ΑΒΥΣΣΑΛΕΟΝ ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ -- Αθωνικά άνθη

Ελέχθη ευφυώς ότι το θαύμα συνίσταται εις το εμμένειν. Όντως. Θαύμα είναι η διάσπασις της σχέσεως αιτίου και αποτελέσματος. Και τοιούτον θαύμα αποτελεί το γεγονός, ότι η αγία Ορθοδοξία μας εμμένει είκοσιν αιώνας εν τη Αποστολική παραδόσει. Θαύμα θαυμάτων η κεχαριτωμένη Εκκλησία μας! Τι δεν μετεβλήθη, τι δεν μετεμορφώθη, τι δεν ανετράπη κατά τον μακρότατον δίαυλον των αιώνων τούτων; Θεσμοί, φιλοσοφίαι, ιδέαι, συστήματα, καθεστώτα, έθνη, ο κόσμος ολόκληρος. Πάντα ηλλοιώθησαν. Και μόνη η Εκκλησία έμεινεν αρραγής, αμετάβλητος, υπερφυσικόν πράγμα και θέαμα μέσα εις την ρέουσαν του βίου τούτου διάβασιν. Ιδού το θαύμα. «Και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέπεσον τη Εκκλησία και ουκ έπεσε· τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν». Η δε πέτρα είναι ο Χριστός. Η Εκκλησία, λοιπόν, μένει εις τον αιώνα και «πύλαι άδου ου κατισχύσουσι». Πίπτουσι μόνον οι άνθρωποι. Εάν δε είπητε ότι έπεσαν και Εκκλησίαι, θ’ απαντήσωμεν: Εκκλησίαι, ναι,-- ως σύνολα ανθρώπων. Η Εκκλησία ποτέ, ως διδασκαλία, ως θεσμός θεοφύτευτος και ως σώζουσα πνευματική Κιβωτός, ως Θεανθρώπινον Σώμα.                                                            
Ιδού η Ορθοδοξία. Η νύμφη του Χριστού. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Αι δε λεγόμεναι εκκλησίαι, όσαι απατηθείσαι υπό του σατανά εξεκόπησαν της Ορθοδοξίας, δεν είναι, ειμή άζωα, αφεγγή, «ακοινώνητα», απέλπιδα, δυστυχή και μεμολυσμένα την παρθενικότητα τμήματα. Νύμφαι διαζευγμέναι από τον Νυμφίον Χριστόν, ως μη φυλάξασαι αμώμητον την πίστιν.
Δύνανται δε να επανέλθουν καλώς, όθεν κακώς απεσπάσθησαν. Αρκεί να επαναλάβουν του ασώτου την φωνήν. Και τότε πάλιν δίδονται αυτοίς ο Χριστός, οι Απόστολοι, των αγίων Πατέρων ο χορός, αι Σύνοδοι, η Παράδοσις, η Θεολογία. Όλα ιδικά των. Η απόφανσις της Εκκλησίας είναι σαφής: «Των αποστόλων το κήρυγμα και των Πατέρων τα δόγματα τη εκκλησία μίαν την πίστιν εσφράγισαν· η και χιτώνα φορούσα τον υφαντόν εκ της άνω Θεολογίας, ορθοτομεί και δοξάζει της ευσεβείας το μέγα μυστήριον».                                                                        
Πολλοί λέγουν ότι οι αιώνες περνούν, ο κόσμος μετασχηματίζεται, νέοι καιροί, νέα ήθη, νέαι ιδέαι, νέοι προσανατολισμοί. Αυτά δια τον «κόσμον». Η Εκκλησία ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου. Είναι υπέρ τον χώρον και τον χρόνον, ενώ στρατεύεται εν χώρω και χρόνω. Και όπως εσκέπτετο τον πρώτον αιώνα, ούτως εσκέπτετο και κατά τον μέσον αιώνα. Ούτω σκέπτεται και τώρα, και μέχρι τερμάτων αιώνων κατά τον ίδιον τρόπον θα σκέπτεται. Μόνον τρόπους ενεργείας αλλάσσει και θα αλλάσση. Από την σύνολον διδασκαλίαν του αγίου Πνεύματος, όμως, δεν αλλοιώνει ούτε ιώτα ούτε κεραίαν και δίδει μεγίστην σημασίαν και εις την ελαχίστην εντολήν. Ούτως, ενώ παραμένει αμετακίνητος και ακαινοτόμητος η Ορθοδοξία, διασώζει όλην την πνευματικήν της αίγλην και ανθηρότητα, όλον το θείον κάλλος της, τον ουράνιον δυναμισμόν της, την ζωτικότητά της, την αγνότητα και αλήθειάν της, όπως ήτο την ημέραν της αγίας Πεντηκοστής, καθ’ ην ανεδύθη εκ της ανυπαρξίας της…                                                                                                 
Οι ανατεθραμμένοι εν φόβω Θεού και αγάπη και πίστει εις την Ορθόδοξον πνευματικήν παράδοσιν, εννοούν καλώς διατί αγωνιζόμεθα και επιμένομεν να ασχολούμεθα με το ανακινηθέν ζήτημα της «ενώσεως των Εκκλησιών». Οι αδιάφοροι και καιροσκόποι, οι θεωρούντες την Εκκλησίαν του Χριστού ως ταπεινήν θεραπαινίδα πολιτικών και εγκοσμίων σκοπών, μας χαρακτηρίζουν ως φανατικούς και σκοταδιστάς. Οι δε Χριστιανοί, με την «σύγχρονον» περί χριστιανισμού αντίληψιν, μας βλέπουν ως στενοκεφάλους και … εστερημένους της, τόσον κακοπαθούσης, υψίστης χριστιανικής αρετής, της αγάπης!                                    
Αλλά, τι να είπωμεν; Εις μεν τους πρώτους, δεν έχομεν, ειμή να επαναλάβωμεν: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε εν εκείνη τη ημέρα…», εάν μετά της τηρήσεως της ορθής πίστεως προβάλλετε και καθαρόν βίον. Εις τους δευτέρους, ως προς ημάς ανομοίους και πλέοντας εις το σκότος της απιστίας, πας λόγος πίστεως είναι περιττός. Εις δε τους τρίτους; Δι’ αυτούς, υπέρ αυτών και κατ’ αυτών κάμνομεν τον πόλεμον, ως λίαν επικινδύνων, όταν μάλιστα τυγχάνουν και εκ του ιερού Κλήρου και ιδιαιτέρως, όταν κατέχουν ηγετικάς θέσεις και εμφανίζονται ως φορείς—φευ! – του πνεύματος της αγιωτάτης Εκκλησίας μας. Την οποίαν διασύρουν! Και παρασύρουν εις την απώλειαν τα φωτόμορφα τέκνα της Ορθοδοξίας…                                                                                                              
Προς τους τελευταίους, λοιπόν, υπέρ ων και καθ’ ων διεξάγομεν τον προκείμενον της πίστεως αγώνα, απευθύνομεν λόγους Ορθοδοξίας. Και ο λόγος πρέπει να είναι ήρεμος και σεμνός. «Ει δε που ο λόγος σφοδρότερος κατηνέχθη, τούτ’ ουχ ημέτερον, αλλά της φύσεως του θείου λόγου, όστις ανάλογον της των ακουόντων αποστάσεως από της αληθείας ποιεί και την πληγήν βαθυτέραν. Και τούτο πανσόφως, ίνα εξυπνήση τέως αυτούς του ληθάργου, εις ον βεβυθισμένοι τυγχάνουσι…».                                                                                                                                                                     
Προς τους πλανωμένους τούτους και πλανώντας και εξεθέσαμεν τας αρχάς της αμωμήτου ημών πίστεως και εξακολουθούμεν να γράφωμεν και να φωνάζωμεν, διατί εμμένομεν τη Ορθοδόξω Παραδόσει, διατί αρνούμεθα πάντα συμβιβασμόν μετά των αιρετικών και διατί ο φιλενωτισμός είναι Θεοκατάρατος. Και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις και «εβραγχίασεν ο λάρυγξ» ημών, κραυγαζόντων «ευκαίρως, ακαίρως». Και χάνομεν την ελπίδα μας αν θα εξυπνήσουν «εκ του ληθάργου, εις ον βεβυθισμένοι τυγχάνουσιν». Αλλ’ ημείς, επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι, δεν θα παύσωμεν τον λόγον Ορθοδοξίας προς πάσαν κατεύθυνσιν, όσον και αν ούτος αναλόγως «της των ακουόντων αποστάσεως από της αληθείας ποιεί και την πληγήν βαρυτέραν».                                                                                                                                                                             
Καταγράφομεν ως τρίτον τεκτονικόν σεισμόν ενωτισμού από του σχίσματος, τον τελευταίον σεισμόν, που επίκεντρόν του έχει αυτό το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Αυτός υπερέβαλεν εις καταστρεπτικότητα τους δύο πρώτους, χωρίς να δυνάμεθα να προϊδωμεν τας εν συνεχεία συνεπείας. Αλλ’ οι δύο εκείνοι σεισμοί της Ορθοδοξίας, ο ένας τον 13ον και ο έτερος τον 15ον αιώνα, είχον, ας είπωμεν, κάποιαν δικαιολογίαν. Τον άμεσον κίνδυνον της Πατρίδος—αν και ουδείς κίνδυνος δικαιολογή την θυσίαν της αληθείας. Τώρα όμως; Ούτε κίνδυνος, αλλ’ ούτε και βασιλείς λαμβάνουν την πρωτοβουλίαν. Αλλά ποίος; Αυτός ο εξ αξιώματος φρουρός της πίστεως. Και διατί; Διότι δεν αντελήφθη τι εστιν Ορθοδοξία. Και πότε τούτο; Μετά την τραγικήν αποτυχίαν των ενωτικών πειραμάτων και ύστερα από την συσσώρευσιν τόσου πλούτου ανθενωτικής γραμματείας!                                                                                                                                           
Σήμερον, κατόπιν τόσης αντιπαπικής γραμματολογίας, είναι πολύ ευκολώτερον να μορφώση κανείς φρόνημα περί της φύσεως του Παπισμού ή προ δύο αιώνων. Πατέρες σοφώτατοι και αγιώτατοι, μεμαρτυρημένοι υπό Θεού, εξ αφορμής των Παπικών προκλήσεων και μηχανορραφιών εν τη Ανατολή, πόσα δεν έγραψαν απογυμνούντες τον Παπισμόν από κάθε απατηλόν ένδυμα και παρουσιάζοντες την φύσιν του εις πλέον ελεεινήν μορφήν! Παραπέμπομεν όσους βούλονται να μάθουν την αλήθειαν, εις τους αγίους της Εκκλησίας μας. Εις τον σοφώτατον Μοναχόν Ιωσήφ Βρυέννιον, εις τον Γεννάδιον τον Σχολάριον, Δοσίθεον Πατριάρχην Ιεροσολύμων, άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν, τον Μ. Φώτιον, τους εντεύθεν Πατριάρχας της Ανατολής όλους, πλην του Βέκκου, του Μεταξάκη και του τελευταίου κ. Αθηναγόρου. Εις όλους τους σοφούς διδασκάλους του γένους, αγίους Κοσμάν τον Αιτωλόν και Νικόδημον τον Αγιορείτην, τον Αθανάσιον Πάριον, τους αγίους Μακάριον τον Κορίνθου και τον επί των ημερών μας θαυματουργόν άγιον Νεκτάριον Πενταπόλεως, τον σοφώτατον Ευγένιον τον Βούλγαρην. Παραπέμπομεν εις τα πλήθη των υπό λατινοφρόνων βασανισθέντων Ομολογητών εν όλη τη Ανατολή και εξαιρέτως εν Αγίω Όρει. Και εις τον μέγαν άγιον Μελέτιον τον Γαλησιώτην, όστις, λέγων ενώπιον του Μιχαήλ του Αζυμίτου ότι «ημείς αποστρεφόμεθα τους Λατίνους, όχι δια το ετερόδοξον μόνον, αλλά και δια την ενοικούσαν αυτοίς έμφυτον κακίαν», υπέστη εκρίζωσιν της γλώσσης και των οδόντων του. Παραπέμπομεν, λοιπόν εις όλους, τους δια της γραφίδος και των μαρτυρικών αιμάτων ανανεώσαντας και κρατύναντας την Ορθόδοξον Πίστιν, ακριβώς, απαραλλάκτως, όπως την παρέδωκαν ημίν οι αυτόπται και υπηρέται του Λόγου. Αυτήν την Παναγίαν Πίστιν κρατούμεν χάριτι Χριστού και ημείς, αντλούντες φως και γνώσιν και χάριν εις εύκαιρον βοήθειαν. Και εμμένομεν…                                
Είναι δε άπορον: πως Ορθόδοξοι Χριστιανοί κληρικοί και Μοναχοί μάλιστα γνωρίζοντες την διδασκαλίαν της Εκκλησίας μας, την απαιτουμένην ακρίβειαν περί το δόγμα και την ηθικήν και την λατρείαν δεν εξεγείρονται κατά των ενωτικών βουλών των συγχρόνων ενωτικών;                                                                                    
Φρίττει κανείς, όταν σκέπτεται το σκότος υπό του οποίου κατέχονται, όσοι ομιλούν χαίροντες δια προσεγγίσεις και διαλόγους με τον Παπισμόν, ύστερα από την τόσον σαφή διδασκαλίαν των αγίων Πατέρων μας, ύστερα από τας αποβλήτους παλαιοτέρας ενωτικάς κινήσεις, ύστερα από την αποκάλυψιν της ειδεχθούς ψυχοσυνθέσεως του Παπισμού.                                                                                    
Όταν αναλογίζεται τας φρικτάς αράς της Εκκλησίας και τα αναθέματα δια πάσαν καινοτομίαν, όταν αναμιμνήσκεται των ωμών φρικαλεοτήτων που διέπραξαν οι Παπικοί εις βάρος των Ορθοδόξων παλαιόθεν και μέχρις εσχάτων, τας υπουλότητας, τους Ιησουϊτισμούς, την επηρμένην Παπικήν οφρύν, τας ατίμους διεισδύσεις εις τον έντιμον χώρον της Ορθοδοξίας και όσα κακουργούσα διάνοια δύναται να συλλάβη εις βάρος ακάκων και πιστών εις την Εκκλησίαν των…                                                               
Αλλά μη τις νομίση ότι μνησικακούντες αναφέρομεν όσα υπέστημεν επί συνεχείς δέκα αιώνας υπό των Παπικών. Συνεχωρήσαμεν τα εγκλήματά των. Ενθυμούμεθα όμως προς φρονηματισμόν μας την «ενοικούσαν αυτοίς έμφυτον κακίαν». Αλλά και αυτήν την παραθεωρούμεν, εάν αποδείξουν ότι αντελήφθησαν την άβυσσον, εις την οποίαν ενέπεσαν και επιθυμούν να τους βοηθήσωμεν. Δυστυχώς όμως, ενώ ημείς ακαίρως, αδοκίμως και αδιαφόρως, προς τας ήδη τρανώς εκδηλωθείσας παπικάς προθέσεις, προβαίνομεν εις ενεργείας αντορθοδόξους, «χάριν της αγάπης», αυτοί εξακολουθούν το τροπάριόν των. «Ημείς, λέγουν, είμεθα η Εκκλησία. Σεις είσθε, απεσχισμένοι έχοντες όμως και μικράς τινας αληθείας! Έλθετε υπό την σκέπην του Πάπα!». Και αυτά δεν τα είπαν μόνον κατά κόρον επί δέκα αιώνες, αλλά τα συνεχίζουν μέχρι σήμερον. Και δεν αποτελούν τετριμμένα προπαγανδιστικά συνθήματα μισσιοναρίων, που κατετάραξαν την Ανατολήν, αλλά επισημοτάτας διατυπώσεις της τελευταίας Βατικανής Συνόδου. Τόσον το σκότος, τόση η εωσφορική, υφ’ ης κατέχονται, έπαρσις! Πως είναι δυνατόν να κάμη κανείς διάλογον με τους προσκεκολλημένους εις τοιαύτα δαιμονικά φρονήματα; Και τι ελπίζομεν να φέρουν αι προσεγγίσεις ειμή φθοράν των Ορθοδόξων και, εν περιπτώσει βεβαίας αποτυχίας κατά την «καλλιέργειαν της αγάπης», ανάξεσιν των πληγών των εις το καθ’ ημών θρησκευτικόν μίσος; Διότι οι Λατίνοι μισούν και η ιστορία των εγράφη με αίμα αθώων…                                                           
Ο Παπισμός αποτελεί ιδιόμορφον κλάσμα «κόσμου», υπό την στιλπνήν επιφάνειαν του οποίου αναδεύουν τα πλέον ψεκτά πάθη, άτινα οδηγούν εις εγκληματικάς πράξεις… «αγιαζομένας» από τον σκοπόν, όστις συνίσταται εις την δόξαν του Πάπα! Πρόκειται περί ψυχικής νόσου ανθρωπίνως, δυστυχώς, ανιάτου. Έτσι εξηγείται το φαινόμενον, ότι ενώ επί δέκα ολοκλήρους αιώνας εβύθισεν εις το πένθος και το αίμα τους λαούς και τα έθνη, εξακολουθεί να φρονή ότι ούτω «λατρείαν προσφέρει τω Θεώ».                                                                                                    
Η διαφορά της Ορθοδοξίας με τον Παπισμόν αποτελεί σφάλμα να εντοπίζεται μόνον εις τα δόγματα, άτινα ενόθευσεν. Η διαφορά επεκτείνεται εις αυτήν την νοοτροπίαν, ήτις τον κατεκρήμνισεν εις ηθικόν χάος.                                                                        
Και αν—πράγματι φύσει αδύνατον—απέρριπτε τα σαθρά δόγματα που συνεσώρευσε, και πάλιν θα ήτο προβληματική η μεθ’ ημών πνευματική κοινωνία, αν προηγουμένως δεν διήρχετο από κάποιο «καθαρτήριον πυρ», που θα έστελλε, προς εξαγνισμόν και αναβάπτισιν εις το πνεύμα του Χριστιανισμού, αυτός ο Θεός. Ας μη πλανώμεθα. Με τον Παπισμόν συνεκράθησαν στοιχεία δαιμονικά. Πρέπει να μη διατελώμεν εν γνώσει της καθαρότητος της Ορθοδοξίας, δια να νομίζωμεν ότι υπάρχει περίπτωσις ενώσεως ή συνεργασίας. Το λέγομεν με αληθή οδύνην αυτό. Αλλά δεν δυνάμεθα να αποσιωπήσωμεν την πραγματικότητα. Δεν είμεθα υπερβολικοί. Αν αυτός ο Παπισμός, ο εις τόσους βοθύνους εμπεσών, ο τόσον διαστρέψας την θείαν διδασκαλίαν της Εκκλησίας και υπό τόσων ατίμων ηθικών παθών διαστραφείς, μόλις καταδέχεται να αναγνωρίση εις την άσπιλον δογματικώς και ηθικώς—κατά την διδασκαλίαν—Ορθοδοξίαν μας ύπαρξιν ιχνών αληθείας, διατί να μη ενίδωμεν ημείς εις τούτον δαιμονικάς ενεργείας, εν είδος δαιμονοληψίας ή επηρείας υπό πνευμάτων ακαθάρτων;                                                                                             
Με το πνεύμα ελεύθερον, απηλλαγμένον της φοβίας ενώπιον του επτακεφάλου θηρίου της Αποκαλύψεως, δηλαδή της κοσμικής δόξης και ισχύος, εν συναισθήσει του μεγαλείου της Ορθοδοξίας και της απολύτου βεβαιότητος, ότι «μεθ’ ημών ο Θεός» και επομένως «ουδείς καθ’ ημών», οφείλομεν να κρατήσωμεν την αμώμητον πίστιν, μη «κοινωνούντες αλλοτρίαις αμαρτίαις».                                                            
Οι άγιοι Πατέρες έλεγον ότι «ο Παπισμός από Θεού έστι χωρισμός». Τότε. Τώρα, ότε περισσότερον διέστρεψε τον Χριστιανισμόν και διεστράφη τόσον, τι τάχα θα έλεγον; Πάντως, ημείς «ου βουλόμεθα χωρισθήναι από Θεού…».                                                                
Εκτός της ατοπίας και αντικανονικότητος του συναγελασμού Ορθοδόξων μετά Λατίνων, δια την συγκρότησιν, ως λέγουν, ενός στρατοπέδου προς άμυναν έναντι κοινών εχθρών—ως αν μη ήτο ο Παπισμός ένας εχθρός του κόσμου--, αλλά λογικώς και πρακτικώς είναι αστήρικτος η… συμμαχία. Διότι τους εχθρούς του Χριστιανισμού πολεμεί έκαστος εις τον χώρον του εν αποκεντρώσει αφ’ ενός· και αφ’ ετέρου, ημείς οι Ορθόδοξοι, παρ’ ότι πολλά παθόντες από την λατινίδα «αδελφήν», ουδέν ποιούμεν, ώστε να τιθέμεθα πρόσκομμα της δράσεώς της. Ημείς τους Λατίνους τους αγαπώμεν ως σφαγέας μας, τους οικτείρομεν ως πεπτωκότας εκ του ύψους της αληθείας και προσευχόμεθα υπέρ αυτών, μήπως ο Κύριος τη δυνάμει και ενεργεία του Αγίου του Πνεύματος διαλύση τον ζόφον, εντός του οποίου κινούνται και παύσουν καθ’ ημών βυσσοδομούντες.                                                                                                                                      
Ονομάζομεν ανωτέρω τον Παπισμόν, «εχθρόν του κόσμου». Δεν τον αδικούμεν. Προς απόδειξιν προσάγομεν τα συγγράμματα όσων αγίων Πατέρων και σοφών της Ορθοδοξίας ανεφέραμεν, τα βιβλία, άτινα εξεδόθησαν τελευταίως υπό των: Κόντογλου, Καλομοίρου, Καλύβα, Λαμπάτου, Καβαρνού, το βιβλίον του Άβρο Μανχάτταν «Το Βατικανόν και ο εικοστός αιών» και παραπέμπομεν και εις την αδέκαστον ιστορίαν, την πλήρη αιμάτων εκ του παπικού μίσους. Δεν διαβάλλομεν λοιπόν τον Παπισμόν. Απλώς τον επαναφέρομεν εις την μνήμην μας, όπως ενεφανίσθη, όπως εξειλίχθη και όπως έδρασε. Και δια να τον παρουσιάσωμεν όπως είναι. Δια να διδάξωμεν αγνοούσιν, αλλά και να ειδοποιήσωμεν ότι «κακουργούσιν ουκ επιτρέψομεν».







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου