Βαβύλας ο ιερώτατος και θαυμάσιος Μάρτυς, διαδεχθείς κατά τον Ευσέβιον
(βιβλ. στ΄ κεφ. κθ΄) τον Ζεβίνον, αρχιεράτευεν εις τον αγιώτατον θρόνον της
Αντιοχείας κατά τας ημέρας του ασεβεστάτου Νουμεριανού, όστις δεξάμενος την
βασιλείαν από τον πατέρα του Κάρον, εν έτει σπγ΄ (283), διεδέχθη και όλην την
ασέβειαν εκείνου. Ευθύς όθεν ως εβασίλευσεν ο μιαρός εκείνος εκίνησε μέγαν
διωγμόν εναντίον των Χριστιανών, και τους εθανάτωνε με πικρότατον θάνατον.
Ελθών δε ο ασεβής ούτος και εις την Αντιόχειαν, έκαμνε και εκεί τας ακαθάρτους
θυσίας του εις τον μιαρόν ναόν της Δάφνης, ως ο πατήρ του σατανάς τον εδίδαξεν,
ηθέλησε δε να μιάνη και Εκκλησίαν των Χριστανών εισερχόμενος εις αυτήν. Ούτος ο
μιαρός εκτός των άλλων κακών έκαμε και τούτο· τον υιόν του βασιλέως των Περσών,
τον οποίον είχε λάβει ως όμηρον δια την μετά των Περσών ειρήνην και τον οποίον
έφερε μαζί του, αθετών πάντα νόμον ανηλεώς κατέσφαξεν, ούτω δε μεμολυσμένος από
τον φόνον και από τας θυσίας των ειδώλων ηθέλησε να υπάγη να μολύνη και την
Εκκλησίαν των Χριστιανών, νομίζων τούτο μέγα κατόρθωμα προς θεραπείαν των
δαιμόνων.
Ο δε θείος Βαβύλας, ακούσας και μαθών τον μιαρόν σκοπόν τού βασιλέως,
εσύναξε το πλήθος των ευσεβών και ενδυναμώσας αυτό με ευχάς και δεήσεις προς
τον Θεόν, παρεκίνησε τους πιστούς να αντισταθούν ομού με αυτόν και να μη
αφήσουν ούτε τον βασιλέα ούτε τους ανθρώπους του να έμβουν εις την Εκκλησίαν.
Τότε με μίαν ορμήν οι Χριστιανοί, απωθούντες στρατιώτας, δορυφόρους και
αξιωματικούς, τους έρριψαν ατίμως και με πληγάς εις την γην· και αυτόν δε τον
ίδιον τον βασιλέα, ως επλησίασεν εις την Εκκλησίαν, τον ωνείδισεν ο Άγιος και
απλώσας την δεξιάν χείρα εις το στήθος του, του ημπόδισε την είσοδον. Τότε ο
τύραννος, θαυμάσας την παρρησίαν του Αγίου και ευλαβηθείς την μεγάλην φήμην,
έτι δε φοβηθείς και εκ του πλήθους μήπως γίνη αποστασία, επρόσταξε με ησυχίαν
να επιστρέψωσιν εις το παλάτιον. Την άλλην ημέραν, αποστείλας ο βασιλεύς
στρατιώτας, έφερε τον Άγιον ενώπιόν του και λέγει προς αυτόν μετ’ οργής·
«Αθλιώτατε πάντων ανθρώπων, πως ετόλμησες να εμποδίσης την εξουσίαν μου από την
είσοδον της Εκκλησίας σου; Εις ποίον εθάρρησας και ύβρισας και ητίμασας το
κράτος μου; Ή δεν γνωρίζεις πόσον κακόν ανυπόφορον είναι να υβρίση τις και να
καταφρονήση βασιλικήν μεγαλειότητα»; Ο δε Άγιος του λέγει· «Εγώ, βασιλεύ, ποτέ
μου δεν εθάρρησα ούτε ήλπισα εις καμμίαν επίγειον δύναμιν, όλον μου δε το
θάρρος και η ελπίς ήτο και είναι εις τον ουράνιον Βασιλέα, τον αληθινόν Θεόν,
αυτός και με κατέστησε ποιμένα προβάτων λογικών και δεν μου επιτρέπει να
κοιμώμαι εις την επιδρομήν του λύκου. Εγώ γνωρίζω κάλλιστα, ότι είναι μεγάλη
τόλμη και αυθάδεια να υβρίζη τις τον βασιλέα· δεν ύβρισα λοιπόν την βασιλεία
σου, αλλά σε ημπόδισα από την ύβριν όπου έμελλες να κάμης εις τα άγια· και εις
τούτο μάλιστα, βασιλεύ, έπρεπε να μοι γνωρίζης μεγάλην χάριν, ότι σε ημπόδισα
από τοιούτον κακόν και βλαβερόν επιχείρημα, δια το οποίον ήθελες περιπέσει εις
οργήν θεϊκήν και να καταντήσης εις τα βάραθρα πικροτάτων τιμωριών». Τότε λέγει
προς τον Άγιον ο βασιλεύς· «Αντί να ζητής μέ ταπείνωσιν συμπάθειαν δι΄ εκείνα
εις τα οποία αυθαδίασες εις το κράτος μου, συ ακόμη μας χλευάζεις και
περιγελάς»; Και ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ όχι την βασιλείαν σου, αλλά ούτε τον
πλέον μικρότατον δεν είμαι ικανός να περιγελάσω, επειδή πας άνθρωπος είναι
πλάσμα και εικών του Θεού. Αλλ’ όταν ο κίνδυνος είναι δια τον Θεόν…» Περικόψας
όμως ο τύραννος τον λόγον του Αγίου του λέγει· «Άφες τους πολλούς αυτούς λόγους
και εάν θέλης να σε συμπαθήσω δια το τόλμημά σου εκείνο, θυσίασον εις τους
αθανάτους θεούς». Ο Άγιος όμως συνέχισε την απολογίαν του εις την πρώτην
κατηγορίαν του βασιλέως, τελειώσας δε την απολογίαν προσέθεσεν, ότι τώρα πλέον
είναι έτοιμος να υποστή δια την τιμήν του Θεού οιονδήποτε κίνδυνον. Δια δε την
θυσίαν αποκριθείς ο Μάρτυς είπε· «Δεν είναι δυνατόν, βασιλεύ, να φήσω τον ζώντα
Θεόν και να λατρεύσω είδωλα, τα οποία και να ονομάση μόνον θεούς αισχύνεται
εκείνος, όστις θέλει να είναι ευσεβής». Του λέγει και πάλιν ο τύραννος· «Εκείνα
τα οποία έλεγον πρότερον, αυτά σου λέγω και τώρα· άφες την πολυλογίαν και
θυσίασε εις τους θεούς, ει δε και δεν κάμης τον λόγον μου, θέλει σε αφανίσει το
κράτος μου». Προς ταύτα απεκρίθη ο Αθλητής· «Εγώ, βασιλεύ, πολλά επεθύμουν να
σε εξαγάγω από το σκότος αυτό το οποίον εκάλυψε τον νουν σου, μήπως ήθελες
απαλλαγή, ταλαίπωρε, από εκείνας τας αιωνίους κολάσεις, αι οποίαι σε αναμένουν.
Αλλά τώρα βλέπω, ότι δεν φθάνει ότι έχεις να υπάγης συ εις την απώλειαν, αλλά
προσπαθείς να απολέσης και άλλους και αυξάνεις το πυρ της γεέννης εναντίον σου,
άθλιε· όμως φοβερόν είναι το να πέση τις εις χείρας Θεού ζώντος, να αποφύγη δε
κανείς την οργήν Του είναι παντελώς αδύνατον». Εις τους λόγους τούτους του
Μάρτυρος θαυμάσας ο βασιλεύς την παρρησίαν και σύνεσιν αυτού, με πραότητα τον
ηρώτησε λέγων· «Ω διδάσκαλε των παιδίων, ημπορείς να μου ερμηνεύσης τι πράγμα
είναι ο Θεός»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Αδύνατον είναι, ω βασιλεύ, να εξηγήση άνθρωπος,
αλλ’ ούτε και Άγγελος, οποίας φύσεως είναι ο Θεός, διότι είναι ανεκδιήγητος,
ακατάληπτος και εις ανθρωπίνους λογισμούς αχώρητος· αρχή και σύστασις των
απάντων, βασιλεύς και Κύριος, δοτήρ παντός αγαθού και μηδενός δεόμενος. Πρώτον
εποίησε τας αγγελικάς αϋλους δυνάμεις, δεύτερον εποίησε τον άνθρωπον και όλον
τον φαινόμενον κόσμον και τον εστόλισε με μυρία και διάφορα αγαθά, έπλασε τον
άνθρωπον και τον ετίμησε να εξουσιάση όλα τα κτίσματα του ορωμένου κόσμου,
χαρίζων εις αυτόν ως βασιλέα βασίλειον προς κατοικίαν, το κάλλιστον πάντων των
ποιημάτων, τον Παράδεισον. Και θέλων ακόμη ο Θεός να δείξη εις τον άνθρωπον εις
πόσην τιμήν και αξίαν τον ηξίωσε και υπερέβη ασυγκρίτως τα επίλοιπα ζώα, τον
επρόσταξε και έδωκεν εις έκαστον ζώον ίδιον όνομα· του έδωκε δε και την γυναίκα
δια σύντροφον· και εδώ εφανέρωσεν άλλην υπεροχήν εις τον άνθρωπον, ότι δι’
αυτόν έπλασε την γυναίκα από την πλευράν αυτού». «Εκτός δε τούτων
απάντων εχάρισεν ο Θεός, ως φύσει αγαθός, εις τον άνθρωπον το λογικόν με γνωστικάς
δυνάμεις, με τα οποία χαρίσματα δύναται να συνομιλή με τον ίδιον ύψιστον Θεόν
με καθαρότητα, καθώς οι Προφήται και αι μυριάδες των Αγίων· όμως ο πρώτος
άνθρωπος περισσότερον επίστευσε τον εχθρόν του διάβολον, παρά τον Θεόν, όστις
τον έπλασε και ετίμησεν. Επείσθη λοιπόν εις την ολέθριον συμβουλήν του εχθρού,
παρέβη την ζωοπάροχον εντολήν του Θεού και ούτως εξέπεσεν, εδιώχθη του
Παραδείσου και κατήντησεν από την αθανασίαν εις τον θάνατον. Τι μεγαλυτέρα
αχαριστία εις τον άνθρωπον, από του να προτιμήση ένα και μόνον ρήμα της κακής
συμβουλής τού εχθρού, περισσότερον από τα τόσα αγαθά τα οποία του εχάρισεν ο
Θεός; Ήτο λοιπόν δίκαιον να τον εξαλείψη ευθύς ο Θεός, αλλά η αγαθότης του
πάλιν τον ηλέησε και με τρόπους άκρας συμπαθείας τον έφερεν εις την αρχαίαν
τιμήν· και έδειξεν ο Θεός, ότι ανίσως και μυρίας φοράς σφάλωμεν, πάλιν υτός, ως
αγαθός, οικονομεί την σωτηρίαν μας». Ακούων ταύτα ο ασύνετος Νουμεριανός, αφ’
ενός μεν από φυσικήν παχύτητα του νοός, εξ ετέρου δε από προαίρεσιν πονηράν,
και τρίτον από κακήν και ολέθριον συνήθειαν, δεν ήκουσε καν ολίγον τα λεγόμενα.
Εντραπείς όμως τους παρεστώτας, προσεποιήθη ότι ηννόησε τα όσα ήκουσεν από τον
Άγιον, και τον ηρώτησε πάλιν λέγων’ «Τι πράγμα είναι ο άνθρωπος»; Ο δε Άγιος
απεκρίθη· «Ο άνθρωπος, καθώς και πρότερον είπον, είναι από όλα τα πράγματα και
ζώα του κόσμου τούτου τιμιώτατον, είναι ζώον ημερώτατον, μεταδοτικόν και
ηγαπημένον το εν μετά του άλλου, παρ’ όλον ότι τινές άνθρωποι από κακήν
προαίρεσιν γίνονται αγριώτεροι και των θηρίων». Εις τούτους πάλιν τους λόγους
του Αγίου, ο ασύνετος βασιλεύς απεκρίθη λέγων· «Μα τους μεγάλους θεούς, ο
Βαβύλας είναι σοφώτατος και αληθεύει η μεγάλη του φήμη· όμως εάν ήθελε θυσιάσει
εις τους θεούς, ήθελε γίνει τέλειος κατά πάντα και ήθελε τιμηθή δια πολλών και
μεγάλων αξιωμάτων». Ακούσας ταύτα ο Άγιος ηγανάκτησε μετά μεγάλης λύπης, επειδή
αφού ήκουσεν ο μιαρώτατος κι ανάξιος βασιλεύς τοσούτους αληθείς και ιερούς
λόγους, εξακολουθεί να αναγκάζη τον Άγιον εις το να προσφέρη θυσίαν εις τους
δαίμονας. Όθεν λέγει προς τον βασιλέα: «Ποία είναι τα ταξίματά σου και τι
αξίζουν τα ψευδή αγαθά σου ενώπιον της ευσεβείας, της οποίας δεν είναι καν εις
το ολίγον αντάξιος ο κόσμος όλος και όστις υστερείται από την ευσέβειαν είναι
πτωχός και δυστυχής, και εδώ και εις την άλλην ζωήν»; Ταύτα ακούσας ο ασεβής
Νουμεριανός εδαιμονίσθη από τον μεγάλον θυμόν και ευθύς επρόσταξεν ένα μέγαν
άρχοντα, ονόματι Ουϊκτωρίνον, όμοιόν του εις την ασέβειαν, και έβαλε σίδηρα εις
τον λαιμόν του Αγίου και τον περιέφερεν εις όλην την χώραν, δια να εντραπή
δήθεν και να υποταχθή εις τον βασιλέα. Όμως ο γενναίος του Χριστού αθλητής,
φορών την άλυσιν και περιφερόμενος εις την χώραν, είχεν άμετρον χαράν εις την
καρδίαν του, διότι δια τον γλυκύτατον Χριστόν θεατρίζεται εις τους ανθρώπους
δια να θριαμβεύση ενώπιον των Αγγέλων. Βλέπων ο μιαρός βασιλεύς τον Άγιον εις
τα δεσμά, τον εχλεύαζε λέγων: «Μα τους θεούς, Βαβύλα, πρέπουν εις του λόγου σου
τα σίδηρα, ταδεσμά και η περιφορά σου ανά την χώραν». Λέγει εις αυτόν ο Άγιος:
«Συ μεν νομίζεις ταύτα τα δεσμά περίγελων και χλεύην, εγώ όμως τα έχω τιμιώτερα
και ενδοξότερα από ό,τι έχεις συ τα βασιλικά σου ενδύματα και απ’ αυτό το
διάδημα, το οποίον φορείς εις την κεφαλήν σου». Λέγει πάλιν ο τύραννος:
«Θυσίασε, ταλαίπωρε, να λυτρωθής από τα βάσανα και ν’ απαλλάξης και ημάς από
τας φροντίδας· αλλ’ ως φαίνεται, αυτά τα παιδία, τα οποία σε ακολουθούσι, σε
φέρουσιν εις υπερηφάνειαν και δεν ημπορείς να εννοήσης ποίον είναι το συμφέρον
σου». Ηκολούθουν δε τότε τον Άγιον και εδιδάσκοντο υπ’ αυτού την ευσέβειαν τρία
παιδία, αδελφοί κατά σάρκα, παιδία κατά την ηλικίαν, αλλ’ έχοντα φρόνημα
γεροντικόν· διότι εξεπαιδεύοντο ομού με την ευσέβειαν και εις πάσαν αρετήν, τα
οποία, αν και ευρισκομένου του διδασκάλου των εις τα δεσμά και εις κίνδυνον
θανάτου, αυτά τα ευλογημένα δεν απεμακρύνοντο απ’ αυτού. Είπεν όθεν ο Άγιος
προς τον τύραννον να δοκιμάση την γνώμην των παιδίων και να γνωρίση την
γενναιότητα και την ένθεον κλίσιν την οποίαν έχουν εις αυτόν. Επρόσταξε τότε ο
ασεβής και έφεραν τα παιδία εντός του θεάτρου και πρώτον τα ηρώτησεν εάν έχουν
μητέρα, εκείνα δε απεκρίθησαν: «Έχομεν μητέρα, έχομεν και τον διδάσκαλόν μας
Βαβύλαν, τον οποίον ευλαβούμεθα και αγαπώμεν και από την μητέρα μας
περισσότερον. Διότι η μεν μήτηρ μας μάς εγέννησε κατά σάρκα, αλλ’ ο διδάσκαλός
μας Βαβύλας μάς εγέννησε πνευματικώς, διότι και προς μάθησιν των καλών μάς
παρακινεί και προς ευσέβειαν μάς εκπαιδεύει και προς ψυχικήν όλων σωτηρίαν μας
οδηγεί». Ο δε παράνομος βασιλεύς έστειλεν ευθύς και έφεραν έμπροσθέν του την
μητέρα των παιδίων και την ηρώτησε πως ονομάζεται, και εάν είναι μήτηρ εκείνων
των παιδίων. Η δε απεκρίνατο, ότι ονομάζεται Χριστοδούλη και ότι ταύτα τα
παιδία είναι καρπός της κοιλίας της, τα οποία αφιέρωσεν ως δώρα εις τον Θεόν,
δια μέσου του αγίου διδασκάλου Βαβύλα και είμαι βεβαία, είπεν, ότι θέλει
παρασταθή ομού με αυτά εις τα βασίλεια του ουρανού. Ταύτα ακούσας ο αχρείος
Νουμεριανός ήναψεν όλος από τον θυμόν και προστάσσει τους υπηρέτας να την
κτυπούν σκληρότατα εις το πρόσωπον και να λέγουν προς αυτήν: «Μάνθανε να μη
ομιλής εμπρός εις τον βασιλέα με αυθάδειαν». Τα δε παιδία, βλέποντα
μαστιγουμένην την μητέρα των, έκραζον: «Όντως απώλεσε τον νουν του ο βασιλεύς
και διεφθάρη τας φρένας, επειδή με το να είπεν η μήτηρ μας την αλήθειαν, αδίκως
μαστιγούται». Ταύτα ακούων ο ασύνετος βασιλεύς και ανακαινίσας τον θυμόν, προστάσσει
να δώσουν εις τον πρώτον παίδα ραβδισμούς δώδεκα, και εις τον δεύτερον εννέα,
και εις τον τρίτον επτά, κατά τους χρόνους της ηλικίας των· δερόμενα δε τα
παιδία εδόξαζον τον Θεόν και επεθύμουν να είναι εις την φυλακήν ομού με τον
διδάσκαλόν των Βαβύλαν. Καθίσας κατόπιν ο τύραννος εις το θέατρον και εκβαλών
εκείθεν την μητέρα και τα παιδία, έφερεν εκ της φυλακής τον Άγιον Βαβύλαν, προς
τον οποίον είπε ταύτα ο ανόητος: «Ιδού τώρα, Βαβύλα, ηφανίσθη η καύχησίς σου,
εχάθη η έπαρσίς σου, την οποίαν είχες εις την γενναιότητα των παιδίων, είναι δε
έτοιμα ταύτα να θυσιάσουν εις τους θεούς». Εγνώριζεν όμως ο Άγιος από Πνεύμα
Άγιον, ότι ψεύδεται ο μάταιος βασιλεύς· όθεν του απεκρίθη λέγων: «Ψεύδεσαι,
βασιλεύ, εις τον εαυτόν σου και ματαίως παρηγορείς την καρδίαν σου· διότι τα
πρόβατα της ιδικής μου ποίμνης, τα αρνία του Χριστού μου, δεν θέλουν
ακολουθήσει ποτέ ξένον ποιμένα, αλλ’ ούτε γνωρίζουν άλλην φωνήν, παρά μόνον
εκείνου του ποιμένος, όστις εξ αρχής τα έθρεψε γνησίως εις νομήν σωτήριον, και
ευκολώτερα ίσως ήθελε καταπείσει τις να αφήση το αρνίον την μητέρα του και να
ακολουθήση λύκους, παρά τα ιδικά μου πρόβατα και αρνία να αφήσουν την ιδικήν
μου μάνδραν και να υπάγουν εις άλλην». Τους πλήρεις παρρησίας λόγους τούτους
του Μάρτυρος μη υποφέρων ο μιαρώτατος, προσέταξεν ευθύς και εκρέμασαν τον Άγιον
εις ένα ξύλον, και άντικρυ εις αυτόν εκρέμασαν εις άλλο ξύλον και τα παιδία,
και εξέσχιζον με σιδηρούς όνυχας τας σάρκας αυτών. Ξεόμενοι όθεν οι Άγιοι επί
ώραν πολλήν, θεία δύναμις τούς ενίσχυε και τους έδιδε μάλιστα περισσοτέραν
προθυμίαν εις το μαρτύριον. Όθεν εφαίνοντο οι τρισμακάριοι ωσάν να ήσαν
πέτρινοι ανδριάντες και όχι σαρκικοί άνθρωποι. Τινές δε από τους παρεστώτας
Έλληνας, υποκινούμενοι υπό του σατανά, ήρχοντο πλησίον του Αγίου και του
έλεγον: «Έως πότε θα είσαι ανόητος, έως πότε θα γίνεσαι εχθρός του εαυτού σου,
και τουλάχιστον η απαλή και τρυφερά ηλικία τούτων των παίδων δεν απαλύνει την
σκληρότητα της καρδίας σου, να τα λυπηθής που μέλλουν να αφανισθούν τόσον
πρόωρα εξ αιτίας σου»; Ακούων ο Άγιος τοιούτους ψυχοβλαβείς λόγους και στενάξας από
ψυχής, λέγει προς αυτούς: «Ποίον σκοτεινότατον νέφος εσκότισε τον νουν σας,
ταλαίπωροι; Ποίον είναι εκείνο το οποίον σάς εμάγευσε και επλανήθητε τόσον,
ώστε εκάματε την λογικήν σας ψυχήν εντελώς άλογον; Εγίνατε σκώληκες βρωμεροί
συρόμενοι εις τον βόρβορον της γης, και δεν δύνασθε πλέον με το λογικόν το
οποίον σάς εχάρισεν ο Θεός να ενατενίσητε εις τον ουρανόν· εδέθητε χείρας και
πόδας, και δεν δύνασθε να κινηθήτε εις τον δρόμον της σωτηρίας, αλλά σας
σύρουσιν οι δαίμονες εις τον βόρβορον της απωλείας. Αφήνω κατά μέρος τον
Νουμεριανόν, τον οποίον και μυριάκις μεγαλύτερος βασιλεύς από ό,τι είναι
σήμερον εάν ήτο δεν ήθελε τον ωφελήσει τίποτε· διότι είναι άνθρωπος
σκωληκόβρωτος και ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού· και μόνον δια την απώλειαν της
ψυχής σας θρηνώ και οδύρομαι. Ο Θεός σάς ετίμησεν, άθλιοι, με το λογικόν, και
σεις εγίνατε από τα άλογα ζώα αλογώτεροι, αφήσατε τον Θεόν, τον ποιητήν του
ουρανού και της γης, τον Βασιλέα πάσης της κτίσεως, και αφιερώσατε τον εαυτόν
σας εις την ματαίαν και ψευδή σκιάν του Νουμεριανού, ο οποίος σήμερον ως άνθος
του αγρού εξανθεί, αύριον δε θέλει πέσει εξ άπαντος εις τας χείρας του αθανάτου
και φοβερού Βασιλέως Θεού, με του οποίου την δύναμιν ελαφρύνομαι και εγώ από
τας τιμωρίας ταύτας και γίνομαι μάλιστα προθυμότερος εις το να λάβω με μεγάλον
πόθον και άλλα βασανιστήρια περισσότερα δια την αγάπην Του». Και ταύτα μεν
έλεγεν ο Άγιος προς τους παρόντας· τα δε ευλογημένα εκείνα παιδία, κρεμάμενα
εις το ξύλον και κατεξεόμενα, είχον τους οφθαλμούς προσηλωμένους με χαρούμενον
πρόσωπον προς τον διδάσκαλόν των Βαβύλαν. Ενώ δε έπιπτον τα μέλη των εις την
γην, αυτά παρέμενον τελείως ατάραχα, ως να έπασχεν άλλος τις και ουχί αυτά.
Μάλιστα δε και με ανδρικόν και γενναίον φρόνημα, ελέγχοντα τον τύραννον, έλεγον
προς αυτόν υπέρ του διδασκάλου αυτών ταύτα· «Δεν εντρέπεσαι, ταλαίπωρε, να
ατιμάζης τοιαύτην ιεράν και αιδέσιμον κεφαλήν; Υπάρχων συ υιός του σκότους, πως
αποτολμάς να υβρίζης τον κήρυκα του φωτός; Δεν εντρέπεσαι, ανάξιε της
βασιλείας, να γίνεσαι παίγνιον από ανήλικα παιδιά καθώς είμεθα ημείς; Συ μεν,
ασύνετε, ταράττεσαι, δαιμονίζεσαι και κατακαίονται τα σπλάγχνα σου από τον
παράλογον θυμόν, ημείς δε χαίρομεν και αγαλλόμεθα και τας πληγάς, τας οποίας
μας δίδεις, τας νομίζομεν εις το σώμα μας ως τα ωραιότερα και τρυφερώτερα άνθη
της ανοίξεως». Τότε ο παράνομος βασιλεύς επρόσταξε και κατεβίβασαν τον Άγιον
και τα παιδία από το ξύλον· και τον μεν Άγιον απέστειλε δέσμιον εις την
φυλακήν, τα δε παιδία, νομίζων ο μάταιος ότι δια το τρυφερόν της ηλικίας των θα
τα φέρη εις το θέλημά του, τα παρέστησεν ενώπιόν του και ήρχισε με κολακευτικόν
τρόπον να τα ονομάζη τέκνα αγαπητά και πως έχουν γνώσιν και γνώμην γενναίαν και
ανδρικήν και υπέσχετο να δώση εις αυτά χρήματα άπειρα, δώρα βασιλικά και
χαρίσματα μεγαλοπρεπή. Εκείνα δε τα ευλογημένα, τέκνα Αβραμιαία υπάρχοντα και
γεννήματα ευχής και τα τρία, με μίαν γνώμην και γλώσσαν απεκρίθησαν προς τον
τύραννον· «Δολιώτατε και πανούργε, προβάλλεις εις ημάς με τας κολακείας σου
θνάσιμον δόλωμα, δια να μας συλλάβης ως πτηνά εις την παγίδα· μη γένοιτο να
αρνηθώμεν την ευσέβειαν, δεν θέλομεν αθετήσει ποτέ την προς τον διδάσκαλόν μας
Βαβύλαν κλήσιν και ευπείθειαν, με του οποίου τας ευχάς δεν θα δυνηθής να μας
νικήσης, Νουμεριανέ, ούτε συ, ούτε άλλος τύραννος χειρότερος από σε». Ταύτα
λέγοντες οι ευλογημένοι εκείνοι παίδες με θάρρος ισχυρόν προς τον τύραννον,
επληροφορείτο ο Άγιος Βαβύλας και εχαίρετο όλως καθ’ υπερβολήν και εδόξαζεν
αγαλλόμενος τον Θεόν, χωρίς δε πλέον αμφιβολίαν τινά, έλεγε ταύτα μεθ’ ηδονής
κατ’ ιδίαν· «Ω μακάριοι και τρισμακάριοι ηγαπημένοι μου παίδες, η χαρά την
οποίαν μοι προξενείτε με την καλήν και αθλητικήν σας ομολογίαν είναι η καλυτέρα
ανταμοιβή των κόπων μου δια την εκπαίδευσιν εις τα καλά μαθήματα· τώρα τρυγώ
τους καρπούς περισσοτέρους αφ’ ό,τι εκοπίασα εις την καλλιέργειαν. Ευχαριστώ
σοι, Θεέ μου, ότι με ηξίωσας να γίνω τοιούτων παίδων διδάσκαλος, όχι παίδων,
αλλά τροπαιοφόρων, όχι νηπίων κατά την ηλικίαν, αλλά τελείων εις τας αρετάς».
Προστάσσει δε πάλιν ο βασιλεύς να φέρουν ενώπιόν του τον Άγιον· τούτου δε
γενομένου λέγει προς αυτόν· «Ταύτα τα παιδία φαίνεται να είναι ιδικά σου,
Βαβύλα, επειδή ομοιάζουν με την γνώμην σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη: «Ναι,
βασιλεύ, ιδικά μου είναι δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ουχί όμως κατά
σάρκα, ως η μιαρά σου διάνοια υπονοεί». Και ο τύραννος λέγει: «Αλλά διατί δεν
θυσιάζεις εις τους θεούς, να λυτρωθής και συ και να μη έχωμεν και ημείς
φροντίδας εις το εξής; ει δε και σε ηνωχλήσαμεν με τας τιμωρίας, τας οποίας σού
εκάμαμεν πρότερον, δια τούτο δε εσκανδαλίσθης και σκληρυνθείσα η καρδία σου δεν
αφήνει να καταπεισθής, ημείς θέλομεν σε ανταμείψει με βασιλικάς δωρεάς,
πλουτοποιά χαρίσματα και αξιώματα τοιούτα, ώστε να λησμονήσης τελείως όσα
υπέστης πρωτύτερα. Έπρεπέ σου μάλιστα, διδάσκαλε Βαβύλα, καθώς είσαι γέρων και
γνωστικός, να συμβουλεύσης αυτά τα ανήλικα παιδία να θυσιάσουν, δια να μη
μαρανθή προ του καιρού του το άνθος της ηλικίας των». Προς ταύτα ο μακάριος
Βαβύλας αποκριθείς, είπε προς τον τύραννον· «Φαίνεται, ω βασιλεύ, πως άφησες
τους πολέμους των βαρβάρων και των λοιπών πολεμίων, οίτινες αγωνίζονται να
αφανίσουν και σε και το βασίλειόν σου· άφησες ακόμη κάθε είδους φροντίδα, την
οποίαν πρέπει να έχουν οι βασιλείς δια το υπήκοον και εδόθης όλως διόλου
εναντίον των Χριστιανών, και όλος ο σκοπός σου είναι δια να ευρίσκης αφορμήν να
βασανίζης ανθρώπους δια να ικανοποιής τον παράλογον θυμόν σου και να θεραπεύης
την φυσικήν απανθρωπίαν σου και αγριότητα». Εις ταύτα τα αληθή λόγια του Αγίου
εφλογίσθη η ασύνετος καρδία του μιαρού βασιλέως από ασυλλόγιστον θυμόν και
ευθύς επρόσταξε να θανατώσουν τους Μάρτυρας· οι οποίοι φερόμενοι εις τον
θάνατον έχαιρον και ηγάλλοντο, ωσάν να μετέβαινον εις χαρμόσυνον πανήγυριν, καθ’
όλον δε το μήκος της διαδρομής εδοξολόγουν τον Θεόν ψάλλοντες· «Ευλογητός ο
Θεός ο και πρότερον από στόματα νηπίων και θηλαζόντων αποδεχθείς ύμνον και
δοξολογίαν· ιδού ότι και τώρα πάλιν θέλεις αποδεχθή από νήπια, αν και μη
θηλάζοντα, και από γέροντα πολιόν θυσίαν εκ των ιδίων των αιμάτων». Δια
τοιούτων και άλλων ασμάτων δοξολογούντες οι Άγιοι χαρμονικώς έφθασαν εις τον
τόπον της καταδίκης· και πρώτον μεν βλέπων ο μακάριος Βαβύλας την προθυμίαν,
την οποίαν είχον τα παιδία εις την τελευτήν, τα παρέστησεν εις τους δημίους και
τα απεκεφάλισαν χαίροντα· και ιδών αυτά κατεσφαγμένα δια Χριστόν, ελάλησε μετ’
ευφροσύνης· «Ιδού εγώ και τα παιδία α μοι έδωκεν ο Θεός»· είτα μετά χαράς και
ευχαριστίας προς τον Θεόν έκλινε την μακαρίαν κεφαλήν του και απεκεφαλίσθη και
αυτός εν έτει σπγ΄ (283), ετάφη δε από τους Χριστιανούς καθώς ήτο με τας
αλυσίδας εις τον λαιμόν και εις τους πόδας, όπως εις αυτούς παρήγγειλεν έτι ζων
ο Άγιος, ούτω δε απέλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου εις δόξαν Πατρός, Υιού και
Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου