπουδὲς στὸ «ἐξωτερικὸ» τῆς ἐποχῆς του, ἐλεεινολογεῖ σὲ μιὰ στιγμὴ αὐτοκριτικῆς τὴν «ἀπώλεια» αὐτοῦ τοῦ χρόνου γιὰ τὴν πνευματική του πορεία10. Πράγματι, ὁ Ἅγιος Νικόδημος στερήθηκε τὴν «εὐρυμάθεια», ποὺ θὰ τοῦ προσεπόριζε ἡ Εὐρώπη, ἀλλὰ ἔμεινε Ἅγιος Νικόδημος. Ὀρθὰ ὁ καθηγητὴς Βασ. Κύρκος ἐπισημαίνει στὴ συνάφεια αὐτή: «Ἡ οὐσιαστικὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ ἐνασχόλησή (του) ἦταν τὰ κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας»11. Σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀναδεικνύεται καὶ ἡ «πολυμάθεια» καὶ «εὐρυμάθεια» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου. Εἶναι εἰδικότερος παντὸς ἄλλου στὴν πατερικὴ γραμματεία. Αὐτὸ ὅμως στὴν Εὐρώπη δὲν ὀνομάζεται «εἰδίκευση», ποὺ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς εὐρωπαϊκῆς ἐπιστήμης; Ἀλλὰ καὶ ἡ εὐρύτερη ἐγκυκλοπαιδικὴ γνώση δὲν τοῦ ἔλειπε12, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλεῖ, ὅταν ἡ ἀνάγκη τὸ ἐπιτάσσει, ὅπως στὴν περίπτωση ἀναφορᾶς στὴ φυσικὴ λειτουργία τῆς καρδιᾶς13, γιὰ νὰ μιλήσει ὅμως (πατερικὰ) γιὰ τὴν καρδία, ὡς ὑπερφυσικὸ κέντρο καὶ ὄργανο τῆς ποιμαντικῆς ἐπιστήμης καὶ θεραπευτικῆς λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑλληνομάθειά του, ἐπίσης, τεκμηριώνεται μὲ μέτρο τὴν ἀνυπέρβλητη κατοχὴ ἀπὸ αὐτὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν κλασικῶν κειμένων, ποὺ ἐμελέτησε, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ, ἐξ ἄλλου, νὰ τεκμαρθεῖ ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν παραπομπῶν του σ᾽ αὐτά14, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐννοιολογικὴ διερεύνηση τοῦ γλωσσικοῦ του θησαυροῦ, κάτι ποὺ πρέπει νὰ γίνει15. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἄλλωστε, δὲν σφετερίζεται τὸν τίτλο τοῦ θύραθεν εἰδικοῦ ἐπιστήμονος, εἶναι ἐκπληκτικὸ ὅμως ὅτι τὰ θύραθεν στοιχεῖα ἐμφανίζονται στὰ ἔργα του (θεολογικὰ καὶ ἠθικά, στὴν οὐσία), ὅταν πρέπει καὶ ὅπως πρέπει16. Δικαιώνει, ἔτσι, τὸν Ἅγιο Νικόδημο ἡ εἰδικὴ ἐρευνήτρια τοῦ θέματος κ. Ἀλεξάνδρα Σακελλαρίδου–Σωτηρούδη: «Ὁ λόγιος ἀναγνώστης διαπιστώνει, ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόδημος εἶχε διαβάσει ἕνα σημαντικὸ ἀριθμὸ ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαθέτει
ἕνα ἐντυπωσιακὸ φάσμα γνώσεων, ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦσε μὲ ἄνεση καὶ σιγουριὰ»17! Ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης (†) ἔχει φωτίσει18 μιὰ σπουδαία πτυχὴ τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ποὺ φυσικὰ οὔτε νὰ διανοηθοῦν μποροῦν οἱ «φωταδιστὲς» κατήγοροι τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου. Ἡ Ὀρθοδοξία, στὴν αὐθεντικότητά της συνιστᾶ ὑπέρβαση τῆς θρησκείας19 καὶ τῆς μεταφυσικῆς, ἡ δὲ θεολογική της μέθοδος ὡς ποιμαντικὴ θεραπευτικὴ20 οὐσιαστικὰ (κάθαρση – φωτισμὸς – θέωση) εὑρίσκεται ἐγγύτερα στοὺς δυτικοὺς διαφωτιστές, ποὺ εἶναι ἐμπειρικοὶ (empiristes) καὶ ὄχι μεταφυσικοί. Μόνο οἱ Ἕλληνες διαφωτιστές, μὲ πρῶτον τὸν Ἀδ. Κοραῆ, ἔμειναν μεταφυσικοὶ καὶ «θρησκευτικοὶ» στὴ θεολογική τους σκέψη καὶ ξένοι πρὸς τὴν μέθοδο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.

3. Ἡ ἔρευνα τῶν τελευταίων ἐτῶν ἀποκατέστησε τὸ κύρος καὶ τὴν θεολογικὴ γνησιότητα τοῦἉγίου Νικοδήμου, ἐπανορθώνοντας σφάλματα τοῦ παρελθόντος. Ἔτσι ἡ ἀναφορὰ σὲ δῆθεν παπικὲς ἐπιδράσεις στὸν Ἅγιο Νικόδημο ἔχει πιὰ ξεπερασθεῖ, μὲ τὴ συστηματικὴ διερεύνηση τῶν ἐπιμάχων ἔργων του Ἀόρατος Πόλεμος καὶ Πνευματικὰ Γυμνάσματα ἀπὸ τὸν φιλόλογο κ. Ἐμμ. Φραγκίσκο21 καὶ τὸν π. Γ.Μαρνέλλο22. Τὰ περὶ συγχρωτισμοῦ του, ἐξ ἄλλου, μὲ Ἰησουΐτες καὶ περὶ τῆς ἰταλομάθειάς του ἔχουν πιὰ θεωρηθεῖ φληναφήματα τῆς ἄγνοιας ἢ τῆς προπαγάνδας, μετὰ τὴν ἐπισήμανση τῶν «ἑλληνικῶν» προτύπων τῶν ἔργων αὐτῶν καὶ τὴν οὐσιαστικὴ ὀρθόδοξη ἀνάπλασή τους ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο.

Σημειώσεις
5. Βλ. στὴ σημείωση 3.
6. Georges Marnellos, Saint Nicodeme l Hagiorite (1749–1809). Maitre et pedagogue de la Nation grecque et de l Eglige Orthodoxe, Θεσσαλονίκη 2000.
7. π.Βασ.Ε.Βολουδάκη,Ὀρθοδοξία καὶ Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀθῆναι 1993, στὸ ὁποῖο ὀρθότατα ὑπογραμμίζεται ἡ συμφωνία τῶν Ἁγίων Νικοδήμου καὶ Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ.
8. Βασ. Κύρκος, «Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης καὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία», στὰ Πρακτικὰ Συνεδρίου.
9. Στὸ ἴδιο, σ. 360. «Ποῦ καὶ πότε σπούδασε τὶς ἐπιστῆμες ὁἍγιος Νικόδημος;» (σσ. 360/61), ἐρωτᾶ μὲ ἔμφαση ὁ κ. Κύρκος. Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ ὅμως ἕνας ἐρευνητὴς τῆς
Φιλοσοφίας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα ἢ δὲν μπορεῖ νὰ μελετήσει ἰδιωτικὰ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ἀναπαραγάγει θεωρίες τῆς σύγχρονης Φυσικῆς (π.χ. ἀρχὴ τῆς «ἀπροσδιοριστίας» τοῦ WHeisemberg κ.ἄ.), ὅπως ὁ κ. Χρ. Γιανναρᾶς ἢ καὶ αὐτὸς ὁ κ. Κύρκος; Εἰδικὲς σπουδὲς ἀπαιτοῦνται γιὰ τὸν εἰδικὸ σὲ κάποιον ἐπιστημονικὸ χῶρο, ἐρασιτεχνικὴ ἐγκυκλοπαιδικὴ γνώση ὅμως μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ διαθέτων εὐφυΐα καὶ τὸ ἀνάλογο ἐνδιαφέρον.Μόνον ὁ Μέγας Βασίλειος σπούδασε στὴν Ἀθήνα ΟΛΕΣ τὶς ἐπιστῆμες τῆς
ἐποχῆς του.
10. Γράφει στὸν Εὐστάθιο Σεβαστείας: «Ἐγὼ πολὺν χρόνον προσαναλώσας τῇ ματαιότητι καὶ πᾶσαν σχεδὸν τὴν ἐμαυτοῦ νεότητα ἐναφανίσας τῇ ματαιοπονίᾳ, ἣν
εἶχον προσδιατρίβων τῇ ἀναλήψει τῶν μαθημάτων τῆς παρὰ τοῦ
Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας, ἐπειδὴ ποτέ, ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος διαναστάς, ἀπέβλεψα πρὸς τὸ θαυμαστὸν φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου, κατεῖδον δὲ τὸ ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων πολλὰ τὴν ἐλεεινήν μου
ζωὴν ἀποκλαύσας, ηὐχόμην δοθῆναί μοι χειραγωγίαν πρὸς τὴν εἰσαγωγὴν τῶν δογμάτων τῆς εὐσεβείας» (PG 32, 824).
11.Ὅ.π., σ. 360.
12. Αὐτὸ ἐννοοῦμε, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἦταν «ἄριστος γνώστης τῶν ἐπιστημῶν τῆς ἐποχῆς του» καὶ ὄχι φυσικὰ ὅτι εἶχε κάμει «εἰδικὲς» σ᾽ αὐτὲς σπουδές.
Συχνά, ἄλλωστε, παραπέμπει στοὺς «φυσιολόγους» (physicians) τῆς ἐποχῆς του. Στὴν Χριστιανικὴ Ἀπολογία (ἔκδ. 1798) ἑρμηνεύει τὴν νηστεία ὄχι μόνο ἐκκλησιαστικά, ἀλλὰ καὶ πρακτικὰ (σσ. 62-64).
13. Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον…,ἘνΒόλω19693, σσ. 198-202.
14. Β. Κύρκος, σσ. 360–1. Ὁ ἍγιοςΝικόδημος δὲν παραπέμπει, ὅπως ἐμεῖς, γιὰ ἐπίδειξη πολυγνωσίας, ἀλλὰ γιὰ νὰ κατηχήσει καὶ διδάξει τοὺς ἀναγνῶστες του.Ἡ ταπείνωσή του, ἄλλωστε, ἦταν ὑποδειγματική,ὥστε νὰ ἀποκλείεται σ᾽ αὐτὸν κάθε προβολὴ τῆς γνώσης του.
15.Παρόμοια μελέτη ἔκαμε ὁ π. Ἄγγελος Παπουτσῆς, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν σχέση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἄδηλη πολλὲς φορές, μὲ τὴν ἀρχαία γραμματεία.
16. Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν τὸν Πλάτωνα, κυρίως γιὰ νὰ τὸν ἀναιρέσουν, ὅπως κάνει λ.χ. ὁ Ἅγιος Θεολόγος Γρηγόριος ἢ νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ὑπέρβασή του. Βλ. π.χ, Κ.Δ. Γεωργούλη σχετικὸ λῆμμα στὴ ΘΗΕ, τ. 10 (1967), στ. 430–433.
17.Ἡἀρχαιογνωσία τοῦ Ἁγίου Νικόδημου στὸ Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, ΕΕΦΣΕ, Τμ. Φιλολ. 4 (1991), σσ. 227–245 καὶ τόμ. 2, σσ. 234–247 (ἐδῶ σ. 228).
18. Βλ. τὸ βιβλίο του Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τ. 1,Θεσσαλονίκη 1984, σ. 12 ἑ.
19. Βλ. π. Ι. Σ. Ρωμανίδου, «Ἡ θρησκεία εἶναι νευροβιολογικὴ ἀσθένεια, ἡ δὲ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της», στὸν τόμο: Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός. Πορεία στὴνΤρίτη Χιλιετία, ἐκδ. Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου, τόμ. Β´, Ἅγιον Ὄρος 1996, σ.σ. 67–87.
20.Βλ. ἀρχιμ. ἹεροθέουΒλάχου, σήμερα Μητροπ. Ναυπάκτου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, τ. 1, Λεβάδεια 20007.
21. Ἐμμ. Ν. Φραγκίσκου, «Ἀόρατος Πόλεμος (1796) – Γυμνάσματα Πνευματικὰ (1800). Ἡ πατρότητα τῶν «μεταφράσεων» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦἉγιορείτη», Ὁ Ἐρανιστής, ἔτος ΚΕ–ΛΑ´, τ. 19, Ἀθήνα 1993, σ.σ. 102–135. Πρβλ. Τοῦ Ἰδίου, «ΤὸΖήτημα τῆς Γλωσσομάθειας τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου», Ὁ Ἐρανιστής, τ. 23 (2001), σ.σ. 173–190.
22. «Βιβλίον ψυχωφελέστατον καλούμενον Ἀόρατος Πόλεμος» καὶ «Βίβλος ψυχωφελεστάτη καλουμένη Γυμνάσματα Πνευματικά» στὸ ὑπὸ ἔκδοση Β´ τόμο τῶν
περὶ Ἁγίου Νικοδήμου ἐρευνῶν του.

(3ον Τελευταῖον)
Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν δύο παρεξηγημένων συγγραφῶν του Ἐξομολογητάριον23 καὶ  Χρηστοήθεια24 ἀπὸ τὸν π. Γ. Μεταλληνό25. Ἡ συστηματικὴ μελέτη τους ἀπέδειξε τὴν τυφλὴ ἀναπαραγωγὴ προχείρων ἐπισημάνσεων, χωρὶς τή μελέτη τῶν ἴδιων τῶν ἔργων. Τραγική περίπτωση σ᾽ αὐτό ὁ διακεκριμένος ἐρευνητής G. Podskalsky26, Ἰησουΐτης, καί ὅσοι ἄκριτα και ἀνερεύνητα τόν ἀκολουθοῦν, παρασυρμένοι ἀπό τό (ἀναμφισβήτητο) ἐπιστημονικό κῦρος του27. Ἡ δική μας διεξοδική ἔρευνα κατέληξε στήν ἀληθινή σημασία τοῦ ὅρου «ἱκανοποίησις» («ἱκα-
νοποιΐαι)28 στόν Νικόδημο, διαφοροποιουμένου διαμετρικά ἀπό το γνωστό ἀνσέλμειο περιεχόμενό του. Ὁ Νικόδημος μένει τελείως ξένος πρός τό δυτικό νομικισμό, ἀναπαράγοντας πιστά τήν ἁγιογραφική καί ἁγιοπατερική παράδοση29, διότι αὐτός εἶναι ὁ φωτισμός, πού ἐνσυνείδητα προσφέρει στό Γένος. Ἄλλο ἄν αὐτό για τήν «ἐπιστήμη» θεωρεῖται μειονέκτημα, διότι ἀπουσιάζει σ᾽ αὐτόν ἡ δυτική «μεταφυσική θεολόγηση». Πολύ περισσότερο δέ, ἰσχύουν αὐτά γιά τήν Χρηστοήθειά του. Θά μείνω μόνο στό σημεῖο, πού ὁ Νικόδημος διακωμωδεῖται, ἐνῶ στήν οὐσία γυμνώνονται οἱ χλευαστές του, ὡς μή κοπιάσαντες νά ἀναγνώσουν ἁπλά τά σχετικά κείμενά του. Πρόκειται γιά τήν περίπτωση «ἄν ἐγέλασε ὁ Χριστός στή ζωή Του». Ἡ θέση ὅτι «ὁ Κύριος εἰς ὅλην του τήν ζωήν δέν ἐγέλασε» γράφθηκε γιά πρώτη φορά στό Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον30, ἐπαναλαμβανόμενη στήν Χρηστοήθεια, μέ θεμελίωση σέ κείμενα τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου31. Ἀναλύει δέ μέ σαφήνεια, ποιοί γέλωτες ἐννοοῦνται. Δεν πρόκειται γιά τό γέλιο, πού ἀνήκει στή φυσική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά γιά τά «χορατά», τήν «εὐτραπελίαν», πού θεωροῦσαν μεσότητα οἱ φιλόσοφοι32, τον καγχασμό, τόν δαιμονικό δηλαδή γέλωτα. Παρατηρεῖ: «Ναί, δέν τό ἀρνοῦμαι ὅτι ἀκολουθοῦν (=συμβαίνουν) εἰς τον κόσμον τοῦτον πολλά παράξενα πράγματα, τά ὁποῖα κάμνουσι τούς ἀνθρώπους, διά νά γελάσουν, καί τό ἠξεύρω, ὅτι δέν μπορεῖ νά εὑρίσκεται ὁ ἄνθρωπος πάντοτε σκυθρωπός καί κατηφής, ἀλλά κάποτε χρειάζεται καί να διαλύη τήν σκυθρωπότητα εἰς χαροποιόν κατάστασιν μέ φαιδρά λόγια. Ὅταν, λοιπόν, τύχωσι τοιαῦτα ἄξια γέλωτος πράγματα, μή καγχάζετε, ἀδελφοί, μηδέ ὑψώνετε τήν φωνήν σας ἀπό τον γέλωτα· μωρῶν γάρ τοῦτο και ἀπαίδευτων ἀνθρώπων ἴδιον, ἀλλά ἀρκεῖσθε μόνον ἕως εἰς το νά μειδιᾶτε καί νά χαμογελᾶτε, ὡς φρόνιμοι καί γνωστικοί». Ὑπόβαθρό του τό Σοφ. Σειρ. 21, 2033. Ὁ γέλωτας τοῦ χριστιανοῦ συνοδεύεται ἀπό εὐπρέπεια: «Και τοῦτο δέ τό χαμογέλασμα νά το κάμνετε, διά νά δείξετε μέ αὐτό τήν χαροποιόν διάθεσιν τῆς καρδίας σας καί νά πληρώσετε τό γεγραμμένον ἐκεῖνο, ὅτι “καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει” (Παροιμ. 15,14)34».
4. Ὁ π. Γ. Μαρνέλλος, στή διδακτορική του διατριβή καί σέ μία σειρά ἄλλων μελετημάτων, φώτισε μέ πληρότητα τό παιδαγωγικό ἔργο τοῦ Νικοδήμου35, καθαρά
ἐθναρχικό, καί τόν εὐεργετικό ἀντίκτυπό του στό δοῦλον Γένος. Ὅταν, μάλιστα, ἀμφισβητεῖται ὁ φωτιστικός ρόλος τοῦ Ὁσίου36, ὁ καθηγητής Κάρολος Μητσάκης,
δεινός φιλόλογος αὐτός, παρουσιάζοντας τόν ἀσματικόν κανόνα του στούς Νεομάρτυρες37, φθάνει σέ σημεῖο νά τόν χαρακτηρίσει, τιμητικά, «ἐκπρόσωπο τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ»! «Τόσο τά ληξιαρχικά δεδομένα τοῦ βίου του, ὅσο καί ἡ ἀκαταπόνητη συγγραφική δραστηριότητά του τόν φέρνουν στό ἐπίπεδο τοῦ μεγάλου κινήματος, πού συνήθως ἀποκαλεῖται “Νεοελληνικός Διαφωτισμός”38». Μπορεῖ ἐξ ἄλλου νά ψέγεται, διότι στά τέλη τοῦ 18ου αἰ. ἤ τις ἀρχές τοῦ 19ου μιλεῖ «γιά το ἄπιστον ἔθνος τῶν Ἑλλήνων, δηλαδή γιά τούς εἰδωλολάτρες ἀρχαίους Ἕλληνες»39, ἀλλά δεν
κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά κινεῖται στή γλώσσα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ–λατρειακοῦ χώρου, βαίνοντας μάλιστα παράλληλα μέ τόν Πατροκοσμᾶ τόν Αἰτωλό, πού ἔλεγε στόν λαό: «Δέν εἴσθενε Ἕλληνες», δηλαδή εἰδωλολάτρες40. Ἐν τούτοις, δέν ἔπαυσε νά ἐργάζεται γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ Γένους/Ἔθνους καί να συμβάλλει σ᾽ αὐτό ὡς «ἀλείπτης» νεομαρτύρων41. Τό 1796 συγγράφει τό Νέον Μαρτυρολόγιον42, ἐξυμνώντας τούς «συνεπέστερους ἀντιστασιακούς» κατά τοῦ Κατακτητοῦ, τούς Νεομάρτυρες43. Τό ἔργο ἐκδίδεται το 1799, λίγο μετά τήν δολοφονία τοῦ Ρήγα. Νικόδημος καί Ρήγας
συναντῶνται, κατά τόν π.Γ. Μαρνέλλο, στήν ἀγάπη γιά το Γένος καί τόν πόθο τῆς ἀποκατάστασής του44 στήν παλαιάν εὔκλειαν. Θά κατακλείσω τίς σκέψεις αὐτές μέ τήν ἐπισήμανση ἑνός διακεκριμένου καί νηφαλίου ἐρευνητῆ γιά τούς Κολλυβάδες, τοῦ πατριάρχη μας στόν χῶρο τῆς νεώτερης ἱστορίας, κ. Τάσου Ἀθ. Γριτσοπούλου: «Οἱ τρεῖς
μεγάλοι διδάσκαλοι τοῦ Γένους45 συνάπτουν ἐπί τό αὐτό τον Ἑλληνισμό καί τόν Χριστιανισμό. Ἀπό τήν κλασική περιοχή τῆς Ἀρχαιότητος προσφέρουν τά ὁλοκληρωμένα ἄτομα, πού με τήν παιδεία ἀναδεικνύονται σ᾽ ἐλεύθερες προσωπικότητες, σε χρήσιμα μέλη τῆς πολιτικῆς κοινότητος. Ἀπό τήν Χριστιανική
περιοχή προσφέρουν τήν ἔννοια τοῦ πλησίον καί τήν ἀρχή τῆς συναδελφώσεως χωρίς φυλετικές καί ἄλλες διακρίσεις46».

Σημειώσεις
23. α´ ἔκδοση 1974, β´ ἔκδοση 1804 Ἐνετίῃσι.
24. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, περιέχουσα λόγους ψυχωφελεστάτους δεκατρεῖς, ρυθμίζοντας ἐπὶ τὸ βέλτιον τὰ κακὰ ἤθη τῶν Χριστιανῶν, Ἐνετίησιν 1803. Τελευταία ἔκδοση Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1984.
25. Σέ δύο ἀνακοινώσεις. Ἡ πρώτη: « Τό “Ἐξομολογητάριον” τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου», Ἀθῆναι 1999, ἀνάτυπο ἀπό τήν ΕΕΘΣΠΑ, τόμ. ΛΔ/σσ. 191–208. Ἡ δεύτερη: «Ἡ “Χρηστοήθεια” τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καί τό φιλοκαλικό ἦθος» (βλ. τό προηγούμενο κείμενο).
26. G. Podskalsky, Griechische Theologie in der Zeit der Turkenherrschaft (1453–1821), Munchen 1988, σ. 371 ἑ.ἑ (καί ἑλληνική μετάφραση π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, 2005) (βιβλιογραφία). Ἐπιστημονικά, ἡ πληρέστερη ἀναφορά στό θέμα.
27. Λ.χ. ὁ κ. Χρ. Γιανναρᾶς, Ὀρθοδοξία καί Δύση, σ. 207 ἑξ.
28. «Τό “Ἐξομολογητάριον”…», σ. 200 ἑ.ἑ.
29. Δέν ὑπάρχει θέση του, πού δεν ἀποτελεῖ μετάφραση, παράφραση ἤ ἀνάπτυγμα ἀντίστοιχης πατερικῆς ἤ ἁγιογραφικῆς. Ὁπότε ἡ γιά ὁποιοδήποτε λόγο ἀντίθεση πρός τόν Νικόδημο πρέπει νά στρέφεται ἐναντίον τῆς Γραφῆς καί τῶν Πατέρων γιά λόγους
δικαιοσύνης, τουλάχιστον.
30. Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον…, Ἐν Βόλῳ 19633, σ. 74 ἑ.
31. Μ. Βασίλειος: «καί ὁ Κύριος, τά μέν ἀναγκαῖα (=ἀδιάβλητα) πάθη τῆς σαρκός ὑπομείνας φαίνεται καί ὅσα ἀρετῆς μαρτυρίαν φέρει· οἷον κόπον καί τόν ἐν τοῖς θλιβομένοις ἔλεον· γέλωτα δέ μηδαμοῦ παραδεξάμενος, ὅσον ἐκ τῆς τῶν Εὐαγγελίων ἱστορίας» (Ὅροι κατά πλάτος, ιζ´, PG 31, 961 ἑ). Ἱερός Χρυσόστομος (Ὁμιλία ιζ´ εἰς τήν Πρός Ἐφεσίους, PG 62, 119 ἑ): «Τί ὠφελεῖ τό ἀστεῖον εἰπεῖν. Γέλωτα ἐκίνησας μόνον… Οὐ διαχύσεως ὁ παρών καιρός, ἀλλά πένθους, θλίψεων καί ὀδυρμῶν· σύ δε εὐτραπελεύῃ; (…) Ἐφέστηκεν ὁ διάβολος… καί σύ κάθησαι ἀστεῖα λέγων καί μωρολογῶν καί τά μή ἀναγόντα φθεγγόμενος;». Καί δέν εἶναι φυσικά, τά μόνα χωρία, στά ὁποῖα παραπέμπει.
32.Χρηστοήθεια, σελ. 135, σημ.1.
33. «Μωρός ἐν γέλωτι ἀνυψοῖ φωνήν αὐτοῦ· ἀνήρ δέ πανοῦργος (ἤτοι φρόνιμος) μόλις ἡσυχῇ μειδιάσει».
34. Βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, ὅ.π., σ.207 και τήν κριτική ἀπάντηση τοῦ π. Βασ. Βολουδάκη, ὅ.π., σ.227 ἑ.ἑ.
35. Πέρα ἀπό τήν διδακτορική διατριβή του βλ. «Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου», στό: Ὁ Μεγαλόκοσμος ἄνθρωπος, σσ. 91–139.
36. Ὁ Β. Κύρκος λ.χ. θεωρεῖ «ἄστοχη καί ἀτεκμηρίωτη» τήν ἄποψη (τοῦ κ. Χρ. Γιανναρᾶ) «ὅτι ὁ Νικόδημος ὑπῆρξε μέγας φωτιστής τοῦ Γένους» (Β. Κύρκου, ὅ.π., σ.367, σημ.22). Ἀντίθετα ὁ διαφορετικόν ὁπλισμόν διαθέτων καθηγητής Πασχ. Μ. Κιτρομηλίδης διαφορετικά βλέπει τόν Ἅγιο: « Ὁ ὑπερβατικός μυστικισμός τοῦ Μακαρίου Νοταρᾶ καί τοῦ Νικοδήμου Ἁγιορείτη ἀντιπροσώπευε μιά κοσμοθεωρία ἐντελῶς διαφορετική καί διαμετρικά ἀντίθετη πρός ἐκείνην τοῦ κοσμικοῦ ὀρθολογικοῦ Διαφωτισμοῦ. Πράγματι, ἐξέφραζε μία ἐναλλακτική θεώρηση τοῦ ἴδιου νοήματος τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος: κηρύσσοντας τήν ἠθική χρηστότητα, τήν καταστολή τῶν παθῶν τῆς σάρκας
καί τήν αὐταπάρνηση, πού πήγαζε ἀπό τό ἱερό φῶς τῆς πίστης καί τῆς μυστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό, το θρησκευτικό σύστημα τοῦ ἑλληνορθοδόξου μυστικισμοῦ στόν φθίνοντα δέκατο ὄγδοο αἰώνα μποροῦσε–καί πέτυχε– νά προβάλλει τήν ἀξίωση ὅτι
ἐκπροσωποῦσε τήν μόνη δυνατότητα γνησίου φωτισμοῦ σέ ἀντίθεση μέ τις ἀπατηλές ψευδαισθήσεις τῆς κοσμικῆς φιλοσοφίας» (Πασχ. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οἱ πολιτικές καί κοινωνικές ἰδέες,Ἀθήνα 1196, σ. 443).
37. Περιλαμβάνεται στό Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 19613, σσ. 263–272 (=267 ἑ).
38. Τά δοκίμια τῆς Ὀξφόρδης, ἐκδ. Καρδαμίτσα, σσ. 23–25.
39. Β. Κύρκος, ὅ.π., σσ. 363–364.
40. Δέν ἔπαυε ὅμως νά καυχᾶται ὅτι ἵδρυε «ἑλληνικά» σχολεῖα καί ἀγωνιζόταν γιά τήν ἑλληνική γλώσσα.
41. Βλ. Ἀρχ. Νικοδήμου Παυλοπούλου, Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἀθήνα 1971, σ.8.
42. Βλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, «Οἱ Νεομάρτυρες καί ἡ ἐθνικοθρησκευτική τους σημασία», στό: Ἰχνηλασία Πνευματικῆς Σχοινοβασίας, Κατερίνη 1999, σσ. 101–118.
43.Βλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, Ἀθήνα 20015, σ.98 ἑπ.
44. π. Γ. Δ. Μαρνέλλου, «Ρήγας Φεραῖος καί Νικόδημος Ἁγιορείτης», ὑπό ἐκτύπωση.
45. Μακάριος Νοταρᾶς, Ἀθανάσιος Πάριος καί Νικόδημος Ἁγιορείτης.
46. Τάσου Ἀθ. Γκριτσοπούλου, «Νικόδημος Ἁγιορείτης…», ὅ.π., σ.76

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου