Ο π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ ΣΗΜΕΙΟΝ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ -- του πατρός Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

Ο π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ ΣΗΜΕΙΟΝ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ
Εἰσήγησις εἰς τὴν Ἡμερίδα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου (13–11–2011) διὰ τὰ δέκα χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησιν τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη (1.11.2001)

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν


Θερμότατες εἶναι οἱ εὐχαριστίες μου πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεον γιὰ τὴν τιμητικὴ καὶ πρὸς τὴν ταπεινότητά μου πρόσκληση νὰ συμμετάσχω σ᾽ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ Συμπόσιο «εἰς τιμὴν καὶ μνήμην» τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ δὲ νὰ ἐκφράσω καὶ τὰ συγχαρητήριά μου πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον, διότι μὲ τὴν σύγκληση τῆς σημερινῆς Ἡμερίδας ἀποδεικνύει γιὰ μία ἀκόμη φορὰ τὴν ἀγάπη καὶ ἐκτίμησή του πρὸς τὸν ἀείμνηστο Διδάσκαλό μας, τὴν θεολογικὴ προσφορὰ τοῦ ὁποίου «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» ἔχει ἀναδείξει καὶ διεθνῶς προβάλλει.

1. Τὸν π. Ἰωάννη ἐγνώρισα ὡς Θεολόγο ἀρχικὰ μέσῳ τῆς δακτυλογραφημένης Δογματικῆς του, ὅταν σπούδαζα ἀκόμη στὴν Γερμανία. Προσωπικὰ συναντηθήκαμε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1976 κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β´ Συνεδρίου τῶν Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν στὴν Ἱ. Μονὴ Πεντέλης. Ἡ σχέση μου ὅμως μαζί του ἔγινε στενότερη κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συνεργασίας μας (1978–1992) στὸν Διάλογο μὲ τὴν Παγκόσμια Λουθηρανικὴ Ὁμοσπονδία (World Lutheran Federation). Ἐκεῖ νος ἐκπροσωποῦσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ ἐγὼ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Γρήγορα συνδεθήκαμε μὲ μία εἰλικρινῆ φιλία, ποὺ συνέτεινε στὸ νὰ γνωρίσω τὴν σοφία, τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ τὴν πιστότητά του στὴν πατερικὴ παράδοσή μας, ὡς καὶ τὴν χαρισματικὴ ἱκανότητά του νὰ διεισδύει στὸ βάθος της, ἀνακαλύπτοντας τὸ «ἀπόθετον κάλλος» τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν τῶν Ἁγίων μας. Κυρίως ὅμως γνώρισα τὸν ἄνθρωπο π. Ἰωάννη, μέσα στὸν δυναμισμὸ καὶ τὰ προβλήματά του, ποὺ συχνὰ μοῦ ἔκανε τὴν τιμὴ νὰ τὰ μοιράζεται μαζί μου. Ἡ καθημερινὴ σχεδὸν τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνίας μας γιὰ τὴν συζήτηση τῆς τρέχουσας πραγματικότητας, ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς, καὶ ἡ συμμετοχή μου στὴν σεμιναριακή, κατὰ κάποιο τρόπο, διδασκαλία του σὲ διάφορους χώρους τῶν Ἀθηνῶν, μὲ ἔκαμε οὐσιαστικὰ μαθητή του, κάτι ποὺ τὸ θεωρῶ πολὺ τιμητικό, καὶ μάλιστα, ὅταν αὐτὸ ἐκτοξεύεται ὡς κατηγορία ἐναντίον μου, ὅπως συμβαίνει, ἄλλωστε, καὶ σὲ ὅλους τοὺς στενοὺς φίλους καὶ συνεργάτες του.

Ἐθλίβετο
2. Ἡ παρουσία τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη στὴν Ἑλλάδα συνδέθηκε ἀπ᾽ ἀρχῆς μὲ φανερὴ ἢ συγκεκαλυμμένη ἀντίδραση ἐναντίον του, διότι γιὰ κάποια πρόσωπα ἢ ὁμάδες ὁ π. Ἰωάννης ἀποτελοῦσε πρόκληση καὶ μάλιστα ἰσχυρή. Πρέπει, βέβαια, νὰ δεχθοῦμε, ὅτι κάποιες ἔστω καὶ ὑπαιτιότητι ἄλλων, ἄστοχες ἐνέργειές του, εὔκολα ἀποπροσανατολίζουν καὶ τὴν πιὸ ἀμερόληπτη κρίση. Ἐξ ἄλλου καὶ ὡς χαρακτήρας ἐμφάνιζε μία κλειστότητα καὶ αὐστηρότητα, ποὺ ἀπατοῦσε ὅσους δὲν τὸν γνώριζαν βαθύτερα, ἀλλὰ καὶ εὔκολα μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς πρόσχημα ἐναντίον του. Ὅταν ὅμως τὸν γνώρισα καλύτερα, διεπίστωσα ὅτι πίσω ἀπὸ τὴν φαινομενικὴ αὐστηρότητα ἔκρυβε ἕνα καλοσυνάτο ἄνθρωπο, μὲ μεγάλη μάλιστα αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ. Διεπίστωσα δέ ὅτι ἡ φαινομενικὴ ἀποστασιοποίησή του ἀπὸ τοὺς ἄλλους, στὸν θεολογικὸ μάλιστα χῶρο, σχετιζόταν μὲ τὴν μόνιμη λύπη του γιὰ τὸ ἐπίπεδο τῆς ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας μας καὶ τὴν αἰχμαλωσία της στὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία τῶν ἐδαφίων, τοῦ γράμματος δηλαδὴ καὶ ὄχι τοῦ πνεύματος. Ὁ π. Ἰωάννης, κινούμενος στὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἰσήγαγε τὴν ἀκαδημαϊκή μας θεολόγηση στὴν ἐμπειρικὴ ἀσκητικονηπτικὴ παράδοση, κλονίζοντας τὴν ἡγεμονία τῆς σχολαστικῆς μεταφυσικῆς (παπικῆς καὶ προτεσταντικῆς), ὁπότε αὐτόματα περιθωριοποιοῦσε κατεστημένες καὶ πολυθαυμαζόμενες αὐθεντίες. Δὲν εἶναι συνεπῶς περίεργο ὅτι οἱ παπικὰ
τερματίζοντες τὴν Πατερικὴ Θεολογία στὸν 8° αἰώνα (Ἰωάννης Δαμασκηνός), καὶ στὴν οὐσία δυτικίζοντες, Θεολόγοι μας, τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ἢ γιὰ τὴν συχνὴ ἀναφορά του στὸ φιλοκαλικὸ σχῆμα: κάθαρση, φωτισμός, δοξασμὸς (ἢ θέωση), ὡς προϋπόθεση τῆς ὀρθοδόξου θεολογήσεως, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ διαχρονικὴ καὶ ἀστασίαστη πατερικὴ παράδοση. Προκάλεσε, λοιπόν, τὴν αὐταρέσκεια καὶ αὐτάρκειά μας στὰ καθιερωμένα σχολαστικὰ σχήματα. Ὁμολογῶ δέ ὅτι καὶ ὁ ὁμιλῶν, κατὰ τὴν ἀρχικὴ ἐπαφή του μὲ κείμενα τοῦ π. Ἰωάννη, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς σπουδές του, αἰφνιδιάστηκε σὲ σημεῖο νὰ τὸν ἀπορρίπτει, ἔπρεπε δὲ νὰ περάσει ἀρκετὸς χρόνος, γιὰ νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν Θεολογία του καὶ νὰ ἀναγνωρίσει τὴν Ὀρθοδοξία του, μὲ κριτήριο τὴν ἐν χρήσει Ὑμνογραφία μας, στὴν ὁποία ἔχει ἀποταμιευθεῖ ἡ Θεολογία καὶ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων μας.

Τό Ρωμαίικο φρόνημά του
3. Ἡ ἐνοχλητικὴ ὅμως γιὰ πολλοὺς ἐπανάστασή του εἶχε καὶ μία ἄλλη διάσταση. Γνωρίζοντας ὡς καλὰ εἰδικευμένος στὸ χῶρο τῆς ἱστορίας (πανεπιστήμιο Yale) τὴν διαχρονικὴ διαλεκτικὴ Ρωμαιοσύνης καὶ Φραγκοσύνης μπόρεσε νὰ κατανοήσει καὶ προσδιορίσει τὴν διαμετρικὴ διαφορὰ στὶς προϋποθέσεις καὶ πραγματώσεις φράγκικου καὶ ρωμαίικου (ἑλληνορθόδοξου) πολιτισμοῦ καὶ τὶς πραγματικὲς προϋποθέσεις τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τελικὰ τῆς ἀποσχίσεως τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Γι᾽ αὐτὸ καὶ προσφέρει αὐθεντικὰ ρωμαίικα κλειδιὰ γιὰ τὴν κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τοῦ πολιτισμοῦ μας. Γιὰ τὰ ἱστορικὸ πονήματά του κατηγορήθηκε γιὰ τὸ λεξιλόγιο, τὸὕφος καὶ τὴ μέθοδό του, ποὺ κατὰ τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ «δὲν θυμίζουν σὲ τίποτε τὸν συγγραφέα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος». Στὰ ἱστορικά του ὅμως κείμενα, ἰσάξια καὶ ἰσόκυρα ἀπὸ πλευρᾶς προσφορᾶς μὲ τὰ δογματικά, ἀποκαλύπτεται ὁ ρωμηὸς Ρωμανίδης καὶ τὸ ρωμαίικο φρόνημά του. Ἐξ ἄλλου, ἕνα ἐπιστημονικὸ ἔργο κρίνεται ἀπὸ τὴν προσφορά του στὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ ὕφος τοῦ συγγραφέα. "Le style cest lhome",  ἔλεγε ὁ Buffon. Ἡ κάποια τραχύτητα ὅμως τοῦ λόγου τοῦ π. Ἰωάννη στὰ ἱστορικά του ἔργα, ἐμπεριέχει καὶ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγανάκτησής του γιὰ τὴν δουλικότητα τῶν βυζαντινολόγων τῆς Ἑλλάδος στὴ δυτικὴ ἱστοριογραφία καὶ τὴν ἀπεμπόληση τῶν αὐθεντικῶν πηγῶν τῆς Ρωμηοσύνης. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἐμμονή του στὸ ὄνομα τῆς αὐτοκρατορίας μας, ἤδη ἀπὸ τὸν 4ον αἰώνα, Ρωμανία, καὶ ὄχι στό, ἀπὸ τὸ 1562 (Ἱερώνυμος Βὸλφ) σκόπιμα εἰσαχθὲν στὴ δυτικὴ ἐπιστήμη καὶ ἀνύπαρκτο ὡς κρατικὸ ὄνομα Βυζάντιο. Καὶ ἔχει μὲν δίκιο, ὁ κ. Χρ. Γιανναρᾶς, ὅταν γράφει: «Ἡ ὀξύνοια τοῦ ἐξαιρετικὰ προικισμένου ἐρευνητῆ καὶ ἡ ἀφομοίωση τοῦ ἐκπληκτικοῦ ὑλικοῦ ἱστορικῆς ἔρευνας εἶναι στοιχεῖα φανερὰ μέσα
σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο», ὄχι ὅμως καὶ ὅταν προσθέτει: «...ἀποδυναμώνονται ὅμως ἀπὸ μία πληθωρικὴ ἐπιθετικότητα, ποὺ δίνει τὴν ἐντύπωση μονομανίας». Ἡ συνεχιζόμενη βαβυλώνια αἰχμαλωσία μας στὶς θέσεις τῆς δυτικῆς ἱστοριογραφίας, εἶναι εὐνόητο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὴν προσπάθεια τοῦ π. Ἰωάννη νὰ μᾶς ἐπανασυνδέσει μὲ τὶς πηγές μας. Ὁ π. Ἰωάννης βοήθει τὴν ἱστορικὴ συνείδησή μας νὰ προσεγγίσει τὸν Ἑλληνισμὸ στὶς πραγματικές του διαστάσεις, ἔξω ἀπὸ κάθε στεῖρο ἐθνικισμό, στὰ ὅρια τῆς οἰκουμενικότητάς του καὶ τῆς πανενότητας τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλ᾽ αὐτὸ εἶναι, ποὺ ἐνοχλεῖ τὴ δυτικὴ ἤ δυτικίζουσα συνείδηση, διότι οὐσιαστικὰ ἀπαγγιστρώνει ἀπὸ τὸ στενὸ πνεῦμα τῶν ἐθνοτήτων, ποὺ μᾶς μετακένωσε ἡ Εὐρώπη, ὁδηγώντας στὴν ἀνάδυση τῆς ρωμαίικης οἰκουμενικότητας, συνδεόμενης μὲ τὴν πολυλαοτικὴ αὐτοκρατορικὴ ἰδέα τῆς Ρωμανίας καὶ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ρατσιστικῆς ταυτίσεως τῆς Ρωμανίας καὶ τῆς Ρωμηοσύνης μὲ τὸν ἑλλαδισμό, τὴν «Ἑλλαδίτσα», ὅπως συνήθιζε νὰ λέει.
4. Ὁ π. Ἰωάννης συνέβαλε «στὴν ἀφύπνιση τῆς ἑλλαδικῆς Θεολογίας ἀπὸ τὸν λήθαργο τοῦ ἐκδυτικισμοῦ», προσφέροντας στὸν δικό του χῶρο κάτι ἀνάλογο μὲ αὐτό, ποὺ ἄλλοι Ρωμηοὶ προσέφερανστὸν δικό τους, ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ Κόντογλου, ὁ Πικιώνης, ὁ Πεντζίκης, ὁ Θεοτοκᾶς, ὁ Λορεντζάτος καὶ ὁ Σεφέρης. Αὐτὸς ἀπέρριπτε καὶ στηλίτευε ὅ,τι δέχονταν οἱ δυτικίζοντες. Γι᾽ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι εὐχάριστος. Ἡ ἀρχική, λοιπόν, ἔκπληξη τῶν συναδέλφων του Θεολόγων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν, μεταβλήθηκε γρήγορα σὲ ἀντίθεση, φανερὰ ἤ ὑπόγεια, καὶ μετὰ σὲ ἀπροκάλυπτο πόλεμο.

Ἁπλοῦς, μεστός καί βαθύς ὁ θεολογικός του λόγος
Τὶς ἀποορθοδοξοποιημένες συνειδήσεις, ποὺ ταύτιζαν τὸν σχολαστικισμὸ μὲ τὴν πατερικότητα, προκαλοῦσε ἡ ἄκαμπτη θεολογικὰ παραδοσιακότητά του καὶ ἡ ἐμμονὴ του σ᾽ αὐτήν. Ὁ θεολογικός του λόγος, ἁπλοῦς, ἀλλά βαθὺς καὶ μεστὸς νοήματος, προκαλοῦσε ὅλους τοὺς ἐνσαρκωτές, ἐν ὀνόματι τῆς Ὀρθοδοξίας, μίας κρυπτοφράγκικης θεολογίας ἢ ἑνὸς μεταφυσικοῦ θεολογικοῦ στοχασμοῦ. Προκαλοῦσε ὅμως καὶ τοὺς εὐσεβιστές, ἀλλὰ καὶ ἐπισκόπους, τοὺς ὁποίους «βομβάρδιζε» κυριολεκτικὰ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μὲ ἐπίκαιρες ἀντιοικουμενιστικὲς ἐπισημάνσεις, ἀλλά ἐλάχιστοι ἀνταποκρίνονταν. Ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς σιωπῆς! Γι᾽ αὐτὸ στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἔλεγε συχνά: «Τὸ πρόβλημά μας στὰ προσεχῆ χρόνια θὰ εἶναι οἱ δεσποτάδες μας, ἡ θεολογία τους καὶ ἡ σχέση τους μὲ τὴν παράδοσή μας». Τὸ «ράσο» ἦταν, ἐξ ἄλλου, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα τοῦ π. Ἰωάννη καὶ τροφοδότησε τὶς συχνὲς καὶ κακεντρεχεῖς ἐπιθέσεις τῶν κατηγόρων του. Στὸ τελευταῖο φύλλο τῆς «Ἀναπλάσεως» (2011, σ. 452) σεβαστὸς Καθηγητὴς καὶ ἐπὶ ἔτη συνάδελφος τοῦ π. Ἰωάννη, ἀπαντώντας σὲ Κληρικὸ σχετικὰ μὲ τὴν ἐκπροσώπησή μας στὸν οἰκουμενικὸ Διάλογο σημειώνει καὶ τὰ ἕξης: «Ἀράσωτο ἐγνώρισα μόνον ἕνα (ἐννοεῖ τὸν π. Ἰωάννη), γνωστὸ ἀείμνηστο καθηγητὴ τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ προβάλλεται ἐσχάτως ὡς «κανὼν πίστεως». Θὰ ἀπαντούσαμε ὅτι προβάλλεται, διότι πράγματι εἶναι «κανὼν πίστεως» καὶ ἱστορικῆς ἀληθείας.
Ἀλλὰ τὸ «ράσο» εἶναι μόνιμα τὸ βασικὸ ἐπιχείρημα κατὰ τοῦ π. Ἰωάννη, ἀκόμη
καὶ κάποιων «πνευματικῶν», ποὺ παραβλέπουν ὅτι πολλὲς «ἀθεΐες», ἀσέβειες καὶ ἀνηθικότητες κρύπτονται συχνὰ κάτω ἀπὸ τὰ καλοσιδερωμένα ράσα καὶ τὰ πυκνὰ γένια καὶ τοὺς κότσους. Βέβαια, μὲ κανένα τρόπο δὲν θέλουμε νὰ ἐνισχύσουμε τὴν τάση γιὰ ἀποβολὴ τοῦ ράσου. Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Αὐτὰ τὰ λέγει ἕνας «ὁρκισμένος» -καὶ ἐνοχλητικὸς γι᾽ αὐτὸ– φίλος τοῦ ράσου, ὡς σιωπηρᾶς ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἐξήγηση: ὄχι μόνο τὸ ἀμερικανικὸ παράδειγμα, στὸ ὁποῖο ἐθήτευσε ὁ π. Ἰωάννης, πρὶν ἔλθει στὴν Ἑλλάδα, ἄλλα καὶ ὁ μακαρίτης Νικόλαος Καρμίρης –υἱὸς τοῦ δογματολόγου Καθηγητοῦ Ἰωάννου Καρμίρη, Ὑπουργὸς Παιδείας τότε–, ὅπως ἐπανειλημμένα ἐξήγησε καὶ σὲ μένα ὁ π. Ἰωάννης, ὅταν τοῦ ὑπενθύμιζα τὸ τρωτό του σημεῖο ὡς ὀρθοδόξου Ἕλληνος κληρικοῦ τὸν συμβούλευσε πιεστικὰ νὰ κυκλοφορεῖ μὲ σκοῦρο κουστούμι, δεδομένου ὅτι ταξίδευε συχνὰ γιὰ Διαλόγους καὶ Συνέδρια ἢ γιὰ τὴν διδασκαλία του στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Balamand (Λίβανος), γιὰ μία, κατὰ τὴν γνώμη τοῦ Ὑπουργοῦ, ἀνετότερη κίνηση καὶ παρουσία. Αὐτὸ ὅμως ἦταν τὸ μόνο σημεῖο, στὸ ὅποιο διαφωνούσαμε ριζικὰ μὲ τὸν π. Ἰωάννη. Ὀφείλω ὅμως νὰ δηλώσω ὅτι οὐδέποτε ὁ π. Ἰωάννης καταφέρθηκε κατὰ τοῦ ράσου, τὸ ὑποστήριζε μάλιστα μὲ ὅλη τὴ θέρμη τῆς καρδιᾶς του.

Θεολογία ἄλλου εἴδους
Ὁ π. Ἰωάννης ἤδη μὲ τὰ πρῶτα ἄρθρα του στὴν «Κιβωτὸ» διαίρεσε τοὺς ἀκαδημαϊκοὺς ἀναγνῶστες του, ὅπως ὁ μακαρίτης Παναγιώτης Τρεμπέλας, ποὺ τὸν κατηγόρησε γιὰ παραδοχὴ τοῦ «θνητοψυχισμοῦ». Κυρίως ὅμως ἐνόχλησε μὲ τὴν Διατριβή του, σταθμὸ στὴν πορεία τῆς νεοελληνικῆς Θεολογίας.  Ὀρθὰ γράφει ἐδῶ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς: Τὸ βιβλίο αὐτὸ «ἀπετέλεσε πέτρα σκανδάλου γιὰ τοὺς καθηγητὲς τῆς Σχολῆς». Γιατί; Ἐπρόκειτο γιὰ Θεολογία ἄλλου εἴδους, μὲ ἄλλες προϋποθέσεις καὶ ἄλλη ὑποδομή. Ἡ παλαιὰ πρακτική, ἤδη ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Σχολῆς μας, ἦταν ἡ διάκριση συν τηρητικῶν καὶ φιλελευθέρων. Οἱ πρῶτοι ἔκλιναν πρὸς τὸν Παπισμό, οἱ δεύτεροι πρὸς τὸν Προτεσταντισμό. Ὁ Σεβ. π. Κάλλιστος Ware ἔχει γράψει ὅτι διαβάζοντας τὶς διατριβὲς τῶν πανεπιστημιακῶν μας,
μποροῦσες νὰ διαπιστώσεις σὲ ποιὸ περιβάλλον (παπικὸ ἡ προτεσταντικὸ) εἶχαν σπουδάσει. Πῶς μποροῦσαν, λοιπόν, νὰ συμφωνήσουν μὲ τὸν Ρωμανίδη, ὅταν συνεχῶς δήλωνε ὅτι στὸ χῶρο μας συντηρητικοὶ καὶ προοδευτικοὶ εἶ ναι οἱ δύο ὄψεις τῆς ἴδιας πραγματικότητας, διακρινόμενοι μεταξύ τους ἀπὸ τὸ πόσα στοιχεῖα τῆς παραδόσεως ἀπεμπολοῦν, περισσότερα δηλαδὴ ἢ λιγότερα. Κατὰ τὸν π. Ἰωάννη οἱ συντηρητικοὶ θεολόγοι μας ἔκλιναν πρὸς τὴν παπικὴ μεταφυσική, οἱ δὲ φιλελεύθεροι πρὸς τὴν προτεσταντική. Καὶ οἱ δύο ὅμως ὁμάδες ἔμεναν ξένοι πρὸς τὴν παράδοση, δηλαδὴ τὴν πατερικότητα. Ἔτσι ὅμως παραγκώνισε τοὺς θεωρούμενους ὡς τότε μεγάλους καὶ ἡγέτες στὰ θεολογικά, ἀποδεικνύοντας de facto ὅτι οἱ θαυμαζόμενοι γιὰ τοὺς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες τους, σὲ καίρια σημεῖα, νόθευαν τὴν Ὀρθοδοξία ἐν ἀγνοίᾳ τους ἴσως. Συνάμα ὅμως ἀπέδειξε ὅτι ἡ ὡραιολογία (ὅπως ἔλεγε), τὸ περίπλοκο τῶν νοημάτων καὶ ἡ καλλιέπεια δὲν ἦταν καὶ ἐγγύηση θεολογικῆς αὐθεντίας. Κάποιους ἐνόχλησε, ἐπίσης, ἡ προβολὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ Ἡσυχασμοῦ ὡς γνήσιας ἀνακεφαλαίωσης τῆς πατερικῆς Θεολογίας. Ὡς γνωστόν, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ὁ Ἡσυχασμὸς εἶχαν ἀπωθηθεῖ στὸ περιθώριο καί, ὅπως σημειώνει ὁ κριτικὸς ἀποτιμητὴς τῆς θεολογικῆς προσφορᾶς τοῦ π. Ἰωάννου, Andrew Sopko, «ἡ ἔμφαση τοῦ π. Ρωμανίδη στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ εἰσήγαγε ἕνα νεώτερο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα στὴ νεοελληνικὴ Θεολογία». Ἐν τούτοις ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας σὲ κείμενό του πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, γραμμένο πρὸς ὑπεράσπιση τοῦ π. Ἰωάννου, τὸν χαρακτηρίζει «μεταξὺ τῶν ἰδιαιτέρων θαυμαστῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ... ἐντόνως δὲ προσελκυσθέντα ἀπὸ τὰς θαυμάσιας ἐπιδόσεις τῶν Ἡσυχαστῶν ἐν τῇ πνευματικῇ ζωῇ». Ἡ διατύπωση αὐτή, ἐκ πρώτης ὄψεως ἄκρως θετική, στὴν οὐσία παρουσιάζεται ὡς δικαιολόγηση τῶν (δῆθεν) ὑπερβολῶν καὶ συνεπῶς μὴ ἀπολύτως ὀρθοδόξων διατυπώσεων τοῦ π. Ἰωάννη, στὶς ὁποῖες στηρίζονταν οἱ ἐναντίον του κατηγορίες τῶν ἀντιπάλων του. Ἀκριβῶς δὲ ἡ σχέση τοῦ π. Ἰωάννη μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ νὰ κατηγορηθεῖ ἀπὸ ἄλλον θεολογοῦντα ὅτι «εἰσήγαγε ἕνα ἰδιότυπο νεοηθικισμὸ
(ἔτσι ἐκλαμβάνεται ἀπὸ αὐτὸν ἡ ἡσυχαστικὴ πράξη), ποὺ ταύτιζε τὴν ἱερωσύνη μὲ τὴν προϋπόθεση τῆς τεκμαρτῆς θεοπτίας, ἀμφισβητώντας τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἐγκυρότητα τοῦ σύγχρονου ὀρθόδοξου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος». Αὐτὰ δὲ ἐγράφησαν, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ διασύνδεση τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης μὲ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς πνευματικῆς ἀνελίξεως τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ποὺ ὅμως συνιστᾶ κεντρικὸ θέμα τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ἀρκεῖ νὰ μελετήσει κανεὶς τὸν α´ τόμο τῆς «Ὀρθοδόξου Ψυχοθεραπείας» τοῦ φιλοξενοῦντος ἡμᾶς Ἱεράρχου.

5. Ἡ ἐπιθετικότητα κατὰ τοῦ π. Ἰωάννου, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀπόκρουση τῆς θεολογίας του, κυρίως δὲ τῆς ἀναγεννητικῆς ἐπαναστατικότητάς της, ἦταν περισσότερο ἀντιληπτὴ στοὺς διαχριστιανικοὺς Διάλογους, στοὺς ὁποίους
συμμετεῖχε εἴτε ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, εἴτε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Μνημειώδη κείμενά του, ποὺ χάραζαν τὰ ἀκριβῆ θεολογικὰ καὶ ὀρθοδοξοπατερικὰ πλαίσια, σὲ καίρια μάλιστα ζητήματα, μὲ διάφορες παρασκηνιακὲς ἐπεμβάσεις, περιθωριοποιοῦνταν –ὀρθότερα δὲν προβάλλονταν–, γιὰ νὰ μὴ ἀκουστεῖ μία καθαρὰ ὀρθόδοξη μαρτυρία, ἤ αὐθεντική, διότι φανέρωνε τὴν διαμετρικὴ ἀντίθεση Ὀρθοδοξίας καὶ Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, ἐνῶ ἄλλοι ἤθελαν κείμενα ὁπωσδήποτε γεφυροποιητικά, στὸ πνεῦμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἐνθυμοῦμαι λ.χ. τὴν κυριολεκτικὰ «ἐξαφάνιση» ἑνὸς σπουδαίου κειμένου τοῦ π. Ἰωάννη, ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ὡς εἰσήγηση σὲ μία φάση τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Λουθηρανούς. Τὸ κείμενο αὐτὸ διενεμήθη μέν, ἀλλ᾽ οὐδέποτε ἀνεγνώσθη στὴν ὁλομέλεια, ὡς ὤφελε, γιὰ νὰ συζητηθεῖ κατὰ τὴν συνεδρία. Εἶναι δὲ ἀδύνατο νὰ διαγράψω ἀπὸ τὴ μνήμη μου μία σκηνή, ποὺ μὲ συγκλόνισε κυριολεκτικά. Σὲ μία ἰδιωτικὴ συνομιλία γύρω ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις τοῦ θεολογικοῦ λόγου, τόλμησα νὰ μιλήσω περὶ πνευματικότητος καὶ οἱ δύο ἑλληνόφωνοι συνομιλητές μου γέλασαν μὲ καγχασμό, ἀφήνοντάς με ἄφωνο. Τότε διαπίστωσα, γιατί ἀποκρουόταν ὁ π. Ἰωάννης, ἀλλά καὶ πῶς κατανοεῖται ὁ Διάλογος ἀπὸ πολλοὺς ἀπὸ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους. Διότι, σχεδὸν κατὰ κανόνα, ἡ ἀντίδραση κατὰ τοῦ π. Ἰωάννου προερχόταν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ὀρθοδόξου ἐκπροσωπήσεως καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν τῆς ἑλληνοφώνου. Στόχος ἦταν νὰ ἀποδυναμωθεῖ ἡ θεολογικὴ παρέμβασή του καὶ ἡ ἐπιβολὴ τῆς μαρτυρίας του. Πῶς εἶναι δὲ δυνατὸν στὴν συνάφεια αὐτή, νὰ παραβλεφθεῖ ἡ στάση καὶ αὐτοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπέναντι σὲ ἕνα Θεολόγο, ποὺ δαπάνησε τὴ ζωή του ἐκπροσωπώντας το, ὡς καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καὶ συντάσσοντας θεολογικὰ κείμενα –εἰσηγήσεις κατ᾽ ἐντολή τους, πού, ἂν δημοσιευθοῦν, θὰ καταλάβουν τόμους ὁλόκληρους. Στὰ κείμενα δὲ αὐτὰ ὑπάρχει καὶ ἀπάντηση σὲ ἐκείνους, ποὺ κατηγοροῦν τὸν π. Ἰωάννη ὅτι μετὰ τὴν διδακτορικὴ διατριβή του μειώθηκε ἡ καθαρὰ θεολογικοδογματικὴ παραγωγή του. Ὁ π. Ἰωάννης κατὰ καθῆκον, ἄσκησε κριτικὴ στὸ κείμενο τοῦ Balamand (Ἰούνιος 1993), στὸ ὁποῖο
ἐννέα Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀνεγνώρισαν τὰ μυστήρια τοῦ Παπισμοῦ καὶ καταξίωσαν τὴν Οὐνία. Γι᾽ αὐτὸ κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸ πατριαρχικὸ κέντρο, σὲ ἕνα γράμμα –κεραυνό, γιὰ «ἀντιεκκλησιαστικὴ συμπεριφορά», ἀπειλούμενος μὲ ἀφαίρεση τοῦ ὀφφικίου τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ποὺ ἀπὸ ἐτῶν τοῦ εἶχε ἀπονεμηθεῖ. Τὸ γράμμα αὐτό, ποὺ ἔλαβε τὸ 1997, ἐπεδείνωσε αἰσθητὰ τὴν ἤδη κλονισμένη ὑγεία του, διότι ἔβλεπε νὰ ἀθετεῖται ἡ Ὀρθοδοξία του, ἀλλὰ καὶ ἡ προσφορά του στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο. Ὁ π. Ἰωάννης, ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τοῦ ἐπίσης μεγάλου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, μὲ τὸν ὁποῖο συνδεόταν μὲ βαθειὰ φιλία καὶ ἀλληλοεκτίμηση, ἀπέκρουε κάθε κοσμικοῦ – πολιτικοῦ τύπου προσέγγιση μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν οὐνιτίζουσα πολιτικὴ τῶν σημερινῶν Διαλόγων, ὑποστηρίζοντας καὶ ἀναπτύσσοντας μίαν «ἐν ἀληθείᾳ» συνάντηση, ξένη πρὸς κάθε συμβιβαστική, κατὰ τὸ πνεῦμα τῶν διεθνῶν πολιτικῶν συναντήσεων, προσέγγιση.

«Διά φθόνον» κατηγγέλθη
Δὲν εἶναι περίεργο, λοιπόν, ποὺ σὲ κάποια στιγμὴ κατηγορήθηκε στὴν Ἱερὸ Σύνοδο ἀπὸ συναδέλφους του τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ αἵρεση. Ἦταν ὅμως φοβερό, ὅτι «διὰ φθόνον» (πρβλ. Ματθ. 27, 18) κατηγγέλθη. Αὐτὸ διέγνωσε καὶ ἐπεσήμανε στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, σὲ ἕνα σημαντικό, ὑπερασπιστικὸ γιὰ τὸν π. Ἰωάννη, κείμενό του ὁ ἀείμνηστος Παν. Τρεμπέλας. «Τολμῶ νὰ εἰπῶ –γράφει– ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Μιλητουπόλεως (σημ. π. Γ.Δ.Μ. ἦταν ὁ κύριος κατήγορος τοῦ π. Ἰωάννη) ἐξ ἑνὸς καὶ ὁ αἰδεσιμολογιώτατος… π. Ρωμανίδης ἐξ ἑτέρου, μοὶ παρέσχον τὴν ἐντύπωσιν... ὅτι χωρίζονται ἀπ᾽ ἀλλήλων ἐκ προτέρου ἐξ ἀφορμῶν, αἵτινες προεκάλεσαν μεταξὺ αὐτῶν ψυχρότητά τινα, ἥτις ἐξεδηλώθη ἤδη ἐν Σαμπεζὺ ἀρκετὰ ἐντόνως». Ὡς πρὸς τὶς «ἀφορμές», τὶς ὁποῖες ὑπαινίσσεται ὁ Παν. Τρεμπέλας, θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ, ἀποφεύγοντας τὶς γνωστὲς λεπτομέρειες νὰ ἐπαναλάβω καὶ ἐδῶ ὅτι ὁ πανεπιστημιακὸς χῶρος εἶναι ὁ ἰδανικώτερος, γιὰ νὰ δυσαρεστεῖς καὶ νὰ δυσαρεστεῖσαι!

6. Τὴν προσπάθεια ἀποδυναμώσεως καὶ φιμώσεως τῆς θεολογίας τοῦ π. Ἰωάννη ἦταν φυσικὸ νὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ ἠθικὴ μείωσή του, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ τελικὰ ἡ πλήρης ἐξουθένωσή του. Ἡ καθαρὰ ἐμπαθὴς καὶ καθόλου σοβαρὴ ἐπιστημονικὰ ἀναφορὰ τῶν ὀρθοδόξων ἀντιπάλων του ἔγινε ὅπλο στὰ χέρια τῶν ἐχόντων λόγους νὰ κτυπήσουν τὸν π. Ἰωάννη. Ἔγραψε λ.χ. ὁ κ. Γιανναρᾶς τὸ 1992: «Ἂν καὶ ἱερέας, δὲν περιεβλήθη ποτὲ τὸ ἱερατικὸ σχῆμα, οὔτε καὶ διακόνησε ὡς λειτουργὸς σὲ εὐχαριστιακὴ κοινότητα». Δὲν θὰ ἐξετάσουμε ἐδῶ, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ γράφονται αὐτὰ σὲ ἐπιστημονικὸ –ὑποτίθεται– σύγγραμμα, διότι πρόκειται γιὰ συκοφαντία καὶ ὄχι γιὰ ἀκαδημαϊκὴ ἐπισήμανση. Αὐτὸ εἶχε λυπήσει πολὺ τὸν π. Ἰωάννη καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ ἀπαντήσω, κάτι ποὺ ἔκαμα. Σημασία ἔχει ὅτι αὐτὰ τὰ παρέλαβε καὶ τὰ ἀναπαρήγαγε σὲ ἐπιστημονικὸ –ὑποτίθεται– βιβλίο του ὁ καπουτσίνος Ἰωάννης Σπιτέρης, παλαιότερα καθηγητὴς καὶ σύμβουλος τοῦ Βατικανοῦ γιὰ τὰ ὀρθόδοξα πράγματα καὶ σήμερα ρωμαιοκαθολικὸς ἀρχιεπίσκοπος τῶν Παπικῶν τῆς Κέρκυρας. Τὰ ἀναπαράγουν ὅμως καὶ ἄλλοι, ὅπως ὁ φιλικά (!) διακείμενος ἀπέναντι στὸν π.
Ἰωάννη, καθηγητὴς Δημήτρης Κιτσίκης (Τρίτο Μάτι, Φεβρ. 2008, πρβλ. τὸ περιοδικό του «Ἐνδιάμεση Περιοχή», ἀρ. 47, Ἄνοιξη 2008).

Συκοφαντικαί ἐπιθέσεις
Ἡ ἀδυναμία ὅμως ἐξουθένωσης τοῦ π. Ἰωάννη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, μὲ ὅπλα ἐπιστημονικὰ ἄνοιξε τὸ δρόμο σὲ ἰταμὲς συκοφαντικὲς ἐπιθέσεις, ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἐντάσσεται καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ καθηγητοῦ κ. Σπιτέρη. Θὰ ἀναφέρω μὲ κάθε συντομία, ὅσα ἔγραψα σὲ προηγούμενες κριτικές μου στὰ δημοσιεύματα τοῦ Ἰωάννου Σπιτέρη (βλ. τὸ βιβλίο του La Theologia Orthodossa Neogreca, Bologna 1992). Σὲ μία «βιογραφικὴ σημείωση» (σ. 283) ὁ καθηγητὴς Σπιτέρης γράφει καὶ τὰ ἕξης: (Μετάφραση π. Γ.Δ.Μ.): «Γιὰ τὸν Ρωμανίδη μιλοῦν σήμερα μόνο οἱ θερμότεροι ὀπαδοὶ καὶ οἱ μαθηταί του. Μολονότι ἀκόμη ἐν ζωῇ, ἔχει περάσει κατὰ κάποιο τρόπο στὸ περιθώριο, ὄχι λόγῳ τῶν θεολογικῶν ἰδεῶν του, ποὺ παραμένουν σὲ ἰσχὺ σὲ κάποιους ὀπαδούς, ἀλλά λόγῳ τῶν πολιτικῶν του δραστηριοτήτων. Ἀναμείχθηκε, πράγματι, μὲ τὴ φασιστικὴ Δεξιὰ στὴν ἐποχὴ τῶν συνταγματαρχῶν καὶ μετὰ τὴν πτώση τους παρουσιάσθηκε ὡς ὑποψήφιος ἑνὸς κόμματος τῆς ὑπερεθνικιστικῆς ἄκρας Δεξιᾶς. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετό, γιὰ νὰ προκαλέσει τὴν ἐξαφάνισή του καὶ ἀπὸ τὴν θεολογικὴ σκηνή». Ἡ τελευταία παράγραφος τοῦ βιογραφικοῦ αὐτοῦ σημειώματος, στὴν ἴδια σελίδα, ἔχει ὡς ἕξης: «Στὴν πραγματικότητα ἔχει ἐγκαταλείψει τὴ διδασκαλία καὶ ἀποσυρθεῖ στὴν ἰδιωτικὴ ζωή. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι, μολονότι χειροτονημένος κληρικός, ποτὲ δὲν ἄσκησε τὴν ἱερωσύνη του». Πρόκειται γιὰ σκόπιμη καὶ συνωμοτικὴ συσσώρευση ψευ δῶν, ὅπως τὰ πράγματα ἀποδεικνύουν. Ὁ π. Σπιτέρης μέσα στὸ ἀντορθόδοξο καὶ ἀντιπατερικό, παρὰ τὰ φαινόμενα, μένος του προσπαθεῖ νὰ μειώσει τὴ θεολογία τοῦ π. Ρωμανίδη, διότι τὴν ἀναγνωρίζει tacite ὡς ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνη γιὰ τὸν Παπισμὸ καὶ γι᾽ αὐτὸ καταφεύγει σὲ ἀνεπίτρεπτα χαλκεύματα ἐναντίον του. Τὸ περίεργο καὶ ἱλαρὸ συνάμα εἶναι ὅτι τὸ βιβλίο τοῦ π. Σπιτέρη, στὸ ὁποῖο ὁ π. Ἰωάννης κατηγορεῖται ὡς συνεργάτης τῆς Χούντας τοῦ 1967, προλογίζει ὁ καθηγητὴς Π. Χρήστου (1985), ἐνεργότατο στέλεχος τῆς δικτατορίας καὶ μάλιστα στὴ σκληρότερη μορφή της! Ἐξ ἄλλου ὁ π. Ἰωάννης διορίσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς ἐφημέριος στὶς ΗΠΑ, λειτουργώντας κανονικά, ἐγὼ συλλειτούργησα περισσότερο ἀπὸ δέκα φορὲς μαζί του. Ἡ Ἡμερίδα αὐτὴ ἀρκεῖ, γιὰ νὰ δειχθεῖ τὸ ἀσύστατο τῶν χαλκευμάτων τοῦ π. Σπιτέρη. Ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, τόσο περισσότερο ἀναγνωρίζεται ἡ Ὀρθοδοξία τοῦ π. Ρωμανίδη καὶ τὸ μέγεθος τῆς προσφορᾶς του. Μόνο οἱ τυφλὰ δουλεύοντες στὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ στὴν οὐσία οὐνιτίζοντες, αἰσθάνονται φρικίαση γιὰ τὴν θεολογία του. Αὐτὸ ὅμως, ποὺ προκαλεῖ, εἶναι οἱ ἀνακρίβειες –καὶ στὴν οὐσία συκοφαντίες– τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ποὺ ἄκριτα ἐπαναλαμβάνονται δοθείσης εὐκαιρίας καὶ ἀπὸ ὅλους. Τραγικώτερο ὅμως καὶ ἀηδιαστικότερο εἶναι νὰ ἀναπαράγουν τὰ χαλκεύματα αὐτά, ἢ καὶ νὰ κατασκευάζουν ἄλλα, κάποιοι ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἔζησαν κοντά του, ὠφελήθηκαν ἀπὸ αὐτὸν καὶ διατείνονται ὅτι εἶναι φίλοι του, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν τυπικὴ σχέση τους μαζί του.

Ἀσκητικός καί Πατερικός
Ὁ π. Ἰωάννης, ὅπως ἐπανειλημμένα μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε, ἐγνώριζε καλὰ ποιοὶ τὸν πλησίαζαν ἀπὸ συμφέρον ἢ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουν ἀρνητικὰ τυχὸν σημεῖα καὶ νὰ μποροῦν νὰ τὸν κατηγοροῦν. Οἱ εἰλικρινεῖς ὅμως φίλοι του, παραβλέποντας ὅ,τι ἀρνητικό, ποὺ ὡς ἄν θρωπος ζώντας σὲ σωρεία προβλημάτων καὶ συγκυριῶν, μποροῦσε νὰ ἔχει, προσβλέπουν μόνο στὴ θεολογία του καὶ τὴν προσωπικὴ σχέση του μαζί της. Ὅσοι τὸν γνωρίσαμε βαθύτερα θαυμάζαμε τὴν ἀσκητικότητα καὶ τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητά του καὶ ὅλη τὴν προσήλωσή του στὴν πατερικότητα. Τοὺς γνωστοὺς καὶ συναδέλφους του, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ἀξιολογοῦσε ἀνάλογα μὲ τὴ στάση τους ἀπέναντι στὴν πατερικὴ παράδοση. Αὐ τὸς ἦταν ὁ λόγος, ποὺ δὲν συγκατετέθη στὴν ἀνάθεση ἐντολῆς διδασκαλίας σὲ δύο νεώτερους συναδέλφους του στὴ Θεσσαλονίκη, οἱ ὅποιοι γι᾽ αὐτὸ τὸ λόγο ἔγιναν ὁρκισμένοι ἐχθροί του.

7. Ἂν ὅμως βρέθηκαν ὀρθόδοξοι συνάδελφοι τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ποὺ γιὰ τοὺς δικούς τους λόγους τὸν ἐμίσησαν καὶ τὸν πολέμησαν μὲ ὅλα τὰ μέσα, ὑπῆρξαν καὶ  ἐπιφανεῖς ξένοι ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι, ποὺ ἀνεγνώρισαν τὴν ἀξία καὶ προσφορά του, ἐπιβεβαιώνοντας τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὸν Μ. Βασίλειο: «Θαυμάζει ἀνδρὸς ἀρετὴν καὶ πολέμιος». Θὰ περιορισθοῦμε σὲ δύο χαρακτηριστικὰ παραδείγματα: Ἀναφέρομαι σὲ δύο γεννημένους Φράγκους (Francais), ποὺ ὅμως βλέπουν πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ κάποιους δικούς μας τὴν ἱστορικοθεολογικὴ προσφορὰ τοῦ π. Ρωμανίδη. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ πολὺ γνωστός μας σήμερα π. Placide Deseille, ποὺ ὄχι μόνο σὲ ἄρθρα του καταφάσκει πλήρως τὶς θέσεις τοῦ Ἕλληνα κληρικοῦ συναδέλφου του (εἶναι καὶ αὐτὸς δογματολόγος), ἀλλά καὶ στὸ Ζ´ Πανελλήνιο Θεολογικὸ Συνέδριο (1990) ἔκλεισε τὴν εἰσήγησή του μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι μόνο στὰ ὅρια «τῆς προκαρλομάγνειας Ρωμανίας» μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ὀρθόδοξα ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη. Εἶναι καὶ αὐτὸς φανατικὸς ἐθνικιστὴς καί... ἀντιφράγκος;
Ὁ δεύτερος εἶναι ὁ Andre de Halleux, ὁ ὅποιος τὸ 1984 (Revue Theologique,
15, σσ 54–66) δημοσίευσε παρουσίαση καὶ κριτικὴ τῆς Ρωμηοσύνης τοῦ π. Ρωμανίδη. Ἐπισημαίνει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἑλλήνων νὰ ἐρευνήσουν τὴν ἱστορία τους μὲ δικά τους κριτήρια καὶ νὰ διασώσουν τὴν ταυτότητά τους, φέρνοντας ὡς χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τοὺς καθηγητὲς Χρ. Γιανναρᾶ καὶ π. Ἰ. Ρωμανίδη. Ἀναλύοντας δὲ τὸ βιβλίο τοῦ τελευταίου, θεωρεῖ μὲν «οὐτοπικὲς» τὶς περὶ Ρωμηοσύνης σήμερα προτάσεις του, ἀλλά ἀναγνωρίζει τὴν προσφερόμενη ἀπὸ τὸν συγγραφέα βοήθεια στὴν Εὐρώπη νὰ κατανοήσει τὴν ἱστορία της, καὶ μάλιστα τὸν ἱ. Αὐγουστῖνο, ποὺ βρίσκεται στὰ θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ της. Ὑποστηρίζει, ἐξ ἄλλου, τὴν ἀνάγκη ἀναθεωρήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἄλλα καὶ ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς Εὐρώπης μετὰ τὸν 9ον αἰώνα (ἐπικράτηση Φράγκων – Καρλομάγνος), καὶ μάλιστα μὲ τρόπο «λιγότερο εὐρωπαιοκεντρικό». Δὲν θὰ ἐπεκταθῶ, τέλος, στὴν ἔκδοση εἰδικοῦ ἐπιστημονικοῦ τόμου στὴ Γαλλία περὶ τοῦ ἱ. Αὐγουστίνου μὲ μοναδικὴ ἑλληνικὴ θεολογικὴ συμβολὴ τοῦ π. Ρωμανίδη, διότι θεωρεῖται ὡς ὁ εἰδικότερος ἀνάμεσά μας ἐρευνητὴς τοῦ κατ᾽ ἐξοχὴν «πατρὸς» τῆς Φραγκοσύνης. Ὁ ὀγκώδης τόμος φέρει τὸν τίτλο Saint Augustin καὶ ἐξεδόθη ἀπὸ τὸν Ἐκδοτικὸ Οἶκο Lage dhome, 1988 (σσ. 491, σχ. 4°). Στὸν Πρόλογο ὁ π. Ρωμανίδης ὀνομάζεται «σίγουρα ὁ μεγαλύτερος τῶν ἐν ζωῇ ὀρθοδόξων θεολόγων, τοῦ ὁποί ου τὰ συγγράμματα ἀποτελοῦν κριτικὴ με λέτη τοῦ ἔργου τοῦ Αὐγουστίνου ὑπὸ τὸ φῶς τῆς πατερικῆς θεολογίας». Θέλω νὰ πιστεύω ὅτι οἱ συμβολὲς ὅλων μας στὴν παροῦσα Ἡμερίδα, θὰ μείνουν στὴν ἔρευνα ὡς μία νέα ὑπεύθυνη καὶ ἀκριβοδίκαιη ἀποτίμηση τῆς μεγάλης αὐτῆς Μορφῆς, ποὺ ὁ Θεὸς ὁδήγησε στὴ χώρα μας, ὅταν ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Θεολογία της ἰδιαίτερα τὸν χρειαζόταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου