Ιωάννης ο εν Αγίοις πατήρ ημών, ο Νηστευτής, επατριάρχευσε κατά τους χρόνους Τιβερίου και Μαυρικίου των
βασιλέων (582 – 595), εγεννήθη δε εν Κωνσταντινουπόλει· όταν ήλθεν εις ηλικίαν,
έγινε χαράκτης κατά την τέχνην· ήτο δε ευσεβής ομού και φιλόπτωχος, φιλόξενος
και φοβούμενος τον Θεόν. Ούτος μίαν φοράν εδέχθη ένα Μοναχόν, καταγόμενον από
την Παλαιστίνην, ονόματι Ευσέβιον, ο οποίος περιπατών κθ’ οδόν ομού με τον
Άγιον Ιωάννην, και ευρισκόμενος εις τα δεξιά του Αγίου, ήκουσεν αοράτως μίαν
φωνήν, ήτις του έλεγε· «Δεν είναι συγκεχωρημένον εις σε, Αββά, να περιπατής εις
τα δεξιά του μεγάλου Ιωάννου»· προεμήνυε δε ο Θεός με την φωνήν ταύτην το μέγα
αξίωμα της Αρχιερωσύνης, το οποίον έμελλε να λάβη ο Ιωάννης. Μετά ταύτα γίνεται
γνώριμος και φίλος ούτος ο Νηστευτής Ιωάννης με τον συνώνυμόν του Άγιον Ιωάννην
τον Γ΄, τον από Σχολαστικών καλούμενον, όστις και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
εχρημάτισεν· ούτος συνηρίθμησεν αυτόν εις την τάξιν των Αναγνωστών, είτα
εχειροτόνησεν αυτόν Διάκονον και μετά ταύτα Πρεσβύτερον. Εν ω δε ήτο ακόμη Διάκονος
ο Άγιος ούτος, μετέβη μίαν μεσημβρίαν εις τον Ναόν του Αγίου Λαυρεντίου και
ευρίσκει ένα ερημίυην, τον οποίον ουδείς από τους εκεί εγνώριζε ποίος είναι·
ούτος δε εδείκνυεν εις τον θείον Ιωάννην τους αναβαθμούς και τας βαθμίδας που
ευρίσκονται όπισθεν της Αγίας Τραπέζης και αναβαίνουν επάνω εις το ιερόν
σύνθρονον, εις το οποίον κάθηται ο Αρχιερεύς· και ταύτα δεικνύοντος αυτού, ιδού
εφάνησαν μυριάδες Αγίων και ηκούετο εξ αυτών μία φωνή μεμιγμένη και μία μελωδία
γλυκυτάτη και παναρμόνιος· όλοι δε οι φαινόμενοι Άγιοι ήσαν ενδεδυμένοι στολάς
λευκάς και πάνυ λαμπράς. Αύτη δε η οπτασία ήτο σημείον αληθινόν της
λαμπρότητος, την οποίαν έμελλε να λάβη ο Άγιος ούτος Ιωάννης.
Επειδή δε ο Άγιος
ήτο τότε διαμοιραστής των χρημάτων της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας,
επιστρέφων ποτέ από τον έξωθεν πεδινόν τόπον της Κωνσταντινουπόλεως, του έμεινε
μόνον εν πουγγίον χρήματα, από το οποίον εμοίραζε πλουσίως ελεημοσύνην· και
επειδή συνέτρεχον ακόμη πτωχοί περισσότεροι, δια τούτο και αυτός έδιδεν ακόμη
περισσοτέραν την ελεημοσύνην· το δε πουγγίον δεν εκενούτο, αλλά και περισσότερον
ακόμη εγέμιζεν· όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις την αγοράν την επονομαζομένην Βουν,
σκορπίζων εις όλους την ελεημοσύνην, τότε ευρέθη εκεί εις φθονερός άνθρωπος, ο
οποίος εφώναζε και είπε· «Κύριε ελέησον! Έως πότε δεν εκκενώνεται εις ημάς το
πουγγίον τούτο»; Και παρευθύς (ω και τι δεν κάμνει ο φθόνος!) το μεν πουγγίον
ευρέθη κενόν, ο δε Άγιος βλέπων με λεοντικόν και άγριον βλέμμα τον άνθρωπον
εκείνον, ο Θεός, είπε, να σοι συγχωρήση, αδελφέ, διότι, αν συ δεν έλεγες τον
φθονερόν αυτόν λόγον, εις πολλήν ώραν το πουγγίον διαμοιραζόμενον θα έμενεν
ακένωτον. Επειδή δε ο Άγιος ούτος επιέσθη να χειροτονηθή Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα αφ’ ου εκοιμήθη ο Ευτύχιος και δεν επείθετο εις
τούτο, τούτου ένεκα είδε μίαν οπτασίαν φοβεράν, ήτις ήτο τοιαύτη· εφάνη εις
αυτόν μία θάλασσα τόσον μεγάλη, ώστε έφθανεν από την γην έως εις τον ουρανόν·
ομοίως εφάνη και μία φοβερά κάμινος ανημμένη· εφάνη δε προς τούτοις και πλήθος
Αγγέλων, οι οποίοι έλεγον εις τον θείον Ιωάννην· «Δεν είναι δυνατόν να γίνη το
πράγμα κατ΄ άλλον τρόπον, μόνον σιώπα, ει δε και αντιλέγεις, ήξευρε ότι θα
δοκιμάσης και τας δύο τιμωρίας ταύτας, και της θαλάσσης και της καμίνου».
Εφαίνοντο δε ότι έλεγον ταύτα με μίαν μεγάλην απειλήν· όθεν, αφ’ ου ταύτα είδεν
ο Άγιος, άκων παρέδωκε τον εαυτόν του εις το θέλημα του Θεού και εχειροτονήθη
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εν έτει φπβ΄ (582), και τούτο πότε; Αφ’ ου δια
μέσου της άκρας ασκήσεως διεπέρασεν εις την ταλειότητα πάσης αρετής. Μίαν φοράν
διερχόμενος ο Άγιος από τον τόπον τον ονομαζόμενον Έβδομον, είδεν ότι ηγέρθη
μεγάλη τρικυμία εις την θάλασσαν· όθεν δια προσευχής του μετέβαλεν αυτήν εις
γαλήνην, ποιήσας τον τύπον του Σταυρού· ο δε Γαζεύς Ιωάννης ο Σχολαστικός,
διότι είχεν εις τους οφθαλμούς του επίχυσιν αίματος και δεν έβλεπε, δια τούτο
προσέτρεξεν εις τον Άγιον τούτον Ιωάννην και εκοινώνησεν από αυτόν τα θεία
Μυστήρια· όταν δε εκοινώνει αυτόν ο Άγιος, είπε· «Τούτο το Σώμα του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού, του ιατρεύσαντος τον εκ γενετής τυφλόν, μέλλει να ιατρεύση και
την ιδικήν σου τύφλωσιν». Και ω του θαύματος! ομού με τον λόγον ιατρεύθη
παρευθύς ο πριν τυφλός Ιωάννης. Έναν καιρόν ενέσκηψε μεγάλον θανατικόν εις την
Κωνσταντινούπολιν· όθεν έδωκεν ο Άγιος εις ένα υπηρέτην του δύο καλάθια, το μεν
εν κενόν, το δε άλλο πλήρες από πέτρας μικράς, και είπεν εις αυτόν· «Πήγαινε
στάσου εις τον δρόμον τον ονομαζόμενον Βουν, και μέτρα τους νεκρούς, τους
οποίους περνούν από εκεί· και όσοι είναι οι νεκροί, τόσας πέτρας ρίπτε μέσα εις
το κενόν καλάθιον». Τούτο λοιπόν ποιήσας ο υπηρέτης όλην την ημέραν, εμέτρησε
την εσπέραν τας πέτρας και εύρεν, ότι κατ’ εκείνην την ημέραν εξήχθησαν νεκροί
τριακόσιοι εικοσιτρείς· ομοίως τούτο ποιήσας και την επομένην ημέραν εύρεν, ότι
εξήχθησαν νεκροί ολιγώτεροι· και ακολούθως τούτο ποιήσας έως εις επτά ημέρας,
εύρεν ότι έπαυσε παντελώς το θανατικόν με την εκτενή προσευχήν του Αγίου
Ιωάννου. Τόσην δε επιμέλειαν εδείκνυεν εις την εγκράτειαν ο Άγιος ούτος, ώστε
εις εξ μήνας δεν έπιεν ύδωρ, το δε φαγητόν και ποτόν του ήτο εν μαρούλι και
ολίγον πεπόνι ή σταφύλια ή σύκα ολίγα, από τα οποία πότε έτρωγε το εν και πότε
το άλλο· έτρωγε δε ταύτα καθ’ όλους τους δεκατρείς και ήμισυν χρόνους της
πατριαρχείας του. Ο δε ύπνος του Αγίου τούτου με τοιούτον τρόπον εγένετο·
καθήμενος εις ένα τόπον, έκλινε τα στήθη του εις τα γόνατά του και απεκοιμάτο·
πλην δια να μη κοιμάται περισσότερον αφ’ όσον ήθελεν, ήναπτε κηρίον, εις δε το
κηρίον ενεπήγνυε μίαν μεγάλην βελόνην· υποκάτω δε εις το κηρίον και εις την
βελόνην έθετε μίαν λεκάνην· όταν λοιπόν καιόμενον το κηρίον και διαλυόμενον
έφθανεν εις το μέρος εις το οποίον ήτο η βελόνη, τότε αύτη ερρίπτετο μέσα εις
την λεκάνην, από δε τον κτύπον της βελόνης εξύπνα ο Άγιος και ηγείρετο ευθύς·
εάν δε ποτε συνέβαινε να μη ακούση τον κτύπον της βελόνης, ηγρύπνει όλην την
άλλην νύκτα· με τοιούτον τρόπον επολέμει τα πάθη ο τρισμακάριστος, δια
προσευχής και νηστείας και αγρυπνίας. Ούτος ο Άγιος δια προσευχής του απεδίωκεν
απράκτους και τους εκ των βαρβάρων πολεμίους και διέλυε τας βλάβας, τας
επερχομένας κατά της Κωνσταντινουπόλεως, και όλην την ποίμνην αυτού εφύλαττεν
από τους ορατούς και αοράτους εχθρούς. Μίαν φοράν, εν ημέρα Σαββάτου, είπον
τινές εις τον Άγιον· «Αύριον, Δέσποτα, θα γίνη θέατρον και ιπποδρόμιον», ήτο δε
η ερχομένη ημέρα Κυριακή της Πεντηκοστής. Ο δε Άγιος αποκριθείς είπεν·
«Ιπποδρόμιον! Εις την Αγίαν Πεντηκοστήν»; Παρεκάλει όθεν τον Θεόν να δείξη
σημείον δια να φοβηθούν οι άνθρωποι και να εμποδισθούν από το τοιούτον
παιγνίδιον. Και ω του θαύματος! όταν ήλθε το δειλινόν του Σαββάτου, εν ω ο
ουρανός ήτο ανέφελος, εγένοντο ανεμοστρόβιλοι φοβεροί και πλήθος ανέμων, τόση
δε ραγδαία βροχή έπεσεν, ώστε έφυγεν ευθύς ο λαός όλος από τον τόπον του
ιπποδρομίου και ενόμισεν, ότι έφθασεν η του κόσμου συντέλεια· διότι τοιαύτην
μεγάλην ταραχήν των στοιχείων δεν ενεθυμούντο να ηκολούθησεν ουδέποτε εις την
ζωήν των, φοβίζουσα άπαντας. Γυνή δε τις, έχουσα άνδρα δαιμονιζόμενον,
προσέτρεξεν εις ένα ερημίτην δια να τον ιατρεύση· ο δε ερημίτης είπε προς
αυτήν· «Ύπαγε εις τον Αγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην και
εκείνος θα ιατρεύση τον άνδρα σου». Όθεν τούτο ποιήσασα η γυνή δεν απέτυχε του
ποθουμένου· επειδή δια προσευχής του θείου Ιωάννου έλαβε την ιατρείαν ο ανήρ
της, και παραλαμβάνουσα αυτόν υγιά επέστρεψεν οπίσω εις τον οίκον της χαίρουσα.
Δι’ ευχών του Αγίου τούτου και πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνοποίησαν και πολλοί
ασθενείς εθεραπεύθησαν. Πατριαρχεύσας δε ούτος έτη δεκατρία και μήνας πέντε,
εκοιμήθη εν έτει 595 τη Δευτέρα του Σεπτεμβρίου, εγένετο δε μετά τούτον
Πατριάρχης Κυριακός ο Β΄. Όταν δε ο Άγιος εκοιμήθη εν ειρήνη και απήλθεν προς
Κύριον, ετέθη εις το μέσον το λείψανόν του δια να το ασπασθούν οι Χριστιανοί·
τότε ήλθε Νείλος ο ενδοξότατος έπαρχος δια να το ασπασθή και, ω του θαύματος!
καθώς αυτός ησπάσθη το λείψανον, ευθύς ηγέρθη και το λείψανον και αντησπάσθη
αυτόν, ως να ήτο ζων και λόγια δε τινα μυστικά είπεν εις το ους αυτού, τα οποία
ο θείος Νείλος εις κανένα δεν εφανέρωσε καθ’ όλην του την ζωήν. Βλέποντες δε
όλος ο λαός το τοιούτον θαυμάσιον εξεπλάγησαν και εδόξαζον τον Θεόν, τον ούτω
δοξάζοντα τους Αγίους του. Είτα εκηδεύθη ευλαβώς και εντίμως και ενεταφιάσθη
εις το Άγιον Βήμα της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου