ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ -- Αθωνικά άνθη

 Οι συνοπτικές σκέψεις περί Παραδόσεως και παραδόσεων του προηγουμένου τεύχους του περιοδικού «Παράδοση» επιβάλλουν μιάν απαραίτητη αποσαφήνιση, αφού ο βασικός στόχος του υπόψη περιοδικού είναι η ευγενική φιλοδοξία της εξαγγελίας και διασώσεως των εθνικών παραδόσεων, και άλλων μη εθνικών, που όμως εμπίπτουν στον χώρο του Έθνους. Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί και αληθινοί και να βλέπουμε με όραση βαθειά και πλατειά και αν έχουμε την αγία έφεση να επισημάνουμε το ζητούμενο, θα πρέπει να ελευθερωθούμε προηγουμένως από τις στενές υποκειμενικές «δόξες» μας, να παραιτηθούμε από την επιθυμία συστολής των μεγάλων πραγμάτων στα μέτρα μας και να διασταλούμε—όσο είναι δυνατό—για να αγκαλιάσουμε τα θεμελιακά προβλήματά μας. Έτσι, λυτρωμένοι από τις επήρειες των προσωπικών παθών μας, που μικραίνουν την εμβέλεια της πνευματικής μας οράσεως και διαστρέφουν την γεύση μας, θα μπορέσουμε να πετάξουμε προς όλα τα εφικτά ύψη και βάθη της ιστορικής μας μοίρας και να ανιχνεύσουμε με αέτειο μάτι και ιερό δέος τον δρόμο που διανύσαμε, τις αφετηρίες μας, που τώρα είμαστε, που πρέπει και πως πρέπει να βαδίσουμε. Λοιπόν, από πού θα αρχίσουμε; Από πού αλλού; Από το «Εν αρχή ην ο Λόγος». Από τον Λόγον, αναμφίβολα, διότι «πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε». Και διότι «εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιω. α: 1-4). Ήδη βρισκόμαστε στην αφετηρία της υπάρξεώς μας, που προδιαγράφει και την περιπέτεια της ιστορίας του κόσμου. Και συνεχίζουμε· «Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιωάν. 12). Μέσα σ’ αυτή τη φράση συμπυκνώνεται όλο το νόημα της ζωής, όλη η μακαριότης και η ευγένεια των ανθρώπων, που «έλαβον αυτόν» και όλη η τραγικότης της ανθρωπότητος που τον αγνόησε. Η ιστορία απ’ εδώ και πέρα γράφεται ανάλογα με τη στάση που παίρνει ο κόσμος απέναντι στη «ζωή και το φως των ανθρώπων».

 Ίσως μου παρατηρηθή, ότι αντί να προσγειωθώ στην περιγραφή των παραδόσεων του Έθνους, κάνω θεολογία. Αυτό είναι αλήθεια, γιατί το θεμέλιο του Έθνους είναι η θεολογία. Χωρίς θεολογία δεν μπορούμε να θεμελιώσουμε τις παραδόσεις. Αν δεν αναζητήσουμε «τας πρώτας αρχάς», είναι αδύνατο να αποφύγουμε τον ψόγο, ότι παίζουμε με τα όσια και τα «τιμιώτατα». Όλα τα έθνη έχουν την «θεολογία» τους. Και η ελληνική φυλή, σαν «δεισιδαιμονεστέρα», πως είναι δυνατό να μην έχη την θεολογία της; Από την πρώτη αυγή της ιστορίας μας, από τους Ομηρικούς χρόνους διακρινόμαστε για την θεοσέβειά μας, για την πίστη μας στους «Θεούς» στον «Άγνωστο Θεό» και για το «από Διός άρχεσθαι». Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Παύλος, κατά τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο διεκήρυξεν από του πιο σεβασμίου χώρου για τους Έλληνες, από τον Άρειον Πάγον ότι «ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλω υμίν» (Πραξ. ιζ: 22-31). Κι’ έτσι, αντί του δωδεκαθέου και του «Αγνώστου», ο ελληνισμός ύστερα από φιλοσοφικές διεργασίες δέχτηκε τον «εν αρχή» Σαρκωθέντα Λόγον. Και επειδή «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε, ο μονογενής υιός ο ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν. α: 18). Το άγιο Βυζάντιό μας, στην συγκεκριμένη περιοχή του χώρου και του χρόνου, αναχώνευσε όλα τα παραδοσιακά στοιχεία του ελληνισμού μέσα στη φωτιά του αγίου Πνεύματος. Και ό,τι άνθεξε στο καμίνι της δοκιμασίας από τα «παλαιά» σώθηκε. Ό,τι ήταν σάπιο έγινε στάχτη. Έτσι από την ένωση και το καθαρτήριο πυρ έμεινε μόνον η Ορθοδοξία, δηλαδή η Εκκλησία, που συνήγαγε από κάθε φυλή, λαό και γλώσσα εκείνα τα παιδιά του Θεού, που δέχτηκαν με πίστη και αγάπη τον Σαρκωθέντα Λόγο. Η Εκκλησία σαν δύναμη αναμορφωτική του νου και της καρδιάς, με τα υπερφυσικής ενεργείας Μυστήρια και την ουράνια Διδαχή της διεμόρφωνε την ζωή, την σκέψη και το βίωμα των τέως «Ελλήνων» σε Ορθοδόξους Χριστιανούς. Έτσι δημιουργήθηκε το ήθος και οι Παραδόσεις της φυλής. Θα μπορούσε να υποστηριχθή, ότι ο Έλληνας, χωρίς να χάση την φυλετική του ιδιομορφία, έγινε περισσότερο Χριστιανός και λιγώτερο Έλληνας. Γιατί πρέπει να το πούμε πλέον καθαρά, ότι όπου ο Χριστιανισμός έγινε αποδεκτός και συνέστησε Εκκλησίες, εκεί και το φυλετικό χρώμα ξεθώριασε. Με άλλα λόγια, τα παιδιά του Θεού τα διεσκορπισμένα, τα τραυματισμένα, τα τυφλά, τα βυθισμένα στο σκοτάδι της αγνωσίας, τα εμπαιζόμενα από τους δαίμονες, ήρθε ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού, να τα λυτρώση από τους σκοτεινούς δυνάστες τους, να τα καθαρίση, να τα φωτίση, να τα ενώση «εις εν» μέσα στην Εκκλησία Του και εκεί να τα θεώση. Και έτσι εδομήθη μια παγκόσμια Εκκλησία, που σαν χώρος συναντήσεως του ανθρώπου με τον Θεόν, σαν κιβωτός σωτηρίας, σαν νέος κόσμος, νέα ήθη, νέα ζωή, δέχτηκε στους κόλπους της όλες τις φυλές, όλα τα έθνη, τα οποία αφωμοιώθηκαν σε μορφή πανανθρώπινης κοινωνίας ενωμένης με κοινή πίστη και αγάπη στο Χριστό, με Κεφαλή τον Χριστό και το Σώμα Του όλοι αυτοί. Αυτό ακριβώς το νόημα έχει ο Αποστολικός λόγος: «Πάντες γαρ υιοί Θεού εστε δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού. Όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος» (Γαλ. δ: 26-28). Στην ιστορική διαδρομή του αγίου Βυζαντίου μας, μ’ όλες τις σκιερές πλευρές του, κυριάρχησεν η ιδέα, το βίωμα, η φορά και ο προσανατολισμός για την εν Χριστώ ανθρώπινη τελειότητα. Με αφετηρίες και οδηγητικούς κανόνες ζωής τις Ορθόδοξες πνευματικές παραδόσεις, με την τήρηση της Αποστολικής και Εκκλησιαστικής Παραδόσεως, που κωδικοποιήθηκαν σε Ιερούς Κανόνες και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, οι βυζαντινοί – που ήσαν ένα κράμα ελληνικότητος και χριστιανισμού – δεν διεμόρφωναν μόνο νοοτροπία με βάση τους παραπάνω παράγοντες, αλλά διαπότιζαν και όλο το είναι τους για να γίνουν τέλειοι «εν Χριστώ». Το αναρίθμητο πλήθος των φορητών Εικόνων, οι νωπογραφίες, τα ψηφιδωτά, τα μωσαϊκά, που εκάλυπταν τις επιφάνειες των Ορθοδόξων Ναών, οι μινιατούρες που κοσμούσαν τα χειρόγραφα με τα εκκλησιαστικά και θεολογικά κείμενα, αποτελούν τα πλέον ισχυρά τεκμήρια του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε η ψυχή των βυζαντινών. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε τους κεντητούς Επιταφίους, τα επιτραχήλια και γενικά τα εκκλησιαστικά σκεύη, όλα με θρησκευτικά θέματα, έχουμε ολόκληρη την ψυχή των βυζαντινών ζυμωμένη με το Ευαγγέλιο και την Ορθόδοξη Λατρεία. Δηλαδή βλέπουμε μια συνείδηση κυριαρχημένη από ορθόδοξη θρησκευτικότητα. Με άλλα λόγια κέντρο βασικό της ζωής των βυζαντινών ήταν ο Χριστός. Μέριμνά τους το «πάσαν την βιωτικήν αποθώμεθα μέριμναν». Σκοπός τους η σωτηρία της ψυχής με την παραδοσιακή μεθοδολογία: ιερές Ακολουθίες, θεία Λειτουργία, Μυστήρια της Εκκλησίας, αδιάλειπτη προσευχή, νηστείες, αναγνώσεις πνευματικών βιβλίων στο σπίτι και γενικά η ευαγγελική ζωή με την εργασία των εντολών του Χριστού είτε στα πλαίσια της οικογενείας, είτε στα Μοναστήρια που φώτιζαν τους λαϊκούς.
Φυσικό ανακύπτει εδώ το ερώτημα· αυτά τα στοιχεία που συγκροτούσαν την ζωή των βυζαντινών χριστιανών, μαζί με τις βιωτικές εργασίες των, ήταν ικανά να καλύψουν τις ανάγκες της ψυχής και του νου; Ψυχαγωγίες δεν είχαν; Το καλαισθητικό τους πως λειτουργούσε; Διασκεδάσεις δεν ήθελαν; Η καλλιτεχνία κάθε μορφής που απευθύνεται στα μάτια και την ακοή, δεν τους συγκινούσε; Η απάντηση είναι εύκολη. Η εν Χριστώ ζωή είναι ανενδεής, είναι αυτάρκης, είναι μακραιοτάτη στην σχετική πληρότητά της. Ψυχαγωγία για τους αληθινούς χριστιανούς είναι ο Χριστός. Κάθε είδος καλαισθησίας βρίσκεται στο Χριστό. Κάθε ιδέα του καλού και ωραίου, ορατού και ακουστού, ανακαλύπτεται στην προσωπική σχέση με τον Χριστό. Ό,τι γεννάει τον έρωτα, στις πιο άγιες και θείες μορφές, υπάρχει στον Χριστό. Η ψυχή λέγει μαζί με τον ιεροψάλτη Δαβίδ: «Χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν σου» και μαζί με την ασματίζουσα νύμφη του «Άσματος των Ασμάτων» ψάλλει: «Τι ωραιώθης και τι ηδυνήθης αγάπη εν τρυφαίς σου;». Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχθή ότι ο Χριστοκεντρισμός αποτελούσε βασική Παράδοση στο βίο των βυζαντινών ή Ρωμαίων χριστιανών. Και ήταν Παράδοση γιατί εβιώνετο «ό,τι πάντοτε, πανταχού, υπό πάντων επιστεύθη» κατά τον ορισμό του αγίου Βικεντίου εκ Λειρίνης. Η εν Χριστώ ζωή στα πλαίσια της Ορθοδοξίας, ήταν φαινόμενο καθολικό, υπό την έννοια ότι πάντοτε και πανταχού και επιστεύετο και εβιούτο, γι’ αυτό και έπαιρνε τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της Παραδόσεως, αφού το πνεύμα της υιοθεσίας, η χάρις του αγίου Πνεύματος, χυμένη στις ψυχές των ανθρώπων, μαρτυρούσεν εμπειρικά για την μοναδικότητα της εν Θεώ ζωής. Κέντρο λοιπόν συνειδητοποιημένον από την ψυχήν του Βυζαντίου ήταν η Ορθόδοξος ζωή, που απέρρεεν από το Ευαγγέλιο, όπως το ερμήνευσαν οι Οικουμενικές και Τοπικές Σύνοδοι και οι άγιοι Πατέρες. Και η θεμελιώδης εγκυκλοπαίδεια του λαού του Θεού ήσαν οι βίοι των Αγίων. Γι’ αυτό και η φυσιογνωμία του Έθνους ήταν έντονα χριστιανική.
Βέβαια, είναι αυτονόητον, ότι με τα παραπάνω δεν ισχυριζόμαστε πως το Βυζάντιο στο σύνολό του αποτελούσε ένα Έθνος αγίων. Όχι. Υπήρχεν από τον αυτοκράτορα μέχρι τον τελευταίο πολίτη και από τον Πατριάρχη μέχρι τον ταπεινό μοναχόν η δυνατότης εκτροπής σε πολύμορφες κακίες και σε ειδεχθή εγκλήματα. Όπως μάλιστα συνέβαιναν και συχνά και σε τρομακτική πολλές φορές έκταση. Αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτά. Εκείνο που ήταν σημαντικόν ήταν η πάγια και θεωρητικά αναμφισβήτητη ορθόδοξη πορεία του Έθνους, που οι εκτροπές αποτελούσαν παραφωνία. Δηλαδή τα πάσης φύσεως κακά, σαν αμαρτίες, δεν είχαν θεωρητικό υπόβαθρο δικαιώσεως. Οι αμαρτίες ήσαν αμαρτίες. Και αυτό δεν φανερώνει μόνο, ότι ο λαός ήταν προσανατολισμένος στις ηθικοπνευματικές και θρησκευτικές παραδόσεις του, αλλά και δεν είχε πνευματικά διαφθαρεί, αφού κι’ όταν ακόμα αμάρτανε, εγνώριζε ότι ήταν ένοχος. Το σημείον αυτό είναι μεγάλης σημασίας. Γιατί δεν έχει πολύ βάρος το να αμαρτάνη ο αδύνατος άνθρωπος. Σημασία έχει ότι ξεύρει ότι αμαρτάνει και μετανοεί, οπότε επανέρχεται στον ηθικό και πνευματικό ρυθμό της πνευματικής ζωής. Γι’ αυτό ακριβώς το Βυζάντιο διετήρησε την σχετικά πνευματική υγεία του, χάρη στην οποία κρατήθηκε σαν αήττητη αυτοκρατορία χίλια και πλέον χρόνια. Σήμερα είναι ιστορικά εξακριβωμένο, ότι πριν δουλωθή το Βυζάντιον είχε προηγηθή εκτεταμένη εκτροπή από τις Παραδόσεις του, ο λαός έπεσε σε πνευματική ραθυμία και ο Κλήρος σε μεγάλο βαθμόν ακολούθησε το γενικώτερο ρεύμα της υποστολής στους πνευματικούς αγώνες της Ορθοδοξίας. Διάσημοι κληρικοί και μοναχοί της εποχής, με προφητικότητα, ειδοποιούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, ότι η απομάκρυνση από τις ορθόδοξες Παραδόσεις—που οδηγούσε στην αποστασία από τον Θεόν—θα είχε μοιραίες συνέπειες για την ύπαρξη του Έθνους. Και όταν το ποτήρι της θείας οργής ξεχείλισεν, ο Θεός σήκωσε τη χάρη Του, για να παραδώση το λαό Του σε οδυνηρή παιδαγωγία με τα πικρά φάρμακα της δουλείας. Είναι πολύ εκφραστική η περιγραφή του χρονικογράφου Δούκα, που κατά την τελευταία ημέρα της πολιορκίας της Πόλεως, είδαν την ολόφωτη νεφέλη που την σκέπαζε να ανασύρεται από τον ουρανό και να αφήνεται η Πόλη της Θεοτόκου γυμνή από την απροσμάχητη προστασία Της στην βουλιμία των αγαρηνών. Και η ιστορία επανελήφθη. Ό,τι συνέβαινε με τον αγαπητόν του Θεού Ισραήλ, έτσι τώρα ο λαός του Θεού έπρεπε να πιή το πικρό ποτήρι της αιχμαλωσίας 400 ολόκληρα χρόνια, όσα χρόνια αιχμαλωτίστηκε στη Βαβυλώνα ο Ισραήλ. Τέλος, το χριστιανικό Κράτος κατέρρευσεν όχι μόνο γιατί το αίμα του Σαρκωθέντος Θεού είναι ασύλληπτα ακριβό, αλλά και γιατί η αξία του ανθρώπου, που αρνείται τον Θεόν, είναι αφάνταστα μεγάλη… Και ήρθε η μαύρη σκλαβιά των σωμάτων, που φυσικά δεν είναι χειρότερη από την σκλαβιά της ψυχής από τους αοράτους τυράννους…
Όσοι δεν είχαν διαστραφή, ξαναγύρισαν κλαίοντες και με συντριβή μετανοίας στην παραδοσιακή ζωή και στους κόλπους της Εκκλησίας. Γιατί είναι ειπωμένο εν αγίω Πνεύματι: «Κύριε, εν θλίψει εμνήσθημέν σου». Μέσα στο σκοτάδι της αιχμαλωσίας έφεγγε το φαιδρό φως της πίστεως στον Θεόν και της ελπίδας, ότι ο Θεός θα χάριζε πάλι την ελευθερία του Έθνους, έστω κολλοβωμένου. Η προσδοκία κράτησε τέσσερις αιώνες. Και ήρθε το ευλογημένο ’21. Μαζί με την περιορισμένου χώρου ανάκτηση της εθνικής ελευθερίας, αναδύθηκε ένα σύνολο ανθρώπων σε μια ποικίλη κλίμακα «ανθρωπισμού» και πνευματικότητος. Από τα ιστορικά τεκμήρια που υπάρχουν, φαίνεται ότι οι ελευθερωθέντες βυζαντινοί—δεν έχει σημασία πως λέγονται, βυζαντινοί, ρωμαίοι, Έλληνες, γι’ αυτό και δεν ερίζουμε—είχαν κυριαρχούσα την Ορθόδοξη θρησκευτικότητα, όχι απηλλαγμένη όμως από τις δεισιδαιμονίες, που οφείλοντο στην άγνοια. Αλλά ενώ στο Βυζάντιο οι χριστιανοί ζούσαν την Ορθοδοξία τους σε χώρο στεγανό «ανεπίβατον λύκοις», τώρα μαζί με την απόκτηση της ελευθερίας των, κάπως αγνισμένοι, κάπως υπανάπτυκτοι απ’ τις θλίψεις του τυράννου, βρέθηκαν έκθετοι εις τα Δυτικά ρεύματα και στον ανταγωνισμό προτεσταντών και παπικών, ποιος κακέκτυπος χριστιανισμός από τους δύο να τους αλλοιώση την αληθινή πίστη. Και η θλιβερή αυτή άμιλλά τους συνήθως θα έμενε χωρίς κέρδη. Στους δούλους χριστιανούς μόλις ανέπνευσαν την ελευθερία, δηλαδή όταν απέκτησαν την δυνατότητα να κρίνουν και να εκλέγουν, εκτός από τα παραδοσιακά ορθόδοξα έθη τους, τους προσεφέρθη και το χρυσωμένο χάπι της δυτικής «κουλτούρας». Λίγος αθεϊσμός με υποδομή ψευτοεπιστημονική, λίγη ελευθερία ηθών, που εστηρίζετο σε «ευρείες αντιλήψεις», λίγος ανθρωπισμός, γεννηθείς στο κλίμα της βασιλείας του λόγου, λίγος σοσιαλκομμουνισμός και μαρξισμός, που προέκυψαν από ένα είδωλο κόσμου χωρίς Θεόν, όλα αυτά μαζί με την πρακτική δραστηριότητα του εγκαθιδρυμένου προτεσταντισμού στο πρόσωπο του Όθωνος και κάποιων Φαρμακίδηδων, ο λαός περνούσε μια σοβαρή κρίση, οι σκέψεις του επηρεάζοντο και η Ορθοδοξία του εφθείρετο, βοηθούσης εις τούτο και της συμφύτου αμελείας. Άλλωστε η πτώση, όταν συντελείται σταδιακά, δεν γίνεται αισθητή. Και όσο το κακό επεκτείνεται, τόσο και δικαιώνεται, γιατί αρχίζει κανείς να αμφιβάλλη αν η αλήθεια βρίσκεται στους ολίγους και όχι στους πολλούς.
Εν τω μεταξύ μέσα στη σύγχυση του νοθευμένου χριστιανισμού και στην εκτεταμένη απάβλυνση της αισθήσεως για τις Ορθόδοξες Παραδόσεις, περνούσαν απαρατήρητα τα κύματα νόθου θρησκευτικής και πνευματικής αγωγής, που λανθανόντως αλλοίωναν την ψυχή του λαού. Το έργο της επίζηλης «οικοδομής» είχαν αναλάβει οι «φωτισμένοι» από την Δύση ορθολογισταί, είτε διδάσκαλοι της θεολογίας είτε άλλων επιστημών, που μετέφεραν στην αρρωστημένη Ελλάδα ένα προτεσταντισμό «με δόσεις», είτε αυτοχειροτόνητοι εγχώριοι καλοπροαίρετοι χριστιανοί, λαϊκοί και Κληρικοί, που είχαν την ατυχία να μην έχουν γευθή το ηδύ και ζωοποιούν της Ορθοδοξίας, που αγιάζει και θεώνει τον άνθρωπο. Κι’ έτσι αντιστάσεως μη ούσης—αφού όσα μοναστήρια δεν κατέκειντο σε ερείπια ήσαν φωληές για κόρακες και γλαύκες—βρέθηκε από μισόν ήδη αιώνα, σχεδόν ολόκληρος ο Ορθόδοξος ελλαδικός χώρος στο μαγνητικό πεδίο ενός πτωχεύσαντος την ανθρώπινη προσωπικότητα κινήματος ευσεβιστικού με τα γνωστά χαρακτηριστικά του, που είχε κλιμακώσει τα διάφορα κοινωνικά επίπεδα, με αποκορύφωση την καλλιέργεια του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Από την «ευεργετική» επίδραση του κινήματος είχαν εξαιρεθή κάποιες παρυφές της Ελλάδος, τα νησιά και τα χωριά, γιατί επέμεναν να τρέφωνται με το παραδοσιακό ψωμί και να μεθούν με το παπαδιαμάντειο κρασί, αφού είχαν τη δυνατότητα να βρίσκωνται σε γεωγραφική απόσταση ασφαλείας από τα «μολυσμένα»κέντρα.
Αλλά το φαινόμενο του ευσεβισμού, όπως είναι επόμενο, έχει καταστή «σημείον αντιλεγόμενον», κι’ αυτό επειδή αυτοί που το σαρκώνουν είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, τουλάχιστον κατά το ομολογιακό μέρος και την συνεπή εκτέλεση των χριστιανικών «καθηκόντων». Στο βάθος όμως πρόκειται για ένα χριστιανικό φαρισαϊσμόν, αν το είδος αυτό σε εσχάτη ανάλυση σημαίνει αυτάρκειαν εν τη πτωχεία, έλλειψη αυτογνωσίας, περιορισμό της δυνατότητος προς θέωση του ανθρώπου, έπαρση για τα μικρά επιτεύγματα, άγνοια της ανθρωπίνης αθλιότητος και του πλούτου της χάριτος του αγίου Πνεύματος, τακτοποίηση των ηθών εν αδιαφορία δια τα δυναστεύοντα την ψυχή πάθη, απουσία προσευχής, έλλειψη αυτομεμψίας και ταπεινώσεως. Γενικά δε ο ευσεβισμός ταυτίζεται με την αλλοτρίωση από την παραδοσιακή βίωση της Ορθοδοξίας και συντάσσεται με την νοοτροπία και τα εναλλασσόμενα σχήματα ζωής προτεσταντισμού και ρωμαιοκαθολικισμού. Αναλύοντας κανείς τον ευσεβισμό θα μπορούσε να ανακαλύψη μια σύνθεση από στοιχεία Ορθοδοξίας και Δυτικισμού, δηλαδή «λίγο απ’ όλα». Γι’ αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο να τον ψέξη κανείς, ρίχνοντάς του κατά πρόσωπο τον χαρακτηρισμό του Δυτικού. Γιατί στο κάτω-κάτω, ενώ αγνοεί τα πνευματικά μεγαλεία που χαρίζει η βίωση της Ορθοδοξίας, όμως συντηρεί όλες τις αρχές (principia) και τις συμβολικές εκφράσεις της Εκκλησίας. Η σύγχυση αρχίζει με την ταύτιση συμβόλων και ουσίας. Και επειδή οι φορείς του ευσεβισμού—κυρίως λαϊκοί ή κληρικοί, που δεν «εύρον την πράξιν εις θεωρίας επίβασιν»-- εξέλαβαν τα σύμβολα ως ουσία, παρουσίασαν έτσι ένα χριστιανισμό, που συναντάται και με τον δίμορφο της εσπερίας και με ένα λανθάνοντα ανθρωπισμόν. Έτσι εξηγείται το ότι αγνόησε τελείως την εν Χριστώ μυστική ζωή, το ότι διέστρεψε την Πατρολογική Θεολογία και εμμέσως απέρριψε τους Νηπτικούς Πατέρες και τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, ενώ εγκολπώθηκε πλήθη ανεστίων ανθρώπων, τα οποία έτσι ή αλλοιώς βρήκαν κάποια στέγη, υποσχομένην επιτυχία και στην παρούσα και την μέλλουσα ζωή. Και όσοι μεν από τους καλούς αυτούς χριστιανούς διατηρούσαν την μνήμη της προηγουμένης ανεστιότητός των, χωρίς η ψυχή τους να δοκιμάση περισσότερα πνευματικά αγαθά απ’ όσα τους προσέφεραν, ομολογούσαν την ωφέλεια που βρήκαν. Όσοι πάλιν από εύνοια θεία ήλθαν σε επαφή με την διδασκαλία και τη ζωή των αγίων Πατέρων, κατάλαβαν ότι «λάχανα ήσθιον», προορισμένα για τους «ασθενείς» και προσπέλασαν εις τας «αυλάς του Κυρίου», όπου «θεωρείται» η τερπνότης του Κυρίου. Το φαινόμενο του ευσεβισμού αποτελεί αντικείμενο για ειδική μελέτη που διαφεύγει από τα όρια των προθέσεών μας. Άλλωστε ο ευσεβισμός, με όλη την ένδειά του, μέσα στα πλαίσια ενός αποδιοργανωμένου εθνικού βίου, είναι αληθινή ευλογία, όπου δεν συμβαίνει να βλάπτη. Γιατί συνήθως η αξιολόγηση γίνεται με συγκρίσεις.
Αν με όσα εγράφησαν δεν προέκυψεν, ότι η κύρια Παράδοση του Έθνους είναι η Ορθοδοξία, η οποία διαποτίζει ολόκληρη τη ζωή μας, τότε θα πρέπει να το επαναλάβω. Όλοι φωνάζουμε, ότι πρέπει να διασώσουμε την φυσιογνωμία της Ελλάδος, αλλά πολύ φοβούμαι, ότι δεν εννοούμεν όλοι το ίδιο πράγμα. Εάν δεν θεωρήσουμε την Ορθοδοξία---στην πράξη και τη θεωρία---ωσάν την καρδιά του Ελληνισμού, απ’ όπου αναχωρούν οι επί μέρους παραδόσεις, όχι μόνο δεν έχουμε αντιληφθή τι είναι Ελλάς, αλλά και μάταια εγωνιζόμαστε για τη διάσωσή της. Γιατί μπορούμε ίσως να επιβιώσουμε σαν μια, απ’ τις πολλές, εθνικές κοινότητες, όμως η ελληνικότης της θα διακρίνεται μόνο από τη γλώσσα. Ελλάς διάδοχος του Βυζαντίου δεν θα είναι. Και όλη η προσπάθεια πρέπει να κατατείνη στην αφύπνιση της Ορθοδόξου συνειδήσεως όλων μας. Μόνο με την Ορθοδοξία θα ξαναβρούμε τον «απολεσθέντα παράδεισό» μας. Κι’ όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν. Εδώ εφαρμόζεται ο λόγος του Χριστού: «Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6: 33).
Τώρα αν ζητήσουμε να βρούμε την Παράδοση σε εθνική κλίμακα, φυσικά θα απελπισθούμε. Δεν έχει πολλή σημασία το ποσοστό του «εν τω πονηρώ κειμένου κόσμου». Αυτό δεν έλλειψε ποτέ, αλλ’ ούτε θα λείψη. Εκείνο που απελπίζει είναι η σχεδόν καθολική στροφή της ψυχής του λαού προς απόλαυση της γης, η λήθη κάθε εννοίας Θεού, αν όχι ο πρακτικός και θεωρητικός πόλεμος εναντίον του, μια μάταια φυσίωση για τις επιστημονικές κατακτήσεις του ανθρώπου, γενικά η αλλοίωση της ψυχικής αισθήσεως, που μεταβάλλει τον άνθρωπο σε σάρκα. Σ’ αυτή την ολέθρια και έξαλλη μαζική πορεία, συντελεί αποφασιστικά με τα μέσα που διαθέτει αυτό το επίσημο Κράτος, αφού έχει κι’ αυτό χάσει και τον προσανατολισμό του ιστορικού Έθνους και τον έλεγχο στον αλλόφρονα κατήφορο. Η υπεύθυνη για την καθοδήγηση των Ελλήνων στα αφετηριακά ιδανικά Πολιτεία, σαν άθεη και τυφλή που είναι, έχει δημιουργήσει τις ασφαλέστερες προϋποθέσεις για ατέρμονες ταξικούς αγώνες και για να διαφθείρωνται οι ψυχές από τα υποπροϊόντα «κατεφθαρμένων ανθρώπων». Είναι θαύμα πως ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που ανθίστανται στα φθοροποιά κύματα, που εκπέμπονται με «χιλιοκύκλους» και προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Επιφαινόμενα σίγουρα του συντελουμένου εκμαυλισμού της εθνικής ψυχής μεταξύ των άλλων είναι και η ερήμωση των χωριών για χάρη της πρωτεύουσας, που προσφέρει περισσότερες απολαύσεις. Αυτό δεν τεκμηριώνει τον εκφυλισμό της φυλής, που αρχίζει από τον αποχριστιανισμό του λαού μας, τον οποίο καλλιεργεί εν τη αγνωσία του το Κράτος και καταλήγει στον άμεσο κίνδυνο εθνικής καταστροφής;                           
Ύστερα απ’ όλα αυτά διερωτάται κανείς· που πηγαίνουμε; Που θα σταματήσουμε; Πότε και πως θα ανανήψουμε; Υπάρχει ελπίδα να ξαναβρούμε και ξαναζήσουμε την Παράδοση και τις παραδόσεις μας; Αν άλλοτε ο Χριστός ερρύθμιζε τη ζωή του Έθνους και έκανε τους ανθρώπους ειρηνικούς και ευτυχισμένους με την κοινή αγάπη, κι’ αν μόνον ο Χριστός θα επαναφέρη τον λαόν μας στην παληά ρωμαλεότητα και ευγένεια, πόση ευθύνη έχουμε όλοι μας να εργασθούμε προς την κατεύθυνση αυτή;
Επίμετρο. Σύμφυτη με τον ελληνισμό, με το Έθνος Παράδοση είναι η θεοσέβεια, η Ορθοδοξία. Από τη βίωση της Ορθοδοξίας εκπορεύονται οι εμπειρίες και τα κριτήρια για ένα σωρό άλλες παραδόσεις, τα έθη, το ήθος, οι θεσμοί, που διαμορφώθηκαν καθολικά από την συνάντηση της Ελληνικής ψυχής με γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία.       Η Ορθοδοξία συνάγει, ενώνει, ομορφαίνει, μεταμορφώνει, αγιάζει, θεώνει, εξανθρωπίζει, ελευθερώνει, ειρηνεύει, λύει όλα τα προβλήματα ψυχικά, διανοητικά, ιδιωτικά, οικογενειακά, κοινοτικά, εθνικά. Θερμαίνει την καρδιά με την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη. Γεμίζει την ψυχή με θείες εφέσεις, εκτοπίζει την ραθυμία και κάθε ανησυχία με την δύναμη της προσευχής. Τη θέση της απληστίας –απ’ όπου πηγάζουν οι κοινωνικές συγκρούσεις—καταλαμβάνει η ολιγάρκεια σε γήϊνα αγαθά. Γιατί όσο κανείς κινείται προς τα άνω, τόσο περιφρονεί τα κάτω. Αυτή λοιπόν την Ορθοδοξία μας, την εν Χριστώ ζωή μας, την πηγή κάθε αγαθού προσκαίρου και αιωνίου, την λησμονήσαμε και την αντικαταστήσαμε με άζωα, νεκρά, θλιβερά και αμαρτωλά υποκατάστατα, που συνεχώς βυθίζουν το Έθνος στην απόγνωση. Ούτε οι αγώνες για δημοκρατία το οφελούν, ούτε τα αναπτυξιακά προγράμματα το σώζουν, ούτε η προαγωγή της τεχνολογίας θα το διασφαλίση από τους κινδύνους που το ζώνουν, παρά μόνον αν τεθή σαν θεμέλιο η Ορθοδοξία.                                                                                                                                                                                                                                                
Εάν οι άρχοντες δεν τινάξουν την ηθική νάρκη από επάνω των, και δεν επαναστατήσουν κατά της διαφθοράς που προστατεύουν και δεν αποσυνδέσουν το φαύλον παρόν με το άγιον παρελθόν του Έθνους, ώστε να ακολουθήση ο ευάγωγος λαός, που πλέει ανύποπτος στο έρεβος, ας ετοιμασθούμε για νέες εθνικές περιπέτειες: «έσται γαρ τότε ανάγκη μεγάλη επί της γης και οργή τω λαώ τούτω» (Λουκ. 21, 23). «Το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου