ΚΟΚΚΙΝΟΝ Η ΠΡΑΣΙΝΟΝ «ΦΑΝΑΡΙ» ΔΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑΝ;

Του κ. Γεωργίου Τραμπούλη, θεολόγου
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρ. Ταγίπ Ερντογάν πριν τρεις εβδομάδες έθεσε θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία υπογράφθηκε στις 24 Ιουλίου 1923.Η Συνθήκη αυτή ως γνωστόν διασφάλισε την ειρήνη ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία για ένα σχεδόν αιώνα. Βέβαια καθ’ όλη την διάρκεια αυτή και ιδιαίτερα τα τελευταία σαράντα χρόνια υπήρξαν συνεχείς υπονομεύσεις εκ μέρους της γείτονος με τις επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις στο Αιγαίο. Επίσης, η Συνθήκη αυτή υπήρξε και θεμέλιος λίθος του κεμαλικού κράτους, το οποίο κυβέρνησε την Τουρκία έως και την ανάληψη των καθηκόντων από τον κ. Ερντογάν. Με την Συνθήκη της Λωζάννης καθορίσθηκαν, συν τοις άλλοις και τα όρια της Θράκης, τα οποία οι Τούρκοι θέλουν να μετακινήσουν.
Το ερώτημα που τίθεται είναι, γιατί τώρα και σε τι αποσκοπεί αυτή η αμφισβήτηση της Συνθήκης. Παρακολουθώντας τα γεγονότα στην Συρία παρατηρούμε ότι η θέση της Τουρκίας εν σχέσει με το κουρδικό ζήτημα είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Έτσι η ίδρυση κουρδικού κράτους στα σύνορα Τουρκίας, Συρίας, Ιράκ και Ιράν με τις ευλογίες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είναι πολύ πιθανόν να συμβή. Κάτι το οποίο θα έχη ως αποτέλεσμα την εκτόνωση της κρίσης προς το Αιγαίο και μάλιστα την στιγμή που η Ελλάδα είναι οικονομικά χρεωκοπημένη.

Η ιστορική στιγμή που διέρχεται ο παγκόσμιος κόσμος και ιδιαίτερα η Ανατολική Μεσόγειος είναι κρίσιμη. Βρισκόμαστε στην στιγμή της επαναχάραξης των συνόρων των κρατών της περιοχής αυτής. Παρακολουθούμε εδώ και τέσσερα χρόνια τον αιματηρό πόλεμο στην Συρία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποσκοπούν στην διάλυση των κρατών και στην επιβολή μιας νέας γεωγραφικής σχεδίασης μέσα από υποκινούμενους εμφυλίους πολέμους, ώστε να εγκαθιδρυθούν νέα κράτη που θα λειτουργούν ως προγεφυρώματα για την διασφάλιση της κηδεμονίας της περιοχής. Τα κράτη αυτά, σύμφωνα με τις βουλές της ατλαντικής υπερδύναμης θα χαρακτηρίζωνται ως μικρές οντότητες με θρησκευτική η εθνική ομοιογένεια, όπως ήδη λειτουργούν τα κράτη των Σκοπίων, της Βοσνίας, της Ερζεγοβίνης. Έτσι, σύμφωνα με την σχεδίαση αυτή κανένα κράτος της περιοχής μας σήμερα δεν θα είναι ασφαλές και προστατευμένο.
Σκοπός είναι και η λεηλάτηση των φυσικών πόρων της περιοχής, αλλά και του Αιγαίου, αφού, όπως είναι γνωστό, η συγκεκριμένη περιοχή κρύβει τεράστιες ποσότητες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άλλων φυσικών πόρων. Εξ άλλου δεν πρέπει να μας διαφεύγη ότι την χρονική αυτή περίοδο η τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά πολύ ισχυρή Τουρκία αντιμετωπίζει προβλήματα. Ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος παίζει καταλυτικό ρόλο στην όλη εξέλιξη, είναι και η παρουσία των χιλιάδων μεταναστών και προσ­φύγων στην Χώρα, μέσα στους οποίους θα υπάρχουν και ομάδες τρομοκρατών, που πιθανόν να λειτουργήσουν χαοτικά μέσα στην Ελλάδα σε μία ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη.
Στις κρίσιμες και επικίνδυνες περιόδους της ελληνικής ιστορίας έτσι και στις ημέρες μας η ενότητα είναι αυτή που διασφαλίζει την επιτυχή αντιμετώπιση των κινδύνων. Όμως η εξασφάλιση της ενότητας μεταξύ των ανθρώπων επιτυγχάνεται μόνον, όταν υπάρχη η ενότητα των ανθρώπων με τον Θεό, αφού ο Θεός είναι αυτός που ευλογεί και την ενότητα μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό όμως σημαίνει μετάνοια και επιστροφή στο θέλημα του Θεού. Κάτι το οποίο, δυστυχώς, δεν διαφαίνεται από κανένα.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τι συνέβη τις τελευταίες ημέρες και πως συνδέονται τα γεγονότα με την Ελλάδα και το Φανάρι.
Την εβδομάδα που παρήλθε συγκλόνισε το πανελλήνιο η αποκάλυψη της εφημερίδας «Καθημερινή» ότι η Τουρκία κατά τον μήνα Σεπτέμβριο είχε δεσμεύσει εκτενείς περιοχές του Αιγαίου δι’ ασκήσεις των υποβρυχίων της. Δεν αποτέλεσε καθόλου σύμπτωση το γεγονός ότι λήγοντος του μηνός και συγκεκριμένα κατά την 29η Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος της γείτονος προέβη στις εξής δηλώσεις:
«Η 15η Ιουλίου (ημέρα διεξαγωγής του πρόσφατου πραξικοπήματος) είναι η επέτειος του δεύτερου πολέμου για την Ανεξαρτησία του Τουρκικού Έθνους. Και έτσι θα πρέπει να την θυμόμαστε. Μας (απείλησαν) με τη Συνθήκη του 1920 και μας έπεισαν να (αποδεχθούμε) τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Κάποιοι προσπάθησαν να μας εξαπατήσουν, παρουσιάζοντας τη Λωζάννη ως νίκη. (Αλλά) στη Λωζάννη παραχωρήσαμε τα (τώρα ελληνικά) νησιά, που αν φωνάξεις από τις ακτές του Αιγαίου, θα ακουστείς απέναντι… Εξακολουθούμε να αγωνιζόμαστε για το ποιά θα είναι η υφαλοκρηπίδα και ποιά θα είναι (τα όρια μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας) στον αέρα και στο έδαφος. Αιτία όλων αυτών είναι εκείνοι που κάθισαν στο τραπέζι, για (να διαπραγματευθούν) τη συγκεκριμένη συνθήκη. Εκείνοι που κάθονταν σε αυτές τις θέσεις δεν μας δικαίωσαν και τώρα “δρέπουμε” τα προβλήματα (που η συνθήκη προκάλεσε)», για να καταλήξει: «Εάν αυτό το πραξικόπημα είχε πετύχει, θα μας είχαν αναγκάσει να υπογράψουμε μία συνθήκη, που θα μας έκανε να αναπολούμε αυτή των Σεβρών».
Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν αντιδράσεις κατ’ αρχάς στο εσωτερικό της Τουρκίας με τον αρχηγό του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου να δηλώνη ότι υπερασπίζεται την Λωζάννη, ενώ ο αντίπαλός του και αρχηγός του AKP υπερασπίζεται την Συνθήκη των Σεβρών, και με τον Σεβ. Αλεξανδρουπόλεως να εισχωρή εμβόλιμα με ανακοινωθέν του:
«Συμφωνώ με τον Ερντογάν για την Λωζάννη. Για εμάς η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν επαίσχυντη. Αν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί ότι δεν ωφέλησε και την χώρα του, απορώ πως το θυμήθηκε τώρα, λίγα χρόνια πριν την εκπνοή της. Εξάλλου το αμερικανικό Κογκρέσσο κατήργησε την Συνθήκη της Λωζάννης με μία ψηφοφορία στις 18 Ιανουαρίου 1927, κατά την οποία οι Δημοκρατικοί ψήφισαν «κατά» της συμφωνίας και οι Ρεπουμπλικάνοι «υπέρ». Αν λάβουμε υπόψη ότι η Τουρκία, προχωρώντας ακάθεκτα μετά το πραξικόπημα στο δικομματικό σύστημα, διαμορφώνει την δημοκρατική πτέρυγα με τον Ερντογάν και την συντηρητική με τον Ιχσάνογλου, τότε το ερώτημα που είχα δημοσιεύσει πριν δύο χρόνια επανέρχεται αμείλικτο: Και τώρα τι; Μήπως η Σεβρών;».
Λίγο αργότερα από τις δηλώσεις του κ. Ερντογάν ακολούθησε η εξής ανάρτηση σε λογαριασμό του Υπ. Εξωτερικών της Ελλάδος σε ηλεκτρονικό μέσο κοινωνικής δικτύωσης:
«Η σημερινή κίνηση του Τούρκου Προέδρου -μιλώντας σε ομοεθνείς του κοινοτάρχες- να θέσει ουσιαστικά θέμα αλλαγής της Συνθήκης υποδηλώνει διάθεση της Τουρκίας να δημιουργήσει μία νέα ‘γκρίζα ζώνη’ χωρίς, σε πρώτη φάση, να προκαλέσει θερμό επεισόδιο, όπως είχε κάνει στα Ίμια».
Αφέλεια η στρατηγική;
Η ανεπίτρεπτη προχειρότητα της Ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία δεν επέλεξε την οδό της γραπτής ανακοίνωσης, ως πράττουν όλα τα σοβαρά κράτη, την οποία δικαιολογούν κάποιοι με τον ισχυρισμό ότι προσπαθεί να «τηρήση χαμηλούς τόνους», φανερώνει ότι και στην Ελλάδα υπεισήλθε η άποψη ότι πρόκειται απλώς για κορώνες εντυπωσιασμού εκ μέρους του κ. Ερντογάν. Άλλωστε τα εθνικά ζητήματα αντιμετωπίζονται με περισσή επιπολαιότητα, αν θυμηθή κανείς ότι στέλεχος της Κυβέρνησης είχε αποκαλέσει τα Σκόπια ως «Μακεδονία», ενώ έτερος Υπουργός είχε υπονομεύσει με δηλώσεις του τον αγώνα για την αμετάκλητη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων.
Οποιοσδήποτε παρατηρητής της πορείας του Ερντογάν εύκολα θα είχε ανακαλέσει στην μνήμη του ότι προ τριών μηνών ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει την Συνθήκη της Λωζάννης μεγάλη επιτυχία για την Τουρκία. Είναι δυνατόν ο ίδιος να το έχη λησμονήσει;…
Ο κ. Ερντογάν δεν έχει αλλάξει πολιτική. Προ μερικών ετών μιλώντας σε κομματικό ακροατήριο είχε αμφισβητήσει πάλι την Συνθήκη άνευ όμως αυτούσιας αναφοράς σε αυτήν. Είναι βαρυσήμαντη η δήλωση του κ. Χριστοφόρου Γιαλουρίδη, Καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντή του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών στο CNN Greece:
«Είναι ενδιαφέρουσα η δήλωσή του, γιατί δείχνει ότι ο Ερντογάν όχι μόνο συνεχίζει την πολιτική των προκατόχων του, αλλά αμφισβητεί το διεθνές καθεστώς του Αιγαίου και με εκκωφαντικό τρόπο την νομιμότητα των νήσων του Αιγαίου… Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία δεν θέτει απλά θέμα νησιών, αλλά Αιγαίου και αμφισβητεί το διεθνές καθεστώς και τη νομιμότητα. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και προετοιμασμένοι».
Όντως, ο Πρόεδρος Ερντογάν ακολουθεί την παγία γραμμή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ήδη τον Απρίλιο του 1936 η Τουρκία ζήτησε και πέτυχε την αναθεώρηση της Λωζάννης για τα Στενά των Δαρδανελίων-Βοσπόρου με την Συνθήκη του Μοντρέ (20ης Ιουλίου 1936), η οποία εξουδετερώνει κατά κάποιο τρόπο τις αρχές στις οποίες είχε θεμελιωθή εκείνη της Λωζάννης, καθώς επανήλθε η στρατικοποίηση των Στενών και κάποιων νήσων. Η Τουρκία θα επιδοθή σε μεγαλύτερη αμφισβήτηση όλων αυτών των Συνθηκών από το 1973 και κυρίως από το 1996 και έπειτα. Επομένως πρόκειται περί στρατηγικής και όχι απλώς στιγμιαίας παρόρμησης.
Ερμηνείες περί της στρατηγικής
Ο Ερντογάν αποτελεί μία πολύ αμφιλεγόμενη προσωπικότητα για την Τουρκία, ενδεικτικό του οποίου είναι όσα έγραψε ο Κωνσταντινοπολίτης κ. Λεωνίδας Κουμάκης, νομικός, στην ιστοσελίδα «EFENPRESS» της 30ης Σεπτεμβρίου 2016:
«Ένας Τούρκος πολιτικός που μπήκε στην πολιτική πριν από 20 περίπου χρόνια «ξυπόλητος», σήμερα θεωρείται από τους πλουσιότερους πολιτικούς του κόσμου (περιοδικό Forbes), έχοντας μετατρέψει ολόκληρη την Τουρκία σε μια προσ­οδοφόρα οικογενειακή επιχείρηση, χωρίς να μπορεί να τον καταγγείλλει κανείς».
Η καταγωγή του από τα μέρη του Πόντου έχει συνδέσει το όνομά του με το γεγονός ότι επί των ημερών του ναοί και μοναστήρια έχουν επαναλειτουργήσει, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει λάβει μεγάλες ελευθερίες και κανένα θερμό επεισόδιο δεν έχει προκληθή με την Ελλάδα. Οι επικριτές του φθάνουν στο σημείο να τον κατηγορούν ως «κρυπτοχριστιανό» και ότι επιθυμεί την διάλυση της Τουρκίας! Απεναντίας οι υποστηρικτές του βλέπουν σε αυτόν τον παραδοσιακό μουσουλμάνο και συμμερίζονται τα αυτοκαταστροφικά σχέδιά του για την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι μεγάλες εορτές που διοργανώνει κατά την ημερομηνία άλωσης της Πόλης -με ανάλογες ενδυμασίες και την φιλαρμονική να παιανίζη τον ύμνο των Οθωμανών-, η γυναίκα του που στέκει με την μουσουλμανική μανδήλα στο πλευρό του, αλλά και το νέο υπερπολυτελές προεδρικό ανάκτορο αποτελούν τα επαρκή πειστήρια αυτής της άποψης.
Οι διεθνείς εμπειρογνώμονες και γεωπολιτικοί αναλυτές προτείνουν ερμηνείες που σχετίζονται με τα άμεσα συμφέροντα του ιδίου η της Τουρκίας, χωρίς να είναι απίθανο να ισχύουν και να συντρέχουν παραλλήλως όλες.
Η πρώτη αφορά εσωτερικούς λόγους. Ο Ερντογάν προσ­παθεί να εδραιώση την παντοδυναμία του και για να συμβή αυτό αποτελεί μονόδρομο η πολιτική εξόντωση των αντιπάλων του, οι οποίοι είναι Κεμαλιστές. Σε αυτούς ανήκουν οι στρατιωτικοί, 10.000 εκ των οποίων έχουν εκδιωχθή πλέον με αφορμή το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και πολιτικοί, των οποίων την εικόνα αποδομεί ο Ερντογάν καθημερινά προς τον λαό με τις συνεχείς αμφισβητήσεις του προς το πρόσωπο του Κεμάλ, μία εκ των οποίων είναι η Συνθήκη της Λωζάννης που υπεγράφη υπ’ αυτού. Σε αυτά συνεπικουρεί και το γεγονός ότι η οικονομία της Τουρκίας συνεχώς υποβαθμίζεται από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και γι᾽ αυτό συμφέρει ιδιαίτερα ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης με τη μεταφορά της κρίσης σε όλα εκείνα τα κράτη που οδήγησαν στο να «ασφυκτιά» σήμερα η Τουρκία υπογράφοντας την Συνθήκη της Λωζάννης.
Η δεύτερη αφορά στην εξωτερική πολιτική. Η Τουρκία έχει πολλά ανοικτά μέτωπα. Υπάρχει ο κίνδυνος για την δημιουργία Κουρδικού Κράτους η «παλαιστινοποίησης» της νοτιοανατολικής Τουρκίας, ως γράφει ο διεθνολόγος κ. Βασίλης Κοψαχείλης στην ιστοσελίδα liberal.gr, καθώς η στήριξη των ΗΠΑ προς τους Κούρδους της Συρίας «ενισχύει το σενάριο δημιουργίας μιας ακόμη Αυτόνομης Κουρδικής Περιοχής, αυτήν την φορά στη Βόρεια Συρία (Rojava)». Θα πρέπη να αναφερθή ότι στη Συνθήκη της Λωζάννης ορίζονταν επίσης τα σύνορα Τουρκίας και Συρίας. Η Συνθήκη αυτή, την τήρηση της οποίας εγγυάται η Ελλάδα, προστατεύει την Τουρκία από πιθανές απαιτήσεις της Συρίας και την ανυπαρξία Κουρδικού κράτους, καθώς στα μέρη αυτά έχει πλήρη νόμιμη κυριαρχία η Τουρκία. Το καθεστώς όμως σήμερα είναι ρευστό και ίσως επιθυμεί ο Ερντογάν να προλάβη ο ίδιος με την αμφισβήτηση της Λωζάννης τις εξελίξεις.
Είναι χαρακτηριστικά όσα με σαφήνεια διατυπώνει ο κ. Χρήστος Φράγκου στην ιστοσελίδα crisismonitor.gr της 30ης Σεπτεμβρίου 2016:
«Οι δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν πραγματοποιήθηκαν σε μία περίοδο όπου ΗΠΑ και Ρωσία φαίνεται ότι έχουν καταλήξει και προσπαθούν να εφαρμόσουν σχέδιο σταθεροποίησης της Συρίας, το οποίο όμως δεν περιλαμβάνει την Τουρκία και δεν αποδέχεται το ενδεχόμενο δημιουργίας «ζώνης ασφαλείας» βάθους 105 χιλιομέτρων που ζητά η Άγκυρα… Αντιθέτως ο τουρκικός στρατός διαπραγματευόμενος σχεδόν αυτόνομα πέτυχε συμφωνία για γερμανικές επενδύσεις 90 εκατ. Ευρώ στη βάση του Ιντσιρλίκ, σε αντάλλαγμα για την επίσκεψη Γερμανικής βουλευτικής αντιπροσωπίας. Νίκη του τουρκικού στρατού μπορεί να θεωρηθεί και η επέλαση επί συριακού εδάφους και τα πλήγματα επί κουρδικών ομάδων, τα οποία όμως έχουν τραβήξει τα πυρά τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας και της Κίνας που καθιστά τη διατήρηση των θέσεων μη ρεαλιστική».
Οι σκέψεις αυτές τοποθετούν δύο παράγοντες ακόμα στο όλο πλαίσιο. Από την μία το αντίπαλο δέος, ο στρατός, τον οποίο δι’ εσωτερικούς λόγους, ως προεγράφη, επιχειρεί να ελέγξη πλήρως ο Ερντογάν, και από την άλλη οι μεγάλες δυνάμεις ΗΠΑ και Ρωσία. Ποιός είναι πιο πιθανός σύμμαχος;
Η γρήγορη επούλωση της πληγής που δημιούργησε στις σχέσεις Τουρκίας και Ρωσίας η κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού δείχνει ότι τα γεωπολιτικά συμφέροντα (η Ρωσία βρίσκεται εγγύτερα στη περιοχή από την Αμερική και δεν αποτελεί πια τον σοβιετικό κίνδυνο που άλλοτε είχε στρέψει την Τουρκία υποχρεωτικά προς τις ΗΠΑ) αλλά και τα οικονομικά συμφέροντα (αγωγός φυσικού αερίου και άλλες επενδύσεις) στρέφουν την Τουρκία προς την Ρωσία. Άλλωστε η επίφοβη για την γείτονα συμφωνία Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ, όπου το Ισραήλ χαίρει της πλήρους και αφοσιωμένης υποστήριξης των ΗΠΑ, για εκμετάλλευση κοιτασμάτων αερίου η πετρελαίου η με την Αίγυπτο ενοχλεί την Τουρκία, τόσο διότι δεν θέλει να υστερή στην οικονομική ανάπτυξη, όσο και διότι επιθυμεί να έχη λόγο για το εγειρόμενο από αυτήν ζήτημα της ΑΟΖ καθώς μεσολαβεί γεωγραφικά το Καστελόριζο. Όπως και να έχει με τις ΗΠΑ να υποστηρίζουν τους Κούρδους και το Ισραήλ, θελκτικότερη αποβαίνει η Ρωσία. Η αμφισβήτηση της Λωζάννης, δηλ. των συνόρων και των νήσων, διευρύνει το ζήτημα περί των δικαιωμάτων της Τουρκίας στην θαλάσσια ΑΟΖ, αλλά και αφήνει σκόπιμα την υπόνοια για την μη δεδομένη θέση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, το οποίο απογοήτευσε αυτήν κατά τις πρόσφατες περιπολίες στο Αιγαίο, αλλά την πιθανή μελλοντική στενότερη συνεργασία της με την Ρωσία…
Να υποσημειωθούν δύο λεπτομέρειες στην παρούσα συν­άφεια. Η πρώτη σχετίζεται με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν διακόψει επίσημα τουλάχιστον την στρατιωτική βοήθεια προς την Τουρκία το 1975 κατά την κατάληψη της Κύπρου, της οποίας το καθεστώς ήταν καθορισμένο από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Το άρθρο 20 γράφει: «Η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την προσάρτησιν της Κύπρου ανακηρυχθείσαν υπό της Βρεττανικής Κυβερνήσεως την 5ην Νοεμβρίου 1914». Το άρθρο 21 είναι ακόμη πιο συγκεκριμένο: «Οι Τούρκοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την 5ην Νοεμβρίου 1914, θα αποκτήσωσιν, εφ’ οις όροις προβλέπει ο εγχώριος νόμος, την βρεττανικήν ιθαγένειαν, αποβάλλοντες ως εκ τούτου την τουρκικήν». Δηλαδή γνωρίζουν οι Τούρκοι ότι εγκαταλείφθηκαν από τις ΗΠΑ, όταν de facto αμφισβήτησαν την Συνθήκη, ενώ και πάλι σήμερα επιδιώκουν “συνδιοίκηση” της Κύπρου.
Η δεύτερη σχετίζεται με την Συνθήκη του Μοντρέ, με την οποία οι Τούρκοι «κατάργησαν» την Συνθήκη της Λωζάννης. Στην Συνθήκη αυτή για «πρώτη φορά ίσχυσε ειδικό καθεστώς για πολεμικά πλοία που ανήκουν σε παράκτιες χώρες του Ευξείνου Πόντου», προφανώς και της Ρωσίας, ως μας πληροφορεί ο Πλωτάρχης του Πολεμικού Ναυτικού κ. Δημήτριος Ξιφαράς στο περιοδικό Στρατιωτική Επιθεώρηση (Οκτώβριος 2009), το οποίο μαζί με άλλα αναδημοσίευσε η εφημερίδα «Παραπολιτικά» της 8ης Σεπτεμβρίου, πράγμα που σημαίνει πολλά για τις μεταξύ τους σχέσεις εφόσον η Τουρκία ελέγχει τα Στενά.
Τέλος να σημειωθή ότι η αμφισβήτηση της Λωζάννης σχετίζεται και με το ζήτημα του προσφυγικού. Η αμφισβήτηση είναι ένας μοχλός πίεσης της Ευρώπης, καθώς η Τουρκία επιθυμεί την ένταξή της στην Ε. Ένωση, αλλά και την οικονομική αρωγή για τους πρόσφυγες, που η Ευρώπη της έχει υποσχεθή, υπενθυμίζοντας στην διεθνή κοινότητα υπό την πίεση της απελευθέρωσης 1.000.000 προσφύγων, που βρίσκονται στα μικρασιατικά παράλια, το δίλημμα: «με θέλετε σύμμαχο η εχθρό;»
Το Φανάρι
Ήταν κάπως εκτενής η αναφορά στην ερμηνεία της στρατηγικής, αλλά αυτό έγινε σκόπιμα, για να καταστή εναργές πόσο κρίσιμες είναι οι κινήσεις του Πατριαρχείου. Κατ’ αρχάς ο ίδιος ο Πατριάρχης υπήρξε αξιωματικός του τουρκικού στρατού, πυλώνα του κεμαλικού καθεστώτος, κάτι το οποίο δεν θα έχη περάσει καθόλου απαρατήρητο από την τουρκική προεδρία. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι ο Πατριάρχης κατάγεται από την Ίμβρο, ένα νησί το οποίο κατά την Συνθήκη της Λωζάννης δόθηκε στην Τουρκία με υποχρέωση εκείνη να διαμορφώση ειδικό καθεστώς διοίκησης, κάτι το οποίο ουδέποτε εφάρμοσε, δεν εντάσσεται μόνο στην αμφισβήτηση των απορρεουσών υποχρεώσεων της Συνθήκης αλλά και στον αντίκτυπο τον οποίον έχει για τον Ερντογάν οι συχνές επισκέψεις του Πατριάρχη στη νήσο.
Περαιτέρω, οφείλει κανείς να αναρωτηθή περί των σχέσεων του Φαναρίου με τις ΗΠΑ και την Ρωσία. Κατά ατυχή συγκυρία(ήταν απλώς συγκυρία;), προηγήθηκε του πραξικοπήματος, το οποίο σύνδεσε ευθέως ο Ερντογάν με την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, η Σύνοδος του Κολυμβαρίου, η οποία χρηματοδοτήθηκε και στελεχώθηκε από Αμερικανικούς παράγοντες. Είναι αξιοσημείωτο ότι όπως αποκάλυψε πρώτος ο Ο.Τ. (φ. 2118/27.05.2016) στην αντιπροσωπία του Φαναρίου συμμετείχε η κ. Ελισάβετ Προδρόμου συνεργάτης της CIA, ενώ ακόμα και η κ. Χίλαρι Κλίντον, η οποία συνδέεται με τον ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και την οικογένεια του π. Αλεξάνδρου Καρλούτσου, που έχει άμεση και διαρκή επικοινωνία με τον Πατριάρχη, προέβη σε υποστηρικτικές δηλώσεις για την Σύνοδο! Βεβαίως, στο πλαίσιο της διαθρησκειακής του γραμμής, γνώριζε και ο ίδιος ο Πατριάρχης πολύ καλά τον εχθρό του Ερντογάν Φ. Γκιουλέν.  Η ίδια Σύνοδος έφερε σε μεγαλύτερη διάσταση το Φανάρι με την Εκκλησία της Ρωσίας. Οι αδιαμφισβήτητες σχέσεις Φαναρίου και ΗΠΑ και παράλληλα οι αποστάσεις του από τη Μόσχα έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της Τουρκίας.
Για όλα αυτά καλείται να αναρρωτηθή κανείς ποιόν εξυπηρετεί η εκκλησιαστική διοίκηση των Δωδεκανήσων, της Κρήτης και των υποτιθεμένων «Νέων Χωρών» (Μητροπόλεις Μακεδονίας, Θράκης και Νήσων Βορείου Αιγαίου) να εξαρτάται από το Φανάρι. Ποιμαντικά πάντως δεν διευκολύνει την ενότητα με την υπόλοιπη Ελλάδα. Απόδειξη είναι η πρόσφατη σύγκληση της Ιεραρχίας, η οποία αποφάσιζε για το μάθημα των θρησκευτικών. Ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης και ο Μητροπολίτης Ρόδου δήλωσαν μακρόθεν ότι συντάσσονται με τον Μακαριώτατο. Και αν σε άλλο ζήτημα λάβουν άλλη θέση; Η ανάγκη να συνταχθούν δηλώνει ότι δεν αποτελούν οργανικά μέλη της Ιεραρχίας, αλλά ούτε ότι θα είναι πάντοτε υποχρεωμένοι να συντάσσονται με αυτήν…
Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης αμφισβητεί την απόδοση της Θράκης και των Νήσων Β. Αιγαίου στην Ελλάδα. Για τα Δωδεκάνησα, που αποδόθηκαν δια της Συνθήκης του Παρισίου (10 Φεβρουαρίου 1947) -στην οποία δεν συμμετείχε η Τουρκία-, η αμφισβήτηση, αν και παντελώς αδικαιολόγητη και αστήρικτη, είναι ακόμη πιο έντονη. Σε αυτά ας συνυπολογισθή ότι η απόδοση τουρκικής υπηκοότητας σε Ιεράρχες της Ελλάδος (Κρήτης και Δωδεκανήσων) κατ’ απαίτηση της τουρκικής αρχής αποτελεί άλλη μία de facto αμφισβήτηση της Συνθήκης, καθώς όποιος την μελετήσει προσεκτικά θα διαπιστώση πόσο βαρύτητα δίνεται στο ζήτημα ότι για όσους βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος αφαιρείται οπωσδήποτε η τουρκική υπηκοότητα. Τελικά το επιχείρημα «τι πειράζει οι εκκλησιαστικές διοικήσεις να είναι διαφορετικές από τις πολιτικές» βλέπουμε ότι καταστρατηγείται κατά τα συμφέροντα των ιδίων που το επικαλούνται… Μάταια ο Σεβ. Προύσης δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα σχετικά με το κυπριακό ότι «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν αναμιγνύεται σε πολιτικά, διπλωματικά και άλλα διεθνή ζητήματα»…
Τι να αναμένωμεν;
Η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν μία κάποια εξασφάλιση για το Πατριαρχείο. Η Τουρκία με την υπογραφή της είχε αναγκασθή να παραιτηθή από την αξίωση να μεταφερθή το Πατριαρχείο εκτός τουρκικού εδάφους και έτσι δεν ξεριζώθηκε. Παραλλήλως διαφυλάχθηκαν τα βακούφια και η δυνατότητα να λειτουργή η Θεολογική Σχολή της Χάλκης (αφήνουμε κατά μέρος αν αυτό σήμερα είναι ορθό) εφόσον προβλέπεται με τα άρθρα 37 έως 45 όχι μόνο η απρόσκοπτη τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων, αλλά και η δυνατότητα για ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων, έστω και αν μεταγενέστερα αθετήθηκαν αυτές οι διατάξεις αυθαίρετα. Αυτά απαίτησαν την παραίτηση του Πατριαρχείου από τον «εθναρχικό» του ρόλο, που είχε κατά την Τουρκοκρατία, καθώς θα έπρεπε να περιορισθή μόνο στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Αλληλένδετο με αυτό ήταν η μη αποδοχή από την Τουρκία του τίτλου «Οικουμενικό», διότι αυτός συνδεόταν κατά την επίσημη άποψη με ρόλο πέραν των λειτουργικών και ποιμαντικών καθηκόντων της Ορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Συνέβαλαν καθοριστικά σε αυτό και τα διαχριστιανικά και τα διαθρησκειακά ανοίγματα του Πατριαρχείου… Η αμφισβήτηση της Λωζάννης σημαίνει και διαπραγμάτευση εξαρχής για τη θέση του Πατριαρχείου, όπως επίσης για το διεθνές καθεστώς, στο οποίο υπάγεται.
"ο.τ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου