Ἔτσι καί ἡ ἀνθρωπότητα
στό σύνολό της, ἄρχισε ἀπό πολύ νωρίς νά ψάχνει τρόπους νά προσπαθεῖ νά
καταλάβει καί νά ὑπολογίσει, αὐτό τό φευγαλέο καί ἄπιαστο στοιχεῖο. Καί εἶναι
φυσικό, στή µέτρηση τοῦ χρόνου νά χρησιµοποιηθοῦν οἱ δύο σταθερές τῆς ἀνθρώπινης
ζωῆς, τό φῶς καί τό σκοτάδι, ἡ µέρα καί ἡ νύχτα, ὁ ἥλιος καί ἡ
σελήνη. Ἄλλοι λαοί στηρίχτηκαν στόν ἥλιο, ἄλλοι στή σελήνη, ἄλλοι –οἱ
περισσότεροι– καί στά δύο. Ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ χαλκοῦ ἔχουν σωθεῖ ἡµερολόγια
τῶν Αἰγυπτίων καί τῶν Σουµερίων ὅπως καί ἀπό τήν ἐποχή τοῦ σιδήρου, τῶν
Βαβυλωνίων τό Ζωροαστρικό ἡµερολόγιο τῶν Περσῶν καί, βέβαια, τό Ἑβραϊκό.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες
διαµόρφωναν µέ διάφορες παραλλαγές τή µέτρηση τοῦ χρόνου µέχρι τήν κλασσική
περίοδο καί, µέ τίς κατακτήσεις τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καί τήν ἑλληνιστική περίοδο
πού ἀκολούθησε, οἱ γνώσεις τους στό θέµα ἐπηρέασαν καί τούς λαούς τῆς Ἀνατολῆς
καί τούς Ρωµαίους. Ὅλα αὐτά τά ἡµερολόγια, ἦταν προσαρµοσµένα στή λατρεία τῶν
θεῶν κάθε λαοῦ, στίς γιορτές τους, στά φαινόµενα πού ἦταν σηµαντικά γιά τή ζωή
τους, ὅπως π.χ ὁ θεός Νεῖλος καθώριζε µέ τίς πληµµύρες του τίς Αἰγυπτιακές ἐποχές.
Μέχρι πού ὁ Ἰούλιος Καίσαρας ἦρθε νά δώσει ἕνα
πιό κοσµικό χαρακτῆρα στή µέτρηση τοῦ χρόνου, εἰσάγοντας ἀπό τόν πρῶτο χρόνο τῆς
διακυβέρνησής του τήν Ἴνδικτο, πού γι’ αὐτό στήν ἀρχή ὀνοµάστηκε καί Καισαρική.
Ἡ Ἴνδικτος ἦταν τό διάγγελµα, ἡ ἐντολή, γιά τούς φόρους σέ εἶδος –τρόφιµα καί
ρουχισµό– πού πλήρωναν κάθε χρόνο οἱ πολῖτες γιά τή συντήρηση τοῦ Ρωµαϊκοῦ
στρατοῦ καί ἔτσι ξεκίνησε γιά πρώτη φορά ἡ οἰκονοµία καί ἡ φορολογία νά
διαµορφώνει τή ζωή τῶν πολιτῶν, ἕνας πρόδροµος, δηλαδή, αὐτοῦ πού ἐµεῖς ὀνοµάζουµε
οἰκονοµικό ἔτος.
Ἀρχικά, ἡ πρωτοχρονιά
ἦταν στίς 24 Σεπτεµβρίου, δηλαδή τή µέρα τῆς φθινοπωρινῆς ἰσηµερίας, καί
διαχωριζόταν ἀπό τήν πολιτική πρωτοχρονιά, δηλαδή τίς Καλένδες τοῦ Ἰανουαρίου. Ἐπειδή
ὅµως ὁ Ὀκταβιανός-Αὔγουστος (ὁ διάδοχος τοῦ Καίσαρα καί πρῶτος πού ἀνακηρύχτηκε
αὐτοκράτορας) εἶχε τά γενέθλιά του στίς 23, ἡ πρωτοχρονιά µετατέθηκε γιά τήν
23η µέρα τοῦ Σεπτεµβρίου.
Οἱ µεταρρυθµίσεις τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305), ὁ
ὁποῖος εἶχε νά ἀντιµετωπίσει τή µεγάλη οἰκονοµική
κρίση τῆς παρηκµασµένης Ρώµης, προσάρµοσαν τή φορολογία στήν πενταετῆ θητεία
πού ἦταν ὑποχρεωτική στό στρατό καί ἔτσι ἀπό τό 287 θεσµοθετήθηκε ἡ Ἰνδικτιών,
πού µετροῦσε κύκλους πέντε χρόνων. Σάν πρώτη µέρα τοῦ κύκλου τῆς Ἰνδικτιῶνος ὁρίστηκε
ἡ πρώτη µέρα τοῦ Σεπτεµβρίου χωρισµένη καί πάλι ἀπό τήν πολιτική (Ὑπατική)
πρωτοχρονιά τῆς πρώτης µέρας τοῦ Ἰανουαρίου. Μέ τά χρόνια, ἡ στρατιωτική θητεία
ἔγινε ἀπό πέντε, δεκαπέντε χρόνια καί µέ αὐτό τό διάστηµα κατέληξε ὁριστικά νά ὑπολογίζεται
ἡ Ἰνδικτιών.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὥρισε
τό 312 σάν πρώτη Ἴνδικτο τῆς πρώτης Ἰνδικτιῶνος τῆς βασιλείας του, πού ὀνοµάστηκε
Κωνσταντίνειος Ἰνδικτιών. Ὁ Ἰουστινιανός εἰσήγαγε τή µέτρηση αὐτή σέ ὅλα
τά κρατικά καί δικαστικά ἔγγραφα καί ἡ Ἀνατολική Ρωµαϊκή αὐτοκρατορία κράτησε
τήν πρώτη µέρα τοῦ Σεπτεµβρίου σάν ἀρχή καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί τοῦ πολιτικοῦ
ἔτους, µέχρι τήν πτώση της, τό 1453.
Στή Δύση, ἡ µέτρηση τῶν Ἰνδικτιώνων τούς
πρώτους αἰῶνες συµβάδιζε µέ τή µέτρηση τῆς Ἀνατολῆς. Μόνον οἱ Ἀγγλο-Σάξονες
κράτησαν τήν 24η Σεπτεµβρίου, µέρα τῆς φθινοπωρινῆς ἰσηµερίας σάν πρώτη µέρα τῆς
Ἰνδίκτου, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶχαν –καί ἔχουν– προσήλωση στίς ἰσηµερίες, σάν
κατάλοιπο τοῦ εἰδωλολατρικοῦ παρελθόντος τους. Ὁ Καρλοµάγνος, τόν 8ο αἰῶνα, ἐγκατέστησε
καί στή Γαλλία τή µέτρηση πού ἔµεινε µέχρι τόν 16ο αἰῶνα.
Ἄν κανείς ἀκολουθήσει
τόν κύκλο τῶν ἐποχῶν, ἡ πρώτη Σεπτεµβρίου εἶναι ἡ ἰδανική µέρα γιά νά ἀρχίσει ὁ
νέος κύκλος τοῦ χρόνου. Ἰδίως τότε πού οἱ ἄνθρωποι ἀκολουθοῦσαν τή φυσική
συνέχεια τῶν ἐποχῶν καί τό καλοκαίρι ἦταν ἐποχή σκληρῆς δουλειᾶς –ὄχι ξάπλας
στήν παραλία– καί σκληρῶν πολέµων, ἀφοῦ οἱ ἐκστρατεῖες ἄρχιζαν τήν ἄνοιξη. Ὁ
θερισµός τέλειωνε, ὅπως τέλειωνε καί ἡ συγκοµιδή τῶν καρπῶν, τό νέο κρασί ἔµπαινε
στά βαρέλια, ἡ νέα σπορά ἔπεφτε στή γῆ γιά νά κοιµηθεῖ ὅλο τό χειµῶνα, µέχρι νά
ἔρθει ἡ ἄνοιξη νά τήν ξυπνήσει. Κι οἱ ἄνθρωποι προετοιµάζονταν κι αὐτοί σιγά
σιγά, περιµένοντας τίς βροχές, τό κρύο, τό χιόνι, πού θά τούς µάζευαν µέσα στά
σπίτια τους καί γύρω ἀπό τίς φωτιές τους. Ἀκόµα καί σήµερα, πού ἡ ζωή µας ἔχει
γίνει τόσο διαφορετική, τό καλοκαίρι ἐξακολουθεῖ νά καταλήγει µέ τήν ἴδια ἠρεµία
στό φθινόπωρο, ὅπως ἡ µέρα ἐξακολουθεῖ νά κλίνει στό δειλινό.
Οἱ Πάπες ὅµως, γιά
κάποιο ἀνεξήγητο λόγο, φάνηκαν νά προτιµοῦν ἤδη ἀπό τόν 7ο αἰῶνα τήν πρώτη Ἰανουαρίου
σάν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου. Ἔτσι, µέ τόν καιρό, ὁρίστηκαν δύο εἴδη Ἰνδίκτου: ἡ
Καισαρική, δηλαδή ἡ παλαιά Ρωµαϊκή µέ ἀρχή τήν πρώτη Σεπτεµβρίου καί ἡ
Παπική, ἡ ὁποία ἄρχιζε πρῶτα τήν 25η Δεκεµβρίου καί µετά, τήν πρώτη Ἰανουαρίου.
Ἡ Ἀνατολή κράτησε τήν Καισαρική, ἡ Δύση υἱοθέτησε τήν Παπική.
Τελικά, σέ ὅλο τόν
κόσµο, ἐπεκράτησε ἡ Παπική προτίµηση καί σήµερα ὅλοι γιορτάζουµε τήν
πρωτοχρονιά στίς Καλένδες τοῦ Ἰανουαρίου. Μόνον ἡ Ἐκκλησία ἔχει κρατήσει σάν
ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους τήν πρώτη Σεπτεµβρίου, διατηρῶντας τήν ἀνάµνηση
µιᾶς ἐποχῆς καί µιᾶς ζωῆς πού πέρασε ὁριστικά.
Φαντάζοµαι, πώς ἄν ὁ
Χρόνος εἶχε πρόσωπο, ὅπως ζωγραφίζεται σέ κάποιες παλιές τοιχογραφίες, θά
παρακολουθοῦσε ὅλες τίς προσπάθειες τῶν ἀνθρώπων νά τόν αἰχµαλωτίσουν καί νά
τόν µετρήσουν καί νά τόν συγκεκριµενοποιήσουν, χαµογελῶντας εἰρωνικά. Γιατί, ὅποτε
κι ἄν γιορτάζουµε τήν πρωτοχρονιά, ὅσα ψηφιακά ρολόγια κι ἄν κατασκευάζουµε, ὅσο
κι ἄν κυνηγᾶµε καί τό δευτερόλεπτο, ὁ χρόνος διαγράφει τήν τροχιά του πάνω καί
πέρα ἀπό τή δική µας κατανόηση.
Ὡστόσο, σέ κάποιον
πού παρατηρεῖ τά ἴχνη τοῦ χρόνου πάνω στή ζωή τῆς ἀνθρωπότητας, δέν µπορεῖ νά
µή γεννηθοῦν κάποια ἐρωτηµατικά. Καί ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι τό πῶς καί τό γιατί,
ὅλος ὁ κόσµος, ὅλοι οἱ λαοί ἀκολούθησαν καί ἀκολουθοῦν τήν Παπική ἀπόφαση νά
µετρηθεῖ ὁ χρόνος ἔτσι καί ὄχι ἀλλιῶς, ὅπως κι ἄν εἶναι αὐτό τό ἀλλιῶς. Ὑπάρχουν
τόσοι λαοί, µέ τίς δικές τους πρωτοχρονιές, µέ τίς δικές τους µετρήσεις τοῦ
χρόνου, λαοί ὅπως οἱ Κινέζοι, µέ τέτοια ἱστορία, τέτοιο πολιτισµό, τέτοια
φιλοσοφία, πού ποτέ τους δέν ἐνδιαφέρθηκαν νά τήν ἐπιβάλλουν στόν ὑπόλοιπο
κόσµο. Καί θά µποροῦσαν, πολύ εὔκολα, νά ἐπιβληθοῦν, καί µόνο µέ τήν ἀριθµητική
ὑπεροχή τους. Αὐτοί ὅµως κράτησαν –καί κρατοῦν– τή ζωή τους κλειστή, τήν
πρωτοχρονιά τους γιά τόν ἑαυτό τους καί τόν τρόπο ζωῆς τους –καλό ἤ κακό– δικό
τους.
Τί ἀκριβῶς ἔχει ὁ
δυτικός κόσµος, ὁ δυτικός πολιτισµός, πού, ἐνῶ ἀποτελεῖ µειοψηφία στό σύνολο τῆς
ἀνθρωπότητας, ἐπιβάλλεται καί “διαβρώνει” καί παραµερίζει ὅλους τούς ἄλλους
πολιτισµούς καί διαµορφώνει, ὄχι µόνο τή µέτρηση τοῦ χρόνου, ἀλλά καί ὁλόκληρη
τήν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους;
Ἴσως οἱ ἱστορικοί τοῦ
µέλλοντος, ὅταν ἡ ἐποχή µας θά ἔχει παρέλθει, νά µπορέσουν νά δώσουν µιά ἐξήγηση
στό φαινόµενο. Μέχρι τότε –καί ἐλπίζω γιά πάντα– ἡ Ἐκκλησία µαζεύει ὅλους τούς
νοσταλγούς, νά ξεκινήσουν τή νέα Ἴνδικτο, συνταιριάζοντας τό χθές µέ τό σήµερα,
ἑνώνοντας τό χρόνο µέ τό ἄχρονο, καλῶντας καί τούς ἀνθρώπους πού δέν ἦρθαν ἀκόµα
ἀλλά θά ἔρθουν στό χρόνο, νά µή µᾶς ξεχάσουν, ὅπως δέν ξεχνοῦµε κι ἐµεῖς οὔτε αὐτούς
πού προηγήθηκαν, οὔτε καί ὅσους θά ἀκολουθήσουν.
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Αρ. Τεύχους 168-169
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου