Τη αυτή ημέρα (5η Δεκεμβρίου), μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ του εις το Κελλίον των Αρχαγγέλων το καλούμενον Ιάγαρις, κείμενον κατά τας Καρεάς του Άθω

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ του εις το Κελλίον των Αρχαγγέλων το καλούμενον Ιάγαρις, κείμενον κατά τας Καρεάς του Άθω, ασκήσαντος εν έτει αυο΄ (1470).


Νεκτάριος ο θείος Πατήρ ημών ούτος πατρίδα είχε το Μοναστήριον, πόλιν της Μακεδονίας ανήκουσαν νυν εις τους Γιουγκοσλάβους και καλουμένην υπ΄ αυτών Βιτώλια. Οι γονείς δε τούτου ήσαν ευσεβείς και δίκαιοι ενώπιον του Θεού· δια τούτο, όταν οι Αγαρηνοί έμελλον να αιχμαλωτίσουν τον τόπον αυτόν, η μήτηρ τού Οσίου, ευρισκομένη έξω εις το αλώνιόν των, είδεν εν οράματι την πανάχραντον Θεοτόκον, ήτις την προσέταξε να λάβη τον άνδρα και τα τέκνα της και να φύγουν το ταχύτερον από την χώραν εκείνην, να κρυφθούν δε εις μέρος ασφαλές, διότι μέλλει να την καταλάβουν οι Αγαρηνοί. Αφού λοιπόν εξύπνησε, τρέχει παρευθύς εις τον οίκον των και φανερώνει εις τον σύζυγόν της το όραμα, λαβόντες δε τα τέκνα των έφυγον από την χώραν και εκρύφθησαν εις τι μέρος, το οποίον ενόμιζον πλέον ασφαλέστερον. Αφού δε οι βάρβαροι κατέλαβον την χώραν εκείνην και όλα τα πλησιόχωρα μέρη και κατέπαυσεν η ταραχή, εξήλθον από εκεί όπου ήσαν κεκρυμμένοι οι γονείς του Νεκταρίου, διαφυλαχθέντες αβλαβείς με την σκέπην και προστασίαν της Θεοτόκου, την οποίαν πολλά ηυχαρίστουν εξ όλης των της ψυχής, με λύπην ομού και χαράν· με λύπην μεν δια την καταδρομήν των βαρβάρων και την διαρπαγήν των ευσεβών Χριστιανών, η οποία παρεχωρήθη να γίνη εις αυτούς δια τας αμαρτίας των· με χαράν δε, δια την παράδοξον σωτηρίαν την οποίαν ηξιώθησαν να λάβουν δια πρεσβειών της Θεοτόκου.  
                                                  
Ο δε πατήρ του Νεκταρίου, γέρων ων την ηλικίαν, με συγκατάθεσιν της γυναικός του αφήκε τον κόσμον και τα εν κόσμω και λαβών τα δύο αρσενικά τέκνα, τα οποία είχεν, εξ ων ο εις ήτο ο Νεκτάριος, επήγεν εις το Μοναστήριον των Αγίων Αναργύρων, το οποίον ευρίσκετο εις τους πρόποδας του εκεί υπάρχοντος όρους. Εκεί εγένετο Μοναχός μετονομασθείς Παχώμιος, ησύχαζε δε προσευχόμενος εις τον Θεόν και προσέχων εις αυτόν και επιμελούμενος, ίνα αναθρέψη τα δύο τέκνα του και να τα παιδαγωγήση με φόβον και παιδείαν Κυρίου, κατά την παραγγελίαν του θείου Παύλου. Και ο μεν Παχώμιος τοιουτοτρόπως εκεί επολιτεύετο· ο δε Θεός θαυματουργεί εις τας ημέρας του τοιούτον θαυμάσιον.                                                                                                          
Συνήθειαν είχον οι εκεί πλησίον ευρισκόμενοι Χριστιανοί να λαμβάνουν μερίδιον από τους καρπούς και τα γεννήματα της γης των, όσον ήθελεν έκαστος, και να το προσφέρουν εις το προειρημένον Μοναστήριον δια να τρέφωνται οι Μοναχοί, οι οποίοι ευρίσκοντο εις αυτό και δια να τελήται με αυτά κατ΄ έτος η πανήγυρις των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Όταν λοιπόν ήλθεν η μνήμη των, οι Μοναχοί και οι πλσιόχωροι Χριστιανοί τελέσαντες την εορτήν επανηγύρισαν κατά την συνήθειαν· το δε δοχείον το οποίον είχε τον οίνον το εξεκένωσαν οι συναχθέντες εορτασταί. Μετά ταύτα ο γέρων Παχώμιος, ανάψας κηρίον, επήγεν ομού με τα τέκνα του δια να πλύνη το δοχείον· καθώς όμως εδοκίμαζε να το σηκώση το εύρεν ασάλευτον και κύπτων δια να ίδη τι συμβαίνει, ω του θαύματος! ευρίσκει το δοχείον πλήρες οίνου ευωδεστάτου και με χαράν και έκπληξιν εδόξαζε τον Θεόν, τον δοξάσαντα τους Αγίους Αναργύρους και δι΄ αυτών επιτελούντα τοιαύτα τεράστια και εξαίσια θαύματα.                                                                                                 
Ο δε Νεκτάριος, ο υιός του γέροντος Παχωμίου, ο νυν προκείμενος εις την διήγησιν, παιδίον τότε ων φρόνιμον και θεοφώτιστον, φέρον εισέτι το βαπτιστικόν του όνομα Νικόλαος, βλέπων το θαύμα αυτό, συλλογιζόμενος δε και το όραμα, το οποίον είδεν η μήτηρ του και την λύτρωσίν των από τους επιδραμόντας βαρβάρους δια μέσου της Θεοτόκου, ετρώθη την καρδίαν από θείον έρωτα και διψά να απολαύση τον ποθούμενον Χριστόν, τούτο δε και ζητεί θερμότατα από Αυτόν. Ζητών δε ευρίσκει, καθώς λέγει ο Κύριος εις το Ευαγγέλιον (Ματθ. ζ: 8). Όθεν αφήσας τον κόσμον και τα εν τω κόσμω, πηγαίνει εις το Άγιον Όρος και ευρίσκει εκεί Γέροντα τινα ονόματι Διονύσιον, ενάρετον πολύ, Ιάγαριν επονομαζόμενον, όστις ήτο υιός συγκλητικού και πρώτου άρχοντος της Κωνσταντινουπόλεως, αγαπήσας δε εξ όλης του ψυχής τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν αφήκε πλούτον, δόξαν, ευγένειαν και πάσαν ανθρωπίνην ευτυχίαν και ενεδύθη τα ευτελή και πτωχικά ενδύματα των Μοναχών και υπέταξεν εαυτόν ο σοφώτατος εκείνος και ευγενέστατος εις Γέροντα τινα, Φιλόθεον καλούμενον, ιδιώτην μεν κατά τον λόγον, κατά δε την αρετήν άκρως γεγυμνασμένον δια να οδηγήται εξ αυτού εις την οδόν της αρετής και της μοναχικής τελειότητος.                                                                              
Τούτον τον θαυμαστόν Διονύσιον τον Ιάγαριν ευρών ο Νικόλαος προσεκολλήθη μετ΄ αυτού και τον παρεκάλεσε μετά θερμότητος να μη τον χωρίση από την συνοδείαν του. Τι δε εποίησεν ο θαυμαστός Διονύσιος, η συμπαθεστάτη εκείνη και φιλάνθρωπος ψυχή; Μήπως απέβαλε τον Νικόλαον ως άγροικον ή τον παρέβλεψεν ως πτωχόν; Όχι· αλλά σπλαγχνισθείς αυτόν έκλινεν εις την παράκλησίν του και φέρων αυτόν προς τον Πνευματικόν αυτού Πατέρα και Γέροντα Φιλόθεον, τον συνέστησεν εις αυτόν. Ο δε Φιλόθεος, στολισμένος ων με το διορατικόν και προγνωστικόν χάρισμα, ποιήσας ευχήν, ησπάσατο τον νέον και καλεί αυτόν εξ ονόματος λέγων· «Συ είσαι, τέκνον, ο Νικόλαος ο υιός του Παχωμίου, όστις αγαπάς να συγκατοικήσης με ημάς»; Ο νέος απεκρίθη· «Πόθεν, τίμιε Πάτερ, γνωρίζεις εμέ και τα κατ΄ εμέ»; Και ο Γέρων του λέγει· «Ο Θεός των Πατέρων ημών, τέκνον, όστις σε έστειλεν εις ημάς, αυτός μου απεκάλυψε τα περί σου». Ταύτα ακούσας ο Νικόλαος κατενύχθη και με πολλήν ευλάβειαν και προθυμίαν συγκατοικεί με τον Γέροντα.                                 
Καρείς μετά ταύτα ο καλός Νικόλαος Μοναχός μετωνομάσθη Νεκτάριος. Αλλά δεν έμεινεν έως αυτού, καθώς ποιούσι την σήμερον οι περισσότεροι των Μοναχών, οι οποίοι νομίζουν ότι το όλον έργον της Μοναχικής πολιτείας είναι το να ενδυθούν το άγιον Σχήμα και τα μαύρα ενδύματα· δια τούτο, αφού το λάβουν, δεν φροντίζουν να ποιώσι και τας αρετάς, τας οποίας πρέπει να ποιώσιν οι Μοναχοί, ούτε και συλλογίζονται, ότι καθώς είναι αναγκαίον το να λάβουν το Αγγελικόν σχήμα, ούτω είναι αναγκαίον και να φυλάττουν τους κανόνας και την ακρίβειαν του μοναδικού σχήματος, μιμούμενοι την πολιτείαν των Αγγέλων. Όμως ο θείος Νεκτάριος δεν εποίησεν ούτως, αλλά καθώς έλαβε το σχήμα, τοιουτοτρόπως έσπευδε και ηγωνίζετο να φυλάττη και τα έργα του σχήματος και να μιμήται την πολιτείαν των Αγγέλων, υποτάσσων την σάρκα εις το πνεύμα, με την υπακοήν, με την εκκοπήν του θελήματος, με την ταπείνωσιν, με την νηστείαν, με την αδιάλειπτον προσευχήν, με την αγρυπνίαν και με όλας τας αρετάς, αι οποίαι ανήκουν εις τους Μοναχούς. Μη υποφέρων όμως ο φθονερός διάβολος να βλέπη τον Νεκτάριον προκόπτοντα τοιουτοτρόπως εις τας αρετάς, τον επολέμει με τους λογισμούς και προσεπάθει να αποχωρίση πρώτον αυτόν από την συνοδείαν τοιούτου εναρέτου Γέροντος, έπειτα δε να τον ρίψη εις πολλάς παγίδας, ως νέον όντα και ως μη βοηθούμενον από τας ευχάς του Γέροντος· διότι εγνώριζεν ο μιαρός, ότι εν όσω ευρίσκετο ομού με τον Γέροντα δεν ημπορεί να τον παγιδεύση με το να στηρίζεται από τας ευχάς και τας πατρικάς νουθεσίας του Γέροντος.                             
Επειδή όμως ο παγκάκιστος εχθρός της σωτηρίας ημών δεν ηδυνήθη να κατορθώση τίποτε με τον πόλεμον αυτόν των λογισμών, διότι ο Θεός εσκέπαζε τον Όσιον, τι μηχανεύεται; Ανάπτει φθόνον εις την καρδίαν ενός παραδελφού του, υποτακτικού του αυτού Γέροντος, και τον κινεί εναντίον του Νεκταρίου τόσον, ώστε εφώναζε φανερά· «Ή θα εκδιωχθή ο Νεκτάριος ή εις εκ των δύο μας θα φονευθή». Ο δε Γέρων ομού με τον Διονύσιον Ιάγαριν, ακούσαντες τούτο εφοβήθησαν και ενουθέτουν αυτόν με πολλά λόγια από τας Αγίας Γραφάς και από τους Αγίους Πατέρας, δια να αφήση αυτόν τον άδικον φθόνον, τον οποίον είχε κατά του Νεκταρίου. Και άλλοτε μεν με ειρηνικούς και γλυκείς λόγους προσεπάθουν να του καταπραϋνουν το πάθος του φθόνου, άλλοτε δε τον ηπείλουν με το άσβεστον πυρ της κολάσεως, το οποίον μέλλει να δεχθή τους φθονερούς και μισαδέλφους· πλην παρ΄ όλα ταύτα δεν επέτυχαν τίποτε. Όθεν παρεκίνησαν τον Νεκτάριον να αναχωρήση ολίγον καιρόν από την συνοδείαν των, ίσως και έλθη εις αίσθησιν ο φθονών αδελφός. Ευχηθέντες λοιπόν τον Νεκτάριον τον έστειλαν εις τον τότε Πρώτον του Αγίου Όρους Δανιήλ, δια να μείνη επί τινα χρόνον μετ΄ αυτού, έως ου οικονομήση ο Κύριος τα κατ΄ αυτόν· τοιουτοτρόπως επήγεν ο θείος Νεκτάριος εις τον Δανιήλ, όστις ως ενάρετος όπου ήτο και αυτός και έμπειρος πολλά, τον εδέχθη μετά χαράς και τον ηγάπα πολύ, διδάσκων αυτόν πανσόφως τους κανόνας της Μοναδικής πολιτείας. Καθ΄ ον δε χρόνον ευρίσκετο ο Νεκτάριος εις τον Πρώτον του Όρους, απέθανεν εις βαθύ γήρας ο τω όντι θεοφιλής Θεόφιλος και απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν· ο δε θαυμαστός Διονύσιος ο Ιάγαρις, μη υποφέρων πλέον τον μισάδελφον εκείνον και φθονερόν αδελφόν, ποθεί να συγκατοικήση με τον Νεκτάριον και προσκαλεί αυτόν να συγκατοικήσωσιν ομού, επειδή ήσαν τέκνα ενός και του αυτού Πνευματικού Πατρός και Γέροντος και συνανεστράφησαν αμφότεροι ικανόν χρόνον και συνηγωνίσθησαν, ως προείπομεν. Ευρόντες δε το Μονύδριον το επί τω ονόματι των Αγίων Ταξιαρχών τιμώμενον και επονομαζόμενον του Κωφού, έλαβον την άδειαν από τον άνω ειρημένον Δανιήλ τον Πρώτον του Όρους και κατώκησαν εις αυτό, οσίως και θεαρέστως πολιτευόμενοι και με το εργόχειρόν των εκέρδιζον την ζωοτροφίαν των, εβοήθουν δε και τους έχοντας ανάγκην κατά την δύναμιν αυτών. Ο δε μισάδελφος εκείνος και φθονερός αδελφός, μένων αμετανόητος, περιετριγύριζεν ένθεν κακείθεν εις το Όρος, ως παράφρων, είτα δε εξήλθε και εις τον κόσμον όπου διάγων ζωήν ακόλαστον και ακρατή ετελείωσε με κακόν τέλος την ζωήν του, απορρίψας την ψυχήν του εντός των οδών και εις τας αγοράς, άοικος, ανεπίσκεπτος και αδιόρθωτος, χωρίς να απολαύση ουδέ την τελευταίαν και κοινήν εις όλους τους Χριστιανούς ευχήν.                                                       
Βλέπετε, αδελφοί, πόσον κακόν είναι το μίσος και η παρακοή; Διότι το μεν μίσος και ο φθόνος τυφλώνουν τον οφθαλμόν της ψυχής, ήτοι τον νουν εκείνου όστις έχει τα πάθη αυτά, η δε παρακοή πάλιν αποχωρίζει τον άνθρωπον από τους δούλους και τους φίλους του Θεού και τον γυμνώνει από την βοήθειαν και την σκέπην των και ως τυφλόν τον κρημνίζει εις τον βυθόν της απωλείας. Δια τούτο ας μισήσωμεν την παρακοήν και τον φθόνον με όλας μας τας δυνάμεις, όσοι αγαπώμεν να μη χωρισθώμεν από την δόξαν του Θεού, και ας αγαπήσωμεν την υπακοήν και την αγάπην με τους αδελφούς μας, δια να δυνηθώμεν δια μέσου αυτών να απολαύσωμεν την Βασιλείαν του Θεού. Και ταύτα μεν ούτως.                                                                                                                      
Ο δε μακάριος Διονύσιος ο Ιάγαρις, ζήσας οσίαν και αξιέπαινον ζωήν, στολισμένην με όλας τας αρετάς και μάλιστα με την ταπεινοφροσύνην, απήλθεν εις γήρας βαθύ προς ον επόθησε Θεόν και το λείψανον αυτού ευλαβώς και εντίμως ενεταφίασεν ο θείος Νεκτάριος, ο οποίος έκτοτε ελυπείτο πολύ, διότι έχασε την καλήν συνοδείαν του αειμνήστου Διονυσίου και διότι δεν συναπήλθε και αυτός ομού με τον θαυμάσιον Φιλόθεον και τον μακάριον Διονύσιον προς τον ποθούμενον Χριστόν, αλλ΄ ευρισκόμενος επί της γης εστερείτο της τοιαύτης απολαύσεως του άκρου των εφετών. Όθεν και επεξετείνετο εις τα έμπροσθεν και ελησμόνει τα όπισθεν, κατά τον Απόστολον (Φιλιπ. γ: 14), τους δε αγώνας και τας αρετάς, τας οποίας είχε κατωρθωμένας, δεν τας ενόμιζε τελείας, αλλά προσεπάθει να επιτύχη και άλλας περισσοτέρας και καθ΄ εκάστην προέβαινεν εκ δυνάμεως εις δύναμιν, αναβάσεις ιεράς εν τη καρδία αυτού δια παντός διατιθέμενος και προσθέτων πόθον εις τον πόθον και αγώνας εις τους αγώνας.                                                                                                    
Βλέπων ο Θεός τον διάπυρον πόθον του, δεν τον παρέβλεψεν, αλλά θέλων να του προξενήση μεγαλύτερον στέφανον εν ουρανοίς, συνεχώρησε να πέση εις πολλάς και δεινάς ασθενείας του σώματος, τας οποίας υπομείνας ο μακάριος με άκραν μεγαλοψυχίαν και ευχαριστίαν μεγάλην και ζήσας ζωήν αληθώς οσίαν και αγιοπρεπή, με τέλος ειρηνικόν και θεάρεστον παρέδωκεν εις χείρας Θεού την μακαρίαν του ψυχήν, εν έτει από Χριστού χιλιοστώ πεντακοσιοστώ (1500), κατά την πέμπτην (5ην) του Δεκεμβρίου και συνηριθμήθη εν ουρανοίς ομού με τους πεποθημένους υπ΄ αυτού Οσίους Πατέρας Φιλόθεον και Διονύσιον. Οι δε μαθηταί αυτού κηδεύσαντες αυτόν μετά πάσης ευλαβείας, έπειτα από τέσσαρας χρόνους έκαμον την ανακομιδήν του ιερού αυτού λειψάνου και το εύρον γεμάτον από ευωδίαν άρρητον· όθεν και οίκον εκ θεμελίων οικοδομήσαντες, έκαμον τάφον ωραίον εις το βόρειον μέρος του Ναού και εκεί κατέθεσαν ευλαβώς και τιμίως το πάνσεπτόν του λείψανον, ιστορήσαντες επάνω και την ιεράν εικόνα του, εις την οποίαν προσερχόμενοι πολλοί μετ΄ ευλαβείας ελάμβανον αγιασμόν ψυχής και σώματος και ησθάνοντο πνευματικήν ευωδίαν εκ των ιερών λειψάνων του, εις δόξαν Χριστού του Κυρίου ημών και εις ένδειξιν της ευαρέστου πολιτείας τού Οσίου αυτού Νεκταρίου. Ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου