Ἡ
σελήνη ἐπρόβαλλε, μόλις ἀρχίσασα νὰ φθίνῃ τρίτην νύκτα μετὰ τὸ ὁλογέμισμά της,
εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, κ᾽ ἐκείνη, ἀσπροφορεμένη, μετὰ τόσους στεναγμοὺς καὶ
τόσα περιπαθῆ ᾄσματα, ἔκραξε:
― Νὰ ἔμβαινα σὲ μιὰ βαρκούλα, τώρα-δά… ἔτσι μοῦ φαίνεται…
νὰ φτάναμε πέρα!
Κ᾽ ἐδείκνυε μὲ τὴν χεῖρά της πέραν τοῦ λιμένος.
Ὁ Μαθιὸς δὲν παρετήρησεν ἴσως ὅτι αὐτὴ εἶχε τρέψει τὸν
λόγον εἰς τὸν πληθυντικόν, εἰς τὸ τέλος τῆς εὐχῆς της. Ἀλλ᾽ αὐθορμήτως, χωρὶς νὰ
τὸ σκεφθῇ, ἀπήντησε:
― Μπορῶ νὰ ρίξω ἐκείνη τὴ βάρκα στὸ γιαλό… Τί λές,
δοκιμάζουμε;
Καὶ αὐτὸς ἐπίσης ἔθεσε τὸν πληθυντικὸν εἰς τὸ τέλος τοῦ
λόγου. Χωρὶς δὲ νὰ συλλογισθῇ, οὕτως, ὡς νὰ ἤθελε νὰ δοκιμάσῃ ἂν εἶχε δυνατοὺς
τοὺς μυῶνας, ἤρχισε νὰ ὠθῇ τὴν βαρκούλαν.
Ὁ νέος ἵστατο πλησίον τοῦ αἰγιαλοῦ, ὅπου ἀλλεπάλληλα μετ᾽
ἐλαφροῦ φλοίσβου προσπίπτοντα τὰ κύματα κατεπίνοντο ὑπὸ τῆς ἄμμου, χωρὶς ν᾽ ἀποκάμνωσι
ταῦτα ἀπὸ τὸ αἰώνιον μονότονον παιγνίδιον, χωρὶς νὰ χορταίνῃ ἐκείνη ἀπὸ τὸ ἀέναον
ἁλμυρὸν πότισμα. Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἦτο ἐπὶ τοῦ ἐξώστου τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐνοικιάσει
ὅπως δεχθῇ αὐτὴν ὁ σύζυγός της, πρεσβύτης πεντήκοντα καὶ τριῶν ἐτῶν, οἰκίας
κειμένης παρὰ τὸν αἰγιαλόν, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ κύματος, κατὰ τὴν πλημμύραν τὴν
ὁποίαν θὰ ἔφερεν ὁ νότος, ἢ τὴν ἄμπωτιν τὴν ὁποίαν θὰ ἐπροξένει ὁ βορρᾶς. Ἡ
βαρκούλα ἐπάτει ἐπὶ τῆς ξηρᾶς καὶ ἐταλαντεύετο ἐπὶ τῆς θαλάσσης, μὲ τὴν πρῷραν
χωμένην εἰς τὴν ἄμμον, μὲ τὴν πρύμνην σαλευομένην ἀπὸ τὸ κῦμα, βαρκούλα ἐλαφρά,
κομψή, ὀξύπρῳρος, χωροῦσα τέσσαρας ἢ πέντε ἀνθρώπους.