ΤΟ «ΠΑΙ∆ΙΟΝ » – ΠΡΟΚΛΗΣΙΣ « Μέλλει γὰρ Ἡρώδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό » ( (Ματθ . β´ , 13 ) - Τοῦ πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

  
Τοῦ πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

1. Γύρω ἀπὸ τὸν νήπιο – Χριστὸ συγκεντρώνεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ προσοχὴ ὅλου τοῦ κόσμου, ὅπως γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του θὰ παραταχθῆ ὅλη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία. Ὁ μικρὸς Χριστὸς γίνεται ὁ μαγνήτης, ποὺ τραβᾶ τοὺς πάντας, καὶ τοὺς φίλους καὶ τοὺς ἐχθρούς του. Ὄχι μόνο τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς μάγους, ἀλλὰ καὶ τὸν Ἡρώδη. Ὄχι μόνο τοὺς ἀγγέλους ἀλλὰ καὶ τὸν Σατανᾶ. Διαφέρει μόνο ὁ τρόπος, ποὺ ὁ καθένας προσέχει τὸν Χριστό. Ἄλλος βλέπει σ᾽ αὐτὸν τὴν σωτηρία, ἄλλος βλέπει τὸ «παιδίον» σὰν καταστροφή του —καὶ γι᾽ αὐτὸ ζητεῖ νὰ τὸ «ἀπολέση». Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνα συνηθισμένο παιδίον. Τὸ παιδάκι τῆς φάτνης κάτω ἀπὸ τὸ Χριστουγεννιάτικο δένδρο, δημιουργεῖ περισσότερο ἕνα Χριστὸ τοῦ μύθου, ποὺ χρειάζεται ἀσφαλῶς τὴν ἀπομυθοποίησή του!

Τὸ «παιδίον» – Χριστὸς εἶναι τὸ παιδίον ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὅποιο μίλησε 800 χρόνια πρὶν ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὅταν ἔλεγε: «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγεννήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (θ΄, 6). Εἶναι τὸ παιδίον ἐκεῖνο, γιὰ τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς – Πατὴρ λέγει: «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκάσε» (Ψαλμ. β᾽, 7). Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἕνα συνηθισμένο παιδί, ἔστω καὶ ἂν δὲν διαφέρη ἀπὸ κάθε ἄλλο παιδί, στὴ μορφή. Γιατί διαφέρει ὁπωσδήποτε στὴν καταγωγὴ καὶ στὴ γέννησή του. Δὲν παίρνει ἀρχή, ὅπως κάθε ἄνθρωπος, μὲ τὴν σάρκωσή του, ἀλλὰ προϋπάρχει αἰωνίως. Ἡ γέννησή του δὲν εἶναι λοιπόν, ἡ ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ τῆς «ἐπὶ γῆς παρουσίας του». Ἡ γέννησή του ἔπειτα, δὲν εἶναι σὰν τῶν ἄλλων παιδιῶν. Δὲν γεννᾶται ἐκ σπέρματος ἀνδρός, ἀλλὰ ἐκ «Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου». Εἶναι, λοιπόν, ἕνα ἀσυνήθιστο, ἕνα μοναδικὸ παιδί, καὶ γι᾽ αὐτὸ γίνεται ἕνα προκλητικὸ παιδί. Γίνεται «σημεῖον ἀντιλεγόμενον»! 
2. Τὸ «παιδίον» συγκεντρώνει τὸ μεγαλύτερο μῖσος, ποὺ γνώρισε ποτὲ ὁ κόσμος. Ἀπὸ τὴν γέννησή του τὸ παραστέκει ὁ Σταυρός. Αὐτὸ τὸ σταυρώσιμο στοιχεῖο θέλει νὰ τονίση καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, περιγράφοντας τὴν δίωξη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἡρώδη. Ἴσως ἡ πολιτικοθρησκευτικὴ ἡγεσία τοῦ κόσμου, ποὺ τόσο κατεδίωξε τὸ Χριστό, θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῆ πὼς τὸ ἔκαμε αὐτό, μὴ ὑποφέροντας νὰ ἀκούη τὸ κήρυγμά του. Ἡ δίωξη ὅμως τοῦ Χριστοῦ – παιδίου ἀπὸ τὸν Ἡρώδη ἀποδεικνύει πὼς ἡ ἄθεος ἡγεσία τοῦ κόσμου ἐνοχλεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴ ἀκόμη τὴν παρουσία του. Ὁ Χριστὸς εἶναι καταδιωκόμενος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ποὺ ἔγινε γνωστὴ ἡ παρουσία του στὸν κόσμο. Ὁ κόσμος, ποὺ ἀνακήρυξε βασιλιά του τὸν διάβολο, δὲν χωράει κι᾽ ἄλλο βασιλέα. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο πρέπει νὰ φύγη. Βάζοντας ὁ διάβολος τὰ ὄργανά του νὰ καταδιώκουν τὸν Χριστό, πίστευσε πὼς ὁ Χριστὸς θὰ τὸν ἀφήση ἐλεύθερο νὰ βασιλεύη. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς δὲν ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀφήση τὸν κόσμο στὰ νύχια τοῦ Σατανᾶ. Ἦλθε μὲ κύριο σκοπὸ νὰ «λύση, τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α´ Ἰωάν. γ´, 8), ἐλευθερώνοντας τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν κυριαρχία του. 
3. Παρ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ ὁ Χριστὸς φεύγει εἰς Αἴγυπτον. Φεύγει προσωρινά. Φεύγει, γιὰ νὰ γυρίση. Ὅπως γιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἰσραὴλ ἡ Αἴγυπτος ἦταν ὁ τόπος τῆς σωτηρίας, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ τώρα. Φεύγει ὁ Χριστὸς στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας. Ἡ Θεοτόκος κλέπτει μία ζωὴ ἀπὸ τὸν Ἡρώδη, γιὰ νὰ σώση τὸν Σωτήρα τοῦ κόσμου! Ἡ φυγὴ θὰ συνοδεύη τὸν Χριστὸ σ᾽ ὅλη τὴν ἐπίγεια δρᾶσι του. Ἐπανειλημμένως θὰ «φύγη». Ὅταν τὸν ζητοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν στὴν Ἰουδαία (Ἰωάν. ζ', Ι. ἑ.). Ὅταν θέλησαν οἱ ἑβραῖοι νὰ τὸν λιθοβολήσουν (Ἰωάν. η´, 59). Ὅταν ἤθελαν νὰ τὸν συλλάβουν (Ἰω άν. ι´, 29). Θὰ συστήση δὲ καὶ στοὺς μαθητὰς του: «Ὅταν δὲ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τὴν ἑτέραν». Δὲν εἶναι ὅμως μία φυγὴ δειλίας ἡ φυγὴ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μία φυγὴ ἡρωισμοῦ. Φεύγει κάθε φορά, γιὰ νὰ ξαναγυρίση. Ἕνας ποὺ ξέρει ἀπὸ πόλεμο καταλαβαίνει, τί σημαίνει ἀνασύνταξη καὶ ἀντεπίθεση. Κάπως ἔτσι θὰ μπορούσαμε νὰ χαρακτηρίσουμε τὴ «φυγή» τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι σὰν ἐγκατάλειψη τοῦ ἀγῶνος, ἀλλὰ ὡς ἀλλαγὴ θέσεως μάχης. Ἂν ὁ Σατανᾶς «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός», γιὰ νὰ ἐπιτύχη τὸ σκοπό του, καὶ ὁ Χριστιανὸς ἔμαθε ἀπὸ τὸν       Χριστὸ νὰ «εἶναι φρόνιμος σὰν τὸ φίδι καὶ ἀκέραιος σὰν τὸ περιστέρι». Δὲν εἶναι   συμπτωματικὸ πὼς στὴ Γραφὴ «φίδι» ὀνομάζεται ὁ διάβολος, περιστέρι δὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Χριστιανὸς ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τοῦ Σατανᾶ, δὲν πέφτει σὰν τυφλὸς στὶς παγίδες του. Ξέρει νὰ ἀντιπαρατάσση στὶς μεθοδεῖες ἐκείνου τὴ σύνεσή του. Μιὰ σύνεση ὅμως, ποὺ δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὸν «φιλοτομαρισμό» πολλῶν «συνετῶν» τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλά, ποὺ σημαίνει ἡρωικὴ συνέχεια τοῦ ἀγῶνος μας. Αὐτὸ τὸ χαρακτήρα εἶχε καὶ ἡ φυγὴ τοῦ Χριστοῦ. 
4. Τὸ «παιδίον» ὅμως θὰ μείνη πάντα μία συνεχὴς πρόκλησις, ἕνα διαρκὲς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Μόνο ὅσοι ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κοντά του θὰ μπορέσουν νὰ διακρίνουν, τί κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου. Ὅπως οἱ βοσκοί, ἢ οἱ μάγοι. Γιὰ τοὺς πολλοὺς θὰ μένη ἀθέατη ἡ δόξα του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀργότερα θὰ ρωτοῦν: «Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ τέκτονος, οὗ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας;» (Ματθ. ιγ´, 55). Παρ᾽ὅλ᾽αὐτὰ δὲν θὰ παύση ὁ κόσμος βλέποντάς τον ν᾽ ἀπορῆ, ἀκούοντας τὰ λόγια του καὶ βλέποντας τὰ θαύματά του: «Πῶς εἶδε γράμματα μὴ μεμαθηκὼς» (Ἰωάν. ζ´, 15); «Ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. Ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ Γραμματεῖς» (Ματθ., ζ´, 28/9). Θὰ ἀναγκασθοῦν νὰ ὁμολογήσουν ἀκόμη καὶ οἱ ἐχθροί του: «Οὐδέποτε ἐλάλησεν ἄνθρωπος ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. ζ´, 46). Γιατί ἀφήνει ὁ «ἱστορικὸς Χριστὸς τῆς Ναζαρέτ» ἀνοίγματα, γιὰ νὰ δῆ κανεὶς πίσω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο Χριστὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Πόσοι ὅμως δὲν περιορίζονται νὰ βλέπουν στὸν Χριστὸ ἕνα καταπληκτικὸ καὶ ἀσυνήθιστο ἄνθρωπο! Πόσοι προχωροῦν στὴν θεότητά του; Πόσοι θέλουν νὰ τὸν πιστεύσουν; Ὁ Χριστὸς μένει πάντα «τὸ παιδίον», ποὺ ἀποτελεῖ πρόκληση γιὰ τὸν κόσμο. Ἀκόμη καὶ γιὰ μᾶς. Ἡ πίστη σ’ αὐτὸν δὲν εἶναι χωρὶς θυσίες. Ὁ Χριστὸς ἦλθε «διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς». «Οὐκ ἦλθε βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. ι´, 35)!  Αὐτὸν τὸν διχασμὸ ἔναντι τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ τὸν ζεῖ πρώτη σήμερα ἡ οἰκογένειά μας, ὅταν στοὺς —παραδοσιακὰ ἔστω— πιστοὺς γονεῖς ἀντιτάσσονται τὰ ἄθεα παιδιά. Δὲν εἶναι, λοιπόν, ὑπερβολή, ἂν μιλῆ κανεὶς σήμερα γιὰ τὴν τόλμη νὰ πιστεύης. Γιατί εἶναι πράγματι τολμηρὸ νὰ ἐξακολουθῆς νὰ βλέπης τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτῆρα, ὅταν οἱ πολλοὶ ἢ σταματοῦν στὸν ἄνθρωπο Χριστό, ἢ τὸν ἀπορρίπτουν γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας. Ὅσοι πραγματικὰ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία του, δὲν βλέπουν τὸ «παιδίον» τῆς Βηθλεὲμ σὰν πρόκληση, ἀλλὰ  ὡς πρόσκληση στὴν σωτηρία!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου